rproject
Δυο μήνες μετά τις εκλογές, είναι εφικτό –αλλά και απαραίτητο- να βγάλουμε κάποια πρώτα συμπεράσματα τόσο για τον χαρακτήρα της κυβέρνησης, όσο και για τα πολιτικά καθήκοντα της αριστεράς, εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ, στις νέες συνθήκες. Οι επόμενοι μήνες θα είναι εξαιρετικά κρίσιμοι, τόσο για τη δικαίωση των αγώνων των τελευταίων χρόνων και την αλλαγή των υλικών όρων διαβίωσης της εργατικής τάξης, όσο και μακροπρόθεσμα για την πορεία της αριστεράς και του εργατικού-λαϊκού κινήματος στη χώρα μας – και συνεπακόλουθα και στην Ευρώπη.
Πλέον θα πρέπει να έχουν καταρρεύσει και οι τελευταίες αυταπάτες περί «αριστερής κυβέρνησης» ή περί ακύρωσης των μνημονίων εντός του ευρώ και της ΕΕ, με τη θηλιά του χρέους γύρω από το λαιμό του λαού. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, σπεύδοντας να αναγνωρίσει το σύνολο του χρέους με τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, αλλά και δηλώνοντας σε όλους τους τόνους ότι ανήκουμε στην ΕΕ και ότι έξοδος από το ευρώ θα ισούται με «αμοιβαία καταστροφή», ουσιαστικά απεμπόλησε οικειοθελώς κάθε δυνατότητα ακύρωσης του μνημονίου και αντιστροφής της λιτότητας – αυτά δηλαδή τα οποία υποσχέθηκε και για τα οποία εξελέγη. Η αντιστροφή της πραγματικότητας με τον ισχυρισμό ότι δήθεν «ο κόσμος ψήφισε ευρώ» έχει κοντά ποδάρια: ο κόσμος ήξερε ότι ο ιδανικός για να εξασφαλίσει την παραμονή στο ευρώ ήταν ο Σαμαράς. Ο κόσμος ψήφισε για ακύρωση των μνημονίων, γνωρίζοντας ότι η θέση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν «καμία θυσία για το ευρώ» ή ότι «το νόμισμα δεν είναι φετίχ», όπως είχε ειπωθεί και προεκλογικά από τον κ. Τσίπρα. Το ότι δήθεν αναγκάστηκε η κυβέρνηση να υπογράψει την αναγνώριση του χρέους και τη συνέχιση του μνημονίου λόγω του εκβιασμού με τη ρευστότητα, είναι εξίσου σαθρό επιχείρημα: Γνωρίζαμε όλοι εδώ και δύο χρόνια, από το παράδειγμα της Κύπρου, ότι αυτή θα ήταν η αντίδραση της ΕΚΤ.
Αντί για κυβέρνηση ακύρωσης των μνημονίων, λοιπόν, έχουμε μια κυβέρνηση συνέχισης και νομιμοποίησής τους στο όνομα της αριστεράς, κυβέρνηση αστικής διαχείρισης που –χωρίς να ταυτίζεται, φυσικά, με τους προηγούμενους- έχει δηλώσει ήδη ότι δεν σκοπεύει να ξεριζώσει τα μνημονιακά «κεκτημένα» ή να αμφισβητήσει τις δομικές επιλογές του συστήματος. Οι ιδιωτικοποιήσεις θα συνεχιστούν, η αποπληρωμή του συνόλου του χρέους επίσης, οι τράπεζες παραμένουν ιδιωτικές, η καταστολή συνεχίζεται –τα ΜΑΤ δεν διαλύονται, αντίθετα ήδη έχουν εμφανιστεί αρκετές φορές πάνοπλοι αστυνομικοί κάνοντας και χρήση χημικών-, ακόμα και ο ΕΝΦΙΑ παραμένει μέχρι νεωτέρας. Συνολικά η κυβέρνηση φαίνεται να έχει αποδεχτεί ότι η «συνέχεια του κράτους» και οι δεσμεύσεις έναντι των «εταίρων» προέχουν έναντι των προεκλογικών της δεσμεύσεων στον ελληνικό λαό, και ότι η πολιτική της θα εγκρίνεται από την τρόικα (ή «θεσμούς» ή «Brussels Group» - ή όπως λέγεται αυτή την εβδομάδα).
Μακάρι να μπορούσαμε να πούμε ότι αυτές οι εξελίξεις οφείλονται απλά σε λάθος εκτιμήσεις της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία κατά τα άλλα «έχει καλές προθέσεις» και «κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί». Δυστυχώς όμως, αυτή η πορεία προσαρμογής από το «σκίσιμο των μνημονίων» στη διαχείρισή τους και τη… ΔΗΜΑΡίτικη «σταδιακή απαγκίστρωση» (που τόσο είχε λοιδορηθεί τότε) έχει στοιχεία συνειδητής πολιτικής εξαπάτησης. Δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς το ότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2012 έλεγε την αυτονόητη αλήθεια, ότι μνημόνιο και δανειακή σύμβαση είναι αλληλένδετα και ότι πρέπει να καταργηθούν και τα δύο, ενώ λίγους μήνες αργότερα, με ορατό πια το ενδεχόμενο ανάληψης της κυβέρνησης, βγήκε από το καπέλο το εύρημα περί ακύρωσης των μνημονίων αλλά με διατήρηση και «αναδιαπραγμάτευση» της δανειακής σύμβασης.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι συζητήσεις και τι συμφωνίες έγιναν εκείνο το διάστημα. Ωστόσο, σαφώς κάτι άλλαξε, και αυτή η αλλαγή ήταν συνειδητή. Ήταν άλλωστε τότε που ανατέθηκε στον Γιώργο Σταθάκη να παρουσιάζει το οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και να προετοιμάζει το έδαφος για την υπαναχώρηση και στο ζήτημα του χρέους, δηλώνοντας πως το επαχθές κομμάτι είναι κάτω από 10% και ότι το όποιο κούρεμα θα έπρεπε να γίνει «σε συνεννόηση με τους δανειστές» - όπως το PSI.
Τη συνέχεια και την υλοποίηση αυτής της γραμμής είναι που ζούμε σήμερα, που η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει τη δική της διαστρεβλωμένη και τεχνητά αισιόδοξη εκδοχή της πραγματικότητας, παίρνοντας τη σκυτάλη από το «success story» του Σαμαρά, ισχυριζόμενη ότι τα μνημόνια και η τρόικα τελείωσαν. Όμως, επειδή το ψέμα έχει κοντά ποδάρια και ο λαός θα δει σύντομα ότι η οικονομική του κατάσταση και το βιοτικό του επίπεδο δεν αλλάζουν με την πολιτική της τρόικας, με αυτόν τον τρόπο η κυβέρνηση κινδυνεύει πολύ σύντομα να χάσει και το ηθικό πλεονέκτημα που είχε έναντι των προηγούμενων. Δεν είναι τυχαία ούτε η τοποθέτηση της εκλεκτής του ΔΝΤ κ. Παναρίτη στην πρώτη γραμμή χάραξης της οικονομικής πολιτικής, ούτε η (φαινομενικά παράλογη) επιλογή του Προκόπη Παυλόπουλου. Άλλωστε η τρόικα, γνωρίζοντας ότι οι επαχθείς πολιτικές της δύσκολα θα γίνουν αποδεκτές από τον λαό, επεδίωκε σταθερά ευρύτερες πολιτικές συνεργασίες για να αποσπάσει συναίνεση – βλέπε τρικομματικές κυβερνήσεις με ΛΑΟΣ αρχικά και ΔΗΜΑΡ στη συνέχεια.
Όπως και να έχει, ακόμα κι αν κάποιος θεωρεί πως οι προθέσεις της κυβέρνησης είναι αγαθές και ότι δεν πρόκειται περί συνειδητού σχεδίου με συνεννοήσεις τόσο πάνω όσο και κάτω από το τραπέζι, το γεγονός παραμένει: η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι διατεθειμένη να επεξεργαστεί ένα εναλλακτικό σχέδιο διαγραφής του χρέους, ρήξης με ευρώ και ΕΕ, εθνικοποίησης των τραπεζών – μέτρων, δηλαδή, που πλέον είναι σαφές πως είναι απαραίτητα αν θέλουμε να μιλήσουμε για ακύρωση των μνημονίων και αντιστροφή της πολιτικής λιτότητας. Μήπως χρειάζεται λοιπόν το υποκείμενο που θα σηκώσει το βάρος της κατάρτισης και υποστήριξης ενός τέτοιου σχεδίου;
Ας δούμε πρώτα, με αυτά τα δεδομένα, τι εξελίξεις μπορούμε να περιμένουμε τους επόμενους, κρίσιμους μήνες αυτής της πρωτότυπης περιόδου. Αν μείνει η γενική εικόνα ως έχει, σε γενικές γραμμές υπάρχουν δύο ενδεχόμενα:
Πρώτο ενδεχόμενο, η κοινωνία να αποδεχθεί ότι αυτό είναι «το καλύτερο που μπορούμε να πετύχουμε», να σκύψει το κεφάλι, να αποδεχτεί τη μεγάλη ανεργία, τις ελαστικές σχέσεις εργασίας με τους πενιχρούς μισθούς και την εξαντλητική φορολόγηση, μέχρι το κεφάλαιο να ξεπεράσει την κρίση του, ελπίζοντας κάποτε να έρθουν καλύτερες μέρες και οι «εταίροι» να επιτρέψουν φιλολαϊκότερες πολιτικές.
Δεύτερο ενδεχόμενο, και ίσως πιο πιθανό, ο κόσμος της εργασίας να μην αντέξει τη συνέχιση των πολιτικών της τρόικας, με όποιο «μίγμα» κι αν αυτές παρουσιαστούν – το να αλλάξει οικειοθελώς η τρόικα τη συνολική κατεύθυνση της πολιτικής της, αποτελεί προφανώς όνειρο θερινής νυκτός. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει στην κοινωνία τις ρίζες που είχαν το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ μετά από 35 χρόνια διακυβέρνησης. Αυτό μπορεί σε πρώτη φάση να σημαίνει ότι ως «άφθαρτη» η νέα κυβέρνηση θα χαίρει το πρώτο διάστημα μιας ανοχής, όμως επίσης μπορεί να σημαίνει ότι η κοινωνική συναίνεση μπορεί να σπάσει πολύ συντομότερα.
Κανένα από τα δύο αυτά ενδεχόμενα δεν είναι θετικό. Το δεύτερο ενδεχόμενο, ωστόσο, είναι αυτό που κρύβει και μεγαλύτερους κινδύνους αλλά και δυνατότητες – αν αποφασίσουμε να κινηθούμε αλλιώς. Αν λοιπόν η πορεία των πραγμάτων κυλήσει προς αυτή την κατεύθυνση, καθοριστικός παράγοντας θα είναι το αν θα υπάρχει μία αξιόπιστη, στοιχειωδώς μαζική και ελπιδοφόρα αφήγηση πραγματικής ακύρωσης των μνημονίων από τα αριστερά. Αν όχι, τότε η οργή του κόσμου δεν θα είναι καθόλου απίθανο να στραφεί στην ακροδεξιά. Άλλωστε, το ότι η «κυβέρνηση της αριστεράς» υποσχέθηκε αξιοπρέπεια και αντ’αυτής βλέπουμε στην ουσία συνέχιση της υποτέλειας και του ταπεινωτικού καθορισμού της πολιτικής από τους δανειστές, είναι βούτυρο στο ψωμί του λαϊκισμού και του εθνικισμού. Αν η αριστερά δεν εκπληρώσει την υπόσχεσή της για αξιοπρέπεια, θα βρεθούν άλλοι να την υποσχεθούν και να κερδίσουν έτσι τη στήριξη του κόσμου, που κάτω από την εξαθλίωση έχει αποδείξει ότι μπορεί να στραφεί στην αλληλεγγύη, μπορεί όμως να στραφεί και στο μίσος και στο φασισμό.
Η αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ έχει τις ευθύνες της για το πού βρισκόμαστε τώρα. Σίγουρα πολλοί αγωνιστές και αγωνίστριες δεν περίμεναν μια τέτοια εξέλιξη - ή ίσως να την υποψιάζονταν, μιας και τα σημάδια ήταν εκεί, αλλά να είχαν ανάγκη να ποντάρουν σε μία πιο αισιόδοξη ανάγνωση της πραγματικότητας. Υπάρχουν άλλωστε και ιστορικοί, συντροφικοί, συναισθηματικοί δεσμοί που επηρεάζουν καθοριστικά την πολιτική και οργανωτική ένταξη του καθενός και της καθεμιάς μας. Δεν μπορεί, επίσης, να μην υπήρχαν δυνάμεις που έβλεπαν καθαρά πού πήγαινε η ιστορία, όμως καλλιέργησαν αυταπάτες ότι μπορεί να αποτραπεί η δεξιά στροφή με την εσωκομματική πάλη.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει τις δικές της ευθύνες: Υποτίμησε τον κομβικό ρόλο που έπαιζε στη συνείδηση πλατιών λαϊκών στρωμάτων η αντίθεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο, αναλώθηκε για μεγάλο διάστημα κυρίως σε μία αντικαπιταλιστική ρητορεία (που είναι απαραίτητη αλλά όχι αρκετή), υπονόμευσε εγκληματικά τη δυνατότητα που υπήρχε για την έγκαιρη συγκρότηση ενός πόλου της αντισυστημικής αριστεράς με κομμάτια που διαφοροποιούνταν από τον ρεφορμισμό, απευθυνόμενη μόνο στα ιστορικά ρεύματα της επαναστατικής αριστεράς. Όχι μόνο δεν έκανε επίθεση φιλίας το 2010 στο τότε Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής (και μάλιστα μετά τις περιφερειακές εκλογές έχοντας ευνοϊκούς συσχετισμούς τόσο οργανωτικά όσο και πολιτικά, καθώς το κατέβασμα του ΜΑΑ στην περιφέρεια Αττικής είχε καταγράψει χαμηλότερο ποσοστό από αυτό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ), αλλά ακόμα και το 2012 αρνήθηκε τη συνεργασία με τα απομεινάρια, έστω, του ΜΑΑ. Έπρεπε να φτάσουμε στις αρχές του 2015 για να προχωρήσει η συνεργασία ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ – ωστόσο, έστω και τώρα, αποτελεί ένα σημαντικό κεκτημένο που μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικό για τη συνέχεια.
Σε κάθε περίπτωση, το θέμα είναι τι κάνουμε τώρα. Η αλήθεια είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος των αριστερών/προοδευτικών πολιτών και του κόσμου της εργασίας είχε εναποθέσει τις ελπίδες του στον ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ έχει το ηθικό πλεονέκτημα ότι δεν συνέβαλε στην εξαπάτηση περί ακύρωσης των μνημονίων με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (όπως είπε κι ο Μανώλης Γλέζος). Με δεδομένη την εγκληματική άρνηση του ΚΚΕ να συμβάλει σε οποιοδήποτε μέτωπο και την επιλογή του να περιορίζεται στην προπαγάνδιση της «λαϊκής εξουσίας» και την κομματική οικοδόμηση, η όποια ελπίδα από τα αριστερά μάλλον μπορεί να προέλθει μόνο από την αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ, μαζί με όποιους ακόμα αγωνιστές και δυνάμεις συμφωνούν στην ανάγκη ενός ρηξιακού μεταβατικού προγράμματος που θα ακυρώσει πραγματικά τα μνημόνια αλλά και θα ανοίξει τον δρόμο για μία σύγχρονη αντικαπιταλιστική αφήγηση.
Πρέπει εδώ να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Σαφώς και η κυβέρνηση δεν ταυτίζεται με αυτήν του Σαμαρά, σαφώς και είναι πιο ευάλωτη στην πίεση του κινήματος. Σαφώς και αυτό πρέπει η αριστερά και το κίνημα να το εκμεταλλευτούν και να πιέσουν για να κερδίσουν ό,τι μπορούν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το πεδίο όπου θα κριθεί η ταξική πάλη είναι ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα. Στην αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, παρά το αρχικό σοκ μετά τις εκλογές, προς το παρόν επικρατούν ακόμα, σε ένα βαθμό, οι αυταπάτες περί εσωκομματικής πάλης και αλλαγής των συσχετισμών. Πρόκειται για μία μάταιη μάχη. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μετατραπεί σε ένα αρχηγοκεντρικό κόμμα, όπου οι αποφάσεις παίρνονται από μια κλειστή ομάδα γύρω από τον Τσίπρα και που το υπόλοιπο κόμμα αναγκάζεται να ακολουθήσει στο όνομα της κομματικής ενότητας. Υπάρχει πραγματικά δυνατότητα να αλλάξει αυτό; Η πορεία από το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ το 2013 δείχνει πως όχι. Η πάλη πχ της αριστερής πλατφόρμας να περάσει τροπολογίες ή να επηρεάσει τις συλλογικές αποφάσεις, ακόμα κι αν μπορούσε να φέρει αποτέλεσμα, θα ήταν πρακτικά ανώφελη από τη στιγμή που οι αποφάσεις θα υλοποιούνταν από τη συγκεκριμένη ηγεσία. Έχει αποδειχθεί άλλωστε ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει δείξει ιδιαίτερο σεβασμό και συνέπεια απέναντι στις ως τώρα αποφάσεις, οι οποίες μάλιστα προήλθαν από δικές της εισηγήσεις! Αν δεν σέβεται λοιπόν τις αποφάσεις που η ίδια πρότεινε, τι τύχη θα είχαν αποφάσεις που προήλθαν μετά από πίεση και προτάσεις της μειοψηφίας; Άλλωστε το κόμμα δεν έχει ουσιαστική παρέμβαση στις αποφάσεις της κυβέρνησης. Ποιος ρωτήθηκε πχ για την επιλογή Προκόπη Παυλόπουλου ή για τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου;
Η αριστερή πλατφόρμα έχει εγκλωβιστεί σε ένα αέναο κυνήγι των δεξιών μετατοπίσεων της ηγεσίας, σε έναν κύκλο που πάει περίπου ως εξής: μη αποδοχή των προτάσεων της αριστερής πλατφόρμας και επικράτηση της σχετικά δεξιότερης εισήγησης της ηγεσίας > νέα δεξιά μετατόπιση της ηγεσίας > υπεράσπιση από την αριστερή πλατφόρμα της προηγούμενης θέσης της ηγεσίας (που λίγους μήνες πριν θεωρούνταν «δεξιά»!). Έτσι, είδαμε την αριστερή πλατφόρμα να υπερασπίζεται την απόφαση του συνεδρίου (στο οποίο μειοψήφησε) όταν η ηγεσία απεμπόλησε τη θέση «καμία θυσία για το ευρώ», ενώ τώρα τη βλέπουμε να υπερασπίζεται το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, το οποίο όταν εξαγγέλθηκε το θεωρούσε -ορθώς- δεξιά μετατόπιση σε σχέση με το συνεδριακό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός ο φαύλος κύκλος, στην πραγματικότητα, μπορεί να σπάσει μόνο με αλλαγή ηγεσίας. Υπάρχει όμως σοβαρά τέτοιο ενδεχόμενο; Πέρα από το ότι δεν υπάρχει προς το παρόν κανείς από την αριστερή πλατφόρμα που θα μπορούσε να διεκδικήσει με σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας τη θέση, το επόμενο σύνεδριο προβλέπεται για τα μέσα του 2016 – όμως και τότε η αριστερή πλατφόρμα θα έχει πολύ μικρές πιθανότητες επικράτησης, καθώς η αθρόα εγγραφή μελών των τελευταίων χρόνων έγινε κυρίως προς τα δεξιά, με την ηγετική ομάδα να χαίρει της εμπιστοσύνης της μεγάλης πλειοψηφίας των μελών.
Μια ενδεχόμενη διάσπαση από τα αριστερά είναι λάθος να θεωρείται πως θα διευκολύνει την πλήρη συστημική ενσωμάτωση της κυβέρνησης. Αντίθετα, όσο ο ΣΥΡΙΖΑ δεν νιώθει ιδιαίτερη πίεση από τα αριστερά του, τόσο η ηγεσία θα νιώθει ελεύθερη να διολισθαίνει προς τα δεξιά. Ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται το ηθικό (ή επικοινωνιακό) πλεονέκτημα που του δίνει το «πρώτη φορά αριστερά». Με μία ρήξη και με τη συγκρότηση-διεύρυνση ενός μαζικού χώρου στα αριστερά του (που δεν θα έχει την αναχωρητική γραμμή του ΚΚΕ), θα αναγκαζόταν να «αποδεικνύει» πως είναι αριστερά. Επίσης κάτι τέτοιο θα βοηθούσε το κίνημα να γίνει πιο διεκδικητικό και να ξεφύγει από την παραλυτική λογική της ανάθεσης στην οποία, λίγο ως πολύ, εγκλωβίζεται όσο υπάρχει η αίσθηση σε πλατιά κομμάτια του ότι τώρα «κυβερνάμε εμείς».
Αν αποδειχθεί σωστό το δεύτερο ενδεχόμενο που περιγράψαμε παραπάνω, τότε το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να κάνει η αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ είναι να πιστεύει ότι έχει χρόνο, και ότι όταν αρχίσει η κοινωνία να εγκαταλείπει τον ΣΥΡΙΖΑ, τότε θα μπορεί να συγκροτήσει άλλο πολιτικό υποκείμενο – και ότι ο κόσμος που θα έχει απογοητευτεί τότε από την «κυβέρνηση της αριστεράς», θα είναι δεκτικός στη νέα πρόταση που θα του παρουσιαστεί. Στην πραγματικότητα δίνουμε μία μάχη με το χρόνο: θα είναι καθοριστικό για το αν η πολιτική της κυβέρνησης θα αμφισβητηθεί από τα αριστερά ή από τα δεξιά, το αν θα φύγει από τον ΣΥΡΙΖΑ πρώτα το αριστερό κομμάτι του ή αν θα τον εγκαταλείψει πρώτα η εμπιστοσύνη της κοινωνίας. Αν γίνει το δεύτερο χωρίς να υπάρχει ήδη το κατάλληλο πολιτικό υποκείμενο στα αριστερά (δεν είναι βέβαιο ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ θα μπορέσει από μόνη της να παίξει αυτόν τον ρόλο), τότε είναι πολύ πιθανό να επικρατήσει το «την είδαμε και την αριστερά, μία από τα ίδια με τους προηγούμενους» - και αυτό το ρεύμα να είναι μη αναστρέψιμο. Μπορεί λοιπόν αυτή τη στιγμή να φαίνεται ότι υπάρχει χρόνος – αυτό όμως μπορεί πολύ εύκολα να γίνει παθητική αναμονή μέχρι τη στιγμή της συνειδητοποίησης ότι τελικά θα είναι πολύ αργά.
Τι πρέπει να κάνουμε, λοιπόν; Πρώτη, άμεση προτεραιότητα είναι να δημιουργήσουμε με κινηματικούς όρους το πεδίο κοινής δράσης και ζύμωσης μεταξύ των μαχόμενων δυνάμεων της αριστεράς. Πρωτοβουλίες όπως αυτή για την κατάργηση του ΤΑΙΠΕΔ, και κυρίως αυτή για τη διαγραφή του χρέους, είναι ευκαιρίες που δεν επιτρέπεται να μείνουν ανεκμετάλλευτες, αντίθετα πρέπει να στελεχωθούν ολόψυχα από όσες και όσους κατανοούν την ανάγκη για μια εναλλακτική αφήγηση από τα αριστερά, την αφήγηση της πραγματικής ακύρωσης των μνημονίων και της ταξικής αντίκρουσης της επίθεσης. Αυτές οι πρωτοβουλίες κοινής δράσης (με προεξέχουσα, μάλλον, τη «Διαγραφή του Χρέους Τώρα») σύντομα θα πρέπει να αναβαθμιστούν και να αρχίσουν να συγκεκριμενοποιούν αυτόν τον άλλο δρόμο, να καταρτίσουν ένα «πρόγραμμα 100 ημερών» για το απαραίτητο Grexit με τους δικούς μας όρους, ένα πρόγραμμα το οποίο θα μπορέσει να εμπνεύσει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε αλλιώς, ότι τα μνημόνια και η επιτροπεία από την τρόικα δεν είναι μονόδρομος, ότι δεν είναι αυτή η απάντηση της αριστεράς. Αυτές οι πρωτοβουλίες τελικά μπορούν -και πρέπει- να αποτελέσουν το πρόπλασμα για το πολιτικό υποκείμενο που θα εκφράσει την ανάγκη υλοποίησης αυτού του προγράμματος ρήξης, τον αναγκαίο δηλαδή πόλο της αντισυστημικής αριστεράς.
Ίσως τα παραπάνω να φαίνονται σαν άκομψη προσπάθεια παρέμβασης στα εσωκομματικά του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι, όμως, απλά σκέψεις που πηγάζουν από την ειλικρινή αγωνία να μην οδηγηθεί η αριστερά και το κίνημα σε μία ιστορική ήττα, ένα ενδεχόμενο που είναι πολύ πιο κοντά από όσο ίσως φαίνεται. Μπροστά σε αυτό, ζητήματα πολιτικού τακτ μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα – όπως και οι, μέχρι χθες, διαχωριστικές γραμμές. Ο χρόνος δεν μετράει υπέρ μας. Μπορούμε όμως ακόμα να γυρίσουμε το παιχνίδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.