Πηγή: Ετήσια έκθεση 2009 της ΓΣΕΕ.
Η κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου αποτέλεσε τον κύριο μοχλό για τις αναδιαρθρώσεις στις σχέσεις εργασίας (στρατηγική της ευελιξίας στην αγορά εργασίας).
Παλιότερα, που υπήρχαν έλεγχοι και εμπόδια στη διεθνή κίνηση του κεφαλαίου, ο μισθός καθοριζόταν στην αγορά εργασίας με βάση έναν μισθό που οι εργαζόμενοι θεωρούσαν σαν δίκαιο, δηλαδή που τους παρείχε τα αναγκαία για να ζήσουν μια κανονική και αξιοπρεπή ζωή. Οι επιχειρήσεις είχαν σαν κέρδος αναφοράς το μέσο κέρδος που διαμορφωνόταν στα εθνικά πλαίσια κυρίως.
Εάν οι απαιτήσεις του κεφαλαίου και της εργασίας ήταν ασύμβατες, τότε οι επιχειρήσεις αύξαιναν τις τιμές ώστε να μειωθεί ο πραγματικός μισθός, χρησιμοποιούσαν δηλαδή τον πληθωρισμό για να ρυθμίσουν τις απαιτήσεις τους σε κέρδη.
Η κερδοφορία στις ΗΠΑ-Ευρώπη-Ιαπωνία ενώ μέχρι το 1982 ακολουθούσε πιστά τις επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου, μετά, με τη στροφή των επιχειρήσεων σε χρηματιστικές επενδύσεις που απέδιδαν ένα αυξανόμενο μέρος των κερδών τους, ακολουθεί ανοδική πορεία και φτάνει σε ιστορικά ύψη, ενώ ο ρυθμός συσσώρευσης πάγιου κεφαλαίου μειώνεται, με άμεσο αποτέλεσμα την άνοδο της ανεργίας.
Στην εποχή κυριαρχίας των χρηματιστικών αγορών, οι επιχειρήσεις έχουν σαν κέρδος αναφοράς τις υψηλές αποδόσεις στις παγκόσμιες χρηματιστικές αγορές. Εάν αυτό το κέρδος δεν είναι συμβατό με τον δίκαιο μισθό που διεκδικούν οι εργαζόμενοι, οι επιχειρήσεις μειώνουν την απασχόληση και επιτίθενται στις ρυθμίσεις της αγοράς εργασίας που προστατεύουν τους εργαζόμενους και έτσι η ανεργία γίνεται ο ρυθμιστής των απαιτήσεων του κεφαλαίου επί της εργασίας.
Εάν οι αγορές σχηματίσουν την εντύπωση ότι οι συνθήκες που επικρατούν σε μια χώρα δεν διασφαλίζουν το μέσο κέρδος (πχ αυξημένη επικινδυνότητα ή ο κόσμος της εργασίας δεν υπομένει καρτερικά τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις και τις μειώσεις των μισθών) τιμωρούν την εν λόγω χώρα είτε με μαζική εκροή κεφαλαίων, είτε με άνοδο των επιτοκίων, είτε με άλλο πρόσφορο τρόπο…
Πρόκειται για μια υπερεθνική κυριαρχία του κεφαλαίου επί της εργασίας, για έναν μηχανισμό πειθάρχησης της εργασίας και ελαχιστοποίησης των απαιτήσεών της.
Αυτός ο μηχανισμός και τα αποτελέσματά του (μείωση του μεριδίου της εργασίας στο προϊόν) έπαιξε κύριο ρόλο στη δημιουργία της σημερινής οικονομικής κρίσης.
Τα χρηματοοικονομικά προϊόντα αποτελούν δικαίωμα επί της μελλοντικής (προσδοκώμενης) παραγωγής.
Όταν οι πιστώσεις αυξάνονται ταχύτερα απ τον πραγματικό πλούτο της χώρας, όταν το συσσωρευμένο χρηματικό κεφάλαιο διογκωθεί σε τέτοιο βαθμό που ξεπερνά κατά πολύ το ύψος του μελλοντικού εισοδήματος της πραγματικής οικονομίας, ξεσπά η κρίση απ τη στιγμή που αυτό γίνεται αντιληπτό.
Μετά την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, φόβος και αστάθεια κατέλαβε τις χρηματιστικές αγορές. Για ν αποφευχθεί μια κρίση οι ΗΠΑ μείωσαν τα επιτόκια και χαλάρωσαν τις διαδικασίες χορήγησης πιστώσεων για να ενθαρρύνουν τον δανεισμό των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, ώστε να στηριχθεί η ζήτηση. Οι τράπεζες επωφελήθηκαν και άρχισαν να προωθούν τα στεγαστικά ενυπόθηκα δάνεια.
Κατέληξαν να πωλούν τα δάνεια θεωρώντας τα σαν περιουσιακά στοιχεία που εγγυώνταν την αποπληρωμή των έντοκων δόσεων του κατόχου τους.
Κάποιοι άλλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί χρησιμοποιούσαν φτηνές πιστώσεις για ν αγοράσουν τους νέους τίτλους. Τέλος άλλοι χρηματιστηριακοί οργανισμοί συνένωναν ορισμένους απ αυτούς τους τίτλους και δημιουργούσαν συνθετικούς τίτλους που αφορούσαν σε χρέη με εγγύηση χρεών κ.ο.κ.
Πολύ σύντομα όλοι σχεδόν οι μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί σε ολόκληρο τον κόσμο βρέθηκαν να κατέχουν εγγυητικούς τίτλους που περιείχαν τμήματα ενυπόθηκων δανείων χαμηλής αξιοπιστίας.
Όσο πιο γρήγορα επεκτείνεται η πίστη, τόσο οι τιμές των στοιχείων ενεργητικού (εν προκειμένω των ακινήτων) απογειώνονται.
Οι τράπεζες έχουν κίνητρο να ενισχύουν ή να δημιουργούν χρηματιστικές φούσκες στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων. Ο δανεισμός προκαλεί άνοδο των τιμών των περιουσιακών στοιχείων και με τις φούσκες που προκύπτουν διατηρείται ο δανεισμός.
Οι υποθήκες επί των ακινήτων χρησιμοποιήθηκαν άμεσα σαν πηγή χρηματοδότησης με βάση την άνοδο της τιμής των ακινήτων και το χρέος εμφανίζονταν σαν χαμηλό και εγγυημένο, ενώ θάπρεπε το χρέος να συγκρίνεται με το εισόδημα των νοικοκυριών (δηλαδή την ικανότητά τους ν αποπληρώσουν).
Την ίδια στιγμή όμως η πολιτική ρύθμιση της οικονομίας μείωνε συνεχώς το μερίδιο των μισθών στο εθνικό προϊόν. Έτσι αυξάνονταν δραματικά το ποσοστό των ενυπόθηκων δανείων που δεν μπορούσαν να εξυπηρετηθούν και κατέρρεαν και οι τιμές των παράγωγων τίτλων.
Έτσι το πλασματικό κεφάλαιο δεν αυξάνεται πλέον, αλλά αντίθετα μειώνεται παρά τη δραματική προσπάθεια των κυβερνήσεων να διασώσουν την «αξία» του (μόνο στις ΗΠΑ απαξιώθηκε 1 τρις δολάρια περίπου πλασματικό κεφάλαιο).
[ Το παγκόσμιο ΑΕΠ υπολογίζεται σε 50 τρις δολάρια, η χρηματιστηριακή αγορά μετοχών, ομολόγων και τραπεζικών καταθέσεων σε 150 τρις δολάρια και η χρηματιστική αγορά παραγώγων σε 700 τρις δολάρια περίπου, δηλαδή η παγκόσμια οικονομία στηρίζεται κυριολεκτικά σ έναν τεράστιο πύργο από φούσκες. Στις μέρες μας έσκασε μόνο η μία απ αυτές…]
Η ιδιότητα λοιπόν του χρήματος και των χρηματοοικονομικών προϊόντων ν αποτελούν δικαίωμα επί της μελλοντικής (προσδοκώμενης) παραγωγής, αποτέλεσε το θεμέλιο της σημερινής κρίσης.
Η οικονομική ανάπτυξη υπό το καθεστώς των απελευθερωμένων αγορών βασίστηκε στη διόγκωση του χρέους των νοικοκυριών που κάλυψε σ έναν βαθμό το χάσμα ανάμεσα στο τρέχον εισόδημά τους από εργασία και στον αναγκαίο μισθό και καλύφθηκε μ αυτό τον τρόπο το έλλειμμα ζήτησης που υπό κανονικές συνθήκες θα υπήρχε εξαιτίας της υστέρησης της αγοραστικής δύναμης των μισθών.
Η αποκατάσταση της ισορροπίας στην οικονομία φαίνεται μάλλον απίθανη διότι επιχειρείται απ τις κυβερνήσεις το ακριβώς αντίθετο απ αυτό που αποτελεί προϋπόθεση για την έξοδο απ την ύφεση: επιχειρούν ν αποτρέψουν την απαξίωση του πλασματικού κεφαλαίου μέσω μιας ψευδο-επικύρωσης της «αξίας» του, διαχέοντας τη ζημιά με δημοσιονομική πολιτική, στο σύνολο της κοινωνίας.
… Εάν οι αγορές σχηματίσουν την εντύπωση ότι οι συνθήκες που επικρατούν σε μια χώρα δεν διασφαλίζουν το μέσο κέρδος (πχ αυξημένη επικινδυνότητα ή ο κόσμος της εργασίας δεν υπομένει καρτερικά τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις και τις μειώσεις των μισθών) τιμωρούν την εν λόγω χώρα είτε με μαζική εκροή κεφαλαίων, είτε με άνοδο των επιτοκίων, είτε με άλλο πρόσφορο τρόπο… (κάτι θυμίζει αυτό…).
Πρόκειται για μια υπερεθνική κυριαρχία του κεφαλαίου επί της εργασίας, για έναν μηχανισμό πειθάρχησης της εργασίας και ελαχιστοποίησης των απαιτήσεών της…
Το διεθνικό κεφάλαιο λοιπόν παίζει σήμερα το ρόλο του παγκόσμιου τρομοκράτη.
Που είναι και τι κάνει ο κόσμος της εργασίας;
Μήπως κοιμάται και ονειρεύεται την εποχή των αποτελεσματικών εθνικών αγώνων;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.