ΜΟΝΤΕΛΟ ΠΡΟΣ ΕΞΑΓΩΓΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ «ΘΑΥΜΑ»
Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΡΑΜΑΝΤΙΩΤΗ*
Πρέπει οπωσδήποτε να συνεχιστεί στην αγορά εργασίας η μεταρρυθμιστική πνοή που έχει καταλάβει τη νεοφιλελεύθερη Ε.Ε. Αυτό αποφάσισε το Συμβούλιο των Υπουργών Εργασίας στην τελευταία συνεδρίασή του, την προηγούμενη εβδομάδα. Για να διατηρηθεί η μεταρρυθμιστική πνοή, μάλιστα, επιστρατεύονται μια σειρά εκφράσεις που ηχούν «άκακες» στα αφτιά: Επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο μέσω της εκπαίδευσης και της κατάρτισης για την αύξηση της παραγωγικότητας. Επανένταξη των μακροχρόνια ανέργων στην αγορά εργασίας. Βελτίωση των φορολογικών συστημάτων για να υποστηρίξουν τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Εκσυγχρονισμός των συστημάτων κοινωνικής προστασίας για να παρέχουν αποτελεσματική προστασία για όλους.
Μέχρι εδώ, τίποτε καινούργιο. Οι ειδικοί του μάρκετινγκ έχουν ρίξει όλα τα όπλα τους στην προσπάθεια να βρουν τις όμορφες εκφράσεις που θα αποκρύπτουν την πραγματικότητα της αγοράς εργασίας στην Ευρώπη. Μια ματιά στην Ελλάδα της εκτεταμένης ανεργίας και της διευρυμένης ημιανεργίας θα μπορούσε να είναι αποκαλυπτική για τις «κατευθυντήριες γραμμές στις πολιτικές απασχόλησης». Ούτε κι αυτό όμως είναι ολόκληρη η εικόνα.
Γιατί; Απλούστατα, διότι στην πρωτοπορία της εργασιακής απορρύθμισης, ακόμη πιο μπροστά κι από την Ελλάδα των μνημονίων, βρίσκεται εδώ και χρόνια η Γερμανία. Δεν είναι μόνο τα χαμηλά μεροκάματα και οι διαβόητες πλέον mini jobs. Είναι πολύ περισσότερο ένα ολόκληρο σύστημα πραγματικού καιάδα για εργαζόμενους και άνεργους, που δημιούργησε το «γερμανικό εργασιακό θαύμα» των αρχών του 21ου αιώνα. Ένα «θαύμα» προς εξαγωγή, βεβαίως.
Μέχρι εδώ, τίποτε καινούργιο. Οι ειδικοί του μάρκετινγκ έχουν ρίξει όλα τα όπλα τους στην προσπάθεια να βρουν τις όμορφες εκφράσεις που θα αποκρύπτουν την πραγματικότητα της αγοράς εργασίας στην Ευρώπη. Μια ματιά στην Ελλάδα της εκτεταμένης ανεργίας και της διευρυμένης ημιανεργίας θα μπορούσε να είναι αποκαλυπτική για τις «κατευθυντήριες γραμμές στις πολιτικές απασχόλησης». Ούτε κι αυτό όμως είναι ολόκληρη η εικόνα.
Γιατί; Απλούστατα, διότι στην πρωτοπορία της εργασιακής απορρύθμισης, ακόμη πιο μπροστά κι από την Ελλάδα των μνημονίων, βρίσκεται εδώ και χρόνια η Γερμανία. Δεν είναι μόνο τα χαμηλά μεροκάματα και οι διαβόητες πλέον mini jobs. Είναι πολύ περισσότερο ένα ολόκληρο σύστημα πραγματικού καιάδα για εργαζόμενους και άνεργους, που δημιούργησε το «γερμανικό εργασιακό θαύμα» των αρχών του 21ου αιώνα. Ένα «θαύμα» προς εξαγωγή, βεβαίως.
ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Καλεσμένος του Ινστιτούτου Ρόζα Λούξεμπουργκ βρέθηκε στην Ελλάδα τις προηγούμενες μέρες ο καθηγητής Εργασιακών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Γένας, Κλάους Ντέρε. Σε συναντήσεις και ενημερώσεις που πραγματοποιήθηκαν τις προηγούμενες μέρες, ο Ντέρε είχε την ευκαιρία να αναλύσει το γερμανικό εργασιακό μοντέλο. Να αποδομήσει, για την ακρίβεια, το γερμανικό εργασιακό θαύμα που προκαλεί ρίγη ενθουσιασμού στους κύκλους των νεοφιλελεύθερων διανοούμενων. Η γλώσσα των γερμανικών αριθμών δείχνει ότι το ποσοστό των ανέργων πέφτει για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, η αμειβόμενη εργασία αγγίζει επίπεδα ρεκόρ, εμφανίζονται αξιοσημείωτες ελλείψεις ειδικευμένου προσωπικού σε κάποιους τομείς της αγοράς εργασίας.
«Όποιος πει κάτι αρνητικό για το γερμανικό εργασιακό μοντέλο, συναντά την έκπληξη των συνομιλητών του», λέει ο Ντέρε, που συνδέει το «εργασιακό θαύμα» της Γερμανίας με τις μεταρρυθμίσεις Χαρτς επί καγκελαρίας του σοσιαλδημοκράτη Σρέντερ. Πίσω από το θαύμα, λέει ο Ντέρε, «κρύβεται μια τρομακτική επιστροφή και επέκταση της αναξιοπρεπούς εργασίας. Μια κατάσταση όπου η διεύρυνση των συνθηκών ανασφαλούς εργασίας και διαβίωσης θα επιβάλλει την πειθαρχία ακόμη και σε εκείνες τις κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται ακόμη σε σχετικά σταθερές συνθήκες».
«Όποιος πει κάτι αρνητικό για το γερμανικό εργασιακό μοντέλο, συναντά την έκπληξη των συνομιλητών του», λέει ο Ντέρε, που συνδέει το «εργασιακό θαύμα» της Γερμανίας με τις μεταρρυθμίσεις Χαρτς επί καγκελαρίας του σοσιαλδημοκράτη Σρέντερ. Πίσω από το θαύμα, λέει ο Ντέρε, «κρύβεται μια τρομακτική επιστροφή και επέκταση της αναξιοπρεπούς εργασίας. Μια κατάσταση όπου η διεύρυνση των συνθηκών ανασφαλούς εργασίας και διαβίωσης θα επιβάλλει την πειθαρχία ακόμη και σε εκείνες τις κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται ακόμη σε σχετικά σταθερές συνθήκες».
ΑΠΟΓΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΦΑΛΕΙΑΣ
«Την ίδια στιγμή που παρατηρείται αριθμός-ρεκόρ απασχολούμενων και η επίσημη ανεργία παρουσιάζει πτωτική πορεία», λέει ο Ντέρε, «η πραγματικότητα άλλα δείχνει». Πράγματι, στη μελέτη του η οποία την προηγούμενη εβδομάδα κυκλοφόρησε μεταφρασμένη στα ελληνικά (Το γερμανικό εργασιακό θαύμα- Μοντέλο για την Ευρώπη; Έκδοση του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ), ο καθηγητής δείχνει με αριθμούς ότι «ο όγκος των ολοκληρωμένων και πληρωμένων ωρών εργασίας μεταξύ 1991 και 2012 έχει μειωθεί εμφανώς περισσότερο από 10%. Ακόμη και μετά την κρίση του 2008-2009 ο αριθμός των εργαζομένων αυξήθηκε αρχικά γρηγορότερα από ό,τι ο όγκος των ωρών εργασίας. [...] Η αύξηση της απασχόλησης διαπιστώνεται όχι αποκλειστικά, αλλά σε μεγάλο βαθμό, στις επισφαλείς δουλειές».
Ο μειωμένος όγκος εργασίας συνοδεύεται από τη συνεχόμενη αύξηση της μη-τυπικής απασχόλησης: «Ήδη, πριν από την κρίση το ποσοστό της προσωρινής απασχόλησης, των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, της μερικής απασχόλησης και της ελάχιστης εγγυημένης απασχόλησης ("μίνι" και "μίντι" δουλειές) αυξήθηκε κατά 46,2% μέσα σε δέκα χρόνια (1998-2008). Το 2008, 7,7 εκατομμύρια εργαζόμενοι κι εργαζόμενες δούλευαν με τις λεγόμενες "άτυπες" σχέσεις απασχόλησης (22,9 εκατομμύρια δούλευαν με κανονική απασχόληση). Σε αυτούς ήρθαν να προστεθούν 2,1 εκατομμύρια αυτοαπασχολούμενοι και αυτοαπασχολούμενες. Η ανοδική τάση της μη τυπικής απασχόλησης συνεχίστηκε και μετά την κρίση».
Ταυτόχρονα, ένα αξιοσημείωτο 23% των εργαζομένων απασχολούνται στη Γερμανία στο χαμηλόμισθο τομέα, που σημαίνει ότι βγάζουν λιγότερα από τα δύο τρίτα του λεγόμενου μέσου μισθού (σταθμισμένος μέσος όρος μισθών). Σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι σε μη-τυπική απασχόληση, αλλά και το 10,6% των κατόχων θέσεων πλήρους απασχόλησης, εργάζονται σε χαμηλά αμειβόμενους τομείς. «Η Γερμανία με την εκτεταμένη χαμηλόμισθη απασχόλησή της βρίσκεται στη δεύτερη θέση στην Ευρώπη, πίσω από τη βαλτική Δημοκρατία της Λιθουανίας. Συνολικά, το 42,6% των χαμηλόμισθων εργάζονται με μια τυπική σχέση εργασίας (20 και περισσότερες ώρες την εβδομάδα). Τα υψηλότερα ποσοστά τα συναντάμε στις γυναίκες (30,5%) και στους εργαζομένους κι εργαζόμενες χαμηλής εξειδίκευσης (45,6%). Τα τρία τέταρτα περίπου του συνόλου των χαμηλόμισθων διαθέτουν ολοκληρωμένη επαγγελματική κατάρτιση ή είναι κάτοχοι ακόμη και πτυχίου πανεπιστημίου».
Σημειώνεται ότι όλα τα παραπάνω συμβαδίζουν με τη στρατηγική χρησιμοποίηση της ενοικιαζόμενης εργασίας και των συμβάσεων έργου. Ενώ αρχικά οι ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι χρησιμοποιήθηκαν για να απορροφήσουν τον αντίκτυπο από την απότομη άνοδο της παραγωγής και την έλλειψη προσωπικού, τώρα εμφανίζεται μια διαφορετική τάση. Σε πολλές περιοχές της χώρας υπάρχουν εταιρίες όπου οι ενοικιαζόμενοι αναλαμβάνουν βασικά καθήκοντα.
Ο μειωμένος όγκος εργασίας συνοδεύεται από τη συνεχόμενη αύξηση της μη-τυπικής απασχόλησης: «Ήδη, πριν από την κρίση το ποσοστό της προσωρινής απασχόλησης, των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, της μερικής απασχόλησης και της ελάχιστης εγγυημένης απασχόλησης ("μίνι" και "μίντι" δουλειές) αυξήθηκε κατά 46,2% μέσα σε δέκα χρόνια (1998-2008). Το 2008, 7,7 εκατομμύρια εργαζόμενοι κι εργαζόμενες δούλευαν με τις λεγόμενες "άτυπες" σχέσεις απασχόλησης (22,9 εκατομμύρια δούλευαν με κανονική απασχόληση). Σε αυτούς ήρθαν να προστεθούν 2,1 εκατομμύρια αυτοαπασχολούμενοι και αυτοαπασχολούμενες. Η ανοδική τάση της μη τυπικής απασχόλησης συνεχίστηκε και μετά την κρίση».
Ταυτόχρονα, ένα αξιοσημείωτο 23% των εργαζομένων απασχολούνται στη Γερμανία στο χαμηλόμισθο τομέα, που σημαίνει ότι βγάζουν λιγότερα από τα δύο τρίτα του λεγόμενου μέσου μισθού (σταθμισμένος μέσος όρος μισθών). Σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι σε μη-τυπική απασχόληση, αλλά και το 10,6% των κατόχων θέσεων πλήρους απασχόλησης, εργάζονται σε χαμηλά αμειβόμενους τομείς. «Η Γερμανία με την εκτεταμένη χαμηλόμισθη απασχόλησή της βρίσκεται στη δεύτερη θέση στην Ευρώπη, πίσω από τη βαλτική Δημοκρατία της Λιθουανίας. Συνολικά, το 42,6% των χαμηλόμισθων εργάζονται με μια τυπική σχέση εργασίας (20 και περισσότερες ώρες την εβδομάδα). Τα υψηλότερα ποσοστά τα συναντάμε στις γυναίκες (30,5%) και στους εργαζομένους κι εργαζόμενες χαμηλής εξειδίκευσης (45,6%). Τα τρία τέταρτα περίπου του συνόλου των χαμηλόμισθων διαθέτουν ολοκληρωμένη επαγγελματική κατάρτιση ή είναι κάτοχοι ακόμη και πτυχίου πανεπιστημίου».
Σημειώνεται ότι όλα τα παραπάνω συμβαδίζουν με τη στρατηγική χρησιμοποίηση της ενοικιαζόμενης εργασίας και των συμβάσεων έργου. Ενώ αρχικά οι ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι χρησιμοποιήθηκαν για να απορροφήσουν τον αντίκτυπο από την απότομη άνοδο της παραγωγής και την έλλειψη προσωπικού, τώρα εμφανίζεται μια διαφορετική τάση. Σε πολλές περιοχές της χώρας υπάρχουν εταιρίες όπου οι ενοικιαζόμενοι αναλαμβάνουν βασικά καθήκοντα.
ΟΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΧΑΡΤΣ
Το σημείο τομής για τη Γερμανία, στον τομέα των εργασιακών σχέσεων, ήταν οι μεταρρυθμίσεις Χαρτς, μία βασική πλευρά των οποίων ήταν να καταπολεμηθεί «ο ιός της απροθυμίας για εργασία» και να εγκαθιδρυθεί η απαραίτητη ευελιξία. Ένα βασικό εργαλείο γι' αυτό, ήταν οι συντομότερες περίοδοι παροχής του επιδόματος τύπου Ι (το πλήρες επίδομα ανεργίας) και η ρύθμιση επιδόματος τύπου ΙΙ. Αυτό το τελευταίο είναι το «επίδομα Χαρτς 4, ένα μειωμένο επίδομα το οποίο παρέχεται είτε αν δεν υπάρχει δικαίωμα στην παροχή του επιδόματος τύπου Ι είτε μετά τη λήξη της περιόδου παροχής του πλήρους επιδόματος (η παροχή ή μη επιδόματος τύπου ΙΙ εξαρτάται από την ύπαρξη και το ύψος των ατομικών αποταμιεύσεων, την οικονομική κατάσταση του/της συζύγου, την ύπαρξη ή μη ασφάλειας ζωής κ.ά.).
Παίρνοντας για οδηγό τη μελέτη του Καθηγητή Ντέρε, ας αποκωδικοποιήσουμε τα παραπάνω: «Με τις ανάλογες νομοθετικές ρυθμίσεις οι βασικοί συντελεστές του κοινωνικού βοηθήματος τύπου ΙΙ (Χαρτς 4) εξισώνονται, έπειτα από τον πρώτο χρόνο ανεργίας, με το προηγούμενο επίδομα κοινωνικής πρόνοιας. Οι υπηρεσίες απασχόλησης έχουν τώρα αυξημένες αρμοδιότητες ελέγχου της ιδιωτικής ζωής των δικαιούχων επιδομάτων και παρέμβασης στις συνθήκες διαβίωσης και στην περιουσιακή τους κατάσταση. Επιπλέον, επανεξετάζεται διαρκώς η ανάγκη των δικαιούχων για επιδόματα. Ατομικά περιουσιακά στοιχεία όπως αποταμιεύσεις και εισοδήματα στο πλαίσιο μιας "κοινότητας κοινού συμφέροντος", όπως η συγκατοίκηση ανθρώπων στο ίδιο νοικοκυριό, θεωρούνται αντιστάθμισμα σε μια πιθανή διεκδίκηση κοινωνικής παροχής». Πέραν τούτου, η ικανότητα για εργασία έχει επαναπροσδιοριστεί εντελώς. Ικανός να εργαστεί θεωρείται όποιος μπορεί να δουλέψει επ' αμοιβή για περισσότερο από τρεις ώρες την ημέρα. Οι δικαιούχοι επιδομάτων πρέπει να είναι προετοιμασμένοι να αλλάξουν τόπο διαμονής για να βρουν δουλειά και να δουλεύουν με χαμηλότερους μισθούς και λιγότερη εξειδίκευση απ' ό,τι προηγουμένως. Αποδεκτή θεωρείται κάθε εργασία, την οποία οι άνεργοι έχουν τη σωματική, πνευματική και ψυχική ικανότητα να την εκτελέσουν. Καθώς η απόρριψη ευκαιριών απασχόλησης μπορεί να επιφέρει κυρώσεις, οι ενδιαφερόμενοι αναγκάζονται να ελαχιστοποιήσουν ακόμη και τις απαιτήσεις τους σε σχέση με το μισθό και την ποιότητα της εργασίας. Στην περίπτωση που οι άνεργοι δεν τηρήσουν τις συμφωνίες που συνάπτουν με τους/τις εκπροσώπους της Υπηρεσίας Απασχόλησης (συμβούλους κοινωνικής υποστήριξης, μεσάζοντες) οι αρμόδιες Αρχές μπορούν να μειώσουν τα επιδόματά τους και να αντικαταστήσουν τη χρηματική στήριξη με κουπόνια τροφίμων».
Για να κλείσουμε όπως αρχίσαμε, το γερμανικό μοντέλο τελικά υποδεικνύει στην πραγματικότητα και τους στόχους που κρύβονται πίσω από όλα τα προγράμματα για την «προστασία της εργασίας» και τις κατευθυντήριες αρχές για τις οποίες κατά καιρούς κάνουν λόγο τα ευρω-επιτελεία. Την επόμενη φορά που θα διαβάσουμε για μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας, ας ξαναρίξουμε μια ματιά σε αυτές τις σελίδες. Έτσι, για να αποκωδικοποιήσουμε το μεταρρυθμιστικό οίστρο που έχει συνεπάρει την Ε.Ε.
Παίρνοντας για οδηγό τη μελέτη του Καθηγητή Ντέρε, ας αποκωδικοποιήσουμε τα παραπάνω: «Με τις ανάλογες νομοθετικές ρυθμίσεις οι βασικοί συντελεστές του κοινωνικού βοηθήματος τύπου ΙΙ (Χαρτς 4) εξισώνονται, έπειτα από τον πρώτο χρόνο ανεργίας, με το προηγούμενο επίδομα κοινωνικής πρόνοιας. Οι υπηρεσίες απασχόλησης έχουν τώρα αυξημένες αρμοδιότητες ελέγχου της ιδιωτικής ζωής των δικαιούχων επιδομάτων και παρέμβασης στις συνθήκες διαβίωσης και στην περιουσιακή τους κατάσταση. Επιπλέον, επανεξετάζεται διαρκώς η ανάγκη των δικαιούχων για επιδόματα. Ατομικά περιουσιακά στοιχεία όπως αποταμιεύσεις και εισοδήματα στο πλαίσιο μιας "κοινότητας κοινού συμφέροντος", όπως η συγκατοίκηση ανθρώπων στο ίδιο νοικοκυριό, θεωρούνται αντιστάθμισμα σε μια πιθανή διεκδίκηση κοινωνικής παροχής». Πέραν τούτου, η ικανότητα για εργασία έχει επαναπροσδιοριστεί εντελώς. Ικανός να εργαστεί θεωρείται όποιος μπορεί να δουλέψει επ' αμοιβή για περισσότερο από τρεις ώρες την ημέρα. Οι δικαιούχοι επιδομάτων πρέπει να είναι προετοιμασμένοι να αλλάξουν τόπο διαμονής για να βρουν δουλειά και να δουλεύουν με χαμηλότερους μισθούς και λιγότερη εξειδίκευση απ' ό,τι προηγουμένως. Αποδεκτή θεωρείται κάθε εργασία, την οποία οι άνεργοι έχουν τη σωματική, πνευματική και ψυχική ικανότητα να την εκτελέσουν. Καθώς η απόρριψη ευκαιριών απασχόλησης μπορεί να επιφέρει κυρώσεις, οι ενδιαφερόμενοι αναγκάζονται να ελαχιστοποιήσουν ακόμη και τις απαιτήσεις τους σε σχέση με το μισθό και την ποιότητα της εργασίας. Στην περίπτωση που οι άνεργοι δεν τηρήσουν τις συμφωνίες που συνάπτουν με τους/τις εκπροσώπους της Υπηρεσίας Απασχόλησης (συμβούλους κοινωνικής υποστήριξης, μεσάζοντες) οι αρμόδιες Αρχές μπορούν να μειώσουν τα επιδόματά τους και να αντικαταστήσουν τη χρηματική στήριξη με κουπόνια τροφίμων».
Για να κλείσουμε όπως αρχίσαμε, το γερμανικό μοντέλο τελικά υποδεικνύει στην πραγματικότητα και τους στόχους που κρύβονται πίσω από όλα τα προγράμματα για την «προστασία της εργασίας» και τις κατευθυντήριες αρχές για τις οποίες κατά καιρούς κάνουν λόγο τα ευρω-επιτελεία. Την επόμενη φορά που θα διαβάσουμε για μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας, ας ξαναρίξουμε μια ματιά σε αυτές τις σελίδες. Έτσι, για να αποκωδικοποιήσουμε το μεταρρυθμιστικό οίστρο που έχει συνεπάρει την Ε.Ε.
ΜΙΑ ΝΕΑ ΚΑΤΩ ΤΑΞΗ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Η ΕΥΑΛΩΤΗ ΖΩΝΗ ΚΑΙ Ο ΣΤΙΓΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΑΡΤΣ 4
Η ΕΥΑΛΩΤΗ ΖΩΝΗ ΚΑΙ Ο ΣΤΙΓΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΑΡΤΣ 4
Σε όλο αυτό το πλέγμα υποχρεώσεων, όπου ελέγχεται βίαια όλη η ιδιωτική ζωή των επιδοματούχων (ο Ντέρε διηγείται στις συζητήσεις του πολλά στιγμιότυπα αυτού του ελέγχου), το πιο τρομακτικό είναι ίσως η εγκαθίδρυση ενός πραγματικού καιάδα, που δεν έχει να ζηλέψει και πολλά από το διωγμό ομάδων πληθυσμού στα χρόνια των ναζί. Όποιος πάρει το επίδομα Χαρτς 4, λέει ο Κλάους Ντέρε, «αναγκάζεται να υιοθετήσει έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, διαφοροποιείται από την υπόλοιπη κοινωνία, μένει στο περιθώριο της κοινωνίας. Δημιουργείται μια νέα κάτω τάξη ανθρώπων. Οι υπόλοιποι κάνουν το παν για να μη φτάσουν εκεί. Όποιος μείνει άνεργος αγωνίζεται να κάνει μία, δύο, τρεις μίνι δουλειές για να μη φτάσει να πάρει το επίδομα Χαρτς 4».
Εμπειρική έρευνα που διεξήχθη μεταξύ των ετών 2006 και 2012, δείχνει ακριβώς αυτόν τον στιγματισμό. «Όσο περισσότερο παραμένεις στη λήψη επιδόματος, τόσο μεγαλύτερη είναι η πίεση να αποκτήσεις μια νοοτροπία και συμπεριφορά επιβίωσης η οποία σε διακρίνει από την υπόλοιπη κοινωνία» γράφει ο Ντέρε. «Όσο αυξάνεται η χρονική διάρκεια της λήψης παροχών, οι ερωτηθέντες και ερωτηθείσες είναι υποχρεωμένοι και υποχρεωμένες να συμβιβαστούν με τις ελλείψεις σε υλικούς πόρους, με την περιορισμένη κοινωνική αναγνώριση και με έναν στενό γραφειοκρατικό έλεγχο της καθημερινής τους ζωής. Αν συμβιβαστούν, αυτό τους διαχωρίζει από την υπόλοιπη κοινωνία. Αν διαχωριστούν, κάνουν τον τρόπο ζωής τους αντικείμενο συλλογικής απαξίωσης. Αλλά ακριβώς επειδή οι δικαιούχοι προσαρμόζονται σε δυσμενείς συνθήκες γίνονται στόχος αρνητικών ταξινομήσεων από τη λεγόμενη κοινωνική πλειονότητα. Για το λόγο αυτόν, οι ερωτηθέντες και ερωτηθείσες δικαιούχοι αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως μέλη μιας στιγματισμένης μειονότητας, η οποία πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί για να αποκτήσει σύνδεση με την κοινωνική κανονικότητα. Το Χαρτς 4 διαμορφώνει μια κοινωνική θέση, η οποία δημιουργεί ένα παρόμοιο αποτέλεσμα για τους/τις δικαιούχους, όπως το χρώμα του δέρματος στην περίπτωση των ρατσιστικών διακρίσεων ή το φύλο στην περίπτωση των σεξιστικών. Οι άνεργοι και άνεργες και οι επισφαλώς εργαζόμενοι και εργαζόμενες είναι επαίσχυντοι/ες. Έστω και μία φορά να σημαδευτείς με το στίγμα του Χαρτς 4, είναι πολύ δύσκολο να το βγάλεις από πάνω σου».
Με όρους κοινωνικής αντίληψης, η επισφαλειοποίηση αποτελεί μια ιεραρχία στην οποία εκείνοι που ζουν στις πιο δύσκολες συνθήκες και είναι οι λιγότερο δυνατοί βιώνουν τους εαυτούς τους ως μέλη μειονοτικών ομάδων, των οποίων η καθημερινότητα διαφέρει από τα πρότυπα της «κοινωνίας της πλειονότητας». Αυτή η ειδική κατάσταση συνιστά όμως και κάτι ιδιαίτερο, γράφει ο Ντέρε: «Η επισφάλεια σε πλούσιες κοινωνίες, όπως η Γερμανία, δεν είναι μόνο μια κοινωνική κατάσταση ή μια προσωρινή παθολογία. Πρόκειται για ένα καθεστώς ελέγχου και πειθάρχησης, το οποίο αλλάζει την κοινωνία της εργασίας στην ολότητά της. Τα εμπειρικά ευρήματα που παρουσιάζονται φανερώνουν μια εξέλιξη σύμφωνα με την οποία η επισφάλεια, πίσω από την πρόσοψη μιας υποτιθέμενης συμμετοχής-ρεκόρ στην εργασία, έχει γίνει μια "κανονική" μορφή οργάνωσης της εργασίας με τα δικά της χαρακτηριστικά και τις δικές της μορφές ύπαρξης. [...] Το Χαρτς 4 δημιουργεί ένα παρόμοιο αποτέλεσμα όπως τα πτωχοκομεία και τα καταναγκαστικά μέτρα που υπήρχαν στην καταρρέουσα φεουδαρχική τάξη. Οι δικαιούχοι παροχών στη Γερμανία ανήκουν στους "νέους και νέες αγύρτες και αγύρτισσες", οι οποίοι εκτός από την πολιτειότητα χάνουν και την αξιοπρέπειά τους»...
Εμπειρική έρευνα που διεξήχθη μεταξύ των ετών 2006 και 2012, δείχνει ακριβώς αυτόν τον στιγματισμό. «Όσο περισσότερο παραμένεις στη λήψη επιδόματος, τόσο μεγαλύτερη είναι η πίεση να αποκτήσεις μια νοοτροπία και συμπεριφορά επιβίωσης η οποία σε διακρίνει από την υπόλοιπη κοινωνία» γράφει ο Ντέρε. «Όσο αυξάνεται η χρονική διάρκεια της λήψης παροχών, οι ερωτηθέντες και ερωτηθείσες είναι υποχρεωμένοι και υποχρεωμένες να συμβιβαστούν με τις ελλείψεις σε υλικούς πόρους, με την περιορισμένη κοινωνική αναγνώριση και με έναν στενό γραφειοκρατικό έλεγχο της καθημερινής τους ζωής. Αν συμβιβαστούν, αυτό τους διαχωρίζει από την υπόλοιπη κοινωνία. Αν διαχωριστούν, κάνουν τον τρόπο ζωής τους αντικείμενο συλλογικής απαξίωσης. Αλλά ακριβώς επειδή οι δικαιούχοι προσαρμόζονται σε δυσμενείς συνθήκες γίνονται στόχος αρνητικών ταξινομήσεων από τη λεγόμενη κοινωνική πλειονότητα. Για το λόγο αυτόν, οι ερωτηθέντες και ερωτηθείσες δικαιούχοι αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως μέλη μιας στιγματισμένης μειονότητας, η οποία πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί για να αποκτήσει σύνδεση με την κοινωνική κανονικότητα. Το Χαρτς 4 διαμορφώνει μια κοινωνική θέση, η οποία δημιουργεί ένα παρόμοιο αποτέλεσμα για τους/τις δικαιούχους, όπως το χρώμα του δέρματος στην περίπτωση των ρατσιστικών διακρίσεων ή το φύλο στην περίπτωση των σεξιστικών. Οι άνεργοι και άνεργες και οι επισφαλώς εργαζόμενοι και εργαζόμενες είναι επαίσχυντοι/ες. Έστω και μία φορά να σημαδευτείς με το στίγμα του Χαρτς 4, είναι πολύ δύσκολο να το βγάλεις από πάνω σου».
Με όρους κοινωνικής αντίληψης, η επισφαλειοποίηση αποτελεί μια ιεραρχία στην οποία εκείνοι που ζουν στις πιο δύσκολες συνθήκες και είναι οι λιγότερο δυνατοί βιώνουν τους εαυτούς τους ως μέλη μειονοτικών ομάδων, των οποίων η καθημερινότητα διαφέρει από τα πρότυπα της «κοινωνίας της πλειονότητας». Αυτή η ειδική κατάσταση συνιστά όμως και κάτι ιδιαίτερο, γράφει ο Ντέρε: «Η επισφάλεια σε πλούσιες κοινωνίες, όπως η Γερμανία, δεν είναι μόνο μια κοινωνική κατάσταση ή μια προσωρινή παθολογία. Πρόκειται για ένα καθεστώς ελέγχου και πειθάρχησης, το οποίο αλλάζει την κοινωνία της εργασίας στην ολότητά της. Τα εμπειρικά ευρήματα που παρουσιάζονται φανερώνουν μια εξέλιξη σύμφωνα με την οποία η επισφάλεια, πίσω από την πρόσοψη μιας υποτιθέμενης συμμετοχής-ρεκόρ στην εργασία, έχει γίνει μια "κανονική" μορφή οργάνωσης της εργασίας με τα δικά της χαρακτηριστικά και τις δικές της μορφές ύπαρξης. [...] Το Χαρτς 4 δημιουργεί ένα παρόμοιο αποτέλεσμα όπως τα πτωχοκομεία και τα καταναγκαστικά μέτρα που υπήρχαν στην καταρρέουσα φεουδαρχική τάξη. Οι δικαιούχοι παροχών στη Γερμανία ανήκουν στους "νέους και νέες αγύρτες και αγύρτισσες", οι οποίοι εκτός από την πολιτειότητα χάνουν και την αξιοπρέπειά τους»...
ΤΕΣΣΕΡΑ ΕΙΔΗ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΣΕ ΕΝΑ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ
Έναν γαλαξία εργασιακών σχέσεων μέσα στην ίδια επιχείρηση περιγράφει στις συζητήσεις του ο καθηγητής Κλάους Ντέρε, μιλώντας για το εργασιακό μοντέλο της Γερμανίας. Μια μόνο εταιρία χρησιμοποιεί την υπεργολαβία, την ενοικιαζόμενη εργασία, συμβάσεις έργου ή άλλων μορφών ευέλικτης απασχόλησης, τα οποία, όπως η ενοικιαζόμενη εργασία, μπορούν να καταχωριστούν εν μέρει ως λειτουργικά έξοδα.
Το αποτέλεσμα είναι ένας διαρκής κατακερματισμός του εργατικού δυναμικού. Στην περίπτωση της BMW, στη Λειψία, μαζί με τους μόνιμους εργαζόμενους δουλεύουν ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι που έχουν προσληφθεί από την ίδια εταιρία, ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι από υπεργολάβους με σύμβαση αορίστου χρόνου, των οποίων οι υπηρεσίες αγοράζονται με σύμβαση έργου, ενοικιαζόμενοι ορισμένου χρόνου της ίδιας επιχειρησιακής σύμβασης έργου. Με τον τρόπο αυτό, γύρω από το μόνιμο προσωπικό της επιχείρησης συγκεντρώνονται, σαν ομόκεντροι κύκλοι, άλλες κατηγορίες επισφαλώς εργαζομένων, που τα μισθολογικά, ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματά τους συρρικνώνονται όσο πιο μακριά βρίσκονται από τον πυρήνα του μόνιμου εργατικού δυναμικού. «Δοκιμάστε να οργανώσετε απεργία σε τέτοιες συνθήκες», καταλήγει ο Ντέρε.
Δεν θέλει και πολλή σκέψη για να συμπεράνει κανείς πόσο ευάλωτη είναι η ενότητα των εργαζομένων σε αυτές τις συνθήκες. Ούτε επίσης για να εξηγήσει το γιατί υποχωρεί σημαντικά η οργανωτική δύναμη των συνδικάτων.
Το αποτέλεσμα είναι ένας διαρκής κατακερματισμός του εργατικού δυναμικού. Στην περίπτωση της BMW, στη Λειψία, μαζί με τους μόνιμους εργαζόμενους δουλεύουν ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι που έχουν προσληφθεί από την ίδια εταιρία, ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι από υπεργολάβους με σύμβαση αορίστου χρόνου, των οποίων οι υπηρεσίες αγοράζονται με σύμβαση έργου, ενοικιαζόμενοι ορισμένου χρόνου της ίδιας επιχειρησιακής σύμβασης έργου. Με τον τρόπο αυτό, γύρω από το μόνιμο προσωπικό της επιχείρησης συγκεντρώνονται, σαν ομόκεντροι κύκλοι, άλλες κατηγορίες επισφαλώς εργαζομένων, που τα μισθολογικά, ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματά τους συρρικνώνονται όσο πιο μακριά βρίσκονται από τον πυρήνα του μόνιμου εργατικού δυναμικού. «Δοκιμάστε να οργανώσετε απεργία σε τέτοιες συνθήκες», καταλήγει ο Ντέρε.
Δεν θέλει και πολλή σκέψη για να συμπεράνει κανείς πόσο ευάλωτη είναι η ενότητα των εργαζομένων σε αυτές τις συνθήκες. Ούτε επίσης για να εξηγήσει το γιατί υποχωρεί σημαντικά η οργανωτική δύναμη των συνδικάτων.
*Πηγή: e-dromos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.