Ο καπιταλισμός, κρατικός όπως στην περίπτωση της Κίνας ή ιδιωτικός όπως στις Η.Π.Α., καταργώντας τη δημοκρατία και την πολιτική, έχει δώσει τα ηνία του πλανήτη στους πολυεθνικούς κολοσσούς – με αποτέλεσμα να έχει ξεκινήσει μία νέα εποχή στην ιστορία, όπου μεταξύ άλλων οι πόλεμοι θα είναι πλέον οικονομικοί.
.
«Η παγκόσμια οικονομία ήταν ανέκαθεν διαπλεγμένη, συνυφασμένη, αλληλένδετη. Η εθνική οικονομία είναι η επιστήμη που αναρωτιέται, που αναζητάει την απάντηση δηλαδή στο γιατί η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων δεν έχουν χρήματα. Μετά το Μαρξ η ερώτηση αυτή έχει απαντηθεί, ο γρίφος έχει λυθεί άπαξ και δια παντός: έκτοτε οι άνθρωποι συνεχίζουν να μην έχουν χρήματα, αλλά τουλάχιστον γνωρίζουν την αιτία» (K. Tucholsky, Hamburg).
Η σύνδεση της παγκόσμιας οικονομίας μεταξύ της, η παγκοσμιοποίηση κατά κάποιον τρόπο, υπήρχε από πολλούς αιώνες – πολύ πριν από την επικράτηση του καπιταλισμού. Τις τελευταίες δεκαετίες όμως μεσολάβησε μία αποφασιστική «ποιοτική αλλαγή».
Ειδικότερα, έως τότε η παραγωγή και το εμπόριο εξελισσόταν γύρω από τις μεγάλες δυνάμεις, από τα ισχυρά κράτη. Υπήρχε δηλαδή μία στενή σχέση μεταξύ του εθνικού πολιτικού συστήματος και της κυριαρχίας της συγκεκριμένης εθνικής οικονομίας – η οποία τότε λειτουργούσε ως μία αυτοκρατορία (πηγή: C. Schuchler).
Μετά το 10ο αιώνα υπήρχαν περίπου δεκαπέντε τέτοιες αυτοκρατορίες, με αφετηρία την Κίνα από το 10ο έως το 13ο αιώνα (περίοδος Song) – την οποία ακλούθησε η μεσογειακή της Γένοβας και της Βενετίας, η βρετανική αργότερα, καθώς επίσης η πρόσφατη αμερικανική αυτοκρατορία.
Το καινούργιο σήμερα, το οποίο προκλήθηκε, επιβλήθηκε, καθιερώθηκε μετά την πλήρη επικράτηση του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης, είναι η αντικατάσταση των εθνικών αυτοκρατοριών από τις επί μέρους πολυεθνικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων φυσικά των χρηματοπιστωτικών. Έκτοτε η παγκόσμια παραγωγή καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο από τις διεθνείς «αλυσίδες προστιθέμενης αξίας» – από τους πολυεθνικούς ομίλους, όπως στο παράδειγμα της Siemens, η οποία παράγει και πουλάει/διακινεί τα προϊόντα της σε περισσότερες από 200 χώρες στον πλανήτη.
Κάτι ανάλογο ισχύει για όλες τις άλλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, οι οποίες στις εκάστοτε εθνικές οικονομίες δεν παράγουν κατά κανόνα ολοκληρωμένα προϊόντα για τις εγχώριες αγορές ή για να τα εξάγουν – αλλά ενδιάμεσα προϊόντα, σε μία παγκόσμια παραγωγική αλυσίδα. Η παγκόσμια αυτή «αλυσίδα προστιθέμενης αξίας» καλύπτει σήμερα το 80% του διεθνούς εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών – ενώ οι εκατό μεγαλύτερες πολυεθνικές επιχειρήσεις(κατάλογος) διαθέτουν κατά μέσον όρο 549 θυγατρικές σε ολόκληρο τον πλανήτη, με μέγιστο αριθμό τις 2.082 (στην εικόνα οι 2.000 μεγαλύτερες ανά χώρα).
.
Τα δύο τρίτα αυτών των θυγατρικών ευρίσκονται στο εξωτερικό, ενώ μόλις το ένα τρίτο στο κράτος προέλευσης τους (πηγή: UNCTAD) – παράλληλα, η αμοιβαία διείσδυση της μίας χώρας στην άλλη μέσω των κεφαλαιακών επενδύσεων, έχει αυξηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό μετά το 1990. Οι απ’ ευθείας ξένες επενδύσεις στις διάφορες χώρες (foreign direct investments, FDI inflows) έχουν οκταπλασιαστεί μέσα σε αυτή τη χρονική περίοδο – ενώ οι δικές τους επενδύσεις στο εξωτερικό (FDI outflows) έχουν επταπλασιαστεί .
Τα εκάστοτε εταιρικά κεφάλαια των πολυεθνικών, εντός και εκτός της χώρας τους, έχουν δωδεκαπλασιαστεί,ενώ η αξία των θυγατρικών τους στο εξωτερικό έχει αυξηθεί κατά 22 φορές – όπου, επειδή παράγουν πλέον στις χώρες που πουλούν τα προϊόντα τους, το παγκόσμιο εμπόριο αναπτύσσεται πια με χαμηλούς ρυθμούς.
Έτσι, το 2015 οι εξαγωγές διεθνώς αυξήθηκαν μόλις κατά 1,4% και οι εισαγωγές κατά 1,6% – με τη διεθνοποίηση των επιχειρήσεων να συνεχίζεται χωρίς σταματημό, αφορώντας ταυτόχρονα το τζίρο τους, τους εργαζομένους, καθώς επίσης τους μετόχους τους. Για παράδειγμα, η Siemens έχει τζίρο σε περισσότερες από 200 χώρες, εργαζομένους πολλών και διαφόρων εθνικοτήτων, καθώς επίσης μετόχους από ολόκληρη την υφήλιο.
Τέλος, ο εξωτερικός τζίρος των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων υπολογίζεται σήμερα στο 65% του συνολικού τους, η εξωτερική απασχόληση στο 58% του εργατικού τους δυναμικού, ενώ οι ξένοι μέτοχοι στο 62% της κεφαλαιοποίησης τους (πηγή: UNCTAD) – αν και, σύμφωνα με το ΔΝΤ, η επέκταση τους πλησιάζει στο τέλος της.
Η κυριαρχία των πολυεθνικών στην πολιτική
Περαιτέρω, με κριτήριο όλα τα παραπάνω είναι φανερό πως οι πολυεθνικοί αυτοί κολοσσοί επηρεάζουν τις πολιτικές δομές σε ολόκληρο τον πλανήτη – ενώ το κάνουν με πολύ μεγάλη αποτελεσματικότητα, καθώς επίσης με διάφορες μεθόδους, όπως είναι ο χρηματισμός των εθνικών πολιτικών ελίτ και των επιχειρηματικών συνεργατών τους.
Στο παράδειγμα της Siemens έχει τεκμηριωθεί ότι, η ανάπτυξη της παγκοσμίως επιτυγχάνεται κυρίως με παράνομες πληρωμές – όπου οι ερευνητές/ανακριτές ανακάλυψαν πάνω από 4.300 τέτοιου είδους χρηματισμούς, πρωτοκολλώντας 330 ύποπτα εγχειρήματα, από το Ισραήλ έως την Αργεντινή, χαρακτηρίζοντας την ως Μαφία, όπως επίσης τη Deutsche Bank.
Όταν δεν αρκούν οι οικονομικοί χρηματισμοί, τότε δίνονται «στρατιωτικές εντολές» εκ μέρους των κρατών προέλευσης τω πολυεθνικών – με την αιτιολογία της προστασίας του βιοτικού τους επιπέδου, όταν διακινδυνεύεται η πρόσβαση τους σε φυσικούς πόρους και δρόμους μεταφοράς προϊόντων, όπως στην περίπτωση της Μέσης Ανατολής, της Λιβύης κοκ.
Η κύρια αποστολή τους βέβαια επικεντρώνεται στην κατάργηση των αποφάσεων που λαμβάνονται από την εκάστοτε εθνική πολιτική ηγεσία, καθώς επίσης στην εξουδετέρωση των εθνικών Θεσμών, οι οποίοι υπόκεινται σε δημοκρατικές εκλογές – με αποτέλεσμα να βιώνουμε τις τελευταίες δεκαετίες τη μεταφορά των αποφάσεων από τις δημοκρατικές δομές σε διακρατικές οργανώσεις «ειδικών», οι οποίες δεν ελέγχονται από τους Πολίτες και τους πολιτικούς εκπροσώπους τους.
Τέτοιοι μη δημοκρατικοί «Θεσμοί» είναι, για παράδειγμα, το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, η Κομισιόν (ΕΕ) και η ΕΚΤ – στην οποία συμμετέχουν οι επί μέρους κεντρικές τράπεζες των κρατών της Ευρωζώνης, ενώ δεν υπόκειται σε κανέναν δημοκρατικό έλεγχο, λειτουργώντας ανεξάρτητα. Εννοείται δε ότι οι πολυεθνικοί κολοσσοί, καθώς επίσης οι οργανισμοί τους, προσλαμβάνουν τα πλέον εκπαιδευμένα στελέχη, την αφρόκρεμα της επιχειρηματικής διανόησης – οπότε ασφαλώς δεν είναι σε θέση οι πολύ χαμηλότερου επιπέδου πολιτικοί να τους ανταγωνιστούν.
Όσον αφορά τις συγκρούσεις αυτών των οργανώσεων ή των πολυεθνικών κολοσσών, τις νομικές διαμάχες δηλαδή μεταξύ τους, επιλύονται από τα διεθνή δικαστήρια – τα οποία συνεδριάζουν μυστικά, αποκλείοντας κάθε δημοκρατική επιρροή τους, ενώ είναι στελεχωμένα με δικαστές που δεν εκλέγονται αλλά διορίζονται όπως άλλωστε οι επικεφαλής όλων των παραπάνω οργανώσεων, από το ΔΝΤ έως την ΕΚΤ.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τις διακρατικές συμβάσεις, όπως η TTIP κα η CETA, όπου το 2013 μετρήθηκαν 3.200 συμφωνίες ελευθέρου εμπορίου και επενδύσεων – το 90% των οποίων συμπεριελάμβαναν το ονομαζόμενο «διακανονισμό διαφορών κρατών και επιχειρήσεων ISDS», ο οποίος επιτρέπει στους μεγάλους πολυεθνικούς ομίλους να καταθέτουν αγωγές αποζημίωσης εναντίον των χωρών σε μυστικά δικαστήρια. Με απλά λόγια, ενώ στα πλαίσια του Οργανισμού Παγκοσμίου Εμπορίου μπορεί μόνο ένα κράτος να καταθέσει αγωγή εναντίον κάποιου άλλου, μέσω των διακρατικών συμφωνιών οι πολυεθνικοί όμιλοι κυριαρχούν, θέτοντας το διεθνές δίκαιο σε δεύτερη μοίρα.
Συμπερασματικά λοιπόν βιώνουμε έναν παγκόσμιο καπιταλισμό, ο οποίος χαρακτηρίζεται (α) από μία πολυεθνική σύνδεση της παραγωγής και των καταναλωτικών αγορών, καθώς επίσης (β) από μία αποδημοκρατικοποίηση προς όφελος μίας κοσμοπολίτικης τάξης ειδικών, η οποία διορίζεται και πληρώνεται από το παγκόσμιο κεφάλαιο που αποτελεί το νέο ηγεμόνα του πλανήτη, έχοντας αντικαταστήσει τα κράτη-έθνη.
Εν προκειμένω δεν παίζει κανένα ρόλο εάν ένα κράτος έχει ιδιωτικό καπιταλισμό όπως οι Η.Π.Α. ή κρατικό καπιταλισμό όπως η Κίνα – η οποία ονομάζει το σύστημα της, στο οποίο ο ιδιωτικός τομέας παράγει το 70% «σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς», με τον πλήρη έλεγχο του κράτους μόνο σε ορισμένους κλάδους (ενέργεια, χημικά προϊόντα, επικοινωνίες, θαλάσσιες και εναέριες μεταφορές, πολεμικός εξοπλισμός). Το ζητούμενο δηλαδή παραμένει το ίδιο, ενώ δεν είναι άλλο από τη μεγαλύτερη δυνατή εκμετάλλευση του νεοφιλελεύθερου παγκοσμίου συστήματος.
Ολοκληρώνοντας, η παγκόσμια ηγεμονία του κεφαλαίου εξασφαλίζεται επίσης από τις χρηματοπιστωτικές αγορές που συνεργάζονται πια με τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες – πολλές από τις οποίες, όπως η ελβετική, έχουν μετατραπεί σε τεράστια κερδοσκοπικά κεφάλαια (hedge funds), επενδύοντας στα διεθνή χρηματιστήρια με χρήματα που τυπώνουν οι ίδιες κατά το δοκούν.
Οι χρηματαγορές επιβάλλουν πια δικτατορικά αυτά που θέλουν στα κράτη – με τη βοήθεια των επιτοκίων δανεισμού τοπου μπορούν σε χρόνο μηδέν υς, με τις εταιρείες αξιολόγησηςνα αποκλείσουν ένα κράτος από τη χρηματοδότηση του, με το ΔΝΤ κοκ.
Όταν δε μία χώρα υπερχρεώνεται, την αναγκάζουν να ξεπουλήσει σε εξευτελιστικές τιμές τις μεγάλες κοινωφελείς, στρατηγικές ή/και κερδοφόρες δημόσιες επιχειρήσεις της, τα αεροπλανοφόρα της σε περίοδο οικονομικών πολέμων όπως η σημερινή, οπότε την καταδικάζουν στο διηνεκές – αφού ασφαλώς δεν είναι σε θέση να αντιδράσει, χωρίς μεγάλες επιχειρήσεις σε μία περίοδο που αυτές καθορίζουν την τύχη των Εθνών.
Σε κάθε περίπτωση οι μικρές χώρες, οι οποίες δεν διαθέτουν μεγάλες επιχειρήσεις, μετατρέπονται σταδιακά σε αποικίες όχι τόσο των μεγάλων κρατών, όσο των πολυεθνικών επιχειρήσεων τους – όπως στο παράδειγμα της Πορτογαλίας που ακριβώς για το λόγο αυτό την ονομάσαμε «χώρα της Lidl». Στα πλαίσια αυτά, η πρώτη αντίδραση διαπιστώθηκε από τους Αμερικανούς Πολίτες, οι οποίοι εξέλεξαν τον κ. Trump λόγω του δόγματος του – στην ουσία για να τους απελευθερώσει από την κυριαρχία του κεφαλαίου επί των άλλων συντελεστών παραγωγής (φύση, εργασία, επιχειρηματικότητα), το οποίο καθιστά τους πολύ πλούσιους πλουσιότερους, ενώ όλους τους υπόλοιπους φτωχότερους. Ο οικονομικός εθνικισμόςπου υποσχέθηκε ο πρόεδρος Trump ήταν προς αυτή την κατεύθυνση – αν και κανένας δεν πιστεύει πως θα τα καταφέρει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.