Του Αργύρη Ολοκτσίδη
Ανήκω στην κοινωνική μερίδα εκείνων
Που η ζωή τους είναι αιώνια ξενιτειά.
Πόσο μεγάλη είναι η μερίδα; Άγνωστο.
Οι περισσότεροι από εμάς λαθροβιούμε
Σ’ ερήμους και σπηλιές κοινωνικές
Και οι στατιστικές δεν μας αγγίζουν
Είμ’ ένας άνθρωπος, που από κούνια
Σε ξένα χέρια με παρέδωσε η ζωή
Χέρια, που με ταΐσανε με ψέμα
Μ’ απάτη, μ’ απονιά, με προσβολή.
Μου σκότωσαν και μάνα και πατέρα
Με χωρισμό, με ανεργία, με ντροπή
Πατέρας, μάνα – ανθρώπινα κουρέλια
Μάνα, πατέρας – ζωντανοί νεκροί
Που η ζωή τους είναι αιώνια ξενιτειά.
Πόσο μεγάλη είναι η μερίδα; Άγνωστο.
Οι περισσότεροι από εμάς λαθροβιούμε
Σ’ ερήμους και σπηλιές κοινωνικές
Και οι στατιστικές δεν μας αγγίζουν
Είμ’ ένας άνθρωπος, που από κούνια
Σε ξένα χέρια με παρέδωσε η ζωή
Χέρια, που με ταΐσανε με ψέμα
Μ’ απάτη, μ’ απονιά, με προσβολή.
Μου σκότωσαν και μάνα και πατέρα
Με χωρισμό, με ανεργία, με ντροπή
Πατέρας, μάνα – ανθρώπινα κουρέλια
Μάνα, πατέρας – ζωντανοί νεκροί
Έιμ’ ένας άνθρωπος, χωρίς ανθρώπου δίκια
Το ’μαθα πια το μάθημα καλά:
Υπάρχουνε ανθρώπινα σκουπίδια
Χωρίς ψυχή, χωρίς μυαλό, χωρίς καρδιά
Χωρίς αξιοπρέπεια κι αξία.
Μιας χρήσης σάρκες, εμπορεύσιμες, φθηνές
Ανακυκλώσιμες στου κέρδους τη μανία
Ειμ’ ένας άνθρωπος, με ψυχή παγωμένη
Θαμμένη σε παγόβουνα ανθρωπιάς.
Θάνατο δεν φοβάμαι, μήτε πόνο
Ούτε αγάπη θέλω (τώρα πια )
Αγάπες θέλουν οι ψυχές που ζούνε
Ειμ’ ένας άνθρωπος, χωρίς ηθικές αντιστάσεις.
Δίνομαι εύκολα στα ανθυγιεινά:
Στην πρέζα, στα ποτά, στις περιστάσεις
Κι αλλάζω γρήγορα αφεντικά.
Γίνομαι οπαδός φανατισμένος
Γίνομαι βολικός κι υποταγμένος.
Δεν σέβομαι χλωρίδα και πανίδα
Φτύνω και περιβάλλον και πατρίδα.
Για μένα «περιβάλλον» είναι ο πόνος
«πατρίδα» και «θρησκεία» μου, ο φθόνος
Ειμ’ ένας άνθρωπος, που η υπόστασή του
Έχει συνεκτική ουσία τη φθορά.
Το μίσος, κινητήρια δύναμή του
Η εκδίκηση σκοπός του και χαρά.
Κι εσείς, οι σταυροφόροι της αγάπης
Δήθεν αθώοι και πολύξεροι κριτές
Για τα «εγκλήματά» μου απορείτε
Λυπάστε, που ο κόσμος, όπου ζείτε
Δεν είναι – εξ’ αιτίας μου – αυτός, που επιθυμείτε.
Για εσάς, ειμ’ «ανεγκέφαλος αλήτης
»άνανδρος και ανάλγητος κοπρίτης
»κακούργος, δίχως οίκτο κι ανθρωπιά»
Είμ’ ένας άνθρωπος, που - στα δικά σας μάτια -
Γεννήθηκα έκτρωμα, χωρίς καρδιά.
Δεν ήμουν όπως τ’ άλλα τα παιδιά
Γι’ αυτό δεν έχω αισθήματα και κρίση.
Α, όχι! Δεν υπήρξα εγώ παιδί
Που έκλαψε γι’ αποδοχή κι αγάπη
Τέρας γεννήθηκα, μ’ ανθρώπινη μορφή
Χωρίς εγκέφαλο, ανήμερο θηρίο!
Όμως εσείς, οι εγκεφαλοφόροι
Πώς δεν τα ερευνήσατε όλα αυτά;
Εσείς, με την οξεία σας την κρίση
Πώς δεν προλάβατε εμένα, «το κακό;»
Πώς δεν προείδατε, τι επρόκειτο να γίνω
Μες τις συνθήκες που με χώσατε να ζω;
Και τώρα, για την επιτήρησή μου
Χρειάζεστε στρατούς καταστολής.
Σας κοστίζει πολύ ακριβά να είμαι «ο απάνθρωπός σας!»
Πόσο θα σας κόστιζε αν με κάνατε «συνάνθρωπό σας»;
Ειμ’ ένας άνθρωπος, όπως εσείς
-Μπορεί, σε μερικά, καλλίτερος σας-
Ακούστε, το λοιπόν, μια συμβουλή
Από έναν «ανεγκέφαλο αλήτη»
Εσείς, οι «ηθικοί και μυαλωμένοι»:
Ίσως, για μένα, να είναι πια αργά
Την πεθαμένη μου ψυχή να αναστήσω.
Όμως είναι νωρίς, γι’ άλλους πολλούς
Που, εγκλεισμένοι σε κρεματόρια παιδικών ψυχών,
Με σύγχρονες μεθόδους εκκολάπτονται
Ως οι επόμενοι, «ανεγκέφαλοι» εχθροί σας
Θαμμένη σε παγόβουνα ανθρωπιάς.
Θάνατο δεν φοβάμαι, μήτε πόνο
Ούτε αγάπη θέλω (τώρα πια )
Αγάπες θέλουν οι ψυχές που ζούνε
Ειμ’ ένας άνθρωπος, χωρίς ηθικές αντιστάσεις.
Δίνομαι εύκολα στα ανθυγιεινά:
Στην πρέζα, στα ποτά, στις περιστάσεις
Κι αλλάζω γρήγορα αφεντικά.
Γίνομαι οπαδός φανατισμένος
Γίνομαι βολικός κι υποταγμένος.
Δεν σέβομαι χλωρίδα και πανίδα
Φτύνω και περιβάλλον και πατρίδα.
Για μένα «περιβάλλον» είναι ο πόνος
«πατρίδα» και «θρησκεία» μου, ο φθόνος
Ειμ’ ένας άνθρωπος, που η υπόστασή του
Έχει συνεκτική ουσία τη φθορά.
Το μίσος, κινητήρια δύναμή του
Η εκδίκηση σκοπός του και χαρά.
Κι εσείς, οι σταυροφόροι της αγάπης
Δήθεν αθώοι και πολύξεροι κριτές
Για τα «εγκλήματά» μου απορείτε
Λυπάστε, που ο κόσμος, όπου ζείτε
Δεν είναι – εξ’ αιτίας μου – αυτός, που επιθυμείτε.
Για εσάς, ειμ’ «ανεγκέφαλος αλήτης
»άνανδρος και ανάλγητος κοπρίτης
»κακούργος, δίχως οίκτο κι ανθρωπιά»
Είμ’ ένας άνθρωπος, που - στα δικά σας μάτια -
Γεννήθηκα έκτρωμα, χωρίς καρδιά.
Δεν ήμουν όπως τ’ άλλα τα παιδιά
Γι’ αυτό δεν έχω αισθήματα και κρίση.
Α, όχι! Δεν υπήρξα εγώ παιδί
Που έκλαψε γι’ αποδοχή κι αγάπη
Τέρας γεννήθηκα, μ’ ανθρώπινη μορφή
Χωρίς εγκέφαλο, ανήμερο θηρίο!
Όμως εσείς, οι εγκεφαλοφόροι
Πώς δεν τα ερευνήσατε όλα αυτά;
Εσείς, με την οξεία σας την κρίση
Πώς δεν προλάβατε εμένα, «το κακό;»
Πώς δεν προείδατε, τι επρόκειτο να γίνω
Μες τις συνθήκες που με χώσατε να ζω;
Και τώρα, για την επιτήρησή μου
Χρειάζεστε στρατούς καταστολής.
Σας κοστίζει πολύ ακριβά να είμαι «ο απάνθρωπός σας!»
Πόσο θα σας κόστιζε αν με κάνατε «συνάνθρωπό σας»;
Ειμ’ ένας άνθρωπος, όπως εσείς
-Μπορεί, σε μερικά, καλλίτερος σας-
Ακούστε, το λοιπόν, μια συμβουλή
Από έναν «ανεγκέφαλο αλήτη»
Εσείς, οι «ηθικοί και μυαλωμένοι»:
Ίσως, για μένα, να είναι πια αργά
Την πεθαμένη μου ψυχή να αναστήσω.
Όμως είναι νωρίς, γι’ άλλους πολλούς
Που, εγκλεισμένοι σε κρεματόρια παιδικών ψυχών,
Με σύγχρονες μεθόδους εκκολάπτονται
Ως οι επόμενοι, «ανεγκέφαλοι» εχθροί σας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.