Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δίνουν εξοργιστικά μεγάλη σημασία στη γραφειοκρατία, εις βάρος της πολιτικής εξουσίας. Καθώς δε οι κοινοτικοί υπάλληλοι που τη στελεχώνουν παρεμβαίνουν σε όλα τα στάδια της διαδικασίας λήψης των αποφάσεων, προσελκύουν την προσοχή των λόμπι. Όμως, ελλείψει συγκεκριμένων κανόνων στις Βρυξέλες παρατηρείται αύξηση των κρουσμάτων σύγκρουσης συμφερόντων, τόσο μεταξύ των ευρωβουλευτών όσο και των Επιτρόπων.
Στην ευρωπαϊκή συνοικία των Βρυξελλών επικρατεί μια μεταβατική κατάσταση. Ενώ οι πρώην Επίτροποι αναζητούν τις νέες κατευθύνσεις που θα ακολουθήσει η σταδιοδρομία τους, οι διάδοχοί τους εξοικειώνονται με τη νέα τους θέση. Ωστόσο, ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, συγκρότησε την ομάδα των Επιτρόπων του με τρόπο που δημιούργησε αρκετά ερωτηματικά.
Στη νέα του ομάδα που ανέλαβε τα καθήκοντά της την 1η Νοεμβρίου του 2014, εμπιστεύτηκε τη θέση του Επιτρόπου αρμόδιου για ζητήματα ενέργειας και κλίματος στον Μιγκουέλ Αρίας Κανέτ, πρώην πρόεδρο μιας πετρελαϊκής εταιρείας (της Petrologis Canarias). Στη θέση του Επιτρόπου αρμόδιου για την ενοποίηση των χρηματαγορών τοποθετήθηκε ο Τζόναθαν Χιλ, πρώην λομπίστας στην υπηρεσία της βιομηχανίας. Επίτροπος αρμόδιος για τις οικονομικές και χρηματοοικονομικές υποθέσεις ορίστηκε ο Πιέρ Μοσκοβισί, (σοσιαλιστής) Γάλλος, πρώην υπουργός, ο οποίος διετέλεσε αντιπρόεδρος του «Κύκλου της Βιομηχανίας», ενός λόμπι των βιομηχάνων. Επίτροπος αρμόδιος για την έρευνα τοποθετήθηκε ο Κάρλος Μοέντας, πρώην στέλεχος της τράπεζας Goldman Sachs.
Όσον αφορά δε τη θέση του Επιτρόπου αρμόδιου για τη Δικαιοσύνη, δόθηκε στη Βέρα Τζουροβά, πρώην σύμβουλο ενός Τσέχου δισεκατομμυριούχου για ζητήματα σχέσεων με τα πολιτικά κόμματα. Οι επιλογές του Γιούνκερ εγκρίθηκαν από τους ευρωβουλευτές μετά από μια μακρά διαδικασία ακροάσεων, η οποία κατέληξε σε διακριτικές συναλλαγές, στις οποίες ειδικεύονται οι ευρωπαϊκοί θεσμοί. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αρκέστηκε στην αντικατάσταση της υποψηφίου Επιτρόπου της Σλοβενίας Αλένκα Μπράτουσεκ, η οποία δεν υποστηριζόταν πλέον από την κυβέρνηση της χώρας της.
Η κουλτούρα της συγκάλυψης, η ανταλλαγή φιλοφρονήσεων και εξυπηρετήσεων, καθώς και η τεράστια ισχύς των ευρωπαϊκών θεσμών αποτελούν τα κύρια συστατικά της τούρτας των Βρυξελλών. Μάλιστα, στην κορυφή της βρίσκεται σε περίοπτη θέση το κερασάκι της σύγκρουσης συμφερόντων.
Υπάρχουν ελάχιστοι κανόνες που να δημιουργούν ένα πλαίσιο για τον διορισμό των Ευρωπαίων Επιτρόπων ή να καθορίζουν το ενδεδειγμένο προφίλ των υποψηφίων για τόσο υψηλές θέσεις ευθύνης. Πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους, οι νέοι Επίτροποι οφείλουν να συμπληρώσουν μια δήλωση στην οποία περιγράφονται αναλυτικά τα «οικονομικά τους συμφέροντα». Στη συνέχεια, τους απαγορεύεται να χειρίζονται υποθέσεις οι οποίες αφορούν τόσο τα οικονομικά τους συμφέροντα, όσο κι εκείνα των οικείων τους. Ωστόσο, πέρα από αυτόν τον περιορισμό –ο οποίος είναι αμφιλεγόμενος καθώς δεν υπάρχει κανένας σαφής ορισμός για το τι σημαίνει «οικονομικό συμφέρον» και «οικείοι» – οι θεσμοί αποδεικνύονται εξαιρετικά ανοιχτοί και φιλόξενοι, σαν την αίθουσα αναμονής ενός σιδηροδρομικού σταθμού: δεν υπάρχει η παραμικρή απαίτηση όσον αφορά την προηγούμενη επαγγελματική σταδιοδρομία των υποψηφίων.
Κι όμως, οι Επίτροποι συγκαταλέγονται ανάμεσα στις προσωπικότητες που διαθέτουν τη μεγαλύτερη δύναμη στις Βρυξέλλες. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επεξεργάζεται νομοθετικές ρυθμίσεις και κατευθυντήριες οδηγίες οι οποίες ισχύουν για 500 εκατομμύρια Ευρωπαίους πολίτες: με άλλα λόγια, διαθέτουν πολύ μεγαλύτερη εξουσία από εκείνη των υπουργών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πολύ γρήγορα, τα λόμπι συνειδητοποίησαν αυτήν την πραγματικότητα και οι Βρυξέλλες μετατράπηκαν στη δεύτερη σημαντικότερη πρωτεύουσα για τα επιχειρηματικά λόμπι, μετά από την Ουάσιγκτον.
Στην μποτιλιαρισμένη λεωφόρο του οικονομικού βολέματος, η κίνηση γίνεται και προς τις δύο κατευθύνσεις. Από τη μια κατεύθυνση αυτού του δρόμου, πρώην ηγετικά στελέχη μεγάλων επιχειρήσεων ή εργοδοτικών οργανώσεων μεταναστεύουν προς τους δημόσιους θεσμούς (για παράδειγμα, προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή) για να συνηγορήσουν με ακόμα πιο αποτελεσματικό τρόπο υπέρ των απόψεών τους. Από την άλλη κατεύθυνση, οι πρώην υψηλόβαθμοι κοινοτικοί υπάλληλοι τερματίζουν την καριέρα τους στον ιδιωτικό τομέα, στον οποίο πουλάνε τις υπηρεσίες τους και τη γεμάτη χρήσιμα τηλέφωνα ατζέντα τους.
Ας φανταστούμε, για παράδειγμα, ένα γραφείο συμβούλων σε ζητήματα λόμπινγκ, του οποίου οι πελάτες είναι βιομήχανοι που επιθυμούν να προωθήσουν την Μεγάλη Διατλαντική Αγορά (ΜΔΑ). Η πρόσληψη ενός πρώην υπαλλήλου των κοινοτικών υπηρεσιών ο οποίος έχει εργαστεί στους τομείς του διεθνούς εμπορίου ή της βιομηχανίας, θα επιτρέψει τον εντοπισμό των κατάλληλων προσώπων που θα αποτελέσουν τους συνομιλητές του γραφείου, την επιλογή της κατάλληλης στιγμής για να προσεγγιστούν τα συγκεκριμένα πρόσωπα αλλά και τον σωστότερο τρόπο προσέγγισης. Ο πρώην κοινοτικός υπάλληλος θα επιφορτιστεί ενδεχομένως με την αποστολή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή με την πραγματοποίηση τηλεφωνημάτων χάρη στα οποία θα σπάσει ο πάγος ανάμεσα στους τωρινούς πελάτες του και τους πρώην εργοδότες του.
Όσοι επωφελούνται από αυτήν την κατάσταση –οι «βολεμένοι» (1)– θεωρούν ότι η συγκεκριμένη πρακτική δεν δημιουργεί το παραμικρό πρόβλημα: μήπως δεν σέβονται αυστηρά το πλαίσιο της νομιμότητας; Κι ύστερα, από τη στιγμή που έχουν εγκαταλείψει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, πώς είναι δυνατόν να τους προσάψει κανείς σύγκρουση συμφερόντων ή την κατάχρηση μιας εξουσίας την οποία δεν διαθέτουν πλέον; Ορισμένοι διεκδικούν το δικαίωμα να εργάζονται όπου τους αρέσει, ενώ κάποιοι δηλώνουν ότι από αυτά τα πηγαινέλα ανάμεσα στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα «επωφελείται όλος ο κόσμος, καθώς συμβάλλουν στη βελτίωση της αμοιβαίας κατανόησης και της επικοινωνίας ανάμεσα στους ανώτερους κρατικούς ή κοινοτικούς λειτουργούς και στον ιδιωτικό τομέα» (2).
Γενναιόδωρες αποζημιώσεις
Ωστόσο, αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στην αλληλοδιαδοχή των πρόσφατων κρουσμάτων για να κατανοήσει ότι κάθε άλλο παρά έχουν εξουδετερωθεί οι κίνδυνοι σύγκρουσης συμφερόντων ή κατάχρησης εξουσίας που εγκυμονεί το «βόλεμα» όσων μεταπηδούν από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα. Για παράδειγμα, το 2010, ο Γερμανός Γκίντερ Φερχόιγκεν, πρώην Επίτροπος αρμόδιος για ζητήματα βιομηχανίας και επιχειρήσεων, ίδρυσε από κοινού με την Πέτρα Έρλερ, την πρώην διευθύντρια του γραφείου του, την εταιρεία συμβούλων European Experience Company (EEC). Αν και η EEC δηλώνει στην ιστοσελίδα της ότι «δεν θα πουλάει υπηρεσίες λόμπινγκ», προτείνει στους πελάτες της να τους βοηθήσει να εκπονήσουν την «καλύτερη στρατηγική για να επικοινωνούν με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς» (3). Είναι πολύ δύσκολο να διακρίνει κανείς τη διαφορά…
Ο Ιρλανδός Τσάρλι Μακ Κρίβυ, πρώην Επίτροπος αρμόδιος για ζητήματα εσωτερικής αγοράς, εντάχθηκε στο μισθολόγιο μιας τράπεζας και συμμετέχει στα διοικητικά συμβούλια των εταιρειών Ryanair και Sentenial. Μετά το πέρασμά της από το αξίωμα της Επιτρόπου αρμόδιας για ζητήματα προστασίας του καταναλωτή, η Βουλγάρα Μεγκλένα Κούνεβα έγινε δεκτή στο διοικητικό συμβούλιο της γαλλικής τράπεζας BNP Paribas. Η δε Αυστριακή Μπενίτα Φερέρο Βάλντνερ, η οποία για ένα διάστημα εργάστηκε ως υπεύθυνη διεθνών σχέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εργάζεται πλέον για την ασφαλιστική εταιρεία Munich Re. Όσο για τον Βέλγο Λουί Μισέλ, αφού εγκατέλειψε το αξίωμα του Επιτρόπου αρμόδιου για ζητήματα διεθνούς συνεργασίας, ανθρωπιστικής βοήθειας και αντιμετώπισης κρίσεων, έγινε ευρωβουλευτής, ενώ παράλληλα προσλήφθηκε από την Credimo, μια εταιρεία στεγαστικής πίστης.
Ο πολλαπλασιασμός των κρουσμάτων –από τα οποία είμαστε σε θέση να αναφέρουμε μονάχα ελάχιστα– προκάλεσε κάποιες αντιδράσεις των μέσων ενημέρωσης, με αποτέλεσμα να υπάρξει μια σκλήρυνση στο νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει για τους αποχωρούντες Επιτρόπους.
Έτσι, για μια περίοδο 18 μηνών, η εικοσάδα των Επιτρόπων που εγκατέλειψαν τη θέση τους το 2014 είναι υποχρεωμένοι να γνωστοποιούν στις ευρωπαϊκές αρχές κάθε νέα πηγή επαγγελματικών εσόδων και να ζητούν την έγκρισή τους γι’ αυτήν. Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, τους απαγορεύεται να παρεμβαίνουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως λομπίστες για ζητήματα που έχουν σχέση με τις προηγούμενες δραστηριότητές τους (4). Στο παρελθόν, η περίοδος γνωστοποίησης περιοριζόταν στους 12 μήνες μονάχα, ενώ δεν υπήρχε η παραμικρή ρητή απαγόρευση άσκησης δραστηριοτήτων λόμπινγκ. Ωστόσο, το νέο νομοθετικό πλαίσιο εξακολουθεί να μην καθορίζει ξεκάθαρα τι ακριβώς εμπίπτει στην επ’ αμοιβή άσκηση επιρροής. Εξάλλου, προσποιείται ότι αγνοεί το γεγονός ότι οι Επίτροποι λαμβάνουν τις αποφάσεις συλλογικά, με αποτέλεσμα οι αρμοδιότητές τους να υπερβαίνουν σε μεγάλο βαθμό τα στενά όρια του χαρτοφυλακίου τους.
Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να μην κατορθώσει η αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου να εξαλείψει το «βόλεμα» των πρώην αξιωματούχων στις Βρυξέλλες. Από αυτήν την άποψη, ιδιαίτερα χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Βίβιαν Ρέντινγκ, η οποία διατέλεσε Επίτροπος επί τρεις συνεχόμενες θητείες (1999-2014), αρμόδια για ζητήματα Εκπαίδευσης, Μέσων Ενημέρωσης και Δικαιοσύνης: τον Μάιο του 2014 εξελέγη ευρωβουλευτής, ενώ παράλληλα, με τις ευλογίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εξασφάλισε επιπλέον θέσεις συμμετέχοντας στα εξής διοικητικά συμβούλια: της εταιρείας ορυχείων Nystar, της Agfa-Gevaert και του ιδρύματος Bertelsmann.
Οι πρώην Επίτροποι λαμβάνουν γενναιόδωρες αποζημιώσεις την τριετία που ακολουθεί την αποχώρησή τους από το αξίωμα που κατέχουν: κυμαίνονται μεταξύ 40% και 65% του μισθού τους, δηλαδή μεταξύ 8.332 και 13.540 ευρώ τον μήνα. Καθώς οι αποζημιώσεις αποσκοπούν προφανώς στο να τους επιτρέψουν να μην ενδώσουν στην πρώτη τυχούσα πρόταση εργασίας που θα τους προκύψει και, συνεπώς, να αποφευχθεί ο κίνδυνος της σύγκρουσης συμφερόντων, φαντάζει λογικό να παραταθεί η περίοδος των περιορισμών στις νέες τους επαγγελματικές δραστηριότητας και στην άσκηση λόμπινγκ: από τους 18 μήνες, θα έπρεπε να περάσει στα τρία έτη.
Ο χορός των Επιτρόπων συμπαρασύρει συχνά τους ανώτερους υπάλληλους του περιβάλλοντός τους, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εύρυθμη λειτουργία των ευρωπαϊκών μηχανισμών στο επίπεδο της καθημερινότητας: πράγματι, τα άτομα αυτά αποτελούν πολύτιμο απόκτημα για τα γραφεία συμβούλων και άσκησης λόμπινγκ, τα δικηγορικά γραφεία ή τα βιομηχανικά λόμπι. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση των ατόμων όσων έχουν μόλις συνταξιοδοτηθεί. Επιπλέον, για τους νεότερους συναδέλφους τους, ο μικρόκοσμος των Βρυξελλών καταλήγει συχνά να γίνεται ένα καρουζέλ στο οποίο εναλλάσσουν συμβάσεις ορισμένου χρόνου στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και συμβάσεις ορισμένου χρόνου στη βιομηχανία. Τέλος, υπάρχουν ακόμα πιο τυχεροί συνάδελφοί τους: οι υπάλληλοι που επωφελούνται από άδειες άνευ αποδοχών ή συσσωρεύουν περιόδους οφειλόμενης άδειας μετ’ αποδοχών, οι οποίες τους επιτρέπουν να ερωτοτροπούν με τον κόσμο των επιχειρήσεων, γνωρίζοντας ότι η θέση τους στον ευρωπαϊκό θεσμό τούς περιμένει.
Το παρακάτω παράδειγμα είναι χαρακτηριστικό της κατάστασης που επικρατεί –και κάθε άλλο παρά μεμονωμένο είναι. Μέχρι τον Απρίλιο του 2014, ο Ερβέ Ζουανζάν ήταν ένας από τους γενικούς διευθυντές της Επιτροπής, κατείχε δηλαδή το υψηλότερο αξίωμα στην κοινοτική δημοσιοϋπαλληλική ιεραρχία. Έναν μήνα αργότερα, είχε ενταχθεί στα στελέχη του γαλλικού δικηγορικού γραφείου Fidal. Αν και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τού έχει απαγορεύσει την άσκηση οποιασδήποτε μορφής άμεσου λόμπινγκ, είναι ελεύθερος να επιδίδεται σε λόμπινγκ με έμμεσο τρόπο ή να παρέχει συμβουλές στους πελάτες του. Ας δούμε πώς περιγράφει ο ίδιος την κατάσταση: «Η εργασία μου στο δικηγορικό γραφείο Fidal αποτελεί για μένα μια καταπληκτική ευκαιρία για να θέσω στη διάθεση των πελατών της εταιρείας τις γνώσεις μου γύρω από τη λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμών και τις διαδικασίες των μηχανισμών τους, καθώς και όλες τις δεξιότητες που έχω αποκτήσει καθ’ όλη την πορεία της σταδιοδρομίας μου, κυρίως στους τομείς της εσωτερικής αγοράς και του εξωτερικού εμπορίου» (5).
Η Εμιλυ Ο’Ρέϊλυ, Ευρωπαία Συνήγορος του Πολίτη, αρμόδια για την εξέταση των καταγγελιών των πολιτών και των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων εναντίον των ευρωπαϊκών θεσμών, ενδιαφέρθηκε πρόσφατα για τον τρόπο με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αντιμετωπίζει το «βόλεμα» των υπαλλήλων της που μεταπηδούν στον ιδιωτικό τομέα. Παρά το ιδιαίτερα περίτεχνο έως δυσνόητο ύφος που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα τέτοιου είδους κειμένων, τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει αφήνουν ελάχιστα περιθώρια αμφιβολίας. Εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι παρατηρείται «μια συστηματική κακοδιαχείριση στην υλοποίηση ορισμένων όψεων της προσέγγισης της Επιτροπής» (6), αρχίζοντας από τον τρόπο με τον οποίο επεξηγούνται και τεκμηριώνονται οι αποφάσεις της. Για τις περιπτώσεις «βολέματος» των υψηλόβαθμων κοινοτικών υπαλλήλων που μεταπηδούν στον ιδιωτικό τομέα, προτείνει να αποτελέσουν αντικείμενο ηλεκτρονικής δημόσιας ενημέρωσης, προσθέτοντας ότι θα προβεί σε έρευνες εάν αυτό δεν συμβεί. Επίσης, διευκρινίζει ότι δεν θα διστάσει «να χρησιμοποιήσει όλες τις εξουσίες (που διαθέτει), ακόμα και υποχρεώνοντας τους επίσημους να καταθέσουν ενώπιον των υπηρεσιών (της), στην περίπτωση που εγείρονται αμφιβολίες για το κατά πόσον εφαρμόστηκε το νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με τη σύγκρουση συμφερόντων».
Προέβη δε στην εξής υπογράμμιση: «Προφανώς, οι αρχές στις οποίες στηρίζονται οι συστάσεις μου εφαρμόζονται εξίσου και στην περίπτωση των Ευρωπαίων Επίτροπων» (7).
Τα συμπεράσματα αυτά αποτελούν συνέχεια εκείνων που την είχαν οδηγήσει στην άσκηση κριτικής σε μια απόφαση που είχε λάβει το 2008 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή: πράγματι, η Επιτροπή διόρισε τον Μισέλ Πετί επικεφαλής μιας εσωτερικής επιτροπής, η οποία είναι αρμόδια να αποφαίνεται για τις περιπτώσεις «βολέματος», τη στιγμή που αυτός μόλις είχε εγκαταλείψει την Επιτροπή για να εργαστεί ως λομπίστας για λογαριασμό του δικηγορικού γραφείου Clifford Chance και της πελατείας του (8). Αποδεικνύοντας δε ότι κατέχει άψογα την τεχνική του σχήματος λόγου της λιτότητας, η Ευρωπαία Συνήγορος είχε δηλώσει ότι ήταν «δύσκολο να υποστηρίξει κανείς ότι οι ιδιωτικές δραστηριότητες του Πετί δεν αποτελούν δυνητική σύγκρουση συμφερόντων» (9).
Κι αν οι ευρωβουλευτές καταγγέλλουν κι αυτοί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται το ζήτημα του «βολέματος», το κατηγορητήριό τους συνοψίζεται συχνά στην παροιμιώδη φράση «κάνε αυτό που λέω, κι όχι αυτό που κάνω».
Μετά τις ευρωεκλογές του Μαΐου του 2014, ένα μέρος των ευρωβουλευτών που έχασαν τη θέση τους ανέλαβε καθήκοντα στον ιδιωτικό τομέα, τα οποία είχαν στενή σχέση με τις αποστολές που τους είχαν ανατεθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ιδιαίτερη κριτική ασκήθηκε σε τρεις Βρετανούς και σε μια Ολλανδή που υπήρξαν μέλη της Οικονομικής και Νομισματικής Επιτροπής του Κοινοβουλίου, η οποία διαθέτει σημαντική επιρροή, δεδομένου ότι της είχε ανατεθεί η νομοθετική ρύθμιση του χρηματοοικονομικού και του ασφαλιστικού τομέα. Η Σάρον Μπόουλς, πρώην πρόεδρος της επιτροπής, συμμετέχει πλέον στο διοικητικό συμβούλιο του Χρηματιστηρίου του Λονδίνου ως μη εκτελεστική διευθύντρια. Η Αρλίν Μακ Κάρθι, πρώην αντιπρόεδρος της επιτροπής, διορίστηκε αντιπρόεδρος της εταιρείας λόμπινγκ Sovereign Strategy, αρμόδιας για ζητήματα ευρωπαϊκής στρατηγικής.
Ο Πίτερ Σκίνερ έγινε υψηλόβαθμος σύμβουλος στην ασφαλιστική εταιρεία Allianz SE, αρμόδιος για τα ευρωπαϊκά και διεθνή ζητήματα, η δε Κορίεν Βόρτμαν-Κουλ συμμετέχει στο εξής στα διοικητικά συμβούλια του γίγαντα της ασφαλιστικής αγοράς Aegon και του ιδιωτικού συνταξιοδοτικού ταμείου ABP. Ταυτόχρονα, η Δανή Έμιλι Τουρούνεν μεταπήδησε από την κοινοβουλευτική επιτροπή εσωτερικής αγοράς και προστασίας του καταναλωτή στην τράπεζα Nykredit, ως υπεύθυνη δημοσίων υποθέσεων. Η δε Βρετανίδα Φιόνα Χαλ, πρώην μέλος της κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη βιομηχανία, την έρευνα και την ενέργεια, δημιούργησε τη δική της εταιρεία, η οποία συμβουλεύει μεταξύ άλλων τη Rockwool, μια επιχείρηση που ειδικεύεται στην παραγωγή μονωτικών υλικών.
Είναι αλήθεια ότι, στο ζήτημα του «βολέματος», ο κώδικας δεοντολογίας των ευρωβουλευτών αποδεικνύεται εξίσου διακριτικός και ελάχιστα φλύαρος σε σχέση με εκείνον που ισχύει για τους Ευρωπαίους Επίτροπους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.