Το στοίχημα της ελληνικής οικονομίας στο επίκεντρο της διεθνούς πολιτικής αντιπαράθεσης
Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΖΑΡΩΤΙΑΔΗ Επίκουρος καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών ΑΠΘ
Οι δυσκολίες για την ελληνική κυβέρνηση είναι δύο κατηγοριών: αφενός πρέπει να αντιμετωπίσει -σε εξαιρετικά σύντομο διάστημα- τις αναποτελεσματικότητες της μεταπολίτευσης προβαίνονας σε ριζοσπαστικές παρεμβάσεις που απαιτούν κοινωνική σύμπνοια.
Το πολιτικό πλεονέκτημα που διατηρεί ακόμη, μόλις τέσσερις μήνες μετά τις εκλογές, μπορεί και πρέπει να αξιοποιηθεί. Αφετέρου, ως προς τη μακροοικονομική πολιτική της, δεν υπάρχουν έτοιμες λύσεις! Μετά την κατάρρευση του νεοφιλελεύθερου δόγματος και τη χρεοκοπία του νεοκεϊνσιανισμού, όλες οι σχολές σκέψης, αλλά και το σύνολο των πολιτικών σχηματισμών διεθνώς, συγκρούονται αναζητώντας «διέξοδο» από τη συστημική κρίση.
Πώς θα καταλήξει η σύγκρουση του χρηματοπιστωτικού, του εμπορικού και του παραγωγικού κεφαλαίου; Πόσο και πώς πρέπει να στηριχθεί η αγοραστική δύναμη των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων; Ποιο είναι το μέλλον της διεθνοποιημένης κοινωνίας μας, όταν είναι πλέον ορατά τα όρια του «ύστερου καπιταλισμού»; Ειδικότερα για τα «δικά μας», ποια είναι η θέση μιας μικρής οικονομίας και ποιες οι αντιστάσεις της στο πλαίσιο ενός εντεινόμενου διεθνούς ανταγωνισμού, τη στιγμή μάλιστα που αντιμετωπίζει μια χρονίζουσα αδυναμία παραγωγής ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών;
Οι διαρθρωτικές αδυναμίες της χώρας -από τις αντικειμενικές δυσκολίες, δεδομένων των ιστορικών συγκυριών, του μεγέθους της και της γεωπολιτικής της θέσης, ώς τις «υποκειμενικές» που σχετίζονται με τη γενίκευση της διαφθοράς και την πλήρη απαξίωση όλων των θεσμών της εξουσίας- είναι σαφώς υπαίτιες για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, αλλά και για τις βαθιές κοινωνικές ανισότητες που αποτελούν δυσεπίλυτα εμπόδια της αναπτυξιακής προοπτικής της. Πέρα όμως από αυτές, η περίοδος μετά τις τελευταίες εκλογές επιφύλαξε στη νέα ελληνική κυβέρνηση μια σχετικά απρόσμενη, πρόσθετη δυσκολία: την πολύ μεγάλη πολιτική και οικονομική πίεση από τη διεθνή κοινότητα. Οι βασικοί λόγοι είναι οι εξής:
1. Η επιθετική κερδοσκοπική τακτική διεθνών οίκων, αναμενόμενη σε μια περίοδο ισχνών προοπτικών κερδοφορίας για το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Γεγονός αυταπόδεικτο, καθώς οι ίδιοι κύκλοι που για ένα τρίμηνο έπλητταν μανιωδώς την αξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας έσπευσαν να υπερκαλύψουν με πενταπλάσια προσφορά τον ζητούμενο δανεισμό της κυβέρνησης, προφανώς με ιδιαίτερα υψηλά επιτόκια.
2. Η ενδοκεφαλαιακή (ενδοϊμπεριαλιστική, σύμφωνα με άλλη ορολογία) σύγκρουση μεταξύ της ευρωζώνης, του δολαρίου και κυρίως του «λονδρέζικου Σίτι». Οταν μαλώνουν οι ελέφαντες πεθαίνουν τα μυρμήγκια.
3. Η πολιτική διαπάλη, η οποία είναι δεδομένο ότι ξεσπά την ώρα που η φαινόμενη, ιδεολογική, κυριαρχία της αστικής παγκοσμιοποίησης κλονίζεται συθέμελα.
Σε αυτό το ιδιαίτερα συγκρουσιακό και δυσπρόβλεπτο πλαίσιο, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να ισορροπήσει μεταξύ δύο εξαιρετικά αντιθετικών πολιτικών προτεραιοτήτων - την ανάκτηση του ελέγχου ενός εκτροχιασμένου Δημοσίου και τη σταδιακή ανατροπή των κοινωνικών ανισοτήτων, των φαινομένων της φτώχειας, της ανεργίας και της αποεπένδυσης.
Μια σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση καλείται να αποδείξει ότι μπορεί να αντεπεξέλθει στην επίλυσή τους, την ίδια στιγμή που η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία αναζητεί τη χαμένη της ιδεολογική ταυτότητα και τον πολιτικό της ρόλο. Η «αναμέτρηση» με τις τράπεζες, η καταπολέμηση της εισφορο- και φοροδιαφυγής, η εφαρμογή μιας αναδιανεμητικής πολιτικής, η αντιμετώπιση χρόνιων θεσμικών και κοινωνικών ζητημάτων -αντιμετώπιση των αναποτελεσματικοτήτων της δικαιοσύνης, αυτοδιοικητική μεταρρύθμιση, προοδευτική μεταναστευτική πολιτική- και η ταυτόχρονη ενίσχυση της παραγωγικής δραστηριότητας επενδύοντας στα συγκριτικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της κάθε περιοχής, είναι ένα στοίχημα, το οποίο τολμώ να πω ότι ξεφεύγει από τα στενά όρια της εγχώριας πολιτικής και τίθεται στο επίκεντρο της διεθνούς αντιπαράθεσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.