Από την Tsaousa
Οι μέρες που διανύουμε απαιτούν σοβαρότητα, γι αυτό ετούτη τη φορά το κείμενο μου θα εναρμονιστεί με τις κατευθυντήριες εντολές των σοβαρών αναγνωστών του διαδικτύου, οι οποίοι επιθυμούν να...
διαβάσουν από εμέ ένα καθώς πρέπει ανάγνωσμα και όχι τις γνωστές γαλότσες που συνήθως μετασχηματίζω σε γνώμη μέσα από λέξεις που προϋπάρχουν στο σύμπαν ως πρωκτο-οπές.
Θα μιλήσω για έρωτα και σήμερα, αλλά αλλιώς.
Με οίστρο, όπως αρμόζει σε μια γυναίκα με πτυχίο κορνιζαρισμένο στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου.
Γεννήθηκα στην Αθήνα πριν από μερικά χρόνια.
Τον αέρα της γειτονιάς μου τρυπούσαν ανεπαίσθητα οι πράσινες πευκοβελόνες, τόσο απαλά, ίσα να μένουν ξύπνιες οι αισθήσεις, όραση, όσφρηση, ακοή, αφή και γεύση, δώρο στους θνητούς που ροβολούσαν σαν εμένα, σε εκείνο το ηλιόστεγο της αθανάτου πλάσης.
Η μάνα μου, μάνα γερή και τίμια, μου έμαθε να πίνω τη ζωή στάλα τη στάλα, βλέμμα- βλέμμα.
Κι από την άλλη ο πατέρας, στέγαστρο ατσάλινο, χρυσό, προστάτης και θεός μας, με χέρι τρυφερό, αφράτο σαν καρβέλι, βήμα το βήμα μου΄μαθε τον κόσμο να διαβαίνω.
Δεκαεφτά ήμουν θαρρώ, κοντοσχεδόν γυναίκα, τα μάτια σαν αντίκρισα του έρωτα του ψεύτη.
Φωτιά στα χείλη μου, πυρά, του Προμηθέα χείλη, τα στήθη μου θρασύτατα το στέρνο του γυρεύαν.
Δεν ήταν μέλος της ΟΝΝΕΔ, μήτε Πασόκος ήταν, ήταν μονάχα ο έρωτας, το ταξιδιάρικο πουλί της πρώτης μου της νιότης.
Στα χέρια μου το κράταγα, χάιδευα τις φτερούγες, στο στόμα το ετάιζα, το χνούδι του φιλούσα.
Μέχρι που άνοιξε φτερά, και πέταξε ολούθε, χάθηκε μες στα σύννεφα που δάκρυσαν για μένα.
Γιατί η ζωή είναι πικρή, είναι σκληρή σαν φλούδα, μα εγώ γυρεύω τον χυμό, το νέκταρ το αιώνιο.
Κι ήρθε ξανά πουλί, μεγάλο, αετίσιο, στα σκέλια μου εκούρνιασε, ξεδίψασε απ΄ αγάπη.
Στην ΠΑΣΠ νομίζω ήτανε, αμούστακο αγόρι, που πάλεψε σαν λέοντας για μένα με Δαπίτη.
Κι άλλο πουλί μετά, κι άλλο πουλί μετάργα, κοπέλα στα τριάντα μου, θύμισες να ορίζω.
Μα πεταλούδα η ζωή, κι ο έρωτας πουλάκι, αυτό δεν μου΄πε η μάνα μου, ούτε ο πατέρας φάρος. Κι όλο πορεύομαι εγώ, κι όλο πατάω τη σούδα, μέχρι να φέρω το πουλί, σιμά στην πεταλούδα.
Επειδή θελα το ύφος του κειμένου πιο προχώ μα δε μου βγήκε λόγω κατατονικής ιδιοσυγκρασίας που στρέφει τα μάτια στον Δημιουργό και έμπνευση δεν παίρνει, εναποθέτω τις ελπίδες μου στην Κική Δημουλά η οποία όμως δεν μελοποιήθηκε ακόμη, οπότε ταΐζουμε τον αδηφάγο νου μας με κάτι παραπλήσιο.
Οι μέρες που διανύουμε απαιτούν σοβαρότητα, γι αυτό ετούτη τη φορά το κείμενο μου θα εναρμονιστεί με τις κατευθυντήριες εντολές των σοβαρών αναγνωστών του διαδικτύου, οι οποίοι επιθυμούν να...
διαβάσουν από εμέ ένα καθώς πρέπει ανάγνωσμα και όχι τις γνωστές γαλότσες που συνήθως μετασχηματίζω σε γνώμη μέσα από λέξεις που προϋπάρχουν στο σύμπαν ως πρωκτο-οπές.
Θα μιλήσω για έρωτα και σήμερα, αλλά αλλιώς.
Με οίστρο, όπως αρμόζει σε μια γυναίκα με πτυχίο κορνιζαρισμένο στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου.
Γεννήθηκα στην Αθήνα πριν από μερικά χρόνια.
Τον αέρα της γειτονιάς μου τρυπούσαν ανεπαίσθητα οι πράσινες πευκοβελόνες, τόσο απαλά, ίσα να μένουν ξύπνιες οι αισθήσεις, όραση, όσφρηση, ακοή, αφή και γεύση, δώρο στους θνητούς που ροβολούσαν σαν εμένα, σε εκείνο το ηλιόστεγο της αθανάτου πλάσης.
Η μάνα μου, μάνα γερή και τίμια, μου έμαθε να πίνω τη ζωή στάλα τη στάλα, βλέμμα- βλέμμα.
Κι από την άλλη ο πατέρας, στέγαστρο ατσάλινο, χρυσό, προστάτης και θεός μας, με χέρι τρυφερό, αφράτο σαν καρβέλι, βήμα το βήμα μου΄μαθε τον κόσμο να διαβαίνω.
Δεκαεφτά ήμουν θαρρώ, κοντοσχεδόν γυναίκα, τα μάτια σαν αντίκρισα του έρωτα του ψεύτη.
Φωτιά στα χείλη μου, πυρά, του Προμηθέα χείλη, τα στήθη μου θρασύτατα το στέρνο του γυρεύαν.
Δεν ήταν μέλος της ΟΝΝΕΔ, μήτε Πασόκος ήταν, ήταν μονάχα ο έρωτας, το ταξιδιάρικο πουλί της πρώτης μου της νιότης.
Στα χέρια μου το κράταγα, χάιδευα τις φτερούγες, στο στόμα το ετάιζα, το χνούδι του φιλούσα.
Μέχρι που άνοιξε φτερά, και πέταξε ολούθε, χάθηκε μες στα σύννεφα που δάκρυσαν για μένα.
Γιατί η ζωή είναι πικρή, είναι σκληρή σαν φλούδα, μα εγώ γυρεύω τον χυμό, το νέκταρ το αιώνιο.
Κι ήρθε ξανά πουλί, μεγάλο, αετίσιο, στα σκέλια μου εκούρνιασε, ξεδίψασε απ΄ αγάπη.
Στην ΠΑΣΠ νομίζω ήτανε, αμούστακο αγόρι, που πάλεψε σαν λέοντας για μένα με Δαπίτη.
Κι άλλο πουλί μετά, κι άλλο πουλί μετάργα, κοπέλα στα τριάντα μου, θύμισες να ορίζω.
Μα πεταλούδα η ζωή, κι ο έρωτας πουλάκι, αυτό δεν μου΄πε η μάνα μου, ούτε ο πατέρας φάρος. Κι όλο πορεύομαι εγώ, κι όλο πατάω τη σούδα, μέχρι να φέρω το πουλί, σιμά στην πεταλούδα.
Επειδή θελα το ύφος του κειμένου πιο προχώ μα δε μου βγήκε λόγω κατατονικής ιδιοσυγκρασίας που στρέφει τα μάτια στον Δημιουργό και έμπνευση δεν παίρνει, εναποθέτω τις ελπίδες μου στην Κική Δημουλά η οποία όμως δεν μελοποιήθηκε ακόμη, οπότε ταΐζουμε τον αδηφάγο νου μας με κάτι παραπλήσιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.