Ένα εύλογο ερώτημα πηγάζει από τις εξελίξεις που έχουν διαμορφωθεί από την αρχή της οικονομικής κρίσης: Πως είναι δυνατόν, παρά τις αρνητικές προοπτικές και εξελίξεις της διεθνούς οικονομίας, τα χρηματιστήρια και οι αγορές να μη δείχνουν μια ανάλογη πτώση; Πρόκειται για οξύμωρο που δεν αποτελεί «θαύμα» του καπιταλισμού. Ο κύριος λόγος της επιβίωσης των διεθνών αγορών είναι οι συνεχείς «ενέσεις» χρήματος και εγγυήσεων με κρατικά κονδύλια. Τις οποίες καλείται εν καιρώ να καλύψει ο κάθε φορολογούμενος μέσω της επιβολής μέτρων λιτότητας, περικοπών των κρατικών δαπανών για περίθαλψη και κοινωνική μέριμνα, κοκ.
Η αρχή έγινε με την πτώση της τράπεζας Lehman Brothers το 2008, όταν για να σωθεί το διεθνές νεοφιλελεύθερο σύστημα ρίχτηκαν γύρω στα 12 τρις. δολάρια στον χρηματοπιστωτικό τομέα της οικονομίας, με τα οποία αυτός ο τομέας υπερτιμήθηκε. Για να καλυφθεί το τεράστιο ποσό αυτής της διάσωσης, επιβλήθηκαν στη συνέχεια πολιτικές λιτότητας. Με αυτόν τον τρόπο, η πραγματική οικονομία των κρατών που επηρεάστηκαν από την κρίση υποτιμήθηκε.
Όμως οι διεθνείς αγορές και τα χρηματιστήρια αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία και σχεδόν καμία χώρα δεν παραμένει ανεπηρέαστη από τις διεθνείς εξελίξεις. Ακόμη και χώρες που έχουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης βρίσκονται παγιδευμένες στη δίνη της χρηματιστηριακής ρουφήχτρας, η οποία απομυζά σημαντικό μέρος του κρατικού πλούτου.
Παράδειγμα τα πρόσφατα σκαμπανεβάσματα του κινεζικού χρηματιστηρίου, η αξία του οποίου έχει πέσει κατά ένα τρίτο μέσα σε ενάμιση μήνα. Για να τη σταθεροποιήσει, η κυβέρνηση της Κίνας επενέβη 40 φορές κατά αυτό το διάστημα, χρησιμοποιώντας επενδύσεις, εγγυήσεις και δεσμεύσεις που αντιστοιχούν στο 10% του ΑΕΠ της χώρας (δηλαδή περίπου ένα τρις. δολάρια).
Παρ” όλα αυτά, στις 27 Ιουλίου το κινέζικο χρηματιστήριο έπεσε πάλι κατά 9%, ποσοστό που αποτελεί τη διαχρονικά δεύτερη μεγαλύτερη ημερήσια πτώση του (η πρώτη συνέβη το Φεβρουάριο του 2007), επηρεάζοντας αρνητικά τα άλλα διεθνή χρηματιστήρια. Οι επεμβάσεις διάσωσης συνεχίστηκαν, και οι πτώσεις της κινεζικής αγοράς δεν απειλούν μόνο την ίδια την Κίνα.
Διότι τα συμφέροντα των ΗΠΑ και άλλων κρατών απειλούνται άμεσα από την κινεζική κρίση. Η Κίνα κατέχει το 20% των κρατικών χρεογράφων των ΗΠΑ (αξίας 1,3 τρις. δολαρίων), και αποτελεί τη μεγαλύτερη αγορά για πολλά είδη αμερικανικών και ευρωπαϊκών προϊόντων. Η παραγωγή της πέφτει συνεχώς, και ταυτόχρονα πέφτει και η κινεζική κατανάλωση εισαγομένων πρώτων υλών, για παράδειγμα μετάλλων, και συνεπώς πέφτει η αξία τους και βέβαια η αξία των εξαγωγών των ανεπτυγμένων οικονομιών που τα παράγουν. Συνεπώς οι διασώσεις της κινεζικής αγοράς αφορούν επίσης τις αγορές των ανεπτυγμένων οικονομιών.
Ο μηχανισμός των διασώσεων διαφέρει από τη μία χώρα στην άλλη, αλλά τα χαρακτηριστικά του είναι παρόμοια. Οι κυβερνήσεις δημιουργούν ειδικές ομάδες εξουσιοδοτημένες να παρέχουν «ενέσεις» κρατικού χρήματος ή δεσμεύσεων ώστε να αποτρέπονται μεγάλες πτώσεις των αγορών. Αν και δεν είναι ευρέως γνωστό, το 1988 οι ΗΠΑ συνέστησαν μια ολιγομελή ομάδα, γνωστή ως Plunge Protection Team (Ομάδα Προστασίας Βύθισης), για να αποτρέψει ή να θεραπεύσει «βουτιές» των αγορών, όπως αυτή της «Μαύρης Δευτέρας», της 19ης Οκτωβρίου του 1987, όταν ο αμερικανικός βιομηχανικός δείκτης Dow Jones έπεσε κατά 22,6%. Παρόμοιες ομάδες λειτουργούν σε όλες τις μεγάλες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένης της κινεζικής. Και το βράδυ της Δευτέρας 27 Ιουλίου έγιναν δύο διαδοχικές παρεμβάσεις στην κινεζική αγορά μέσα σε μία ώρα, για να αποφευχθεί ακόμη μεγαλύτερη πτώση του κινεζικού χρηματιστηρίου.
Αλλά πολλοί αναλυτές, όπως στελέχη των αμερικανικών Capital Economics και Information Handling Services (IHS), έχουν επανειλημμένα δηλώσει ότι τα αποτελέσματα τέτοιου είδους παρεμβάσεων είναι βραχυχρόνια και οι προσπάθειες υποστήριξης των αγορών είναι καταδικασμένες σε αποτυχία. Συνεπώς οι κρατικές διασώσεις των αγορών πρέπει να επαναλαμβάνονται σε τακτικά διαστήματα και οι φορολογούμενοι καλούνται να καλύψουν τα ολοένα μεγαλύτερα κρατικά ελλείμματα που δημιουργούνται από τέτοιες παρεμβάσεις. Υπάρχουν βέβαια και αθεράπευτα αισιόδοξοι σχολιαστές, όπως ο Roger Bootle της αγγλικής Telegraph, ο οποίος έγραψε μόλις μερικές ώρες πριν από το μίνι-κραχ της 27ης Ιουλίου ότι η πτώση των κινεζικών χρηματιστηρίων δεν πρέπει να ανησυχεί τις αγορές. Ενώ δηλώσεις αξιωματούχων, όπως αυτή του υφυπουργού οικονομίας της Κίνας Zhu Guangyao, ότι «η αναταραχή (του κινεζικού χρηματιστηρίου) έχει τελειώσει», 9 μέρες πριν το νέο μίνι-κραχ, αποκτούν κωμικό χαρακτήρα.
Το τελικό συμπέρασμα συνοψίζεται ακριβέστατα στο σχόλιο που έκανε στο Bloomberg την περασμένη βδομάδα ο Donald Straszheim, επικεφαλής έρευνας για την Κίνα στο Evercome ISI της Νέας Υόρκης: «Οι αγορές της Κίνας δεν είναι στην πραγματικότητα αγορές. Είναι κυβερνητικές δραστηριότητες». Μόνο που μπορούσε κάλλιστα να προσθέσει ότι όλες οι διεθνείς αγορές είναι κατά βάση κυβερνητικές δραστηριότητες, καθότι διασώζονται σε τακτικά διαστήματα με επιβάρυνση των φορολογουμένων, οι οποίοι υποβάλλονται σε μέτρα λιτότητας και υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου, για να διατηρηθεί το χρηματιστηριακό κερδοσκοπικό παιχνίδι εν ενεργεία. Διότι οι ογκώδεις «ενέσεις» κρατικών κονδυλίων στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες, όπως και στην Κίνα, είχαν και έχουν ως πρωταρχικό σκοπό την απορρόφηση των ζημιών των διεθνών αγορών.
Συνεπώς το πραγματικό ερώτημα δεν είναι γιατί οι αγορές δεν έχουν πέσει παρά την οικονομική κρίση, αλλά πότε θα ξυπνήσουν οι φορολογούμενοι και θα αποφασίσουν να πάψουν να υποστηρίζουν το στημένο καζίνο των αγορών: το ποντάρισμα και την κάλυψη κάθε απώλειας με τα λεφτά των άλλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.