Της Αντιγόνης Λυμπεράκη*
Το 1984 ο James Tobin, πρόσφατος ακόμη νομπελίστας, του 1981, στα Οικονομικά (με ειδίκευση στη Χρηματοοικονομική), ανέφερε: «Ρίχνουμε όλο και περισσότερους από τους πόρους μας, συμπεριλαμβανομένης και της αφρόκρεμας της νεολαίας, σε χρηματοοικονομικές δραστηριότητες, απομακρυσμένες από την παραγωγή, σε δραστηριότητες που δημιουργούν υψηλές ιδιωτικές ανταμοιβές - δυσανάλογες προς την κοινωνική τους παραγωγικότητα. Υποψιάζομαι ότι αυτή η "χάρτινη οικονομία" εκμεταλλεύεται τη δύναμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή για να φουσκώσει την ποσότητα και την ποικιλία των χρηματοοικονομικών συναλλαγών... Φοβάμαι ότι - όπως είδε ο Κέινς ακόμη και στις μέρες του - τα πλεονεκτήματα από τη ρευστότητα και από την ανταλλαγή χρηματοπιστωτικών εργαλείων έρχονται με...
...κόστος τη διευκόλυνση της κερδοσκοπίας... γεγονός κοντόφθαλμο και αναποτελεσματικό». Τρία χρόνια μετά την προειδοποίηση αυτή ήρθε η «Μαύρη Τρίτη». Δεκατρία χρόνια μετά ήρθαν η ασιατική κρίση και η χρεοκοπία της Ρωσίας. Η φούσκα του χρηματιστηρίου έσκασε τρία χρόνια ύστερα από αυτό. Παρά ταύτα, το 2007 πολλοί θεώρησαν ότι το ξεφούσκωμα της κρίσης ήταν κάτι τελείως απρόβλεπτο.
Λίγο πριν από την προειδοποίηση του Tobin είχε ξεκινήσει μια ξέφρενη πορεία, όπου το χρηματοπιστωτικό σύστημα αυξανόταν πολύ ταχύτερα από την πραγματική οικονομία - και σε κάποιες περιπτώσεις εις βάρος της.
Ήταν η εποχή της ανεμελιάς και της γκλαμουριάς. Αλλά πάνω απ' όλα ήταν η εποχή της οίησης εκείνων που θεωρούσαν ότι με διάφορα σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα θα μπορούσαν να καταργήσουν την αβεβαιότητα και να γεφυρώσουν την απόσταση που χωρίζει το σήμερα από το αβέβαιο αύριο. Αυτή ήταν η γενική διάθεση που οδήγησε στα golden boys, στα μυστήρια της βάφτισης θαλασσοδανείων σε «επενδυτικές επιλογές για σώφρονες επενδυτές», αλλά και στη θεοποίηση του εύκολου χρηματοοικονομικού πλουτισμού σε βάρος της πραγματικής επιχειρηματικότητας.
Ασφαλώς δημιουργούσε και κάποια προστιθέμενη αξία. Ομως αυτή ήταν μικρότερη από αυτήν που θα φανταζόταν κανείς βλέποντας τις οικονομικές αποδόσεις και συγκρίνοντάς τες με άλλους τομείς της οικονομίας. Σε κάποιες περιπτώσεις κατάφεραν πραγματικά να δώσουν μια πραγματική ώθηση στην παραγωγή, όπως τα πολύ διαφορετικά παραδείγματα που ακολουθούν: οι υπηρεσίες αντασφάλισης στις Βερμούδες, το venture capital (για την υλοποίηση καλών νέων επιχειρηματικών ιδεών και καινοτομιών) και το micro-finance (η διάθεση πιστώσεων στους φτωχούς για να δημιουργήσουν τη δική τους επιχείρηση - συχνά ο μόνος τρόπος να επιβιώσουν).
Η Κύπρος συμμετείχε στο παγκόσμιο πάρτι, αλλά το επιχειρηματικό της μοντέλο είχε δύο κρίσιμα εγγενή μειονεκτήματα:
Πρώτον, συνδύαζε δύο αλληλοαποκλειόμενα χαρακτηριστικά: το πλεονέκτημα του ευρώ μαζί με την υπόσχεση (και πρακτική) της αδιαφάνειας και απόκρυψης.
Και, δεύτερον, όταν σταμάτησε να παίζει η μουσική το 2007, η Κύπρος συνέχισε να χορεύει, αντλώντας τα απομεινάρια του χρηματοπιστωτικού ξεφαντώματος.
Τώρα πλέον προσπαθεί απεγνωσμένα να διατηρήσει κάτι που είναι εντελώς ανέφικτο. Για παράδειγμα, ενώ θα ήθελε πολύ να επικαλεστεί τη συμπαράσταση της Γαλλίας, το κάνει όταν η Γαλλία βρίσκεται στη μέση μιας τεράστιας προσπάθειας και αγωνιώδους μάχης εναντίον του ίδιου μοντέλου που προσπαθεί να διασώσει η Κύπρος - όπως δείχνει περίτρανα το παράδειγμα με τον Ντεπαρντιέ και τη φορολογική του δίωξη.
Τι μπορεί να γίνει;
Η Κύπρος δεν μπορεί να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο που κινήθηκε την τελευταία δεκαετία, όταν έχτιζε το χρηματοοικονομικό της «κάστρο», που έφτασε να είναι 8 φορές μεγαλύτερο από το σύνολο της οικονομίας της χώρας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να εγκαταλείψει εντελώς τη σφαίρα των χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων. Κάτι τέτοιο θα ήταν μια πολύ βίαιη στροφή, που θα απαξίωνε ανθρώπους, δεξιότητες, δίκτυα, τεχνογνωσία κτλ.
Θα μπορέσει να διατηρήσει την εξειδίκευσή της στις χρηματοοικονομικές και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες μόνο αν καταφέρει να προσφέρει κάτι που προσθέτει αξία - όχι κάτι που δημιουργεί γρήγορο πλουτισμό επειδή παραβιάζει τη διαφάνεια και προστατεύει φαιό χρήμα. Άλλωστε η λειτουργία του διεθνούς πλυντηρίου δεν είναι η μόνη διαθέσιμη εναλλακτική (η οποία δεν είναι πλέον ανοιχτή, ούτως ή άλλως).
Μπορεί ακόμη και σήμερα η Κύπρος να αναζητήσει και να βρει νησίδες εξειδίκευσης και πραγματικής προστιθέμενης αξίας μέσα στη σφαίρα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, με τρόπο που να είναι συμβατός με τους κανόνες που έχει αποδεχθεί μια σοβαρή χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αυτό που δεν μπορεί να συνεχίσει να κάνει είναι να λειτουργεί το 2010 σαν παίκτης κολλημένος στο 1960 - στον Ψυχρό Πόλεμο και στις γεωπολιτικές πιρουέτες του κινήματος των Αδεσμεύτων (μαζί με τη Γιουγκοσλαβία, την Αίγυπτο, την Ινδονησία και την Ινδία). Δεν μπορεί (δυστυχώς) να καρποφορήσει εκείνη η πολιτική, επειδή ο κόσμος έχει αλλάξει τα τελευταία 50 χρόνια. Και εν τω μεταξύ καταλάβαμε όλοι πως το εκκρεμές των ευκαιριακών συμμαχιών πότε με τη μία και πότε με την άλλη υπερδύναμη (της εποχής) και η εξαργύρωση μιας γεωστρατηγικής σημασίας με αντάλλαγμα πρόσκαιρα πλεονεκτήματα τελικώς οδηγούν σε επανειλημμένες στρατηγικές ήττες.
Ευτυχώς για εμάς και για τους Κυπρίους, η λειτουργία μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση περνά από κανόνες και η επιτυχία μετράται με κέρδη ανταγωνιστικότητας και όχι επανειλημμένα παιχνίδια μηδενικού αθροίσματος. Ας προσπαθήσουμε, εμείς και εκείνοι, να βρούμε έναν ουσιαστικό και χρήσιμο ρόλο και μέσα από αυτόν να αναζητήσουμε αυτό που θα μας ανήκει δικαιωματικά.
*Η Αντιγόνη Λυμπεράκη είναι καθηγήτρια Οικονομικών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. To άρθρο δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑ στις 24 Μαρτίου του 2013.
Το 1984 ο James Tobin, πρόσφατος ακόμη νομπελίστας, του 1981, στα Οικονομικά (με ειδίκευση στη Χρηματοοικονομική), ανέφερε: «Ρίχνουμε όλο και περισσότερους από τους πόρους μας, συμπεριλαμβανομένης και της αφρόκρεμας της νεολαίας, σε χρηματοοικονομικές δραστηριότητες, απομακρυσμένες από την παραγωγή, σε δραστηριότητες που δημιουργούν υψηλές ιδιωτικές ανταμοιβές - δυσανάλογες προς την κοινωνική τους παραγωγικότητα. Υποψιάζομαι ότι αυτή η "χάρτινη οικονομία" εκμεταλλεύεται τη δύναμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή για να φουσκώσει την ποσότητα και την ποικιλία των χρηματοοικονομικών συναλλαγών... Φοβάμαι ότι - όπως είδε ο Κέινς ακόμη και στις μέρες του - τα πλεονεκτήματα από τη ρευστότητα και από την ανταλλαγή χρηματοπιστωτικών εργαλείων έρχονται με...
...κόστος τη διευκόλυνση της κερδοσκοπίας... γεγονός κοντόφθαλμο και αναποτελεσματικό». Τρία χρόνια μετά την προειδοποίηση αυτή ήρθε η «Μαύρη Τρίτη». Δεκατρία χρόνια μετά ήρθαν η ασιατική κρίση και η χρεοκοπία της Ρωσίας. Η φούσκα του χρηματιστηρίου έσκασε τρία χρόνια ύστερα από αυτό. Παρά ταύτα, το 2007 πολλοί θεώρησαν ότι το ξεφούσκωμα της κρίσης ήταν κάτι τελείως απρόβλεπτο.
Λίγο πριν από την προειδοποίηση του Tobin είχε ξεκινήσει μια ξέφρενη πορεία, όπου το χρηματοπιστωτικό σύστημα αυξανόταν πολύ ταχύτερα από την πραγματική οικονομία - και σε κάποιες περιπτώσεις εις βάρος της.
Ήταν η εποχή της ανεμελιάς και της γκλαμουριάς. Αλλά πάνω απ' όλα ήταν η εποχή της οίησης εκείνων που θεωρούσαν ότι με διάφορα σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα θα μπορούσαν να καταργήσουν την αβεβαιότητα και να γεφυρώσουν την απόσταση που χωρίζει το σήμερα από το αβέβαιο αύριο. Αυτή ήταν η γενική διάθεση που οδήγησε στα golden boys, στα μυστήρια της βάφτισης θαλασσοδανείων σε «επενδυτικές επιλογές για σώφρονες επενδυτές», αλλά και στη θεοποίηση του εύκολου χρηματοοικονομικού πλουτισμού σε βάρος της πραγματικής επιχειρηματικότητας.
Ασφαλώς δημιουργούσε και κάποια προστιθέμενη αξία. Ομως αυτή ήταν μικρότερη από αυτήν που θα φανταζόταν κανείς βλέποντας τις οικονομικές αποδόσεις και συγκρίνοντάς τες με άλλους τομείς της οικονομίας. Σε κάποιες περιπτώσεις κατάφεραν πραγματικά να δώσουν μια πραγματική ώθηση στην παραγωγή, όπως τα πολύ διαφορετικά παραδείγματα που ακολουθούν: οι υπηρεσίες αντασφάλισης στις Βερμούδες, το venture capital (για την υλοποίηση καλών νέων επιχειρηματικών ιδεών και καινοτομιών) και το micro-finance (η διάθεση πιστώσεων στους φτωχούς για να δημιουργήσουν τη δική τους επιχείρηση - συχνά ο μόνος τρόπος να επιβιώσουν).
Η Κύπρος συμμετείχε στο παγκόσμιο πάρτι, αλλά το επιχειρηματικό της μοντέλο είχε δύο κρίσιμα εγγενή μειονεκτήματα:
Πρώτον, συνδύαζε δύο αλληλοαποκλειόμενα χαρακτηριστικά: το πλεονέκτημα του ευρώ μαζί με την υπόσχεση (και πρακτική) της αδιαφάνειας και απόκρυψης.
Και, δεύτερον, όταν σταμάτησε να παίζει η μουσική το 2007, η Κύπρος συνέχισε να χορεύει, αντλώντας τα απομεινάρια του χρηματοπιστωτικού ξεφαντώματος.
Τώρα πλέον προσπαθεί απεγνωσμένα να διατηρήσει κάτι που είναι εντελώς ανέφικτο. Για παράδειγμα, ενώ θα ήθελε πολύ να επικαλεστεί τη συμπαράσταση της Γαλλίας, το κάνει όταν η Γαλλία βρίσκεται στη μέση μιας τεράστιας προσπάθειας και αγωνιώδους μάχης εναντίον του ίδιου μοντέλου που προσπαθεί να διασώσει η Κύπρος - όπως δείχνει περίτρανα το παράδειγμα με τον Ντεπαρντιέ και τη φορολογική του δίωξη.
Τι μπορεί να γίνει;
Η Κύπρος δεν μπορεί να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο που κινήθηκε την τελευταία δεκαετία, όταν έχτιζε το χρηματοοικονομικό της «κάστρο», που έφτασε να είναι 8 φορές μεγαλύτερο από το σύνολο της οικονομίας της χώρας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να εγκαταλείψει εντελώς τη σφαίρα των χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων. Κάτι τέτοιο θα ήταν μια πολύ βίαιη στροφή, που θα απαξίωνε ανθρώπους, δεξιότητες, δίκτυα, τεχνογνωσία κτλ.
Θα μπορέσει να διατηρήσει την εξειδίκευσή της στις χρηματοοικονομικές και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες μόνο αν καταφέρει να προσφέρει κάτι που προσθέτει αξία - όχι κάτι που δημιουργεί γρήγορο πλουτισμό επειδή παραβιάζει τη διαφάνεια και προστατεύει φαιό χρήμα. Άλλωστε η λειτουργία του διεθνούς πλυντηρίου δεν είναι η μόνη διαθέσιμη εναλλακτική (η οποία δεν είναι πλέον ανοιχτή, ούτως ή άλλως).
Μπορεί ακόμη και σήμερα η Κύπρος να αναζητήσει και να βρει νησίδες εξειδίκευσης και πραγματικής προστιθέμενης αξίας μέσα στη σφαίρα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, με τρόπο που να είναι συμβατός με τους κανόνες που έχει αποδεχθεί μια σοβαρή χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αυτό που δεν μπορεί να συνεχίσει να κάνει είναι να λειτουργεί το 2010 σαν παίκτης κολλημένος στο 1960 - στον Ψυχρό Πόλεμο και στις γεωπολιτικές πιρουέτες του κινήματος των Αδεσμεύτων (μαζί με τη Γιουγκοσλαβία, την Αίγυπτο, την Ινδονησία και την Ινδία). Δεν μπορεί (δυστυχώς) να καρποφορήσει εκείνη η πολιτική, επειδή ο κόσμος έχει αλλάξει τα τελευταία 50 χρόνια. Και εν τω μεταξύ καταλάβαμε όλοι πως το εκκρεμές των ευκαιριακών συμμαχιών πότε με τη μία και πότε με την άλλη υπερδύναμη (της εποχής) και η εξαργύρωση μιας γεωστρατηγικής σημασίας με αντάλλαγμα πρόσκαιρα πλεονεκτήματα τελικώς οδηγούν σε επανειλημμένες στρατηγικές ήττες.
Ευτυχώς για εμάς και για τους Κυπρίους, η λειτουργία μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση περνά από κανόνες και η επιτυχία μετράται με κέρδη ανταγωνιστικότητας και όχι επανειλημμένα παιχνίδια μηδενικού αθροίσματος. Ας προσπαθήσουμε, εμείς και εκείνοι, να βρούμε έναν ουσιαστικό και χρήσιμο ρόλο και μέσα από αυτόν να αναζητήσουμε αυτό που θα μας ανήκει δικαιωματικά.
*Η Αντιγόνη Λυμπεράκη είναι καθηγήτρια Οικονομικών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. To άρθρο δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑ στις 24 Μαρτίου του 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.