Του ΝΙΚΟΥ ΧΟΥΝΤΗ*
Η παγκόσμια οικονομική κρίση που έπληξε τον αναπτυγμένο κόσμο το 2007-2008, αποτέλεσε μια δομική κρίση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και χτύπησε με μεγαλύτερη διάρκεια και σε μεγαλύτερο βάθος, την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην ήπειρό μας, η οικονομική κρίση εμφανίστηκε με διάφορα πρόσωπα, αποδεικνύοντας έτσι τον πολύπλευρο χαρακτήρα της.
Έχουμε, να κάνουμε με μια κρίση που είναι, κατά βάθος οικονομική, αλλά ταυτόχρονα είναι και κρίση κοινωνική, κρίση πολιτική, κρίσηδημοκρατίας, θεσμών και αξιών.
Ταυτόχρονα, καθώς το ενοποιητικό ευρωπαϊκό εγχείρημα δεν διέθετε έτοιμο σχέδιο που να ταιριάζει, στους πολιτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς της Ευρώπης, εκείνη την περίοδο, επιλέχτηκε, ως μεθοδολογία σκέψης και δράσης, η θεωρία του Νεολειτουργισμού, αναφορικά με τα βήματα που θα ακολουθούσε η Ενωμένη Ευρώπη. Επιλέχτηκε, δηλαδή, ως πρώτο βήμα η οικονομική και νομισματική ενοποίηση, που μέσω της ίδιας της της λειτουργίας, θα δημιουργούσε την ανάγκη για νέα ενοποιητικά βήματα και σε άλλους τομείς (όπως στον φορολογικό και κοινωνικό τομέα) και τελικά στην πολιτική ενοποίηση.
Όμως τα δομικά προβλήματα της αρχιτεκτονικής του Ευρώ, ο διαιρετικός, κοινωνικά και περιφερειακά, ρόλος του Συμφώνου Σταθερότητας, όξυναν περαιτέρω τις οικονομικές αντιθέσεις των κρατών μελών της Ευρωζώνης, συμβάλλοντας επιταχυντικά, στη γενικότερη κρίση της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι βγήκαν από το μπουκάλι όλα τα παλιά «τζίνια», που παρακολουθούσαν την ενοποιητική πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τουλάχιστον από την εποχή του Μάαστριχτ (1991-92).
Από τότε, η κριτική της Ευρωπαϊκής Αριστεράς αναφέρονταν, εκτός των άλλων, στο δημοκρατικό έλλειμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των θεσμών της. Ωστόσο, και άλλες πολιτικές δυνάμεις αναφέρονται σε αυτό το έλλειμμα θεωρώντας, όμως, ότι θα καλυφθεί στην πορεία, εφόσον γίνονταν ενοποιητικά βήματα στην κατεύθυνση της «περισσότερης Ευρώπης» και της τάσης προς μια, ομοσπονδιακού χαρακτήρα, πολιτική ένωση.
Η καταψήφιση του λεγόμενου, Ευρωπαϊκού Συντάγματος σε Γαλλία και Ολλανδία, αντί να προβληματίσει, πολιτικούς και κοινωνία, για τα σαθρά θεμέλια πάνω στα οποία στήνονταν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, προσπεράστηκε, επί της ουσίας, μέσω της αποδοχής της Συνθήκης της Λισσαβόνας, που προσέφερε «δόσεις δημοκρατίας» με την αύξηση των αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με τη δυνατότητα, από τα κάτω, συμβουλευτικού χαρακτήρα νομοθετικής πρωτοβουλίας (Πρωτοβουλία του ενός εκατομμυρίου υπογραφών) κλπ.
Όμως, και με αφορμή τη διαχείριση της κρίσης, βγήκε στην επιφάνεια η ουσία του ζητήματος και όχι μόνο ο τύπος. Το παράδειγμα της Ελλάδας, το πειραματόζωο των μνημονιακών, αντικοινωνικών και αντιδημοκρατικών μέτρων και η γενίκευση της πολιτικής της διαρκούς λιτότητας σ' όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι απόλυτα χαρακτηριστικό του γεγονότος ότι η δημοκρατία είναι το θύμα της κατίσχυσης της δικτατορίας των αγορών έναντι της πολιτικής. Αλλά και ότι η ενοποιητική διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την έναρξή της, είχε σοβαρά προβλήματα, όχι μόνο στις διάφορες συμπληρωματικές πτυχές της, αλλά στον κεντρικό της πυρήνα.
Τώρα πια, όχι μόνο η Αριστερά, αλλά κι άλλες πολιτικές δυνάμεις, καταλαβαίνουν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ή θα αποτελεί μια Ένωση της δημοκρατίας, της αλληλεγγύης λαών και της ισοτιμίας των κρατών μελών ή θα αποτελεί μια Ένωση των τραπεζών και της πολιτικο-οικονομικής ηγεμονίας των ισχυρών, δηλαδή, της Γερμανίας και των συμμάχων της.
Γυρίζοντας πίσω στις πρώτες σελίδες των ευρωπαϊκών κειμένων (Συνθήκη της Ρώμης, 1957), διαπιστώνουμε ότι η επιλογή της «αριστοκρατικής» μεθόδου των πρώτων συμφωνιών, σφράγισε την μετέπειτα πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τις αποφάσεις, δηλαδή, θα τις λαμβάνουν οι πολιτικές ηγεσίες, παραβλέποντας την άποψη και τη γνώμη των ευρωπαϊκών λαών, των ευρωπαίων πολιτών. Κι αν αυτό τεκμηριώνει τις κατηγορίες περί δημοκρατικού ελλείμματος, με τις ευρωπαϊκές Συνθήκες μετά το 1990 (Μάαστριχτ, Άμστερνταμ, Νίκαια, Λισαβόνα) το πρόβλημα αφορούσε, πλέον, την ουσία της δημοκρατίας.
Με τις Συνθήκες, λοιπόν, είχαμε τη θεσμοποίηση του νεοφιλελευθερισμού, με βίαιο και αντιδημοκρατικότρόπο, όχι μόνο ως οικονομικού, αλλά και ως κοινωνικού, πολιτικού και αξιακού μοντέλου. Ο νεοφιλελευθερισμός, τα δόγματα της Σχολής του Σικάγο, η εμπειρία από την εφαρμογή του στη Χιλή, στις ΗΠΑ (Ρέϊγκαν) και στη Μ. Βρεττανία (Θάτσερ), όπως αυτός κωδικοποιήθηκε στη Συναίνεση της Ουάσιγκτον (1989), σφράγισε, μέσω των Συνθηκών, τις ενοποιητικές διαδικασίες. Ξαναδιαβάζοντας τονΣουμπέτερ, οι Φρίντμαν και Χάγεκ δήλωσαν απερίφραστα ότι οι πολιτικές των ελεύθερων αγορών δεν μπορούν να υλοποιηθούν με δημοκρατία. Όχι μόνο με την έννοια των θεσμικών και δημοκρατικών αλλαγών που ενδεχομένως να βάζουν εμπόδια στην ελεύθερη οικονομία, αλλά με αυτή καθαυτή την αφαίρεση οικονομικής και κοινωνικής «ύλης» από την πολιτική. Τις αποφάσεις, πλέον, τις λαμβάνουν οι αγορές και τα χρηματιστήρια, αρκεί να λειτουργούν ελεύθερα από κάθε εμπόδιο (κράτος, κόμματα, συνδικάτα, λαϊκή κυριαρχία). Δεν είναι λοιπόν, μόνο, η εχθρότητα των ευρωπαϊκών ελίτ στα δημοψηφίσματα, ούτε η μεταβίβαση κυριαρχίας σε ενωσιακούς, εκτός δημοκρατικού και κοινωνικού, ελέγχου θεσμούς. Αποτελεί βασική συνταγή του νεοφιλελευθερισμού, να πρέπει να αποδεχτείς το μονόδρομο των αγορών, ανεπηρέαστο από πολιτικές συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις, από τη λαϊκή κυριαρχία. Δυστυχώς, η Ευρωπαϊκή Αριστερά κάτω από το βάρος της ήττας από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, δεν είδε, με τη δέουσα σημασία, το πρόβλημα αυτό. Φοβούμενη ότι θα χαρακτηριζόταν ως «αντιευρωπαϊκή», δεν μπόρεσε εγκαίρως να διακρίνει ότι παρά τα ενοποιητικάβήματα αφαιρούνταν θεσμικά μέσα για την επί της ουσίας αντιμετώπιση του νεοφιλελευθερισμού.
Τα τελευταία 5 χρόνια, από τότε δηλαδή που η κυβέρνηση Παπανδρέου έβαλε την Ελλάδα στο καθεστώς του Μνημονίου, διαπιστώνουμε τη συνεχή μετάλλαξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια μετάλλαξη, που ενώ είχε ήδη ξεκινήσει σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο με την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, τώρα πλέον εμφανίζεται και στο θεσμικό επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά πρώτον, είχαμε τη νομιμοποίηση εξωθεσμικών παραγόντων και οργάνων αναφορικά με τη λήψη αποφάσεων και τη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής της Ένωσης. Το ΔΝΤ έχει φτάσει στο σημείο να συμμετέχει, πλέον, ως ισότιμο μέλος στις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει φτάσει στο σημείο να έχει μόνιμη «καρέκλα» στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια. Παρόμοια θεσμική μετάλλαξη διαπιστώθηκε και στην περίπτωση του ρόλου που έπαιξαν, και συνεχίζουν να παίζουν, οι Οίκοι Αξιολόγησης. Με βάση τι θα πουν οι Οίκοι Αξιολόγησης, που λειτουργούν με πλήρως αδιαφανή τρόπο, το Συμβούλιο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οι Κυβερνήσεις, οφείλουν να κινηθούν αναλόγως, αμφισβητώντας ουσιαστικά κάθε έννοια δημοκρατικής βούλησης. Κατά δεύτερον, μαζί με την επιβολή των Μνημονίων στα κράτη μέλη, κυριάρχησε ένας νέος πανευρωπαϊκός κανόνας στην Ένωση. Αυτός ο κανόνας δεν είναι άλλος από την παντελή έλλειψη οποιουδήποτε κανόνα:
-Παραβιάσθηκαν οι Οδηγίες και οι Κανονισμοί για τα εργασιακά δικαιώματα και τις συλλογικές συμβάσεις.
-Παραβιάσθηκαν οι διατάξεις της Συνθήκης της Λισαβόνας, αναφορικά με την χορήγηση διακρατικής αλληλεγγύης στα κράτη μέλη.
-Παραβιάσθηκαν οι Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί για τους Εθνικούς Λογαριασμούς της Eurostat, όταν με απόφαση της Κομισιόν και του ΔΝΤ, εντάχθηκαν, παράνομα, μέσα σε ένα βράδυ, 18 ΔΕΚΟ στο έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης, οδηγώντας με αυτόν τον τρόπο τα spreads της Ελλάδας σε νέα επίπεδα ρεκόρ και την αμφισβητούμενη αξιοπιστία της χώρας στον πάτο.
-Παραβιάσθηκαν οι διατάξεις για τις κρατικές ενισχύσεις όταν επιτρέπεται στη Γερμανία να στηρίζει τις βιομηχανίες της, να έχει δημόσιες επιχειρήσεις στις τηλεπικοινωνίες, στις μεταφορές, στον τραπεζικό τομέα, και την ίδια στιγμή η Ελλάδα να σέρνεται στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια για παρόμοιες υποθέσεις.
Όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα έχει μεταλλαχθεί στην κατεύθυνση ενός ελάχιστου συμβιβασμού των ισχυρότερων οικονομικά και πολιτικά κρατών, που επέβαλλαν τον κανόνα που λέει «τυφλή πίστη στη Γερμανία». Τα παραπάνω έχουν να κάνουν με μια de facto μετάλλαξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε μια αυταρχική, αντιδημοκρατική και αντιδραστική κατεύθυνση. Όμως, την τελευταία πενταετία εξελίσσετε και η de jure μετάλλαξη της Ένωσης.
Πρώτος σταθμός, ο Μηχανισμός των Μνημονίων, που στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο από έναν Μηχανισμό Τιμωρίας των ευρωπαϊκών λαών, με το ΔΝΤ να παίζει το ρόλο του συντονιστή. Χωρίς καμία δημοκρατική νομιμοποίηση, παραβιάζοντας το πνεύμα, ακόμα και το γράμμα, του ευρωπαϊκού νόμου και των εθνικών συνταγμάτων, ιδρύθηκε μια εταιρεία ειδικού σκοπού, ο ESM (πρώην EFSF) που θα αποφασίζει μαζί με το Eurogroup και την Κομισιόν, πότε θα δανείζει χώρες και με τις όρους.
Δεύτερος σταθμός, η αυστηροποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας, η γνωστή πλέον Οικονομική Διακυβέρνηση (6-pack & 2-pack). Πλέον, κανένα κράτος μέλος και κανένα κοινοβούλιο δεν μπορεί να αποφασίσει για τους προϋπολογισμούς του, για την οικονομική και κοινωνική του πολιτική, αν πρώτα δεν συμφωνήσει η Κομισιόν και το Βερολίνο. Και σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος είναι 'απείθαρχο' οι ποινές θα είναι εξοντωτικές, τόσο οικονομικές, όσο και πολιτικές.
Η Ευρωπαϊκή Αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν την ελπίδα του ελληνικού λαού και των λαών της Ευρώπης, για να αντιστραφεί και να ανατραπεί η αντιδημοκρατική, αυταρχική και αντιδραστική πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πολιτική ήττα των δυνάμεων της λιτότητας, του αυταρχισμού και των Μνημονίων είναι το πρώτο μεγάλο βήμα στο δρόμο για την υλοποίηση του απελευθερωτικού στόχου, του σοσιαλισμού με Δημοκρατία και Ελευθερία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.