Aπό το Βήμα της Κυριακής
«Μαύρη τρύπα» 49,6 δισ. ευρώ είχαν οι προϋπολογισμοί του κράτους τη δεκαετία 2000-2009, δηλαδή τα χρόνια αμέσως μετά την ένταξη της χώρας μας στο ευρώ, ενώ την ίδια περίοδο τοδημόσιο χρέος επιβαρύνθηκε με 62,5 δισ. ευρώ επιπλέον. Το χρέος αυτό έμεινε «κρυφό», με την έννοια ότι δεν προκύπτει από τις εγγραφές στους επίσημους προϋπολογισμούς. Στην πικρή αυτή αλήθεια για τη δημοσιονομική κατάρρευση της χώρας καταλήγει μελέτη των κκ. Στ. Ζωγραφάκη, επίκουρου καθηγητή στο Τμήμα Αγροτικής... Οικονομίας και Ανάπτυξης, Εργαστήριο Πολιτικής Οικονομίας και Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, και του καθηγητή Π. Σπαθή στο ίδιο τμήμα.
Τα στοιχεία προκαλούν «σοκ» και δικαιολογούν εν πολλοίς την κατάρρευση των δημοσίων οικονομικών της χώρας. Από τη μελέτη προκύπτουν τα εξής:
* Η συνολική απόκλιση των μεγεθών του προϋπολογισμού της δεκαετίας 2000-2009, δηλαδή της περιόδου αμέσως μετά την ένταξή μας στο ευρώ, ανέρχεται σε 49,6 δισ. ευρώ ή 5 δισ. ευρώ κατά μέσον όρο κάθε χρόνο. Και αυτό προέκυψε ως εξής:
* Λιγότερα έσοδα, περισσότερες δαπάνες: 43,2 δισ. ευρώ, * Απόκλιση από χρεολύσια: 3,3 δισ. ευρώ, * Απόκλιση από εξοπλιστικά:
3,1 δισ. ευρώ.
Την περίοδο 2000-2003 κατά μέσον όρο τον χρόνο η απόκλιση των μεγεθών της κεντρικής κυβέρνησης ήταν 1,4 δισ. ευρώ. Ωστόσο την περίοδο 2004-2009 η κατάσταση εκτροχιάστηκε. Η απόκλιση κατά μέσον όρο έφθασε τα 6,2 δισ. ευρώ τον χρόνο. Οπως επισημαίνουν οι καθηγητές, «θα περίμενε κάποιος τώρα η παραπάνω απόκλιση να ταυτίζεται με την απόκλιση του δημοσίου χρέους». Ελα όμως που (στην Ελλάδα) δεν ισχύει κάτι τέτοιο.
Μετρώντας την απόκλιση του δημοσίου χρέους της κεντρικής κυβέρνησης έκπληκτοι διεπίστωσαν ότι για την περίοδο 2000-2009 έφθασε στα 112,1 δισ. ευρώ (11,2 δισ. ευρώ κατά μέσον όρο κάθε χρόνο). Με άλλα λόγια, αν οι προϋπολογισμοί εκτελούνταν όπως ψηφίζονταν, σήμερα το δημόσιο χρέος θα έπρεπε ήταν κατά 112,1 δισ. ευρώ μικρότερο (δηλαδή περίπου κατά 1/3!..).
Από την παραπάνω απόκλιση μόνο τα 49,6 δισ. ευρώ είναι δυνατόν να ερμηνευθούν, ενώ 62,5 δισ. ευρώ έχουν προστεθεί στο δημόσιο χρέος για άγνωστους λόγους. «Περισσότερα από 6 δισ. ευρώ κάθε χρόνο προσετίθεντο στο χρέος από δαπάνες που δεν καταγράφονται σε κανέναν προϋπολογισμό» αναφέρουν οι δύο καθηγητές. Για τις ανάγκες της μελέτης η δεκαετία χωρίστηκε σε δύο υποπεριόδους. Η πρώτη είναι η περίοδος 2000-2003 και η δεύτερη αφορά το διάστημα 2004-2009.
Τα έσοδα
Σε ολόκληρη την περίοδο 2000-2009, κατά μέσον όρο, κάθε χρόνο τα φορολογικά έσοδα ήταν λιγότερα κατά 1,45 δισ. ευρώ (συνολική απώλεια 14,5 δισ. ευρώ). Ενώ την πρώτη περίοδο (2000-2003) τα φορολογικά έσοδα ήταν περισσότερα από αυτά που είχαν προϋπολογιστεί (385 εκατ. ευρώ κατά μέσον όρο κάθε χρόνο θετικό πλεόνασμα), τη δεύτερη περίοδο συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Την περίοδο 2004-2009 χάθηκαν 16 δισ. ευρώ (2,67 δισ. ευρώ κατά μέσον όρο κάθε χρόνο).
* Ποιοι όμως έπρεπε να πληρώσουν και δεν πλήρωσαν; Σύμφωνα με τον πίνακα, τα 3,5 δισ. ευρώ ήταν χρήματα από άμεση φορολογία, τα 1,9 δισ. ευρώ από φόρους στην περιουσία και τα 10,9 δισ. ευρώ από ανείσπρακτο ΦΠΑ. Ολόκληρη η απόκλιση της άμεσης φορολογίας οφείλεται σε απόκλιση του φόρου νομικών προσώπων (επιχειρήσεων) και του φόρου στην πε ριουσία. Μάλιστα οι μισθωτοί εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα φαίνεται να έχουν συνεισφέρει περισσότερα έσοδα από τα προϋπολογισθέντα (146 εκατ. ευρώ κατά μέσον όρο κάθε χρόνο).
Από τα ευρήματα οι συντάκτες της μελέτης καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «αν θεωρήσουμε πως οι φόροι περιουσίας κυρίως αναφέρονται στα πολύ υψηλά εισοδηματικά κλιμάκια, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι οι επιχειρήσεις (είτε με τον ΦΠΑ είτε με τον άμεσο φόρο νομικών προσώπων) και ορισμένες ομάδες με υψηλά εισοδήματα ωφελήθηκαν από τις παραπάνω αποκλίσεις των φορολογικών εσόδων. Οι “ωφέλειες” αυτών των ομάδων πολλαπλασιάστηκαν την περίοδο 2004-2009».
Οι δαπάνες
Η απόκλιση στις πρωτογενείς δαπάνες κατά μέσον όρο κάθε χρόνο για όλη την περίοδο ήταν 1,8 δισ. ευρώ. Συνολικά το κράτος δαπάνησε επιπλέον 18,5 δισ. ευρώ σε σχέση με αυτά που είχε προϋπολογίσει και ψηφίσει. Οι σημαντικότερες αποκλίσεις εμφανίζονται στα παρακάτω μεγέθη: στις αποδοχές και στις συντάξεις (261 εκατ. ευρώ κάθε χρόνο κατά μέσον όρο), στις δαπάνες για ασφάλιση και περίθαλψη (914 εκατ. ευρώ), στις καταναλωτικές και άλλες δαπάνες (214 εκατ. ευρώ). Στις αποδοχές και στις συντάξεις οι αποκλίσεις ήταν μεγαλύτερες την πρώτη περίοδο, ενώ οι άλλες δαπάνες που αφορούσαν περίθαλψη, ασφάλεια και λοιπές καταναλωτικές οι αποκλίσεις ήταν μεγαλύτερες τη δεύτερη περίοδο.
Οι συντάκτες της μελέτης καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα φαίνεται ότι ωφελήθηκαν κατά 261 εκατ. ευρώ (ή συνολικά 2,3 δισ. ευρώ για όλη την περίοδο) είτε εξαιτίας πρόσθετων αυξήσεων των αποδοχών τους (ή των επιδομάτων τους) είτε εξαιτίας αύξησης του αριθμού τους. Για τις πρόσθετες δαπάνες στην ασφάλιση και περίθαλψη ένας μέρος μπορεί να αποδοθεί στη μεγαλύτερη αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων και στις μεγάλες δαπάνες στον τομέα της Υγείας.Ενα μέρος αυτών των “ωφελειών”» , αναφέρουν, «θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι πιθανόν να διοχετεύθηκαν στις ιδιωτικές επιχειρήσεις που σχετίζονται με την Υγεία (ιδιωτικά νοσοκομεία και εργαστήρια, ιδιώτες γιατροί, εταιρείες φαρμάκων και ιατρικού εξοπλισμού κ.ά.)».
Οσον αφορά τις δημόσιες επενδύσεις, τη δεκαετία 2000-2009 κατά μέσον όρο δαπανούσαμε επιπλέον κάθε χρόνο 488 εκατ. ευρώ (4,8 δισ. ευρώ για ολόκληρη την περίοδο). Η μεγαλύτερη απόκλιση καταγράφεται στην πρώτη περίοδο και πιθανώς οφείλεται στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Οι επιχειρήσεις (κυρίως κατασκευαστικές) θα πρέπει να είναι οι άμεσα «ωφελημένοι». Οσον αφορά τα χρεολύσια και τα εξοπλιστικά, κατά μέσον όρο δαπανούσαμε επιπλέον κάθε χρόνο περίπου 635 εκατ. ευρώ (6,35 δισ. ευρώ συνολικά).
«Μαύρη τρύπα» 49,6 δισ. ευρώ είχαν οι προϋπολογισμοί του κράτους τη δεκαετία 2000-2009, δηλαδή τα χρόνια αμέσως μετά την ένταξη της χώρας μας στο ευρώ, ενώ την ίδια περίοδο τοδημόσιο χρέος επιβαρύνθηκε με 62,5 δισ. ευρώ επιπλέον. Το χρέος αυτό έμεινε «κρυφό», με την έννοια ότι δεν προκύπτει από τις εγγραφές στους επίσημους προϋπολογισμούς. Στην πικρή αυτή αλήθεια για τη δημοσιονομική κατάρρευση της χώρας καταλήγει μελέτη των κκ. Στ. Ζωγραφάκη, επίκουρου καθηγητή στο Τμήμα Αγροτικής... Οικονομίας και Ανάπτυξης, Εργαστήριο Πολιτικής Οικονομίας και Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, και του καθηγητή Π. Σπαθή στο ίδιο τμήμα.
Τα στοιχεία προκαλούν «σοκ» και δικαιολογούν εν πολλοίς την κατάρρευση των δημοσίων οικονομικών της χώρας. Από τη μελέτη προκύπτουν τα εξής:
* Η συνολική απόκλιση των μεγεθών του προϋπολογισμού της δεκαετίας 2000-2009, δηλαδή της περιόδου αμέσως μετά την ένταξή μας στο ευρώ, ανέρχεται σε 49,6 δισ. ευρώ ή 5 δισ. ευρώ κατά μέσον όρο κάθε χρόνο. Και αυτό προέκυψε ως εξής:
* Λιγότερα έσοδα, περισσότερες δαπάνες: 43,2 δισ. ευρώ, * Απόκλιση από χρεολύσια: 3,3 δισ. ευρώ, * Απόκλιση από εξοπλιστικά:
3,1 δισ. ευρώ.
Την περίοδο 2000-2003 κατά μέσον όρο τον χρόνο η απόκλιση των μεγεθών της κεντρικής κυβέρνησης ήταν 1,4 δισ. ευρώ. Ωστόσο την περίοδο 2004-2009 η κατάσταση εκτροχιάστηκε. Η απόκλιση κατά μέσον όρο έφθασε τα 6,2 δισ. ευρώ τον χρόνο. Οπως επισημαίνουν οι καθηγητές, «θα περίμενε κάποιος τώρα η παραπάνω απόκλιση να ταυτίζεται με την απόκλιση του δημοσίου χρέους». Ελα όμως που (στην Ελλάδα) δεν ισχύει κάτι τέτοιο.
Μετρώντας την απόκλιση του δημοσίου χρέους της κεντρικής κυβέρνησης έκπληκτοι διεπίστωσαν ότι για την περίοδο 2000-2009 έφθασε στα 112,1 δισ. ευρώ (11,2 δισ. ευρώ κατά μέσον όρο κάθε χρόνο). Με άλλα λόγια, αν οι προϋπολογισμοί εκτελούνταν όπως ψηφίζονταν, σήμερα το δημόσιο χρέος θα έπρεπε ήταν κατά 112,1 δισ. ευρώ μικρότερο (δηλαδή περίπου κατά 1/3!..).
Από την παραπάνω απόκλιση μόνο τα 49,6 δισ. ευρώ είναι δυνατόν να ερμηνευθούν, ενώ 62,5 δισ. ευρώ έχουν προστεθεί στο δημόσιο χρέος για άγνωστους λόγους. «Περισσότερα από 6 δισ. ευρώ κάθε χρόνο προσετίθεντο στο χρέος από δαπάνες που δεν καταγράφονται σε κανέναν προϋπολογισμό» αναφέρουν οι δύο καθηγητές. Για τις ανάγκες της μελέτης η δεκαετία χωρίστηκε σε δύο υποπεριόδους. Η πρώτη είναι η περίοδος 2000-2003 και η δεύτερη αφορά το διάστημα 2004-2009.
Τα έσοδα
Σε ολόκληρη την περίοδο 2000-2009, κατά μέσον όρο, κάθε χρόνο τα φορολογικά έσοδα ήταν λιγότερα κατά 1,45 δισ. ευρώ (συνολική απώλεια 14,5 δισ. ευρώ). Ενώ την πρώτη περίοδο (2000-2003) τα φορολογικά έσοδα ήταν περισσότερα από αυτά που είχαν προϋπολογιστεί (385 εκατ. ευρώ κατά μέσον όρο κάθε χρόνο θετικό πλεόνασμα), τη δεύτερη περίοδο συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Την περίοδο 2004-2009 χάθηκαν 16 δισ. ευρώ (2,67 δισ. ευρώ κατά μέσον όρο κάθε χρόνο).
* Ποιοι όμως έπρεπε να πληρώσουν και δεν πλήρωσαν; Σύμφωνα με τον πίνακα, τα 3,5 δισ. ευρώ ήταν χρήματα από άμεση φορολογία, τα 1,9 δισ. ευρώ από φόρους στην περιουσία και τα 10,9 δισ. ευρώ από ανείσπρακτο ΦΠΑ. Ολόκληρη η απόκλιση της άμεσης φορολογίας οφείλεται σε απόκλιση του φόρου νομικών προσώπων (επιχειρήσεων) και του φόρου στην πε ριουσία. Μάλιστα οι μισθωτοί εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα φαίνεται να έχουν συνεισφέρει περισσότερα έσοδα από τα προϋπολογισθέντα (146 εκατ. ευρώ κατά μέσον όρο κάθε χρόνο).
Από τα ευρήματα οι συντάκτες της μελέτης καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «αν θεωρήσουμε πως οι φόροι περιουσίας κυρίως αναφέρονται στα πολύ υψηλά εισοδηματικά κλιμάκια, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι οι επιχειρήσεις (είτε με τον ΦΠΑ είτε με τον άμεσο φόρο νομικών προσώπων) και ορισμένες ομάδες με υψηλά εισοδήματα ωφελήθηκαν από τις παραπάνω αποκλίσεις των φορολογικών εσόδων. Οι “ωφέλειες” αυτών των ομάδων πολλαπλασιάστηκαν την περίοδο 2004-2009».
Οι δαπάνες
Η απόκλιση στις πρωτογενείς δαπάνες κατά μέσον όρο κάθε χρόνο για όλη την περίοδο ήταν 1,8 δισ. ευρώ. Συνολικά το κράτος δαπάνησε επιπλέον 18,5 δισ. ευρώ σε σχέση με αυτά που είχε προϋπολογίσει και ψηφίσει. Οι σημαντικότερες αποκλίσεις εμφανίζονται στα παρακάτω μεγέθη: στις αποδοχές και στις συντάξεις (261 εκατ. ευρώ κάθε χρόνο κατά μέσον όρο), στις δαπάνες για ασφάλιση και περίθαλψη (914 εκατ. ευρώ), στις καταναλωτικές και άλλες δαπάνες (214 εκατ. ευρώ). Στις αποδοχές και στις συντάξεις οι αποκλίσεις ήταν μεγαλύτερες την πρώτη περίοδο, ενώ οι άλλες δαπάνες που αφορούσαν περίθαλψη, ασφάλεια και λοιπές καταναλωτικές οι αποκλίσεις ήταν μεγαλύτερες τη δεύτερη περίοδο.
Οι συντάκτες της μελέτης καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα φαίνεται ότι ωφελήθηκαν κατά 261 εκατ. ευρώ (ή συνολικά 2,3 δισ. ευρώ για όλη την περίοδο) είτε εξαιτίας πρόσθετων αυξήσεων των αποδοχών τους (ή των επιδομάτων τους) είτε εξαιτίας αύξησης του αριθμού τους. Για τις πρόσθετες δαπάνες στην ασφάλιση και περίθαλψη ένας μέρος μπορεί να αποδοθεί στη μεγαλύτερη αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων και στις μεγάλες δαπάνες στον τομέα της Υγείας.Ενα μέρος αυτών των “ωφελειών”» , αναφέρουν, «θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι πιθανόν να διοχετεύθηκαν στις ιδιωτικές επιχειρήσεις που σχετίζονται με την Υγεία (ιδιωτικά νοσοκομεία και εργαστήρια, ιδιώτες γιατροί, εταιρείες φαρμάκων και ιατρικού εξοπλισμού κ.ά.)».
Οσον αφορά τις δημόσιες επενδύσεις, τη δεκαετία 2000-2009 κατά μέσον όρο δαπανούσαμε επιπλέον κάθε χρόνο 488 εκατ. ευρώ (4,8 δισ. ευρώ για ολόκληρη την περίοδο). Η μεγαλύτερη απόκλιση καταγράφεται στην πρώτη περίοδο και πιθανώς οφείλεται στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Οι επιχειρήσεις (κυρίως κατασκευαστικές) θα πρέπει να είναι οι άμεσα «ωφελημένοι». Οσον αφορά τα χρεολύσια και τα εξοπλιστικά, κατά μέσον όρο δαπανούσαμε επιπλέον κάθε χρόνο περίπου 635 εκατ. ευρώ (6,35 δισ. ευρώ συνολικά).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.