Λίγο πριν φύγει το πολυτάραχο πολιτικά 2015 διαπιστώνουμε ότι ο δημόσιος λόγος ασχολείται με δύο ζητήματα. Το πρώτο αφορά την Κεντροδεξιά, αφού η Νέα Δημοκρατία βρίσκεται λίγες μέρες πριν εκλέξει τον νέο της πρόεδρο, ο οποίος αναμένεται να καθορίσει την πορεία του σημαντικότερου κόμματος μέσα στους κόλπους του εν λόγω χώρου. Παράλληλα, όπως συμβαίνει συνήθως, ο περισσότερος κόσμος ασχολείται με την κυβέρνηση, η οποία βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μία εύθραυστη πλειοψηφία και σε μία θνησιγενή συναίνεση με τις πολιτικές δυνάμεις που εξύβριζε ως αντιπολίτευση και πλέον σε πολλά θέματα έχει συμπεριφερθεί όμοια με εκείνες.
Αν κάποιος διαβάσει τις τελευταίες δημοσκοπήσεις θα διαπιστώσει την αποσύνδεση ενός μεγάλου αριθμού πολιτών από τα κόμματα και την πολιτική γενικότερα. Ο χώρος, ωστόσο, που διέρχεται μία σημαντική κρίση ταυτότητας και πολιτικής εκπροσώπησης είναι η Κεντροαριστερά, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη.
Στην Ευρώπη η Κεντροαριστερά εκφράζεται μέσα από τα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, τα οποία βιώνουν εδώ και αρκετά χρόνια με εξαίρεση κάποιες εξαιρέσεις έναν εκλογικό μεσαίωνα. Το ιστορικότερο σοσιαλιστικό κόμμα της Ευρώπης, που δεν είναι άλλο από το γερμανικό SPD βρίσκεται εντός κυβερνητικού νυμφώνος μεν, αλλά περιοριζόμενο στη δεύτερη θέση από το 2005 και έπειτα. Το γαλλικό σοσιαλιστικό κόμμα μπορεί να έχει εκλέξει τον δεύτερο σοσιαλιστή «Φρανσουά» πρόεδρο, αλλά η εικόνα του στις τοπικές εκλογές ήταν τόσο απογοητευτική, που το ανάγκασε να υποστηρίξει τη Δεξιά για να μην κερδίσει η Ακροδεξιά, όπως στις προεδρικές εκλογές του 2002. Ταυτόχρονα, στην Μεγάλη Βρετανία, οι Εργατικοί δεν κατάφεραν ούτε να περιορίσουν έστω την δύναμη των Συντηρητικών με τον Κάμερον να ενισχύεται ευρισκόμενος στη θέση του πρωθυπουργού από το 2010.
Στην Ελλάδα, η Κεντροαριστερά και η Σοσιαλδημοκρατία εκφράζονταν μέχρι την έλευση της Κρίσης από το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα. Αν κάποιος ψάχνει για το πιο επιτυχημένο κόμμα του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου στην δυτική Ευρώπη, το ΠΑΣΟΚ είναι αναμφίβολα εκείνο που πρέπει να μελετήσει. Κυβερνώντας την Ελλάδα από το 1981 μέχρι το 2004 με ένα διάλειμμα την τριετία 1990-93 και ευρισκόμενο στην κυβέρνηση από το 2009 έως το 2015 (από το 2012 ως τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη), το κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου διαμόρφωσε σημαντικά την πολιτική ζωή της Μεταπολίτευσης. Από το 2012, όμως, οπότε και γίνεται λόγος για τον ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματική αντιπολίτευση και ως εναλλακτική κυβερνητική επιλογή, διεξάγεται μία συζήτηση για την πορεία του κόμματος από την ριζοσπαστική Αριστερά στην Κεντροαριστερά. Η συγκεκριμένη συζήτηση, έγινε εντονότερη, μάλιστα, μετά την επικράτηση του «μνημονιακού» ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου.
Το πρόβλημα για την Κεντροαριστερά είναι η απουσία σημαντικών διαφορών από τον αιώνιο αντίπαλό της που δεν είναι άλλος από την Κεντροδεξιά.Είναι χαρακτηριστική η ομοιότητα των πολιτικών και των πρακτικών που ακολουθούν οι Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και Γερούν Ντάισελμπλουμ, όπου ο μεν πρώτος ανήκει στην οικογένεια του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και ο δεύτερος σε εκείνη των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών. Η στροφή των σοσιαλιστικών κομμάτων προς την νεοφιλελεύθερη οικονομική ορθοδοξία έδειξε την αποδοχή του "There Is No Alternative" και την προώθηση του πολιτικού τους ρόλου όχι μόνο ως καλύτερου διαχειριστή του καπιταλισμού (όπως ήταν μεταπολεμικά), αλλά ως του διαχειριστή μιας οικονομίας βασισμένης σε μη παραγωγικά αγαθά, με τους πλούσιους να αυξάνουν τα κέρδη τους μέσα από χρηματιστηριακές δραστηριότητες και τους αδύναμους να κινδυνεύουν να βρεθούν κάτω από το όριο της φτώχειας. Ταυτόχρονα, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δεν μπορεί να παίξει σοβαρά το παιχνίδι του αντισυντηρητισμού, γιατί πολλά συντηρητικά κόμματα έχουν ασπαστεί φιλελεύθερες κοινωνικά ιδέες.
Στην Ελλάδα, ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Η Κεντροαριστερά θα μπορούσε να αρθρώσει ένα τείχος απέναντι στην Κεντροδεξιά, εξαιτίας του εγκλωβισμού της τελευταίας στις συμπληγάδες του συντηρητικού της κοινού. Η ελληνική Δεξιά παθαίνει αλλεργία σε κάθε αναφορά στο σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης για ομόφυλα ζευγάρια ή στην ιθαγένεια για όσους γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη χώρα μας. Συνεπώς, υπάρχει χώρος για ετεροπροσδιορισμό σε ένα ελληνικό εγχείρημα για την Κεντροαριστερά. Παράλληλα, ο οικονομικός της ρεαλισμός σε σχέση με την σύγκρουση που επιδίωξε η ριζοσπαστική Αριστερά και την οποία πλήρωσε ακριβά, μπορεί να την αναδείξει σε μία πραγματικά ρεαλιστική προοδευτική κυβερνητική εναλλακτική.
Το μεγάλο, όμως, πρόβλημα για την ελληνική Κεντροαριστερά ονομάζεται Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα. Το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί είτε να οικειοποιηθεί κάθε προσπάθεια αναγέννησης του χώρου, είτε να δημιουργήσει μία καινούρια. Σε μία Ελλάδα που καταγγέλλει το σύστημα προνομίων της Μεταπολίτευσης, (το οποίο αντικατέστησε ένα παλαιότερο για να μην δικαιώνουμε και το αντιδημοκρατικό μας παρελθόν) δεν μπορεί να επαγγέλλεται την αλλαγή ένα κόμμα δημιουργός του συγκεκριμένου συστήματος, όσα πρόσωπα και προσωπεία και αν αλλάξει.
Συνεπώς, η κρίση της Κεντροαριστεράς θα συνεχίσει να μαίνεται στην Ευρώπη μέχρι να βρεθεί ένα καινούριο διακύβευμα για την κοινωνία, το οποίο θα προβάλει ο συγκεκριμένος χώρος. Ο πιθανότερος για να φέρει εις πέρας ένα τέτοιο εγχείρημα είναι ο νέος ηγέτης των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν. Όσον αφορά την Ελλάδα, η κρίση του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου δεν θα πάψει να υφίσταται όσο ταυτίζεται με το σαθρό παρελθόν. Ένα νέο εγχείρημα θα μπορούσε να επιτύχει, αν εμφανιστεί ριζοσπαστικό και προοδευτικό σε κοινωνικά ζητήματα με τον απαιτούμενο οικονομικό ρεαλισμό για μία δίκαια διαχείριση της κατάστασης που βιώνουμε και φυσικά χωρίς σταγόνα ΠΑΣΟΚ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.