Ο Συμεών Κεδίκoγλου είναι βουλευτής του ΠΑΣΟΚ κι επειδή είναι σοβαρός άνθρωπος, δεν τον παίζουν τα ΜΜΕ. Αντιγράφω από τη χθεσινή τοποθέτηση του στη Βουλή:
Κλείνοντας λέω σχηματικά ότι υπάρχουν δύο κόσμοι, δύο Ελλάδες και οι δύο αγανακτισμένες: Η μία θέλει να μείνουν τα πράγματα όπως ήταν μέχρι το 2009. Θέλει, δηλαδή, το ευρύτερο δημόσιο να καταναλώνει κάθε χρόνο 25 δισεκατομμύρια περισσότερα απ’ όσα εισπράττει.
Και υπάρχουν και οι άλλοι, οι εργαζόμενοι, οι επιστήμονες, οι επαγγελματίες, που πληρώνουν φόρους, χωρίς κρατική ανταπόδοση υπηρεσιών ποιότητας, που πληρώνουν υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές σε ταμία χρεοκοπημένα, αυτοί που θέλουν να αλλάξουν όλα όσα βαραίνουν αυτή τη χώρα.
Τις τελευταίες ημέρες διαδραματίζονται μάχες οπισθοφυλακής, για να μην χαθούν κεκτημένα. Είναι ίσως η πρώτη φορά που πρέπει να δούμε, χωρίς αυταπάτες, την πραγματικότητα. Ζούμε το τέλος του παιχνιδιού, όπως παίχτηκε ως σήμερα, που τελείωσε απότομα και αφήνει πίσω του και οργή και νοσταλγία.
Υπάρχει, όμως, η φυγή προς το μέλλον και η φυγή προς το παρελθόν. Ας αναρωτηθούμε τι θα συνέβαινε, αν ξαφνικά μέσα σε ένα θαύμα έλεγε ο Πρωθυπουργός να αφήσουμε τα πράγματα όπως ήταν δύο χρόνια πριν. Αναρωτιέμαι τότε: Οι διαμαρτυρίες θα σταματούσαν; Ας διαλέξουμε, λοιπόν, με ποια Ελλάδα είμαστε: του παρελθόντος ή του μέλλοντος; Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν μπορούμε να σιωπούμε.
Ολόκληρη η τοποθέτηση του είναι εξαιρετική. Την παραθέτω για όποιον έχει το κουράγιο να τη διαβάσει:
ΣΥΜΕΩΝ ΚΕΔΙΚΟΓΛΟΥ: Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.
Αναφερόμαστε όλοι στην κρισιμότητα των στιγμών. Οι στιγμές είναι, πράγματι, πρωτόγνωρες και γι’ αυτόν το λόγο απαιτούν και ψυχραιμία και υπευθυνότητα από όλους μας. Το δίλημμα, όμως, που πρέπει κυρίως να μπαίνει, είναι εάν τελικά θέλουμε ένα κράτος σύγχρονο και ευρωπαϊκό ή εάν θέλουμε ένα απομονωμένο κράτος των Βαλκανίων. Εάν τα δούμε όλα υπό αυτό το πρίσμα, τότε πιστεύω ότι οι απαντήσεις θα είναι πιο απλές και πιο ξεκάθαρες.
Πράγματι, η πίεση προς εμάς τους Βουλευτές είναι μεγάλη αυτό το διάστημα. Εν πολλοίς, ακούμε και άδικα συνθήματα για εμάς τους πρωτοεκλεγμένους Βουλευτές. Ακούω το σύνθημα «κλέφτες» που με εξοργίζει, όπως φαντάζομαι και πολλούς συναδέλφους, καθώς δεν σήκωνα μύγα στο σπαθί μου για ηθικά ζητήματα. Όμως, η δική μας γενιά θα αναλάβει τις ευθύνες αυτές που δεν πήραν κάποιοι που πρωταγωνίστησαν στη Μεταπολίτευση και που τώρα ρίχνουν το ανάθεμα. Το πότε πολιτεύεσαι δεν το διαλέγεις. Δεν διαλέγεις την εποχή, την συνδιαμορφώνεις όμως. Καθώς ζούμε σε ιστορικές και κρίσιμες στιγμές, όποιος δεν αντέχει την πίεση των ευθυνών το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να αποχωρήσει και να πάει στο σπίτι του.
«Έγιναν λάθη σε αυτούς τους είκοσι μήνες;», θα ρωτήσει κάποιος. Προφανώς, έγιναν και λάθη. Δεν χτυπήσαμε όσο γρήγορα θα έπρεπε τη φοροδιαφυγή, προχωρήσαμε σε οριζόντιες και όχι στοχευμένες περικοπές, υπό το κράτος της πίεσης. Υπήρξαν νόμοι που άργησαν στην εφαρμογής τους. Δυσφημήσαμε και εμείς ενδεχομένως το μνημόνιο και την κακή τρόικα που μας επέβαλαν κάποια μέτρα, αλλά για πρώτη φορά γίνεται επιτέλους μια προσπάθεια από μια Κυβέρνηση να βάλει τάξη στα κακώς κείμενα δεκαετιών σε σύντομο χρονικό διάστημα. Και αυτό, προφανώς, προκαλεί αντιδράσεις. Κάποιοι ξεβολεύονται. Θα έπρεπε, όμως, ίσως να εξηγήσουμε στον πολίτη νωρίτερα και πιο καθαρά το διακύβευμα για τη χώρα.
Καθυστερήσεις και αστοχίες, λοιπόν, έγιναν. Ωστόσο, εγώ πάντα θυμάμαι ότι επιθυμούσαμε μια Κυβέρνηση που να μην σκέπτεται το πολιτικό κόστος. Αυτό βλέπουμε σήμερα. Είναι πιθανό να έχει συνέπειες στο μελλοντικό εκλογικό αποτέλεσμα; Ίσως, αλλά επί του παρόντος η ευθύνη για τη σωτηρία της χώρας προσπερνά και εμάς και τα κόμματα, τους πάντες.
Το μνημόνιο, εάν θέλετε, έδωσε το χρονικό περιθώριο για να κάνουμε τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, αλλά από μόνο του φυσικά δεν αρκεί. Θα πρέπει να ενταχθεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο εκσυγχρονισμού του πολιτικού συστήματος, ανασυγκρότησης της χώρας και ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου.
Όμως, δεν χρειαζόταν το Μνημόνιο, για να καταλάβουμε ότι πρέπει επιτέλους να έχουμε πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, να μειώσουμε τις σπατάλες, τη γραφειοκρατία στο δημόσιο, να αξιοποιήσουμε την ακίνητη περιουσία, να κλείσουμε τους άχρηστους οργανισμούς. Για όλα αυτά δεν χρειαζόταν το Μνημόνιο.
Αφήνοντας λοιπόν τις θεωρητικές συζητήσεις για το χρέος, τις θεωρίες συνομωσίας, που τελευταία βρίσκουν γόνιμο έδαφος, τη θεωρία ότι οι Ευρωπαίοι θα μας σώσουν έτσι κι αλλιώς, ας μην αποπροσανατολιζόμαστε από το βασικό στόχο και ας πούμε ότι χωρίς δουλειά, χωρίς κόπο και υπερπροσπάθεια, η χώρα δεν σώζεται. Σε εμάς απομένει να παλεύουμε, ώστε αυτές οι θυσίες του ελληνικού λαού να πιάνουν πραγματικά τόπο και να γίνονται υπό το κράτος κοινωνικής δικαιοσύνης.
(BM)
(1PE)
Ξέρω ότι τώρα ο θυμός και ο λαϊκισμός επικρατούν της λογικής και πολλά απ’ όσα λέμε φαίνονται περίεργα, φαίνονται παράξενα. Ελπίζω, όμως, ότι τελικά η ευθύνη θα επικρατήσει.
Τι δεν ακούσαμε και τι δεν ακούμε αυτές τις ημέρες. Θα τα βλέπει ο ιστορικός του μέλλοντος και θα απορεί πραγματικά. Ό, τι πιο ανορθολογικό, ό, τι πιο ανισσόροπο, συνομωσιολογικό κυκλοφορούσε σε μεταμεσονύκτιες τηλεοπτικές εκπομπές, έγιναν μέρος του πολιτικού λόγου, του δημόσιου λόγου. Μάλιστα, πολλά από αυτά θεωρούνται και θέσφατα. Η έγκριτη ‘ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ’ μόλις προχθές ανέφερε αυτούς τους δέκα αστικούς μύθους, τους οποίους όλοι αναφέρουν: Από τα λεφτά που θα παίρναμε από την Κίνα, από τη Ρωσία, για τα πετρέλαια που θα μας έδινε ο Τσάβες -θα έπρεπε να έχουμε λίγο χρόνο για να τα καταρρίψουμε ένα προς ένα- μέχρι το ότι θα μπορούσαμε να είχαμε δανειστεί φθηνά στο τέλος του 2009, ότι μας δανείζουν με ληστρικά επιτόκια, ξεχνώντας ότι τότε κανένας δεν μας δάνειζε, ότι οι σημερινοί δανειστές μας είναι συνυπεύθυνοι κι έχουν ήδη πάρει τα χρήματά τους με το παραπάνω, ακριβώς γιατί εμείς αγοράζουμε γερμανικά προϊόντα, λες και μας ανάγκαζε κάποιος να το κάνουμε αυτό, ότι στην τελική καλύτερα να πτωχεύσουμε και να γυρίσουμε στη δραχμή, ξεχνώντας τις επιπτώσεις κυρίως για τα χαμηλά εισοδήματα, γιατί αυτοί θα υπέφεραν σε κάτι τέτοιο. Η σημερινή κατάσταση, όσο δύσκολη κι αν είναι, θα έμοιαζε με παράδεισο μπροστά στην κόλαση που θα γινόταν σε μία τέτοια περίπτωση, την οποία ούτε καν θα έπρεπε να σκεφτόμασταν.
Ακούσαμε οτιδήποτε, αρκεί να μην αντιμετωπίσουμε τη σκληρή πραγματικότητα, ότι πρέπει να δουλέψουμε, να παράγουμε, να αλλάξουμε τα πάντα. Μέχρι και προδότες μας είπαν κάποιους, λες και δεν ήταν προδότες όλοι αυτοί που συσσώρευσαν το χρέος σε αυτά τα ύψη όλα τα προηγούμενα χρόνια. Μέχρι και μόδα με εξώδικα βλέπω, λες και με νομικίστικους τρόπους μπορείς να λύσεις τα μεγάλα πολιτικά προβλήματα. Και βλέπω και κάποιους συνταγματολόγους και πανεπιστημιακούς, έγκριτους κατά τα άλλα, που όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν μιλούσαν για την κατάσταση των ελληνικών πανεπιστημίων και για την ελληνική κοινωνία και τώρα βρήκαν λόγους να ξεσηκωθούν. Ας είναι.
Θα πω δύο λόγια, γιατί γίνεται κουβέντα για τους αγανακτισμένους. Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι ο καθένας μπορεί να θυμώσει. Είναι εύκολο. Αλλά, το να θυμώσεις με το σωστό άνθρωπο, στο σωστό βαθμό, για το σωστό λόγο, τη σωστή στιγμή και με το σωστό τρόπο, αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Η αγανάκτηση σήμερα είναι μάλλον ετεροχρονισμένη. Θα την προτιμούσα -και μακάρι να είχε ξεσπάσει- κάποια χρόνια νωρίτερα, όταν δανειζόμασταν αβέρτα, όταν ξοδεύαμε χρήματα για ρουσφέτια και πελατειακό κράτος. Εκεί έξω συμβαίνουν πράγματα πολύ διαφορετικά απ’ όσα έχουν στο μυαλό τους πολλοί του παλαιού κομματικού συστήματος και καλό θα είναι να μην τους ερμηνεύουμε ούτε καν να τους υιοθετούμε, όπως βλέπω ότι γίνεται καμία φορά από το ΣΥΡΙΖΑ. Άλλωστε, ένα τελευταίο τους ψήφισμα έλεγε να φύγει η Κυβέρνηση, να φύγει η Τρόικα, να φύγει και το χρέος. Και αν τα δύο πρώτα μπορούμε να τα συζητήσουμε, το χρέος δυστυχώς δεν φεύγει με μία επίκληση. Ας υπάρξει υπευθυνότητα.
Τα Κόμματα της Αντιπολίτευσης ζητάνε εκλογές. Όμως, σε τι θα άλλαζε πράγματι η κατάσταση από το να έχουμε τα ίδια προβλήματα, ξεκινώντας από διαφορετική αφετηρία, χειρότερη αυτή τη φορά; Η κριτική στη Νέα Δημοκρατία είναι ότι πόνταρε στην αποτυχία της χώρας. Δεν κατάλαβε, όμως, ότι η αποτυχία της Κυβέρνησης είναι και αποτυχία της χώρας τη συγκεκριμένη στιγμή. Και δεν αρκεί μόνο να κυβερνήσετε, αλλά ποια χώρα θα κληθείτε να κυβερνήσετε. Η επαναδιαπραγμάτευση είναι ανέφικτη από μηδενική βάση. Το έχουν πει όλοι. Το τελευταίο δε επιχείρημα, όταν όλο το λαϊκό κόμμα απέρριψε τις προτάσεις σας, ότι αυτό οφείλεται σε προπαγάνδα του ΠΑΣΟΚ, νομίζω ότι πρέπει να το αφήσω ασχολίαστο.
Κλείνοντας λέω σχηματικά ότι υπάρχουν δύο κόσμοι, δύο Ελλάδες και οι δύο αγανακτισμένες: Η μία θέλει να μείνουν τα πράγματα όπως ήταν μέχρι το 2009. Θέλει, δηλαδή, το ευρύτερο δημόσιο να καταναλώνει κάθε χρόνο 25 δισεκατομμύρια περισσότερα απ’ όσα εισπράττει. Και υπάρχουν και οι άλλοι, οι εργαζόμενοι, οι επιστήμονες, οι επαγγελματίες, που πληρώνουν φόρους, χωρίς κρατική ανταπόδοση υπηρεσιών ποιότητας, που πληρώνουν υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές σε ταμία χρεοκοπημένα, αυτοί που θέλουν να αλλάξουν όλα όσα βαραίνουν αυτή τη χώρα.
Τις τελευταίες ημέρες διαδραματίζονται μάχες οπισθοφυλακής, για να μην χαθούν κεκτημένα. Είναι ίσως η πρώτη φορά που πρέπει να δούμε, χωρίς αυταπάτες, την πραγματικότητα. Ζούμε το τέλος του παιχνιδιού, όπως παίχτηκε ως σήμερα, που τελείωσε απότομα και αφήνει πίσω του και οργή και νοσταλγία. Υπάρχει, όμως, η φυγή προς το μέλλον και η φυγή προς το παρελθόν. Ας αναρωτηθούμε τι θα συνέβαινε, αν ξαφνικά μέσα σε ένα θαύμα έλεγε ο Πρωθυπουργός να αφήσουμε τα πράγματα όπως ήταν δύο χρόνια πριν. Αναρωτιέμαι τότε: Οι διαμαρτυρίες θα σταματούσαν; Ας διαλέξουμε, λοιπόν, με ποια Ελλάδα είμαστε: του παρελθόντος ή του μέλλοντος; Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν μπορούμε να σιωπούμε.
Ευχαριστώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.