Γράφει ο Γρ. Σουλτάνης
Οι εκβιασμοί της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προς τις απείθαρχες χώρες της ευρωζώνης που δεν τηρούν ή προτίθενται να μην τηρήσουν το γράμμα των ευρωπαϊκών συνθηκών, επιβεβαιώνουν την κοινή διαπίστωση της κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου στο υπερεθνικό μόρφωμα της ΕΕ.
Ο A. Woods, διατυπώνει το γεγονός αυτό με γλαφυρό τρόπο: «…οι μέθοδοι- που χρησιμοποιούν οι τραπεζίτες για να εκβιάσουν τις κοινωνίες-είναι ουσιαστικά ίδιες με εκείνες της μαφίας που εκβιάζουν για να πάρουν χρήμα. Η μόνη διαφορά είναι ότι η μαφία απευθύνει απειλές σε βάρος προσώπων ή επιχειρήσεων, ενώ οι τραπεζίτες απειλούν ολόκληρα έθνη ή τις κυβερνήσεις τους».
Βέβαια, είναι παραπλανητικό να χρησιμοποιούνται εθνικοί όροι για την οικονομική σχέση ΕΚΤ και Ελλάδας επί του προκειμένου. Διότι τι είδους εκβιασμός είναι αυτός, όταν οι ελληνικές κυβερνήσεις-και οι κοινωνικές τάξεις που τις στηρίζουν- έχουν αποδεχθεί τους όρους των ευρωπαϊκών συνθηκών ή τουλάχιστον-όπως η σημερινή κυβέρνηση-το νομισματικό καθεστώς της ΟΝΕ. Πως είναι δυνατόν να εκβιάζεται όποιος αποδέχεται ένα συμβόλαιο θανάτου για τον εαυτό του.
Οι εκβιαστικές πολιτικές της ΕΕ με όχημα το χρέος, δεν έχουν ως αποδέκτη συλλήβδην τη χώρα, αλλά αποκλειστικά την τάξη των εργαζομένων: ο εκβιασμός είναι ταξικός και συντελείται με τη συναίνεση της ντόπιας πολιτικο-οικονομικής ελίτ.
Οι λεγόμενοι υπερεθνικοί θεσμοί της ΕΕ και οι ανεξάρτητες αρχές της ΟΝΕ, κάτω από τον μανδύα του ευρωκεντρισμού και της τεχνοκρατικής ουδετερότητας, αποτελούν μηχανισμούς που χρησιμοποιεί το υπερεθνικό ευρωπαϊκό κεφάλαιο για να επιβάλλει τους κανόνες που αυξάνουν την κερδοφορία του: αύξηση της παραγωγικότητας με χαμηλό κόστος εργασίας.
Συνεπώς, το γεγονός ότι ανεξάρτητοι θεσμοί όπως η ΕΚΤ βρίσκονται υπεράνω κάθε δημοκρατικού ελέγχου είναι κάτι απόλυτα συμβατό με το πνεύμα συγκρότησης της ΕΟΚ ( ΕΕ), και της ΟΝΕ.
Δεδομένου όμως ότι δεν υφίσταται κράτος που να αντιστοιχεί στην ΕΕ ή την ΟΝΕ, οι υπερεθνικοί θεσμοί της και κυρίως η ΕΚΤ έχουν δημιουργήσει το δικό τους υπερεθνικό κράτος, ανεξάρτητα από το διακρατικό σύστημα της ΕΕ. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα παρακράτος, αφού, αφενός αντλεί εξουσία από τη μεταβίβαση κυριαρχίας από μέρους των κρατών και αφετέρου λειτουργεί ως επί το πλείστον αυτόνομα, δια μέσου ενός σκιώδους μηχανισμού που ελέγχεται από το τεράστιο δίκτυο πολυεθνικών εταιριών και τραπεζών που συνιστούν το υπερεθνικό χρηματιστικό κεφάλαιο.
Φυσικά, οι κυβερνήσεις, καθώς ελέγχονται από το χρηματιστικό κεφάλαιο, παραχωρούν σε αυτό όλο και περισσότερα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα, με αποτέλεσμα να εντείνεται η άνιση ανάπτυξη, η μεταφορά υπεραξίας από τις χώρες της περιφέρειας στον ευρωπαϊκό πυρήνα, όπου βρίσκεται εθνικά εντοπισμένος ο κύριος όγκος του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.
Σε αυτή τη μεταφορά υπεραξίας βασίστηκε το λεγόμενο γερμανικό θαύμα-με τους εκατομμύρια νεόπτωχους. Η γερμανική ηγεμονία έγινε εφικτή με το να καταστεί αυτή η χώρα το κατεξοχήν κράτος του κεφαλαίου, προωθώντας τη χρηματιστική κυριαρχία στην ΕΕ, αλλά και με την λεηλασία του ευρωπαϊκού νότου, όχι μόνο μέσω του κοινού νομίσματος που συμπυκνώνει σχέσεις ανισότητας και κυριαρχίας, αλλά και με τη νεο-αποικιοκρατική μέθοδο εκποίησης και κλοπής του εθνικού πλούτου μέσω του χρέους.
Η ΕΚΤ είναι ουσιαστικά το διευθυντήριο της ΟΝΕ, που υλοποιεί το σχέδιο του Hayek, όπως διατυπώθηκε στα 1930: ένα από τα πλεονεκτήματα μιας φεντεραλιστικής ένωσης θα ήταν το ότι τα κράτη δεν θα μπορούσαν να ενδίδουν πια στις πιέσεις της εργατικής τάξης, αφού η νομισματική πολιτική θα καθοριζόταν από μια ανεξάρτητη τράπεζα. (Hayek, «Individualism and Economic Order»).
Επιπλέον, οι Γερμανοί ορντο-φιλελεύθεροι που πρωτοστάτησαν στη δημιουργία και στον σχεδιασμό της ΕΟΚ, επεξέτειναν περαιτέρω τις σκέψεις του Hayek: ένας υπερεθνικός οργανισμός θα επέτρεπε να μπει ένα ανάχωμα στην ίδια τη μαζική δημοκρατία, από την οποία κινδυνεύει η φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων. Η δημοκρατία θα μπορούσε να αντικατασταθεί με ένα είδος οικονομικής θεολογίας που θα νομιμοποιούσε την μετα-δημοκρατική τάξη πραγμάτων.
Με τον κατακερματισμό της εργατικής τάξης, την εξάπλωση του δικτύου των πολυεθνικών και την γιγάντωση του χρηματιστικού κεφαλαίου, το όραμα του Hayek άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά.
Όπως έχει δείξει η Corporate Europe Observatory, το δίκτυο πολυεθνικών και τραπεζικών εταιριών που κυριαρχεί στην Ευρώπη έπαιξε καθοριστικό-αν όχι κυρίαρχο- ρόλο στη δημιουργία της ΟΝΕ και του κοινού νομίσματος.
Το σύστημα των λόμπυ (Lobbying), αποτελεί το πραγματικό κράτος εν κράτει της ΕΕ, που καθορίζει όχι μόνο τις οικονομικές, αλλά και τις πολιτικές αποφάσεις, καθώς λειτουργεί σαν ένα σκιώδες παρα-θεσμικό δίκτυο που συμπυκνώνει την ισχύ του χρηματιστικού κεφαλαίου από το εθνικό έως το υπερεθνικό επίπεδο.
Η ανεξαρτησία της ΕΚΤ και η μυστικότητα που χαρακτηρίζει τη διαδικασία των αποφάσεων που παίρνονται, πέρα από κάθε δημοκρατικό έλεγχο, επιτρέπει στα λόμπυ να επιβάλλουν τα συμφέροντά τους με αφανείς διαδικασίες· συμφέροντα που εμφανίζονται με τον μανδύα της οικονομικής ορθοδοξίας.
Έτσι, πριν από κάθε συνεδρίαση του επίσημου διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, προηγείται η συνεδρίαση του σκιώδους συμβουλίου που προκαθορίζει ουσιαστικά τις αποφάσεις.
Η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt που πρωτοστάτησε από το 2002 στη δημιουργία του σκιώδους συμβουλίου, σε δημοσιεύματά της αναφέρει τις πολυεθνικές που εκπροσωπούνται σε αυτό: Deutsche Bank, Standard & Poor's, General Electric, Morgan Stanley, HSBC κτλ..
Αν, υποθετικά, οι χώρες της ευρωζώνης προωθούσαν την πολιτική ενοποίηση (Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση), αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα ότι το αποτέλεσμα θα ήταν η δημιουργία κυριολεκτικά ενός πολιτικού τέρατος, ενός οργουελικού εφιάλτη.
Γι αυτό και οι ντόπιοι εφιάλτες που προωθούν τα συμφέροντα του χρηματιστικού κεφαλαίου εξισώνουν μια πιθανή έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη με τη Μικρασιατική Καταστροφή, ώστε να μην υπάρξει διαφυγή από τον ευρωεφιάλτη.
Οι εκβιασμοί της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προς τις απείθαρχες χώρες της ευρωζώνης που δεν τηρούν ή προτίθενται να μην τηρήσουν το γράμμα των ευρωπαϊκών συνθηκών, επιβεβαιώνουν την κοινή διαπίστωση της κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου στο υπερεθνικό μόρφωμα της ΕΕ.
Ο A. Woods, διατυπώνει το γεγονός αυτό με γλαφυρό τρόπο: «…οι μέθοδοι- που χρησιμοποιούν οι τραπεζίτες για να εκβιάσουν τις κοινωνίες-είναι ουσιαστικά ίδιες με εκείνες της μαφίας που εκβιάζουν για να πάρουν χρήμα. Η μόνη διαφορά είναι ότι η μαφία απευθύνει απειλές σε βάρος προσώπων ή επιχειρήσεων, ενώ οι τραπεζίτες απειλούν ολόκληρα έθνη ή τις κυβερνήσεις τους».
Βέβαια, είναι παραπλανητικό να χρησιμοποιούνται εθνικοί όροι για την οικονομική σχέση ΕΚΤ και Ελλάδας επί του προκειμένου. Διότι τι είδους εκβιασμός είναι αυτός, όταν οι ελληνικές κυβερνήσεις-και οι κοινωνικές τάξεις που τις στηρίζουν- έχουν αποδεχθεί τους όρους των ευρωπαϊκών συνθηκών ή τουλάχιστον-όπως η σημερινή κυβέρνηση-το νομισματικό καθεστώς της ΟΝΕ. Πως είναι δυνατόν να εκβιάζεται όποιος αποδέχεται ένα συμβόλαιο θανάτου για τον εαυτό του.
Οι εκβιαστικές πολιτικές της ΕΕ με όχημα το χρέος, δεν έχουν ως αποδέκτη συλλήβδην τη χώρα, αλλά αποκλειστικά την τάξη των εργαζομένων: ο εκβιασμός είναι ταξικός και συντελείται με τη συναίνεση της ντόπιας πολιτικο-οικονομικής ελίτ.
Οι λεγόμενοι υπερεθνικοί θεσμοί της ΕΕ και οι ανεξάρτητες αρχές της ΟΝΕ, κάτω από τον μανδύα του ευρωκεντρισμού και της τεχνοκρατικής ουδετερότητας, αποτελούν μηχανισμούς που χρησιμοποιεί το υπερεθνικό ευρωπαϊκό κεφάλαιο για να επιβάλλει τους κανόνες που αυξάνουν την κερδοφορία του: αύξηση της παραγωγικότητας με χαμηλό κόστος εργασίας.
Συνεπώς, το γεγονός ότι ανεξάρτητοι θεσμοί όπως η ΕΚΤ βρίσκονται υπεράνω κάθε δημοκρατικού ελέγχου είναι κάτι απόλυτα συμβατό με το πνεύμα συγκρότησης της ΕΟΚ ( ΕΕ), και της ΟΝΕ.
Δεδομένου όμως ότι δεν υφίσταται κράτος που να αντιστοιχεί στην ΕΕ ή την ΟΝΕ, οι υπερεθνικοί θεσμοί της και κυρίως η ΕΚΤ έχουν δημιουργήσει το δικό τους υπερεθνικό κράτος, ανεξάρτητα από το διακρατικό σύστημα της ΕΕ. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα παρακράτος, αφού, αφενός αντλεί εξουσία από τη μεταβίβαση κυριαρχίας από μέρους των κρατών και αφετέρου λειτουργεί ως επί το πλείστον αυτόνομα, δια μέσου ενός σκιώδους μηχανισμού που ελέγχεται από το τεράστιο δίκτυο πολυεθνικών εταιριών και τραπεζών που συνιστούν το υπερεθνικό χρηματιστικό κεφάλαιο.
Φυσικά, οι κυβερνήσεις, καθώς ελέγχονται από το χρηματιστικό κεφάλαιο, παραχωρούν σε αυτό όλο και περισσότερα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα, με αποτέλεσμα να εντείνεται η άνιση ανάπτυξη, η μεταφορά υπεραξίας από τις χώρες της περιφέρειας στον ευρωπαϊκό πυρήνα, όπου βρίσκεται εθνικά εντοπισμένος ο κύριος όγκος του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.
Σε αυτή τη μεταφορά υπεραξίας βασίστηκε το λεγόμενο γερμανικό θαύμα-με τους εκατομμύρια νεόπτωχους. Η γερμανική ηγεμονία έγινε εφικτή με το να καταστεί αυτή η χώρα το κατεξοχήν κράτος του κεφαλαίου, προωθώντας τη χρηματιστική κυριαρχία στην ΕΕ, αλλά και με την λεηλασία του ευρωπαϊκού νότου, όχι μόνο μέσω του κοινού νομίσματος που συμπυκνώνει σχέσεις ανισότητας και κυριαρχίας, αλλά και με τη νεο-αποικιοκρατική μέθοδο εκποίησης και κλοπής του εθνικού πλούτου μέσω του χρέους.
Το Παρακράτος της ΕΚΤ
Η ΕΚΤ είναι ουσιαστικά το διευθυντήριο της ΟΝΕ, που υλοποιεί το σχέδιο του Hayek, όπως διατυπώθηκε στα 1930: ένα από τα πλεονεκτήματα μιας φεντεραλιστικής ένωσης θα ήταν το ότι τα κράτη δεν θα μπορούσαν να ενδίδουν πια στις πιέσεις της εργατικής τάξης, αφού η νομισματική πολιτική θα καθοριζόταν από μια ανεξάρτητη τράπεζα. (Hayek, «Individualism and Economic Order»).
Επιπλέον, οι Γερμανοί ορντο-φιλελεύθεροι που πρωτοστάτησαν στη δημιουργία και στον σχεδιασμό της ΕΟΚ, επεξέτειναν περαιτέρω τις σκέψεις του Hayek: ένας υπερεθνικός οργανισμός θα επέτρεπε να μπει ένα ανάχωμα στην ίδια τη μαζική δημοκρατία, από την οποία κινδυνεύει η φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων. Η δημοκρατία θα μπορούσε να αντικατασταθεί με ένα είδος οικονομικής θεολογίας που θα νομιμοποιούσε την μετα-δημοκρατική τάξη πραγμάτων.
Με τον κατακερματισμό της εργατικής τάξης, την εξάπλωση του δικτύου των πολυεθνικών και την γιγάντωση του χρηματιστικού κεφαλαίου, το όραμα του Hayek άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά.
Όπως έχει δείξει η Corporate Europe Observatory, το δίκτυο πολυεθνικών και τραπεζικών εταιριών που κυριαρχεί στην Ευρώπη έπαιξε καθοριστικό-αν όχι κυρίαρχο- ρόλο στη δημιουργία της ΟΝΕ και του κοινού νομίσματος.
Το σύστημα των λόμπυ (Lobbying), αποτελεί το πραγματικό κράτος εν κράτει της ΕΕ, που καθορίζει όχι μόνο τις οικονομικές, αλλά και τις πολιτικές αποφάσεις, καθώς λειτουργεί σαν ένα σκιώδες παρα-θεσμικό δίκτυο που συμπυκνώνει την ισχύ του χρηματιστικού κεφαλαίου από το εθνικό έως το υπερεθνικό επίπεδο.
Η ανεξαρτησία της ΕΚΤ και η μυστικότητα που χαρακτηρίζει τη διαδικασία των αποφάσεων που παίρνονται, πέρα από κάθε δημοκρατικό έλεγχο, επιτρέπει στα λόμπυ να επιβάλλουν τα συμφέροντά τους με αφανείς διαδικασίες· συμφέροντα που εμφανίζονται με τον μανδύα της οικονομικής ορθοδοξίας.
Έτσι, πριν από κάθε συνεδρίαση του επίσημου διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, προηγείται η συνεδρίαση του σκιώδους συμβουλίου που προκαθορίζει ουσιαστικά τις αποφάσεις.
Η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt που πρωτοστάτησε από το 2002 στη δημιουργία του σκιώδους συμβουλίου, σε δημοσιεύματά της αναφέρει τις πολυεθνικές που εκπροσωπούνται σε αυτό: Deutsche Bank, Standard & Poor's, General Electric, Morgan Stanley, HSBC κτλ..
Αν, υποθετικά, οι χώρες της ευρωζώνης προωθούσαν την πολιτική ενοποίηση (Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση), αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα ότι το αποτέλεσμα θα ήταν η δημιουργία κυριολεκτικά ενός πολιτικού τέρατος, ενός οργουελικού εφιάλτη.
Γι αυτό και οι ντόπιοι εφιάλτες που προωθούν τα συμφέροντα του χρηματιστικού κεφαλαίου εξισώνουν μια πιθανή έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη με τη Μικρασιατική Καταστροφή, ώστε να μην υπάρξει διαφυγή από τον ευρωεφιάλτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.