Τιμη Νι

Παρέχεται από το Investing.com

Τι ακριβώς ψήφισαν οι Γάλλοι;

publishable
Ο Μακρόν κέρδισε το 23,75% των ψήφων, ενώ η αντίπαλός του, Λεπέν, κέρδισε 21,53%, σύμφωνα με το Reuters. Ο Ρεπουμπλικάνος Φρανσουά Φιγιόν και ο… ανεξάρτητος υποψήφιος της αριστεράς Ζαν Λικ Μελανσόν κέρδισαν 19,91% και 19,64% αντίστοιχα. Ενώ ο υποψήφιος του άλλοτε κραταιού Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο Μπενουά Χαμόν συγκέντρωσε μόλις το 6,35% των ψήφων. Το υπόλοιπο 8,82% των ψήφων μοιράστηκαν οι υπόλοιποι 6 υποψήφιοι για την Γαλλική προεδρία.
Κατάρρευση του παραδοσιακού δικομματισμού

Τι δείχνουν τα αποτελέσματα; Καταρχάς μια εντυπωσιακή κατάρρευση του παραδοσιακού δικομματισμού, όπου κυριαρχούσαν για δεκαετίες δυο εναλλασσόμενα κόμματα στην προεδρική εξουσία. Αφενός, το κεντροδεξιό κόμμα, το οποίο κατάγεται από την πάλαι ποτέ Γκολική δεξιά, την οποία ένωσε το 2002 ο τότε πρόεδρος Ζαν Σιράκ σε UMP (Ένωση για ένα Λαϊκό Κίνημα). Μετά την αποτυχία του Σαρκοζί έναντι του Ολάντ στις προεδρικές του 2012 και το ξεφτίλισμα που υπέστη… η κεντροδεξιά χάρις στον petit Napoléon -όπως άρεσε στον Σαρκοζί να τον χαρακτηρίζουν τα ΜΜΕ και οι φίλοι του, χωρίς ίσως να γνωρίζει ότι έτσι επίσης αποκαλούσαν τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη όσοι ήθελαν να τον ειρωνευτούν, όταν αυτός αυτοανακηρύχθηκε από Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας σε Αυτοκράτορα Ναπολέων ο 3ος το 1852- το κόμμα αυτό άλλαξε ονομασία σε Les Républicains (Ρεπουμπλικάνοι), μπας και διασωθεί. Του κάκου. Για πρώτη φορά το κόμμα της κεντροδεξιάς, από την εποχή ουσιαστικά του Ντε Γκολ, δεν μπόρεσε να μπει καν στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών.
Αφετέρου, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο -ας μην ξεχνάμε- είχε αναδείξει αυτόν τον τραγελαφικό Ολάντ στην Προεδρεία της Γαλλίας το 2012. Πρώτος έναντι του Σαρκοζί με 28,63% των ψήφων στον πρώτο γύρο. Σ’ αυτές τις προεδρικές εκλογές ο υποψήφιός του, Χαμόν, κατόρθωσε να συγκεντρώσει μόλις το 6,35% των ψήφων. Πίσω και από τον Μελανσόν, ο οποίος το 2012 είχε έρθει πάλι τέταρτος με 11,10% των ψήφων.
Αν επαληθευθεί η κατάρρευση αυτή του παραδοσιακού δικομματισμού και στις βουλευτικές εκλογές, που αναμένονται κι αυτές σε δύο γύρους στις 11 και 18 Ιουνίου, τότε είναι σίγουρο ότι η Γαλλία έχει εισέλθει σε μια εντελώς νέα και άκρως μεταβατική πολιτική κατάσταση. Κι όπως κάθε μεταβατική κατάσταση, βλέπουμε να διαμορφώνονται νέοι αλλεπάλληλοι συσχετισμοί δύναμης τόσο στην πολιτική, όσο και στην κοινωνία. Οι διαχωριστικές γραμμές επαναχαράσσονται και επαναπροσδιορίζονται.
Η ΕΕ όρισε απευθείας δικό της υποψήφιο.
Σ’ αυτές λοιπόν τις προεδρικές εκλογές επικράτησε στον πρώτο γύρο ο Μακρόν. Ποιος είναι ο Μακρόν; Ένας ανεξάρτητος υποψήφιος από το πουθενά. Χωρίς συγκροτημένο κόμμα, ή κόμματα να τον στηρίζουν. Κι αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά στην πολιτική ζωή της Γαλλίας.
Στην πραγματικότητα πίσω από τον Μακρόν συντάχθηκε ολόκληρος ο μηχανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι τράπεζες και οι χρηματαγορές, που ελέγχουν τη μερίδα του λέοντος στο σύστημα επικοινωνίας και ΜΜΕ στη Γαλλία. Δαπανήθηκαν δεκάδες δις ευρώ από το τραπεζικό και ευρωενωσιακό καρτέλ προκειμένου ο ανεξάρτητος υποψήφιός τους, να μπει σε κάθε γαλλικό σπίτι. Κι ο Μακρόν δεν έκρυψε ότι είναι ο εκλεκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ούτε έκρυψε ότι είναι ο εκλεκτός και του Βερολίνου. Άλλωστε φρόντισε να το ξεκαθαρίσει, καθώς επέλεξε να επισκεφθεί καταμεσής της προεκλογικής εκστρατείας του την κ. Μέρκελ στην Καγκελαρία.
Ο μηχανισμός της ΕΕ και του Βερολίνου έφτασε ως το σημείο να επιτεθεί ευθέως στους υποψηφίους που πιθανά να απειλούσαν τον δικό τους. Αυτός ήταν ο μηχανισμός που άφησε να διαρρεύσει το σκάνδαλο Φιγιόν, αλλά και το σκάνδαλο Λεπέν στην καρδιά της προεκλογικής περιόδου.
Διέταξε κυριολεκτικά τις δικαστικές και αστυνομικές αρχές της Γαλλίας να επέμβουν εναντίον των δυο υποψηφίων. Πράγμα που έγινε με δημόσιο διασυρμό του Φιγιόν από τις ανακριτικές αρχές για κάτι που σίγουρα θα μπορούσε να διερευνηθεί χωρίς να δημοσιοποιηθεί μέχρις ότου προκύψει η ανάγκη για ποινικές διώξεις. Τις οποίες, σημειωτέον, ακόμη περιμένουμε. Ιδίως όταν πρόκειται για παράπτωμα ελάσσονος σημασίας, όπως είναι οι αργομισθίες της διορισμένης συζύγου του.
Το ίδιο έγινε και με την Λεπέν, όπου εκτός από τις κατηγορίες που εκτόξευσαν οι αρχές της ΕΕ, διενεργήθηκαν ακόμη και αστυνομικές επιδρομές στα γραφεία της. Γιατί; Διότι, λέει, χρησιμοποίησε χρήματα από την ΕΕ για τις εσωτερικές πολιτικές ανάγκες του κόμματός της. Κάτι, δηλαδή, που κάνουν όλα τα κόμματα με παρουσία στην ευρωβουλή. Μηδενός εξαιρουμένου. Πρακτική που ακολουθεί και η ίδια η ΕΕ, η οποία χρηματοδοτεί οποιαδήποτε εκδήλωση κόμματος με παρουσία στην ευρωβουλή, χωρίς να εξετάζει επί της ουσίας αν αφορά στα ευρωπαϊκά ζητήματα, ή όχι. Της αρκεί μια υπεύθυνη δήλωση του κόμματος και το παραδάκι πέφτει χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Αν δεν υπήρχε όμως η παρέμβαση της ΕΕ και ο συστηματικός διασυρμός του Φιγιόν από τα ελεγχόμενα ΜΜΕ, ο Μακρόν είναι ζήτημα αν θα έβλεπε δεύτερο γύρο. Πράγμα που δείχνει την έκταση της διαπλοκής της ΕΕ κα του Βερολίνου με το κράτος της Γαλλίας.
Από την άλλη η Λεπέν επέλεξε -ως αντίπραξη στην κίνηση του Μακρόν να συναντηθεί με την Μέρκελ και να πάρει απ’ αυτήν το επίσημο χρίσμα- να συναντηθεί με τον Πούτιν στο Κρεμλίνο. Πράγμα που ξεσήκωσε σάλο από τα ΜΜΕ της ΕΕ, λέγοντας ότι με τη συνάντηση αυτή ο Πούτιν αναμιγνύεται στα εσωτερικά της Γαλλίας και της ΕΕ. Ενώ τα «ρεπορτάζ» για απευθείας ανάμιξη της Ρωσίας μέσω χάκερ και χρηματοδοτήσεων πρώτα και κύρια της Λεπέν, δημιούργησαν το κατάλληλο κλίμα έτσι ώστε -αν και όποτε κρίνουν απαραίτητο- να ακυρωθεί ακόμη και πιθανή προεδρική εκλογή μη αρεστή στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο με τη δικαιολογία της ενεργούς ανάμιξης ξένης δύναμης στα εσωτερικά της Γαλλίας.
Προφανώς κάτι τέτοιο δεν ισχύει για την κ. Μέρκελ, που τόσο εμφανώς στήριξε Μακρόν με κάθε επικοινωνιακό και άλλο μέσο. Το Γαλλικό κράτος αναγνωρίζει επίσημα ότι η κ. Μέρκελ και η Γερμανία έχουν λόγο και μάλιστα αποφασιστικό για τα πολιτικά τεκταινόμενα στη χώρα τους. Στο όνομα φυσικά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Κι αυτό έχει να γίνει σε τέτοιο βαθμό από την εποχή του καθεστώτος Βισύ.
Το έθνος-κράτος αναδείχθηκε ως κυρίαρχο ζήτημα.
Το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι το γεγονός ότι οι προεδρικές εκλογές της Γαλλίας ανέδειξαν με καθαρό τρόπο το κυρίαρχο ζήτημα της εποχής μας. Την υπεράσπιση του έθνους-κράτους, ή την κατάλυσή του υπέρ μιας υπερεθνικής Ευρώπης, υπέρ μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης. Ποτέ ξανά δεν έχει τεθεί τόσο άμεσα και ολοκληρωτικά το ζήτημα αυτό από την εποχή της Νέας Τάξης των ναζί.
Κι αυτή την φορά η διατήρηση ή μη του έθνους-κράτους ταλανίζει όλα τα πολιτικά συστήματα. Το είδαμε να συμβαίνει στη Βρετανία με το δημοψήφισμα για την έξοδο από την ΕΕ και θα το δούμε σίγουρα να κυριαρχεί στις επερχόμενες κοινοβουλευτικές εκλογές της. Το είδαμε να κυριαρχεί ακόμη και στις τελευταίες εκλογές για την προεδρία των ΗΠΑ. Με συνθήματα υπέρ του έθνους-κράτους αναδείχθηκε στην προεδρία ο Ντόναλτ Τραμπ και τώρα τρεις μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του βρίσκεται στο ναδίρ της δημοτικότητας που βρέθηκε ποτέ Πρόεδρος των ΗΠΑ από το 1945.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση της Washington Post-ABC News ο Πρόεδρος Donald Trump είδε τη βαθμολογία αποδοχής για τις 100 ημέρες του στο Λευκό Οίκο να έχει πέσει σε ιστορικό χαμηλό  του 42%. Δώδεκα από τους προκατόχους του είχαν κατά μέσο όρο 61%. Το γεγονός αυτό εξηγείται όχι γιατί εφάρμοσε αυτά τα οποία πρέσβευε προεκλογικά, αλλά, αντίθετα, γιατί ταυτίστηκε με το καθεστώς που είχε καταγγείλει. Η μόνη αύξηση της δημοτικότητας που γνώρισε ο Τραμπ, είναι από τα ελεγχόμενα ΜΜΕ, τα οποία από ορκισμένος εχθρός, έγιναν υμνητές του. Ιδίως μετά το απροκάλυπτο χτύπημα εναντίον της Συρίας και της Ρωσίας.
Οι προεδρικές εκλογές στην Γαλλία είναι οι πρώτες που τίθεται τόσο καθαρά η διαχωριστική γραμμή ανάμεσά στους ευρωπαϊστές, εχθρούς του έθνους-κράτους και σε όσους υπερασπίζονται την ανάγκη ύπαρξής του. Το βασικό ερώτημα ήταν το εξής: νέο καθεστώς Βισύ με σκοπό την αφομοίωση της Γαλλίας από την ΕΕ, ή όχι; Αυτό το βασικό ερώτημα θα ταλανίζει από εδώ και πέρα συθέμελα ολόκληρο το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα της Γαλλίας. Κι αυτό ακριβώς όχι μόνο θα συντρίψει τις πολιτικές δυνάμεις της Γαλλίας, αλλά θα συνθλίψει κυριολεκτικά κάθε μεσοβέζικη δύναμη που αρνείται να τοποθετηθεί ανοιχτά και ξάστερα στο βασικό αυτό ερώτημα.
Η Γαλλία κλείνει μ’ αυτόν τον τρόπο οριστικά τον ιστορικό κύκλο της λεγόμενης Πέμπτης Δημοκρατίας, η οποία γεννήθηκε πραξικοπηματικά από τον Σαρλ ντε Γκολ με την ψήφιση του Γαλλικού Συντάγματος της 4ης Οκτωβρίου 1958. Κι έτσι ολόκληρη η χώρα επανέρχεται στα θεμελιώδη ζητήματα που δεν έλυσε, ούτε απάντησε μετά την κατάρρευση του παλαιού καθεστώτος Βισύ και την απελευθέρωσή της από το ναζισμό.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση εναντίον του Γαλλικού έθνους.
Η διολίσθηση της επίσημης Γαλλίας πρώτα σε μια πολιτική κατευνασμού του φασισμού και του ναζισμού και ύστερα στη συνεργασία με τη ναζιστική Γερμανία, έγινε στη βάση της ανάγκης για μια Ενωμένη Ευρώπη. Η πολιτική κατευνασμού εκφράστηκε πρωτίστως με το σχέδιο του Αριστίντ Μπριάν για μια Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία, το οποίο εκτέθηκε για πρώτη φορά σε ομιλία του της 5ης Σεπτεμβρίου 1929 κατά τη διάρκεια 10ης Γενικής Συνέλευσης της Κοινωνίας των Εθνών στη Γενεύη.
Ο Γαλλικός λαός και κυρίως οι Γάλλοι εργάτες με τους φτωχούς αγρότες, απάντησαν με μαζικές κινητοποιήσεις, απεργίες και καταλήψεις εργοστασίων για τη διεκδίκηση της ενότητας όχι της Ευρώπης, αλλά του Γαλλικού Έθνους με τους όρους της κοινωνικής δημοκρατίας που είχαν αναδείξει οι επαναστάσεις του 1789, 1848 και 1871. Ήθελαν να τελειώσουν μια και καλή με την Τρίτη λεγόμενη Δημοκρατία, η οποία είχε εγερθεί πάνω στα ερείπια και τα πτώματα των δεκάδων χιλιάδων εκτελεσμένων της Παρισινής Κομμούνας του 1871.
Ο Joseph Barthélemy, επιφανής νομοδιδάσκαλος και πολιτικός, έγραφε στα 1924 ότι «το δημοκρατικό Σύνταγμα του 1875 ήταν προϊόν μιας Μοναρχικής Συνέλευσης,» η οποία είχε δημιουργήσει ένα πολιτειακό καθεστώς με όλα τα γνωρίσματα της απολυταρχίας, όπου οι εκλογές ήταν απλά ένα μέσο νομιμοποίησης της αυθαιρεσίας της εξουσίας. Ενώ ο «λαός δεν είχε καμιά δουλειά» με τη διαμόρφωση και την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Αυτός που ασκούσε την κυριαρχία δεν ήταν ο λαός, αλλά η εκτελεστική εξουσία και τα δυο νομοθετικά σώματα, τα οποία ακόμη κι όταν παραβίαζαν το Σύνταγμα με νόμους και αποφάσεις, το μόνο που θα μπορούσε να κάνει κανείς είναι να υποταχθεί. Πάνω απ’ όλα ο Νόμος, έστω κι αν αντιστρατεύεται τελείως το υφιστάμενο Σύνταγμα. (Βλέπε Joseph Barthélemy, The Government of France, London: George Allen & Unwin, 1924, σ. 17-24)
Ο ίδιος ο Joseph Barthélemy δικαίωσε πλήρως την πολιτική φιλοσοφία της Τρίτης Δημοκρατίας, όταν θεώρησε υποχρέωσή του να υπηρετήσει ως υπουργός δικαιοσύνης το καθεστώς Βισύ. Φυσικά στο όνομα του Νόμου, του Κράτους και της Τάξης!
Η Τρίτη Δημοκρατία έπνιγε κυριολεκτικά τις μάζες του λαού. Τις θεωρούσε υπηκόους και όχι πολίτες με λόγο. Το Έθνος αντιπροσωπευόταν από τους θεσμούς της εξουσίας, το Κράτος και τους Νόμους του. Όταν λοιπόν έστειλε στο σφαγείο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το λαό για να πολεμήσει και ύστερα από τον πόλεμο τον καταδίκασε σε απίστευτη ανέχεια και χρέη, τότε οι μάζες είπαν ως εδώ και μη παρέκει.
Το Έθνος δεν είναι ο Πρόεδρος και η κυβέρνηση. Ούτε τα νομοθετικά σώματα και οι άλλοι θεσμοί του Κράτους. Το έθνος είμαστε εμείς, ο λαός. Κι επομένως το κράτος και τα σώματά του οφείλουν να υπακούν σε μας το λαό κι όχι εμείς σ’ αυτούς. Ο αέρας των μεγάλων δημοκρατικών Γαλλικών επαναστάσεων άρχισε ξανά να ταρακουνά συθέμελα την Τρίτη Δημοκρατία. Σ’ αυτόν τον τρόμο της επανόδου στην επαναστατική περίοδο του Γαλλικού έθνους απαντούσε και το σχέδιο Μπριάν για την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία.
Οι 200 οικογένειες που λεηλατούν τη Γαλλία.
Το 1936 ένα σύνθημα κυρίως συγκλόνιζε τις εργατογειτονιές και μαζί τη φτωχή αγροτική επαρχία: «Ζήτω η Ένωση του γαλλικού έθνους – εναντίον των 200 οικογενειών που λεηλατούν τη Γαλλία» (Daily Worker, 27 Απριλίου 1936) Το σύνθημα αυτό έγινε η κραυγή μάχης του Λαϊκού Μετώπου (συνεργασία κομμουνιστών, σοσιαλιστών, ριζοσπαστών), και το ανέδειξε στην κυβέρνηση.
Η Τράπεζα της Γαλλίας από την ίδρυσή της το 1806 ελεγχόταν από ένα συμβούλιο που επιλεγόταν από τους 200 μεγαλύτερους ιδιώτες μετόχους της. Οι μέτοχοι αυτοί, όπου κυριαρχούσε η γνωστή οικογένεια Ρότσιλντ κι άλλες σαν κι αυτήν, είχαν μπει ορθά στο στόχαστρο του φτωχού λαού, που τις θεωρούσε υπεύθυνες για το χάλι του. Έτσι προέκυψε το «οι 200 οικογένειες που ελέγχουν τη Γαλλία». Μιας και η φτωχολογιά της εποχής γνώριζε εκ πείρας, αυτό που αρνούνται σήμερα να αντιληφθούν πολλοί κομματικοί ταγοί, ιδίως της αριστεράς. Όποιος ελέγχει την κεντρική τράπεζα και την κοπή του νομίσματος, ελέγχει ουσιαστικά ολόκληρη τη χώρα. Κι έτσι οι «200 οικογένειες» προσωποιούσαν για το απλό λαό όλα τα δεινά που του είχαν επιπέσει διαμέσου κυρίως των δυσβάσταχτων χρεών και της μακρόχρονης ύφεσης.
Η επικράτηση του Λαϊκού Μετώπου στις εκλογές της 3ης Μαΐου 1936 με 64% αποσπούσε το δικαίωμα να μιλούν εξ ονόματος του Γαλλικού Έθνους οι «200 οικογένειες», οι θεσμοί που τις στήριζαν, αλλά και η εθνικιστική ακροδεξιά. Τον πρώτο λόγο είχαν πια οι εργάτες, οι φτωχοί αγρότες και οι μικρομεσαίοι της πόλης, που υπέφεραν κάτω από το ζυγό της χρηματιστικής ολιγαρχίας και του κράτους της Τρίτης Δημοκρατίας. Απαιτούσαν δημοκρατία, διαγραφή των χρεών, ψωμί, ειρήνη και δουλειά.
Επειδή όμως το Λαϊκό Μέτωπο ήταν μια σύμπραξη ηγεσιών, χωρίς αυτοτελή οργάνωση μέσα στον ίδιο τον λαό, εξαρτιόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από τους συμβιβασμούς σε επίπεδο κορυφής. Οι μεγάλες απεργίες, οι καταλήψεις των εργοστασίων, οι κινητοποιήσεις στο χωριό, που πυροδότησε η άνοδος του Λαϊκού Μετώπου, δεν τρομοκράτησαν μόνο την ιθύνουσα τάξη, αλλά και την ηγεσία των κομμάτων του Μετώπου. Δεν είχαν καμιά εμπιστοσύνη στην πρωτοβουλία και τη δυναμική των μαζών κι έτσι περιορίσθηκαν σε μια πολιτική κατευνασμού τόσο των μαζών -που εξ ενστίκτου ήξεραν πολύ καλά ότι αν δεν ξεμπέρδευαν με τις «200 οικογένειες» τίποτε δεν θα άλλαζε ουσιαστικά- όσο και της ιθύνουσας τάξης που της επέτρεψαν να κρατήσει τις κομβικές θέσεις που κατείχε στο σύστημα της εξουσίας.
Οι «200 οικογένειες» δεν έχασαν τον έλεγχο της Τράπεζας της Γαλλίας κι έτσι βούλιαξαν την κυβέρνηση Μπλουμ, δηλαδή του Λαϊκού Μετώπου, στα χρέη και το πληθωριστικό χρήμα. Η ολιγαρχία ήξερε πώς όσο κρατά στα χέρια της τη δημιουργία χρέους και χρήματος, ακόμη και το σύνολο των μέσων παραγωγής να εθνικοποιηθεί, ή να κοινωνικοποιηθεί -όπως προτιμούσαν να λένε οι ριζοσπάστες σοσιαλιστές- δεν έχει κανένα, μα κανένα νόημα. Η αληθινή εξουσία θα εξακολουθούσε να ήταν στα χέρια της. Έτσι οι αυξήσεις στα μεροκάματα, τα εργατικά δικαιώματα και οι άλλες παρεμβάσεις υπέρ των εργαζομένων της κυβέρνησης Μπλουμ σαρώθηκαν πολύ γρήγορα.
Η Ενωμένη Ευρώπη εναντίον των λαών.
Παρά την αποτυχία και την κατάρρευση του Λαϊκού Μετώπου, ο τρόμος στην ιθύνουσα τάξη παρέμεινε. Το 1936 υπό την απειλή του Λαϊκού Μετώπου, σε μια συνάντηση ενός γαλλικού think-tank με μεγάλη επιρροή στα καλά σαλόνια, του Κέντρου Μελέτης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ligue des droits de l’homme), ένας από τους συμμετέχοντες περιέγραψε το ακόλουθο σενάριο:
«Ας φανταστούμε το χειρότερο στην απλοϊκή, ακόμη και απίθανη, μορφή ενός ενιαίου έθνους που κατακτά όλα τα άλλα. Ας φανταστούμε ότι η Ευρώπη κατακτιέται από τη Γερμανία. Λοιπόν, προτείνω ότι μια Γερμανία που θα επεκταθεί έτσι σε όλη την Ευρώπη δεν θα είναι πλέον η Γερμανία που γνωρίζουμε…. Αυτή θα ήταν η Ευρώπη υπό διαφορετικό όνομα: μια ενοποιημένη Ευρώπη. Ή μάλλον, δεν θα ήταν ούτε η Ευρώπη του σήμερα, ούτε η σημερινή Γερμανία, αλλά κάτι άλλο. Η Ευρωπαϊκή συνομοσπονδία του μέλλοντος.» (Αναφέρεται στονM.L. Smith, “Introduction: European Unity and the Second World War,” M.L. Smith and Peter M.R. Stirk, eds., Making the New Europe: European Unity and the Second World War, London and New York: Pinter Publishers, 1990, p. 16).
Πάνω σ’ αυτήν την προοπτική, την προοπτική της Ενωμένης Ευρώπης, ακόμη και με τα όπλα των Γερμανών ναζί, οικοδομήθηκε η προσέγγιση της ιθύνουσας τάξης της Τρίτης Δημοκρατίας με το φασισμό και το ναζισμό.
Η συνεργασία με τον Άξονα στη Γαλλία μεταξύ 1938 και 1945 επικεντρώθηκε γύρω από τη σύλληψη της ευρωπαϊκής ενότητας. Οι ιδεολογίες των οπαδών της συνεργασίας με τον Άξονα, καθώς και τα ευρωπαϊκά τους οράματα ήταν ποικίλα -από την ριζοσπαστική αριστερά έως την εθνικιστική ακροδεξιά- αλλά θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν σε τρεις γενικές κατηγορίες: Ευρωπαϊστές, Εθνικιστές και καθαρόαιμοι Φασίστες.
Οι Ευρωπαϊστές οπαδοί της συνεργασίας με τον Άξονα όπως ο Marcel Deat, Jean Luchaire και ο Raymond De Becker ήταν συνήθως πρώην Ευρωπαίοι φεντεραλιστές του σοσιαλισμού και θεωρούσαν ότι ο Χίτλερ θα δημιούργησε μια υπερεθνική ευρωπαϊκή Νέα Τάξη η οποία θα ενσωματώσει πολλά από τα προπολεμικά σοσιαλιστικά ιδανικά. Μόνο και μόνο το γεγονός ότι φασισμός και ο ναζισμός καταλύει -έστω με βάρβαρο τρόπο- τα κυρίαρχα έθνη και τα σύνορα προς όφελος μιας υπερεθνικής Ευρώπης, συνιστά αντικειμενικά άλμα προς τα μπρος. Κι επομένως οι Ευρωπαϊστές, ακόμη και της άκρας αριστεράς, όφειλαν να συνεργαστούν για να διασφαλίσουν τη σοσιαλιστική μετεξέλιξη της αυριανής Νέας Τάξης στην Ευρώπη.
Οι Εθνικιστές οπαδοί της συνεργασίας, όπως ο στρατάρχης Πεταίν, ο Αλεξάντερ Γκαλοπίν και ο Robert PouIet, θεωρούσαν ότι η συνεργασία με τη Γερμανία είναι προς το εθνικό συμφέρον της Γαλλίας, προκειμένου αυτή να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της ανατροπής της καθεστηκυίας τάξης από την πλέμπα με όρους δημοκρατίας, όπου ο απρόσωπος και ταξικά ανερμάτιστος λαός θα παίζει τον κυρίαρχο ρόλο. Για τους εθνικιστές η Νέα Τάξη δεν ήταν παρά η Ένωση της Ευρώπης που από κοινού διασφαλίζει σε κάθε χώρα το Νόμο και την Τάξη, το Κράτος και τους Θεσμούς, που αυτοί και μόνο αυτοί αντιπροσωπεύουν το Έθνος. Ενίοτε ενάντια στον λαό, όταν αυτός αποδεικνύεται απείθαρχος ή πηγή ταραχών.
Οι Φασιστές οπαδοί της συνεργασίας, όπως ο Jacques Doriot και ο Leon Degrelle, συνέλαβαν την ευρωπαϊκή ενότητα όσον αφορά στην φυλετική αλληλεγγύη μεταξύ των φασιστικών και ναζιστικών κρατών.
Τα τρία αυτά ρεύματα, έχοντας κοινό στόχο την Ευρωπαϊκή Ένωση, προετοίμασαν πρώτα την ατιμωτική ήττα της Γαλλίας κατά τον πόλεμο αστραπή της ναζιστικής Γερμανίας, που ξεκίνησε στις 10 Μαΐου 1940. Στις 22 Ιουνίου, υπεγράφη η δεύτερη ανακωχή στη Compiègne ανάμεσα τη Γαλλία και τη Γερμανία, η οποία οδήγησε στη διαίρεση της Γαλλίας, με τη Γερμανία να καταλαμβάνει το Βορρά και τη Δύση, την Ιταλία να παίρνει υπό τον έλεγχό της μια μικρή ζώνη κατοχής στη νοτιοανατολική Γαλλία. Ενώ στο νότο, ιδρυόταν μια ελεύθερη ζώνη, η οποία θα ελέγχεται από την επίσημα ουδέτερη κυβέρνηση Βισύ υπό την ηγεσία του στρατάρχη Φιλίπ Πεταίν.
Ο Henry de Montherlant, εξέχον παράδειγμα της καθεστωτικής διανόησης της Τρίτης Δημοκρατίας, δημοφιλέστατος ποιητής στα καλά σαλόνια της, αλλά και του Βισύ αργότερα, περιέγραψε τον πόλεμο του ναζισμού για την επιβολή της Ενωμένης Ευρώπης ως έναν «ηρωικό αγώνα του νέου Ευρωπαϊκού Πολιτισμού εναντίον των κατώτερων Ευρωπαίων» και γιόρτασε την κατάκτηση της Γαλλίας από την Γερμανία στο βιβλίο του Le solstice de juin. Δηλαδή Το ηλιοστάσιο του Ιουνίου, όπως παρομοίασε την συνθηκολόγηση της Γαλλίας στους Γερμανούς στις 22 Ιουνίου 1940. (Βλέπε Philippe Burrin, France Under the Germans: Collaboration and Compromise, New York: New Press, 1996, σ. 344-346.)
Χαρακτηριστικό της συμμαχίας των ευρωπαϊστών, των εθνικιστών της ακροδεξιάς -δηλαδή των εθνικοφρόνων, όπως θα λέγαμε με τους δικούς μας όρους- αλλά και των καθαρόαιμων ναζί με κοινό σκοπό την δημιουργία της Ενωμένης Ευρώπης, φαίνεται πρόδηλα και στην γελοιογραφία που παραθέτουμε (σ.σ. στην κεφαλή του άρθρου).
Η συγκεκριμένη γελοιογραφία δημοσιεύτηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1941 στη ναυαρχίδα των Γάλλων συνεργατών των ναζί το περιοδικό, Je suis partout. Η γελοιογραφία δείχνει τη Γαλλία πρόθυμη να ενωθεί με την Ευρωπαϊκή οικογένεια, που φυλάσσεται από την φασιστική Ιταλία και τη ναζιστική Γερμανία και πλαισιώνεται από μια σειρά άλλες Ευρωπαϊκές υπό κατοχή χώρες.
Τη Γαλλία συγκρατούν από το να ενωθεί με την Ευρωπαϊκή οικογένεια, τρία στιβαρά χέρια, που την έχουν αδράξει από το μπράτσο. Οι Εβραίοι, με το χαρακτηριστικό αστέρι του Δαυίδ, οι Μασόνοι, με τους αντικριστούς διαβήτες και οι Ελεύθεροι Γάλλοι που πολεμούσαν τους ναζί και το καθεστώς Βισύ με τον χαρακτηριστικό σταυρό της Γαλλικής εθνικής αντίστασης.
Προϊόν αυτής της συνεργασίας για την Ενωμένη Ευρώπη ήταν ο Ευρωναζισμός, ένα ιδιαίτερο ρεύμα που αποτέλεσαν τη μάχιμη προφυλακή των Ευρωπαϊστών συνεργατών των ναζί. Αυτή προφυλακή πολέμησε στα Waffen SS. Το βασικό τους σύνθημα; Η Ενωμένη Ευρώπη. Και μ’ αυτό το σύνθημα η Γαλλική μεραρχία των Waffen SS, Charlemagne (Καρλομάγνος) έπεσε μέχρις ενός υπερασπιζόμενη το Ράιχσταγκ του Χίτλερ από τον κόκκινο στρατό. Όταν ακόμη και η Βέρμαχτ είχε παραδώσει τα όπλα.
Αν ήταν άλλες οι συνθήκες είναι σίγουρο ότι στις γραμμές της θα εύρισκε εύκολα κανείς τύπους σαν τον Μακρόν. Άλλωστε, μόνο χάρις στους επικοινωνιολόγους ο Μακρόν καταδέχθηκε να κυματίζουν Γαλλικές σημαίες στα ακροατήριά του μαζί με τις σημαίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πολύ θα ήθελε να ήταν μόνο σημαίες της ΕΕ, αλλά ο μέσος Γάλλος ψηφοφόρος του δεν είναι ακόμη έτοιμος να το αποδεχθεί. Κι έτσι με βαριά καρδιά επαναλάμβανε το βράδυ των αποτελεσμάτων, Vivre la France. Με την ίδια ακριβώς προφορά που οι κάποιοι άλλοι σαν κι αυτόν επαναλάμβαναν το ίδιο σύνθημα στην εποχή του Βισύ. Εννοούσαν ότι εννοεί κι ο Μακρόν. Μια Γαλλία χωράφι της ΕΕ.
Το καθεστώς Βισύ ζει και βασιλεύει στη Γαλλία.
Ο Γαλλικός λαός όμως δίνοντας σχεδόν σύσσωμος τον αγώνα της εθνικής του αντίστασης, σάρωσε τα σχέδια της Ενωμένης Ευρώπης. Η πιο άμεση και διαχρονική κληρονομιά της Αντίστασης για τη μεταπολεμική Γαλλία ήταν το πρόγραμμα κοινωνικής και οικονομικής μεταρρύθμισης που συμφωνήθηκε από το Εθνικό Συμβούλιο Αντίστασης (CNR) το Μάρτιο του 1944.
Το πρόγραμμα αυτό, το οποίο έγινε γνωστό ως «Χάρτης Αντίστασης», είχε ως άμεσο στόχο του την εντατικοποίηση του αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία και ως μακροπρόθεσμο στόχο τη διατήρηση της ανεξαρτησίας της Γαλλίας και μετά τον πόλεμο. Στα σχέδια για Ενωμένη Ευρώπη, το CNR και το σύνολο των ομάδων αντίστασης, των πολιτικών κομμάτων και των συνδικάτα που είχαν συσπειρωθεί σ’ αυτό, απάντησαν με την εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία του Γαλλικού έθνους, πού τώρα πια όλοι αποδέχονταν ότι ταυτίζεται με τον Γαλλικό λαό.
Η εθνική ανεξαρτησία καθορίστηκε όχι μόνο από την άποψη της συμβατικής εξωτερικής πολιτικής αλλά και από την άποψη των εγχώριων οικονομικών πολιτικών. Έτσι, το ίδιο το κράτος έπρεπε να απελευθερωθεί από τα οικονομικά και πολιτικά μονοπώλια, στα οποία είχε παραδοθεί κατά τη διάρκεια της Τρίτης Δημοκρατίας. Για το σκοπό αυτό, έπρεπε να εθνικοποιηθούν τα φυσικά μονοπώλια, όπως η ενέργεια και η εξουσία, καθώς και οι κύριες πηγές πίστωσης και ασφάλισης. Με πρώτη την Τράπεζα της Γαλλίας.
Αυτό θα διευκόλυνε τότε τη διεύρυνση της εθνικής παραγωγής, για την οποία θα εκπονηθεί σχέδιο μετά από διαβούλευση με όλους όσοι εμπλέκονται στη διαδικασία παραγωγής. Ομοίως, η γυναίκα έπρεπε να σταματήσει να είναι υποτελής στην εργασία, την κοινωνία και την πολιτική κι έτσι δινόταν ψήφος στις γυναίκες για πρώτη φορά. Οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις περιλάμβαναν το κατοχυρωμένο δικαίωμα στην εργασία και τον ελεύθερο χρόνο, ένα εγγυημένο ελάχιστο βιοτικό επίπεδο και την αποκατάσταση των συνδικαλιστικών ελευθεριών που είχε καταργήσει η κυβέρνηση Βισύ, υποστηριζόμενες από ένα ολοκληρωμένο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.
Οι εργαζόμενοι στον τομέα της γεωργίας έπρεπε να απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα και συνθήκες απασχόλησης με εκείνους που εργάζονται στη βιομηχανία. Αυτό επρόκειτο να επιτευχθεί κυρίως μέσω μιας τιμολογιακής πολιτικής που βασιζόταν στην πολιτική της Εθνικής Υπηρεσίας Σίτου που ίδρυσε η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου το 1936.
Τέλος, όλα αυτά τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα αφορούσαν όχι μόνο στη μητροπολιτική Γαλλία αλλά και όλες τις χώρες της πρώην γαλλικής αυτοκρατορίας. Το γεγονός ότι όλες οι αποχρώσεις των πολιτικών δυνάμεων έξω από το Βισύ συνυπέγραψαν αυτό το πρόγραμμα κατέστησαν το χάρτη CNR μοναδικό έγγραφο στη γαλλική ιστορία.
Μόνο που δεν έμελλε να εφαρμοστεί. Έμεινε να θυμίζει τα ανεκπλήρωτα οράματα της δημοκρατικής ενότητας του Γαλλικού έθνους, που ήταν αποτέλεσμα του πολέμου και της εθνικής αντίστασης όχι μόνο εναντίον του ναζισμού, αλλά και ενάντια στα σχέδια για Ενωμένη Ευρώπη.
Ο Σαρλ ντε Γκολ με την επικράτησή του στην Γαλλική πολιτική σκηνή, φρόντισε όχι μόνο να μην εφαρμοστεί η Χάρτα της Αντίστασης, αλλά και να διασωθεί το πνεύμα και το νόημα του καθεστώτος Βισύ. Ο ίδιος υιοθέτησε τον εθνικισμό του στρατάρχη Πεταίν, ως κυρίαρχη ιδεολογία της δικής του διακυβέρνησης. Η μόνη διαφορά από τον εθνικισμό του Πεταίν ήταν ο αυτοκρατορικός ιδεασμός του ίδιου του Σαρλ ντε Γκολ. Πίστευε ότι μέσα από τα σχέδια για Ενωμένη Ευρώπη θα μπορούσε όχι μόνο να διασωθεί ακέραια η αποικιακή αυτοκρατορία της Γαλλίας, αλλά θα μπορούσε επίσης να γίνει κυρίαρχη και στην Ευρώπη, αντί να είναι κολαούζος της Γερμανίας, όπως συνέβη στον πόλεμο.
Έτσι ο δωσίλογος ευρωπαϊσμός του καθεστώτος Βισύ διασώθηκε στα σχέδια για την Ενωμένη Ευρώπη του Μονέ και του Σουμάν. Στον Γαλλογερμανικό άξονα. Ιδίως μετά την επιβολή του Συντάγματος της 4ης Οκτωβρίου 1958, όπου ο Πρόεδρος της Γαλλίας ως θεσμός συγκέντρωσε τέτοιες εξουσίες στα χέρια του, όσες επέτρεψαν στον εκλεγμένο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Λουδοβίκο Βοναπάρτη, να αυτοανακηρυχθεί αυτοκράτορας το 1852 διαλύοντας το νομοθετικό σώμα. Έτσι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανακηρύχθηκε σε l’esprit de la nation (το πνεύμα του έθνους) κι επομένως κάθε απολυταρχισμός και αυθαιρεσία του είναι σύμφυτη με την ίδια την ύπαρξη του έθνους. Εκπορεύεται από την ίδια την ύπαρξη του έθνους, που για μια ακόμη φορά αποσπάται από τον Γαλλικό λαό.
Μπορεί να ανατραπεί το νέο καθεστώς Βισύ;
Σήμερα ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Τέλειωσαν τα ψέματα και έπεσαν οι μάσκες. Ο ευρωπαϊσμός επιχειρεί πλέον ανοιχτά να αναβιώσει το καθεστώς Βισύ στην ίδια τη Γαλλία. Με φυτευτούς υποψηφίους σαν τον Μακρόν, ο οποίος αν εκλεγεί πρόεδρος όπως επιδιώκουν οι ευρωπαϊστές θα δοκιμαστεί η συνοχή του Γαλλικού έθνους και κράτους, όσο δεν έχει δοκιμαστεί ξανά στην ιστορία του.
Μπορεί η Λεπέν να αποτελέσει αντίδοτο στο νέο καθεστώς Βισύ; Ούτε κατά διάνοια. Όχι γιατί επιχειρεί να γυρίσει το ρολόι πίσω στην εποχή και συνθήματα του ντε Γκολ, αλλά γιατί η Γαλλία σήμερα δεν είναι η Γαλλία του ντε Γκολ.
Η επίσημη Γαλλία έχει ήδη αλωθεί από το τραπεζικό καρτέλ και η χρηματιστική ολιγαρχία της χώρας εξαρτά την ίδια την εξουσία και την επικυριαρχία της από την πρόσδεσή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω διάγραμμα για τη διεθνή επενδυτική θέση της Γαλλίας.
Η Γαλλία έχει αμετάκλητα μετατραπεί σε χώρα υποδοχής κεφαλαίων. Ιδίως μετά την είσοδό της στην ευρωζώνη. Κι αυτή η καθαρή εισροή κεφαλαίων εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τη Γερμανία, η οποία μετατράπηκε σε κορυφαία δύναμη εξαγωγής κεφαλαίου, ιδίως μετά την δημιουργία της ευρωζώνης.
Η Γαλλία δεν διαθέτει ούτε καν τα προσόντα της Βρετανίας προκειμένου να αντιστρέψει αυτή την τάση. Η Βρετανία διαθέτει μια από τις κορυφαίες χρηματαγορές παγκόσμια, αλλά και το δικό της ειδικό βάρος στην παγκόσμια οικονομία μέσω της κοινοπολιτείας και των στενών της σχέσεων με τις ΗΠΑ. Να γιατί από το 2014 και μετά βλέπουμε μια ριζική αντιστροφή της τάσης στη Βρετανία. Κι από χώρα υποδοχής κεφαλαίων, έως το 2016 μετατράπηκε σε χώρα καθαρής εκροής κεφαλαίων. Πράγμα καθόλου άσχετο με την ενδυνάμωση των τάσεων εξόδου από την ΕΕ στις κορυφές της Βρετανίας.
Αυτό δεν μπορεί να γίνει με τη Γαλλία. Η μετατροπή της σε χώρα καθαρής εισροής κεφαλαίου πρώτα και κύρια από τη Γερμανία έχει ευνοήσει τρομακτική υπερδιόγκωση των χρεών, κυρίως των ιδιωτικών. Το ιδιωτικό χρέος ως προς το ΑΕΠ στη Γαλλία αυξήθηκε σε 228,9% το 2015 από 225,5% το 2014. Το ιδιωτικό χρέος ως προς το ΑΕΠ στη Γαλλία ήταν κατά μέσο όρο 193,1% κατά την περίοδο από το 1995 έως το 2015, φθάνοντας σε ύψος ρεκόρ το 2015 και ρεκόρ χαμηλό 162,8% 1995.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ιδιωτική οικονομία της Γαλλίας δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς να συσσωρεύει τεράστια χρέη. Κι αυτό με τη σειρά του διογκώνει τρομακτικά το μέγεθος του χρηματοπιστωτικού τομέα στη Γαλλία. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης (EBF) ο τραπεζικός τομέας στη Γαλλία είναι ο μεγαλύτερος στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά την έξοδο της Βρετανία. Έτσι το 2016 τα συνολικά ενεργητικά των τραπεζών στη Γαλλία ανέρχονται σε άνω των 8,1 τρις ευρώ. Την ίδια χρονιά το ΑΕΠ της Γαλλίας ανήλθε σε τρέχουσες τιμές λίγο πάνω από 2,1 τρις ευρώ.
Με άλλα λόγια ο τραπεζικός τομέας της Γαλλίας είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερος από το παραγόμενο ετήσιο προϊόν ολόκληρης της Γαλλικής οικονομίας. Αυτό σημαίνει ότι βασική «βιομηχανία» της Γαλλικής οικονομίας είναι η τραπεζική τοκογλυφία. Για να συντηρηθεί αυτή η τραπεζική υπερδιόγκωση δεν αρκεί απλά να αυξάνουν τα δημόσια και ιδιωτικά χρέη. Θα πρέπει επίσης να παραμείνει η Γαλλία ως χώρα υποδοχής κεφαλαίων από τη Γερμανία, όπως ως οικονομία της ευρωζώνης. Η ΟΝΕ είναι απολύτως αναγκαία γιατί καμιά Γαλλία δεν μπορεί να αντέξει τη διάσωση ενός τόσο διογκωμένου τραπεζικού εκτρώματος.
Να γιατί δεν μπορεί να φύγει η Γαλλία από την ευρωζώνη χωρίς να πτωχεύσουν οι τραπεζικοί κολοσσοί και χωρίς να διαγραφούν εξολοκλήρου δημόσια και ιδιωτικά χρέη. Και τι λέει η Λεπέν; Δεν βγάλει λέξη για το ζήτημα αυτό. Αντίθετα έχει πει στο πρόγραμμά της ότι η μετάβαση της Γαλλίας στο δικό της φράγκο, θα επιτρέψει να ενισχυθούν οι τράπεζες και να πληρωθούν τα χρέη σε νέο εθνικό νόμισμα. Κάτι που ειδικά για την τόσο εκτεθειμένη Γαλλία, είναι αδύνατον να συμβεί. Ακόμη και με όρους υπερπληθωρισμού.
Η πρόταση αυτή της Λεπέν, δηλαδή να πληρώσει χρέη και τράπεζες σε νέο φράγκο, υποδηλώνει σε όσους γνωρίζουν την πολιτική οικονομία του όλου προβλήματος, ότι δεν θέλει στ’ αλήθεια την έξοδο της Γαλλίας από το ευρώ και την ΕΕ. Κραδαίνει την έξοδο ως φόβητρο προκειμένου να διαπραγματευτεί μια ειδική σχέση με την ευρωζώνη και τη ΕΕ. Κάτι που απ’ ότι φαίνεται επιθυμούν τα υπολείμματα του παλιού ντε Γκολικού καθεστώτος και κράτους. Μόνο που ούτε αυτό μπορεί να γίνει σήμερα.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Κάτι εξαιρετικά απλό. Η Γαλλία και κυρίως το Γαλλικό έθνος, ο ίδιος ο λαός, εξαρτά πλέον την ίδια την επιβίωσή του από την επιστροφή στην Χάρτα της Αντίστασης. Μέσα στον κυκεώνα των ταραχών που θα προκύψουν από τη διαδικασία αφομοίωσης του κυρίαρχου κράτους της Γαλλίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μόνο δυνάμεις που θα έχουν αφετηρία την Χάρτα της Αντίστασης θα έχουν μέλλον. Θα μπορέσουν, αφού ενωθούν και δουλέψουν πρωτογενώς στην εργατική τάξη, αλλά και τη διανόηση, να επιβληθούν στην χρηματιστική ολιγαρχία με όρους εθνικής ανεξαρτησίας και δημοκρατίας σύμφωνα με τις επαναστατικές παραδόσεις του Γαλλικού λαού;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.