Του ΑΝΕΣΤΗ ΤΑΡΠΑΓΚΟΥ
Ο νέος ρόλος που αποδίδεται στο ΤΑΙΠΕΔ στα σίγουρα επιχειρεί ναξεπεράσει τις επιδιώξεις και πρακτικές «ξεπουλήματος του δημόσιου πλούτου» που χαρακτήριζαν τις μνημονιακές κυβερνήσεις της τελευταίας πενταετίας. Εντούτοις θέτει σε κίνηση διαδικασίες αξιοποίησης της έγγειας δημόσιας περιουσίας οι οποίες σε γενικές γραμμές επαναφέρουν την φιλοσοφία των Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ).Πρόκειται για μια διαδικασία που είχε νομοθετηθεί το 2005 από την τότε νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της ΝΔ, και είχε αποτελέσει αντικείμενο επικρίσεων από το σύνολο των αριστερών δυνάμεων [π.χ. Μ. Παπαδόπουλος «ΣΔΙΤ : Απαιτείται απάντηση στην επίθεση των μονοπωλίων», Ριζοσπάστης 7-8-2005, Α. Ξηροτύρη «Άνευ όρων παράδοση στους ιδιώτες οι συμβάσεις ΣΔΙΤ», Αυγή 24-7-2005, Α. Ταρπάγκος «Το αριστερό εργατικό κίνημα απέναντι στις ΣΔΙΤ», περιοδικό Εκτός Γραμμής, τεύχος 8, 2005]. Μάλιστα αυτός ο τρόπος αξιοποίησης της περιουσίας του δημοσίου στην πραγματικότητα έτυχε εντελώς περιορισμένης εφαρμογής και υλοποίησης, πράγμα που προφανώς είχε να κάνει και με την κρίση του τραπεζικού συστήματος που προέκυψε μια τριετία αργότερα (2008), και την αδυναμία χρηματοδοτήσεων από την πλευρά του τραπεζικού κεφαλαίου.
Βέβαια ο προσανατολισμός του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού που ξεκίνησε να
εφαρμόζεται στην ελληνική οικονομία εδώ και μια εικοσιπενταετία, περιελάμβανε ως βασική του παράμετρο την γενικευμένη ιδιωτικοποίηση κοινωφελών υπηρεσιών, δημόσιων επιχειρήσεων, τεχνικών υποδομών κλπ. Η πιο εμβληματική μορφή αυτής της πολιτικής ενσαρκώθηκε από τις Συμβάσεις Παραχώρησης στην χρηματοδότηση, λειτουργία και εκμετάλλευση μεγάλων δημόσιων έργων (Αττική Οδός, Γέφυρα Ρίου – Αντιρίου, Αεροδρόμιο Ε. Βενιζέλος), πράγμα που και συνεχίστηκε, ωστόσο με προβλήματα λόγω της καπιταλιστικής κρίσης, με την αντίστοιχη μορφή κατασκευής των επόμενων έξι μεγάλων αυτοκινητοδρόμων (Τμήμα Μαλλιακός – Κλειδί του ΠΑΘΕ, Άξονας Κεντρικής Ελλάδας κ.ά.), που ακόμη δεν έχουν ολοκληρωθεί. Το άμεσο αποτέλεσμα ήταν να φυτρώσουν σαν τα μανιτάρια ένα ολόκληρο δίκτυο πυκνών σταθμών είσπραξης διοδίων, τα οποία μάλιστα προσαυξήθηκαν στην πορεία, προκειμένου να χρηματοδοτούνται οι τράπεζες και οι κατασκευάστριες εταιρίες, και η χρήση των εθνικών αυτοκινητοδρόμων να γίνει οικονομικά δυσβάστακτη.
Η χρησιμοποίηση της μεθοδολογίας των ΣΔΙΤ βασίζεται σ’ αυτή την εμπειρία των Συμβάσεων Παραχώρησης (ιδιωτικοποίησης των τεχνικών υποδομών), ωστόσο σε μικρότερη κλίμακα, εφόσον οι σχετικές επενδύσεις για την αξιοποίηση τμημάτων της κρατικής περιουσίας τοποθετούνται σε χαμηλότερα επίπεδα. Εντούτοις η ίδια η ευρωπαϊκή εμπειρία που έχει αναδειχθεί, με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση της Πορτογαλίας, καταδεικνύει ότι αυτή η επενδυτική παρέμβαση του ιδιωτικού κεφαλαίου στην δημόσια περιουσία είχε καταστρεπτικά αποτελέσματα : Τα έργα που επιχειρήθηκε να πραγματοποιηθούν δεν κατόρθωσαν να καλύψουν τα έξοδά τους, με αποτέλεσμα το δημόσιο να καταβάλει τελικά στους επιχειρηματίες υπέρογκα ετήσια «ενοίκια». Σε καμία περίπτωση δεν προέκυψαν έσοδα τέτοια από αυτές τις εκμεταλλεύσεις που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για κοινωνικούς σκοπούς (λ.χ. στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος), λειτουργώντας προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος.
Είναι περισσότερο από βέβαιο ότι και με την μεγάλη στενότητα του τραπεζικού συστήματος για την χρηματοδότηση τέτοιου είδους δραστηριοτήτων ΣΔΙΤ σε μορφές έγγειας περιουσίας του δημοσίου, η οποιαδήποτε παρέμβαση του ιδιωτικού κεφαλαίου (κατασκευαστικού, real estate κλπ.). θα μπορεί να εξασφαλίσει μόνον μια οριακή αποδοτικότητα και κερδοφορία του ιδίου (αποσβέσεις, λειτουργικά έξοδα κ.ά.), που δεν αφήνουν σοβαρά περιθώρια για την είσπραξη ωφελειών για λογαριασμό του δημοσίου. Αλλά κι’ αν ακόμη αυτό επιτευχθεί, δεν πρόκειται παρά για πενιχρά αποτελέσματα, που κατά κανέναν τρόπο δεν μπορούν να καλύψουν τις «μαύρες τρύπες» της κοινωνικής ασφάλισης ή άλλων κοινωνικών προγραμμάτων. Άλλωστε δεν μπορεί κανείς να περιμένει ουσιαστικά την κάλυψη του ετήσιου ελλείμματος του ασφαλιστικού συστήματος (20 δισεκατ. ευρώ απώλειες από την μαζική ανεργία και την αδήλωτη εργασία) από τέτοιου είδους συμμετοχές : Αυτές δεν μπορούν να καλυφθούν παρά με τηνανάκαμψη της απασχόλησης των ανέργων και την σχετική εισροή πόρων στα ασφαλιστικά ταμεία και τον κρατικό προϋπολογισμό.
Εκείνο που μπορεί να προβληθεί και να επιχειρηθεί να υλοποιηθεί και που έχει μέγιστη κοινωνική σημασία και μια ορισμένη αποτελεσματικότητα, είναι η κοινωνική παραγωγική αξιοποίηση τμημάτων της περιουσίας του ελληνικού κράτους. Μ’ άλλες λέξεις ο σχηματισμός δημοκρατικών παραγωγικών συνεταιρισμών που απαρτίζονται από το πολυπληθές άνεργο εργατικό δυναμικό (επιστημονικό, τεχνικό κλπ.) σε όλες τις περιφέρειες της χώρας προκειμένου να προχωρήσουν στη λειτουργία και εκμετάλλευση τέτοιου είδους δραστηριοτήτων (λ.χ. τουριστικών εκμεταλλεύσεων, αγροτικών καλλιεργειών κ.ά.). Ένα παράδειγμα μεταξύ πολλών άλλων θα μπορούσε να είναι αυτού του είδους η κοινωνική εκμετάλλευση ολόκληρου του δικτύου της περιουσίας του ΕΟΤ, μέσα από την αναβάθμιση και λειτουργία τους, με σχετικά προσιτό κόστος, τη στιγμή που εδώ και χρόνια ερημώνουν.
Το όφελος θα ήταν από τη μια πλευρά η σχετική συμβολή στην άνοδο του ΑΕΠ μέσα από την ανάπτυξη αυτών των υπηρεσιών, και από την άλλη πλευρά η εξασφάλιση της απασχόλησης ενός μέρους των ανέργων.Σ’ αυτή την περίπτωση οι εκμεταλλεύσεις της δημόσιας περιουσίας περιέρχονται σε μια μορφή συλλογικής ιδιοκτησίας (δημοσίου – συνεταιρισμένων παραγωγών – τοπικής αυτοδιοίκησης), σε κάθε περίπτωση κοινωνικού χαρακτήρα, με δεδομένη προφανώς την αναγκαιότητα δημόσιας τραπεζικής τους χρηματοδότησης για τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων ή τη δημιουργία νέων, για κεφάλαια κίνησης κλπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.