«Χτες βράδυ μια είδηση ακατανόητη μας ήρθε. Μια είδηση ασύλληπτη. Ο Γέρο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός» – γράφει στο προσωπικό της ημερολόγιο η Ιωάννα Τσάτσου...Γεννημένος στην Πάτρα το 1859, ο Κωστής Παλαμάς αποτέλεσε, έως και τον θάνατό του, 84 χρόνια αργότερα, κεντρική φυσιογνωμία της πνευματικής ζωής της Ελλάδας. Ποιητής και πεζογράφος, κριτικός και αρθρογράφος, σθεναρός υπέρμαχος
της δημοτικής, υπήρξε –κατά τον Γεώργιο Σεφέρη– «το σημείο όπου λύεται, και ξεσπά, και
βρίσκει την κάθαρσή του ένα υπόκωφο δράμα που παίζεται δυο χιλιάδες χρόνια για τον ελληνισμό». Ηγετική μορφή της γενιάς του 1880, που παρήγαγε πλούσιο ποιητικό έργο και ανανέωσε τη λογοτεχνία μετά τα χρόνια του ρομαντισμού, υποστηρικτής του Χαρίλαου Τρικούπη και της ιδέας της αστικής ανόρθωσης, ο Παλαμάς ανέπτυξε, με τη συνολική παρουσία και δράση του, μια έντονη προβληματική γύρω από τις έννοιες της πατρίδας και του πατριωτισμού, του «ευγενέστερου –σύμφωνα με τον ίδιο– των αισθημάτων». Θιασώτης της εθνικής συσπείρωσης και αναγέννησης, προσέφερε μια νέα ανάγνωση στην ιστορία των βυζαντινών χρόνων και εξέφρασε, με το πλούσιο έργο του, την πίστη στην ψυχή του Εθνους.
Η είδηση του θανάτου του Παλαμά διαδόθηκε αστραπιαία. Την επομένη, οι αθηναϊκές εφημερίδες δημοσίευαν εκτενή αφιερώματα στη ζωή και το έργο του Ελληνα ποιητή. «Είταν απ’ τις σπάνιες φορές, δεν θυμάμαι συγκεκριμένα καμία άλλη, που μια αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα είχε κάτι να μας πει», σχολίαζε σκωπτικά, αρκετά χρόνια αργότερα, ο Αναστάσιος Πεπονής, αναφερόμενος στο καθεστώς λογοκρισίας που είχε επιβληθεί στον Τύπο κατά τη διάρκεια της τριπλής Κατοχής του 1941-1944.
Η κηδεία του Παλαμά ετελέσθη στις 28 Φεβρουαρίου 1943 από το Α΄ Νεκροταφείο. «Ολη η Ελλάδα ήταν εκεί», παρατηρεί με δέος η Ιωάννα Τσάτσου. Ο πνευματικός κόσμος της χώρας έδωσε βροντερό «παρών»: Σπύρος Μελάς, Μαρίκα Κοτοπούλη, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Γιώργος Θεοτοκάς, Αγγελος Σικελιανός, Ηλίας Βενέζης, Ιωάννα Τσάτσου, Γιώργος Κατσίμπαλης, κ.ά. Συγκλονιστική υπήρξε η παρουσία του αθηναϊκού λαού, που κατά χιλιάδες συγκεντρώθηκε στον περίβολο του νεκροταφείου και γέμισε ασφυκτικά τον ναό. «Οι Επιστήμονες μαζί με τους Επαγγελματίας, οι υπάλληλοι μαζί με τους εμπόρους και με τους φοιτητάς, ηνωμένοι όλοι με τα ίδια αισθήματα εμπρός εις τον νεκρόν του μεγάλου ποιητού της Ελλάδος», έγραφε μεγάλη αθηναϊκή εφημερίδα λίγες μέρες μετά.
Υπερβαίνοντας τα συμβατικά όρια του γεγονότος, η τελετή σύντομα απέκτησε αυθόρμητα χαρακτήρα εθνικής εκδήλωσης. Πράγματι, σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία η γερμανική διοίκηση προωθούσε σειρά επώδυνων μέτρων (όπως για παράδειγμα η έκδοση διατάγματος «πολιτικής επιστράτευσης»), ο ελληνικός λαός δεν δίστασε να εκφράσει την έντονη δυσαρέσκεια και αγανάκτησή του, παρά την παρουσία του κατοχικού πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου, και εκπροσώπων της φασιστικής Ιταλίας και του Γ΄ Ράιχ. «Αυτονών και η παρουσία ερέθιζε τον κόσμο, που από την επικείμενη κήρυξη της πολιτικής επιστρατεύσεως ήταν αυτές τις μέρες ήδη ερεθισμένος», παρατηρούσε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, διερωτώμενος: «Ποιος τους είπε νάρθουν να μαγαρίσουν με την παρουσία τους τη λειτουργία μας;».
Η νεκρώσιμος ακολουθία ξεκίνησε στις 11.00 π.μ., χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού, ο οποίος και εκφώνησε επικήδειο λόγο, μια «πατριωτική προσλαλιά» σύμφωνα με τον Γεώργιο Θεοτοκά. Κατόπιν, ο Αγγελος Σικελιανός απήγγειλε «με μια φωνή όσο ποτέ δυνατή» το ποίημα που είχε γράψει τα χαράματα της 28ης Φεβρουαρίου προς τιμήν του μεγάλου ποιητή:
Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες
βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ώς πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οιφοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!''