Της Ρούλας Γεωργακοπούλου
Το ξανακουβεντιάζαμε τις προάλλες στην ιδιαίτερή μου πατρίδα μεταξύ τυρού και αχλαδιού, τι οδούς διαφυγής έχουμε μέχρι να κοπάσει κάπως η κρίση. Οι φίλοι μου που διατηρούν ιστορικά καταστήματα στο Κέντρο της πόλης ήταν οι πιο προβληματισμένοι, εξ ου και οι...
πιο εφευρετικοί. Δεν θα σας πω τις πατέντες τους, θα σας πω όμως τον καθημερινό Γολγοθά τους. «Μπορεί να περάσει και βδομάδα ολόκληρη που να μην ανοίξει ούτε η πόρτα του μαγαζιού», μου εξομολογήθηκε ένας φίλος, οι δουλειές του οποίου πριν από κάνα δυο χρόνια πήγαιναν φυσέκι και σκεφτόταν μάλιστα να επεκτείνει την επιχείρηση. Τώρα κοιτάει να ξεφορτωθεί το απούλητο στοκ ρίχνοντας τις τιμές στο ναδίρ, ενώ ταυτόχρονα ψάχνει εναλλακτικές χωρίς να αποκλείει μέχρι και την αλλαγή επιτηδεύματος. Στην προβληματισμένη ομήγυρη υπήρχε κι ένας που δεν συμμετείχε καθόλου στο brain storming, παρά παρακολουθούσε σιωπηλά περιμένοντας τη σειρά του να τοποθετηθεί. Με όλες τις προφυλάξεις και σχεδόν απολογητικά, τελικά, μας το ξεφούρνισε. Οι δικές του δουλειές, λέει, ωφελήθηκαν από την κρίση και από μήνα σε μήνα ο τζίρος του μεγαλώνει εντυπωσιακά.
Αν δεν τον ήξερα παιδιόθεν τι άγιο πλάσμα είναι και πόσο σεμνά και συντηρητικά μανατζάρει το τρένο της ζωής του, θα έβαζα το χέρι μου στη φωτιά ότι ο τύπος είναι κάνας σύγχρονος κερδοσκόπος, μεταμοντέρνος μαυραγορίτης, ντίλερ ασφαλίστρων κινδύνου, κολλητός του Σόρος, εραστής της Λίλιαν Μπετανκούρ. Ηρεμήστε, τίποτα από όλα αυτά. Ο άνθρωπος είναι απλούστατα πτυχιούχος γεωπόνος που διατηρεί κατάστημα με λιπάσματα, σπόρους, φάρμακα για φυτά και γεωργικά μικροεργαλεία.
Και να μη μου το είχε πει, έπρεπε να το είχα προσέξει από μόνη μου. Ξεχερσωμένα κηπάκια που άλλοτε έπαιζαν ρόλο πάρκινγκ για το δεύτερο (και το τρίτο) αυτοκίνητο της οικογένειας, τώρα σκαλίστηκαν, σενιαρίστηκαν, απέκτησαν εμπλουτισμένο φρέσκο χώμα και γέμισαν με πιπεριές, ντοματιές, μελιτζάνες, κουνουπίδια και αγγουράκια στοιχισμένα εις φάλαγγα κατά κράμβη. Τα πατρογονικά χωραφάκια, παρατημένα από χρόνια, στα ξένα χέρια είναι μαχαίρια του σέμπρου ή της ερημοποίησης ένιωσαν ξανά στην πλάτη τους την τσάπα και εξέβαλαν στεναγμό ανακουφίσεως.
Κάπως έτσι άρχισα κι εγώ να κοιτάζω με άλλο μάτι την ελιά που εκτρέφω σε βαρέλι. Κι ενώ μου το φώναζε η δόλια, με τον τρόπο της, ότι δεν είναι διακοσμητική, γεμίζοντας κάθε δεύτερο χρόνο καρπούς μέχρι που γονάτιζαν τα κλαδάκια της, εγώ επέμενα να την ευνουχίζω με το κλαδευτήρι και να πετάω τον κόπο της στα σκουπίδια, μη μου λαδώσουν οι ελίτσες τα μάρμαρα της βεράντας. Ε λοιπόν φέτος θα το κάνω αλλιώς. Θα τις μαζέψω, θα τις βάλω στο αλατόνερο, θα τις χαράξω, θα τις λαδώσω, θα τις βάλω σε βαζάκια και θα σας τις πουλήσω...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.