Το βασικό θέμα της έκτακτης Συνόδου Κορυφής της ΕΕ τον Φεβρουάριο δεν θα είναι άλλο από τα μέτρα που απαιτούνται για τη διάσωση της Ελλάδας εντός του 2010
Στον πρόεδρο της Γαλλίας κ. Νικολά Σαρκοζί και στην καγκελάριο της Γερμανίας κυρία Ανγκελα Μέρκελ «ποντάρει» ο πρωθυπουργός κ. Γ. Παπανδρέου για την «επιδότηση» της ελληνικής οικονομίας, αν και υπάρχουν πολλές αντιδράσεις από τις άλλες χώρες της ευρωζώνης
ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ. Υπό κανονικές συνθήκες, στην έκτακτη Σύνοδο Κορυφής, την οποία ο πρόεδρος της ΕΕ κ. Χέρμαν βαν Ρομπάιαποφάσισε να συγκαλέσει στις 11 Φεβρουαρίου στις Βρυξέλλες, το βασικό θέμα των συζητήσεων θα είναι οι οικονομικές στρατηγικές για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας ως το 2020. Υπό τις υπάρχουσες όμως σήμερα συνθήκες, δηλαδή με τον διεθνή Τύπο και τις αγορές να επιδεικνύουν αυτό που οι οικονομολόγοι ονομάζουν «συμπεριφορές αγέλης» και να συνθλίβουν τις όποιες προσπάθειες ανάταξης της ελληνικής οικονομίας, το βασικό θέμα της Συνόδου της ΕΕ μάλλον δεν θα είναι άλλο από τα μέτρα που απαιτούνται για τη διάσωση της Ελλάδας εντός του 2010.
Το ενδεχόμενο να αποτελέσουν και τα δύο θέματα τους βασικούς άξονες των συζητήσεων που θα έχουν οι αρχηγοί και κυβερνήσεων δεν θα πρέπει επίσης να αποκλεισθεί, λαμβανομένου υπόψη ότι οι κάθε είδους «σπέκουλες» γύρω από τα περιθώρια βιωσιμότητας της ελληνικής οικονομίας, αλλά και της ζώνης του ευρώ, έδωσαν και πήραν αυτόν τον μαύρο Ιανουάριο του 2010.
Τα πρώτα σύννεφα της καταιγίδας που ταλανίζει εδώ και καιρό την ελληνική οικονομία άρχισαν να συσσωρεύονται τον περασμένο Οκτώβριο, όταν από τη μία πλευρά φούντωναν τα σενάρια ότι το 2010 θα σκάσει, παγκοσμίως, η φούσκα των «κρατικών δανείων» (όπως το 2009 των τραπεζικών δανείων), ενώ από την άλλη η Ελλάδα ανακοίνωνε ότι το δημοσιονομικό της έλλειμμα θα κλείσει στο τέλος του χρόνου, όχι περί το 3% του ΑΕΠ της, όπως είχε θέσει στόχο, ούτε περί το 6%, όπως είχε αφήσει να εννοηθεί, αλλά περί το 12%.
Ακολούθησαν οι υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, οι βίαιες φραστικώς δηλώσεις σε βάρος της ελληνικής οικονομίας και στη συνέχεια οι παράπλευρες απώλειες: μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες που είχαν στα χαρτοφυλάκιά τους σημαντικούς ελληνικούς τίτλους είδαν τις μετοχές τους να απαξιώνονται, οι προσβάσεις των ελληνικών επιχειρήσεων στην εσωτερική ευρωπαϊκή αγορά άρχισαν να δυσκολεύουν, οι ασφάλειες κινδύνου άρχισαν να ανεβαίνουν, το ευρώ άρχισε να χάνει έναντι του δολαρίου χωρίς αυτό να δικαιολογείται από τις επιδόσεις της αμερικανικής οικονομίας, οι φήμες περί επικείμενης διάλυσης της ζώνης του ευρώ ακολουθούσαν η μία την άλλη κ.ο.κ.
Ολα αυτά δε, στα μάτια του μέσου κοινοτικού ευρωκράτη, λόγω των ασύνετων οικονομικών πολιτικών που ακολούθησαν τα τελευταία χρόνια κάποιοι έλληνες υπουργοί με εξαιρετικά δύσκολα ονόματα, όπως, π.χ., Αlogoskoufis.
Και τώρα; Τι γίνεται τώρα; Το ερώτημα αυτό κυριαρχεί πλέον στους κοινοτικούς διαδρόμους και τα σενάρια περί αρωγής είτε της ζώνης του ευρώ είτε κάποιων μελών της στη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία άρχισαν, όπως προ εξαμήνου, να φουντώνουν. Και αυτό παρά το γεγονός ότι η κοινοτική νομοθεσία απαγορεύει την κοινοτική αρωγή προς τις δημοσιονομικώς προβληματικές χώρες του ευρώ, πλην και αν τα προβλήματά τους οφείλονται σε απρόβλεπτους και ανεξάρτητους από τις οικονομικές πολιτικές τους παράγοντες. Κάτι που, με βάση τις ως σήμερα κοινοτικές εκθέσεις, για την περίπτωση της Ελλάδας δεν ισχύει.
Το ενδεχόμενο αρωγής προς την Ελλάδα, αν μη τι άλλο, δεν αποτελεί προς το παρόν ομόφωνη επιλογή των Βρυξελλών. Και αυτό όχι τόσο διότι τα άλλα κράτη-μέλη δεν επιθυμούν να βάλουν το χέρι στην τσέπη για την Ελλάδα (όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση έκδοσης ευρωομολόγων) αλλά, κυρίως, διότι δεν θέλουν να δώσουν την εντύπωση ότι η ζώνη του ευρώ διαθέτει μεταξύ άλλων και «νοσοκομείο» για τα ασθενούντα μέλη της. Στην περίπτωση αυτή η δημοσιονομική πειθαρχία θα πήγαινε περίπατο, αφού οι χώρες-μέλη θα γνώριζαν πως πάντα υπάρχει κάποια σανίδα σωτηρίας, με την ευγενή φυσικά χορηγία των ισχυρότερων οικονομικώς χωρών του ευρώ.
Επειδή, όμως, στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις ανάλογου χαρακτήρα συμφωνίες δεν νοούνται, το μείζον ερώτημα που υφίσταται αυτή τη στιγμή είναι ποιο θα ήταν το ορθό αντίτιμο που θα όφειλε να καταβάλει μια χώρα του ευρώ στην περίπτωση που άλλες χώρες, ως μη όφειλαν, της παρείχαν χείρα βοηθείας. Γλαφυρότερα απ΄ όλους, το ερώτημα αυτό το έθεσε προ ημερών η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ η οποία, μιλώντας σε γερμανούς δημοσιογράφους, αναρωτήθηκε μεγαλοφώνως «ποιος αλήθεια θα μπορούσε να υποχρεώσει την ελληνική Βουλή να λάβει μέτρα» που θεωρούνται αναγκαία, αλλά δεν είναι της αρεσκείας των Ελλήνων.
Στο πλαίσιο της ΕΕ, οι απαντήσεις επί του ανωτέρω ερωτήματος δεν είναι ίδιες. Οπως σε ανύποπτο μάλλον χρόνο είχε αποκαλύψει ο τέως πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης, δεν είναι λίγοι αυτοί που σήμερα στην Ευρώπη θα έβλεπαν με καλό μάτι το ενδεχόμενο παραπομπής της Ελλάδας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Στην περίπτωση αυτή θα ήταν το ΔΝΤ που θα έθετε τους όρους στην Ελλάδα και οι άλλες απείθαρχες δημοσιονομικώς χώρες θα ελάμβαναν το μήνυμα ότι σε περίπτωση εκτροχιασμού, κοινοτική σανίδα σωτηρίας δεν υπάρχει.
Ωστόσο στο ενδεχόμενο αυτό οι συνέπειες για το σύνολο της ζώνης του ευρώ, όπως έχει αποδειχθεί τις τελευταίες ημέρες, ενδέχεται να είναι τόσο μεγάλες, ώστε πολλοί πλέον στις Βρυξέλλες και στη Φραγκφούρτη να δηλώνουν πεπεισμένοι ότι θα πρέπει να αναζητηθούν εναλλακτικά σενάρια.
Βασική παράμετρος όλων αυτών των εναλλακτικών σεναρίων είναι ότι ναι μεν η ζώνη του ευρώ δεν μπορεί να παρακολουθεί αδιάφορη, όπως παλαιότερα η Κοινωνία των Εθνών, την κατάρρευση ενός μέλους της, παράλληλα όμως θα πρέπει να συμφωνηθούν οι «αντιπαροχές». Θα πρέπει δηλαδή να εξασφαλισθεί ότι ουδέποτε στο μέλλον θα είναι δυνατόν μια χώρα του ευρώ να περιέλθει σε τόσο προβληματική κατάσταση όπως αυτή που σήμερα διέρχεται η Ελλάδα.
Για να συμβεί αυτό θα πρέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να λάβει αυξημένες αρμοδιότητες που θα της επιτρέπουν να απευθύνει συστάσεις και να παρεμβαίνει στην οικονομική πορεία μιας χώρας του ευρώ, όχι μόνο όταν φθάσει ο κόμπος στο χτένι, αλλά πολύ πριν, δηλαδή προληπτικά. Θα έχει αρμοδιότητες παρέμβασης όταν διαπιστώνει ότι η ανταγωνιστικότητα μιας χώρας του ευρώ φθείρεται, π.χ., λόγω των αλόγιστων μισθολογικών αυξήσεων, ή ότι το έλλειμμα του εξωτερικού εμπορικού ισοζυγίου διευρύνεται ανησυχητικά. Παράλληλα δεν είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι η Γερμανία και η Γαλλία αποφάσισαν εσχάτως να κατοχυρώσουν νομοθετικά ότι απαγορεύονται τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Η πρώτη έθεσε ως όριο για την εφαρμογή της δέσμευσης το 2016 και η δεύτερη το 2020.
Σύμφωνα με όλες τις υπάρχουσες ενδείξεις, οι κατευθύνσεις αυτές θα αρχίσουν να λαμβάνουν σταδιακώς σάρκα και οστά, ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί βραχυπρόθεσμα με την Ελλάδα. Ωστόσο θα πρέπει να επιλυθούν αρκετές εκκρεμότητες, όπως ο διαχωρισμός των δικαιοδοσιών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά και το ζήτημα της επιβολής οικονομικών κυρώσεων προς τις χώρες που δεν εναρμονίζουν τις οικονομικές πολιτικές τους προς τις κατευθύνσεις των Βρυξελλών. Κυρώσεις με τις οποίες δεν είναι πάντες σύμφωνοι.
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟέντονου προβληματισμού αποτελεί για τους κοινοτικούς ιθύνοντες η τελική μορφή που θα λάβει το κείμενο της αξιολόγησης του τριετούς Προγράμματος Σταθερότητας της Ελλάδας, το οποίο θα δοθεί στη δημοσιότητα την ερχόμενη Τετάρτη. Οπως πληροφορείται «Το Βήμα», η έκθεση των κοινοτικών εμπειρογνωμόνων που επισκέφθηκαν στις αρχές του μήνα την Αθήνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σε γενικές γραμμές το ελληνικό πρόγραμμα είναι φιλόδοξο, ελαφρώς αισιόδοξο, αλλά εν πάση περιπτώσει επαρκές, και ότι αν εφαρμοσθεί πιστά αποτελεί την έξοδο κινδύνου που χρειάζεται η ελληνική οικονομία. Σε ό,τι αφορά τις επί μέρους παρεμβάσεις, οι κοινοτικοί εμπειρογνώμονες θεωρούν ότι θα έπρεπε να υπάρχουν συστάσεις για επιτάχυνση των μέτρων σε σειρά τομέων της ελληνικής οικονομίας, ωστόσο υπό τις υπάρχουσες σήμερα συνθήκες έντονος είναι ο προβληματισμός ως προς τον τόνο αυτών των συστάσεων. Και αυτό διότι οι διεθνείς αγορές έχουν επί του παρόντος την τάση να μεγαλοποιούν την όποια αδυναμία της ελληνικής οικονομίας. Το κείμενο της αξιολόγησης θα συζητηθεί αύριο από τους επικεφαλής των Γραφείων των επιτρόπων και στη συνέχεια θα έλθει στο Κολέγιο των Επιτρόπων το οποίο θα συνεδριάσει την Τετάρτη, προτού παραδώσει στη νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Το ενδεχόμενο να αποτελέσουν και τα δύο θέματα τους βασικούς άξονες των συζητήσεων που θα έχουν οι αρχηγοί και κυβερνήσεων δεν θα πρέπει επίσης να αποκλεισθεί, λαμβανομένου υπόψη ότι οι κάθε είδους «σπέκουλες» γύρω από τα περιθώρια βιωσιμότητας της ελληνικής οικονομίας, αλλά και της ζώνης του ευρώ, έδωσαν και πήραν αυτόν τον μαύρο Ιανουάριο του 2010.
Τα πρώτα σύννεφα της καταιγίδας που ταλανίζει εδώ και καιρό την ελληνική οικονομία άρχισαν να συσσωρεύονται τον περασμένο Οκτώβριο, όταν από τη μία πλευρά φούντωναν τα σενάρια ότι το 2010 θα σκάσει, παγκοσμίως, η φούσκα των «κρατικών δανείων» (όπως το 2009 των τραπεζικών δανείων), ενώ από την άλλη η Ελλάδα ανακοίνωνε ότι το δημοσιονομικό της έλλειμμα θα κλείσει στο τέλος του χρόνου, όχι περί το 3% του ΑΕΠ της, όπως είχε θέσει στόχο, ούτε περί το 6%, όπως είχε αφήσει να εννοηθεί, αλλά περί το 12%.
Ακολούθησαν οι υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, οι βίαιες φραστικώς δηλώσεις σε βάρος της ελληνικής οικονομίας και στη συνέχεια οι παράπλευρες απώλειες: μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες που είχαν στα χαρτοφυλάκιά τους σημαντικούς ελληνικούς τίτλους είδαν τις μετοχές τους να απαξιώνονται, οι προσβάσεις των ελληνικών επιχειρήσεων στην εσωτερική ευρωπαϊκή αγορά άρχισαν να δυσκολεύουν, οι ασφάλειες κινδύνου άρχισαν να ανεβαίνουν, το ευρώ άρχισε να χάνει έναντι του δολαρίου χωρίς αυτό να δικαιολογείται από τις επιδόσεις της αμερικανικής οικονομίας, οι φήμες περί επικείμενης διάλυσης της ζώνης του ευρώ ακολουθούσαν η μία την άλλη κ.ο.κ.
Ολα αυτά δε, στα μάτια του μέσου κοινοτικού ευρωκράτη, λόγω των ασύνετων οικονομικών πολιτικών που ακολούθησαν τα τελευταία χρόνια κάποιοι έλληνες υπουργοί με εξαιρετικά δύσκολα ονόματα, όπως, π.χ., Αlogoskoufis.
Και τώρα; Τι γίνεται τώρα; Το ερώτημα αυτό κυριαρχεί πλέον στους κοινοτικούς διαδρόμους και τα σενάρια περί αρωγής είτε της ζώνης του ευρώ είτε κάποιων μελών της στη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία άρχισαν, όπως προ εξαμήνου, να φουντώνουν. Και αυτό παρά το γεγονός ότι η κοινοτική νομοθεσία απαγορεύει την κοινοτική αρωγή προς τις δημοσιονομικώς προβληματικές χώρες του ευρώ, πλην και αν τα προβλήματά τους οφείλονται σε απρόβλεπτους και ανεξάρτητους από τις οικονομικές πολιτικές τους παράγοντες. Κάτι που, με βάση τις ως σήμερα κοινοτικές εκθέσεις, για την περίπτωση της Ελλάδας δεν ισχύει.
Το ενδεχόμενο αρωγής προς την Ελλάδα, αν μη τι άλλο, δεν αποτελεί προς το παρόν ομόφωνη επιλογή των Βρυξελλών. Και αυτό όχι τόσο διότι τα άλλα κράτη-μέλη δεν επιθυμούν να βάλουν το χέρι στην τσέπη για την Ελλάδα (όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση έκδοσης ευρωομολόγων) αλλά, κυρίως, διότι δεν θέλουν να δώσουν την εντύπωση ότι η ζώνη του ευρώ διαθέτει μεταξύ άλλων και «νοσοκομείο» για τα ασθενούντα μέλη της. Στην περίπτωση αυτή η δημοσιονομική πειθαρχία θα πήγαινε περίπατο, αφού οι χώρες-μέλη θα γνώριζαν πως πάντα υπάρχει κάποια σανίδα σωτηρίας, με την ευγενή φυσικά χορηγία των ισχυρότερων οικονομικώς χωρών του ευρώ.
Επειδή, όμως, στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις ανάλογου χαρακτήρα συμφωνίες δεν νοούνται, το μείζον ερώτημα που υφίσταται αυτή τη στιγμή είναι ποιο θα ήταν το ορθό αντίτιμο που θα όφειλε να καταβάλει μια χώρα του ευρώ στην περίπτωση που άλλες χώρες, ως μη όφειλαν, της παρείχαν χείρα βοηθείας. Γλαφυρότερα απ΄ όλους, το ερώτημα αυτό το έθεσε προ ημερών η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ η οποία, μιλώντας σε γερμανούς δημοσιογράφους, αναρωτήθηκε μεγαλοφώνως «ποιος αλήθεια θα μπορούσε να υποχρεώσει την ελληνική Βουλή να λάβει μέτρα» που θεωρούνται αναγκαία, αλλά δεν είναι της αρεσκείας των Ελλήνων.
Στο πλαίσιο της ΕΕ, οι απαντήσεις επί του ανωτέρω ερωτήματος δεν είναι ίδιες. Οπως σε ανύποπτο μάλλον χρόνο είχε αποκαλύψει ο τέως πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης, δεν είναι λίγοι αυτοί που σήμερα στην Ευρώπη θα έβλεπαν με καλό μάτι το ενδεχόμενο παραπομπής της Ελλάδας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Στην περίπτωση αυτή θα ήταν το ΔΝΤ που θα έθετε τους όρους στην Ελλάδα και οι άλλες απείθαρχες δημοσιονομικώς χώρες θα ελάμβαναν το μήνυμα ότι σε περίπτωση εκτροχιασμού, κοινοτική σανίδα σωτηρίας δεν υπάρχει.
Ωστόσο στο ενδεχόμενο αυτό οι συνέπειες για το σύνολο της ζώνης του ευρώ, όπως έχει αποδειχθεί τις τελευταίες ημέρες, ενδέχεται να είναι τόσο μεγάλες, ώστε πολλοί πλέον στις Βρυξέλλες και στη Φραγκφούρτη να δηλώνουν πεπεισμένοι ότι θα πρέπει να αναζητηθούν εναλλακτικά σενάρια.
Βασική παράμετρος όλων αυτών των εναλλακτικών σεναρίων είναι ότι ναι μεν η ζώνη του ευρώ δεν μπορεί να παρακολουθεί αδιάφορη, όπως παλαιότερα η Κοινωνία των Εθνών, την κατάρρευση ενός μέλους της, παράλληλα όμως θα πρέπει να συμφωνηθούν οι «αντιπαροχές». Θα πρέπει δηλαδή να εξασφαλισθεί ότι ουδέποτε στο μέλλον θα είναι δυνατόν μια χώρα του ευρώ να περιέλθει σε τόσο προβληματική κατάσταση όπως αυτή που σήμερα διέρχεται η Ελλάδα.
Για να συμβεί αυτό θα πρέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να λάβει αυξημένες αρμοδιότητες που θα της επιτρέπουν να απευθύνει συστάσεις και να παρεμβαίνει στην οικονομική πορεία μιας χώρας του ευρώ, όχι μόνο όταν φθάσει ο κόμπος στο χτένι, αλλά πολύ πριν, δηλαδή προληπτικά. Θα έχει αρμοδιότητες παρέμβασης όταν διαπιστώνει ότι η ανταγωνιστικότητα μιας χώρας του ευρώ φθείρεται, π.χ., λόγω των αλόγιστων μισθολογικών αυξήσεων, ή ότι το έλλειμμα του εξωτερικού εμπορικού ισοζυγίου διευρύνεται ανησυχητικά. Παράλληλα δεν είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι η Γερμανία και η Γαλλία αποφάσισαν εσχάτως να κατοχυρώσουν νομοθετικά ότι απαγορεύονται τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Η πρώτη έθεσε ως όριο για την εφαρμογή της δέσμευσης το 2016 και η δεύτερη το 2020.
Σύμφωνα με όλες τις υπάρχουσες ενδείξεις, οι κατευθύνσεις αυτές θα αρχίσουν να λαμβάνουν σταδιακώς σάρκα και οστά, ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί βραχυπρόθεσμα με την Ελλάδα. Ωστόσο θα πρέπει να επιλυθούν αρκετές εκκρεμότητες, όπως ο διαχωρισμός των δικαιοδοσιών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά και το ζήτημα της επιβολής οικονομικών κυρώσεων προς τις χώρες που δεν εναρμονίζουν τις οικονομικές πολιτικές τους προς τις κατευθύνσεις των Βρυξελλών. Κυρώσεις με τις οποίες δεν είναι πάντες σύμφωνοι.
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟέντονου προβληματισμού αποτελεί για τους κοινοτικούς ιθύνοντες η τελική μορφή που θα λάβει το κείμενο της αξιολόγησης του τριετούς Προγράμματος Σταθερότητας της Ελλάδας, το οποίο θα δοθεί στη δημοσιότητα την ερχόμενη Τετάρτη. Οπως πληροφορείται «Το Βήμα», η έκθεση των κοινοτικών εμπειρογνωμόνων που επισκέφθηκαν στις αρχές του μήνα την Αθήνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σε γενικές γραμμές το ελληνικό πρόγραμμα είναι φιλόδοξο, ελαφρώς αισιόδοξο, αλλά εν πάση περιπτώσει επαρκές, και ότι αν εφαρμοσθεί πιστά αποτελεί την έξοδο κινδύνου που χρειάζεται η ελληνική οικονομία. Σε ό,τι αφορά τις επί μέρους παρεμβάσεις, οι κοινοτικοί εμπειρογνώμονες θεωρούν ότι θα έπρεπε να υπάρχουν συστάσεις για επιτάχυνση των μέτρων σε σειρά τομέων της ελληνικής οικονομίας, ωστόσο υπό τις υπάρχουσες σήμερα συνθήκες έντονος είναι ο προβληματισμός ως προς τον τόνο αυτών των συστάσεων. Και αυτό διότι οι διεθνείς αγορές έχουν επί του παρόντος την τάση να μεγαλοποιούν την όποια αδυναμία της ελληνικής οικονομίας. Το κείμενο της αξιολόγησης θα συζητηθεί αύριο από τους επικεφαλής των Γραφείων των επιτρόπων και στη συνέχεια θα έλθει στο Κολέγιο των Επιτρόπων το οποίο θα συνεδριάσει την Τετάρτη, προτού παραδώσει στη νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.