Του ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΥ*
«Δεν έχουμε τα περιθώρια ως έθνος, ως λαός, να αντέξουμε παρατεταμένα μπλόκα, απεργίες, στάσεις».
Διαβάζοντας στα γρήγορα τις πρώτες λέξεις αυτής της πρότασης, την αναφορά στο «έθνος» και στον «λαό», θεώρησα ότι ο πρωθυπουργός απάντησε, τελικά, με το διάγγελμα της προηγουμένης Τρίτης και στο αιωρούμενο για μέρες ερώτημα που έχει θέσει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης με αφορμή τη νομιμοποίηση των «νομίμων» μεταναστών: Είμαστε «λαός» ή «πληθυσμός»; Εύγλωττη παρανάγνωση.
Οπως και αν έχει, πάντως, ο πρωθυπουργός χρησιμοποίησε αυτούς τους όρους στο διάγγελμά του. Η περίσταση δεν είναι, βέβαια, τυχαία. Φαίνεται ότι η κρισιμότητά της υπαγόρευσε την επίκληση του λαού και του έθνους. Γιατί στις κρίσιμες στιγμές λέγονται αλήθειες, ακόμα και αν αυτές οι αλήθειες έχουν ίσως άρωμα «προπαγάνδας». Ακόμα δηλαδή και αν η επίκληση αυτών των όρων είναι προσχηματική, το γεγονός ότι επιλέχθηκαν αυτοί ως πρόσχημα και όχι άλλοι, έχει τη σημασία του. Το ερώτημα είναι, αν η παραπομπή σε αυτούς είναι μίας μόνο χρήσης.Μια δεύτερη παρατήρηση, πάντα σχετικά με το διάγγελμα του πρωθυπουργού. Διαβάζουμε ότι είναι «εθνικό χρέος να ακυρώσουμε στην πράξη τις προσπάθειες που γίνονται να σπρώξουν τη χώρα μας στον γκρεμό». Ο σαφής υπαινιγμός αφορά τους «οίκους αξιολόγησης», τα σπρεντ, τις τράπεζες κ.λπ. Μα δεν ήταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός που εδώ και μήνες δήλωσε ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται στην «εντατική»; Τι εξυπηρετεί η αναφορά στους «ξένους» που σπρώχνουν τη χώρα στον γκρεμό;
Ας είμαστε όσο πιο αντικειμενικοί γίνεται. Ο πρωθυπουργός εννοεί ότι οι πιέσεις των ξένων για την άμεση λήψη μέτρων υπονομεύουν την προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να βάλει τάξη, με τους δικούς της όμως ρυθμούς, μεθόδους και κοινωνικά δίκαιο τρόπο. Και επ' αυτού ίσως δεν έχει άδικο, αν φυσικά δεχθούμε ότι αυτή είναι η βούληση του ίδιου, καθώς και του «όλου και ενιαίου ΠΑΣΟΚ», όπως λέγαμε παλιότερα, πράγμα που τουλάχιστον γι' αυτό το τελευταίο δεν είναι καθόλου σίγουρο. Είναι κατανοητή, συνεπώς, η επισήμανση του Γ. Παπανδρέου, ταυτόχρονα όμως είναι και πολιτικά προβληματική.
Με ποια έννοια; Με την έννοια ότι η κοινωνική πρόσληψη των «πιέσεων των ξένων» γίνεται με στερεοτυπικό τρόπο: οι κακοί ξένοι, τα γνωστά ξένα κέντρα αποφάσεων, από τη μια πλευρά, ο καλός και έντιμος «λαός» από την άλλη. Εμείς και οι ξένοι, οι θύτες και τα θύματα. Το πρόβλημα είναι ότι αυτές οι συνοπτικές διαιρέσεις, επειδή προκρίνουν μια αποκλειστικά αυτο-θυματοποιητική ρητορική και επιπλέον νομιμοποιούν μια συνωμοσιολογική αντίληψη των εξελίξεων, υποβάλλουν μια παθητική αποδοχή ή μια οργισμένη απόρριψη αυτών των εξελίξεων. Ετσι, η όποια αναγκαία «τακτοποίηση» του οίκου μας εκλαμβάνεται ως εξωτερικός, και μάλιστα βίαιος, καταναγκασμός και όχι ως πρωταρχική ευθύνη της κοινωνίας και των εκπροσώπων της, σε ένα πλαίσιο ανταγωνιστικών κοινωνικών και πολιτικών σχεδίων.
Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας διαδικασίας είναι τούτο: Ο εκσυγχρονισμός κοινωνικών και θεσμικών πρακτικών, ο οποίος πρέπει πάντα να διαθέτει μια «δεξιά» και μια «αριστερή» εκδοχή, δεν εσωτερικεύεται δημιουργικά, δεν αποκτά ενδογενή αφετηρία και συγκρουσιακή δυναμική, αλλά παραμένει στο κοινωνικό φαντασιακό επείσακτος, μεταπρατικός. Αυτό, άλλωστε, δεν είναι και το σταυρικό ζήτημα του «εκσυγχρονισμού» εν γένει στην Ελλάδα, ντουμπλαρισμένο με ένα θεμιτό ορισμένες φορές αίτημα κοινωνικής δικαιοσύνης;
* Διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.