Τιμη Νι

Παρέχεται από το Investing.com

ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ ΩΡΑ


AddThis Social Bookmark Button
Screen_shot_2010-04-01_at_9.14.58_PM
Του Νίκου Φελέκη: Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου στις εκκλησίες θα ψάλλουν το «Αναστάσεως ημέρα, λαμπρυνθώμεν λαοί· Πάσχα, Κυρίου Πάσχα». Πόσοι όμως αντί για το «Χριστός Ανέστη» δεν θα συνεχίσουν να επαναλαμβάνουν το «Η ζωή εν τάφω»;
Φοβούμαι ότι θα είναι οι περισσότεροι. Και δεν θα το κάνουν επειδή σε εμάς τους Έλληνες αρέσουν ή ταιριάζουν καλύτερα στην ψυχοσύνθεσή μας ακούσματα της Μεγάλης Παρασκευής, αλλά γιατί η... σταύρωσή τους θα συνεχιστεί και μετά τη Λαμπρή. Ξέρω πολλούς που φέτος δεν θα κάνουν Πάσχα. Κι ακόμη περισσότερους που θα αναρωτιούνται... πού έδυσε το κάλλος.
Και δεν αναφέρομαι στους φτωχούς και τους ανέργους. Αυτοί την ξέρουν τη μοίρα τους σε μια κοινωνία που συνεχώς διευρύνει τις ανισότητες και γεμίζει, καθημερινά, το καλάθι των νεόπτωχων με καινούργια σφαχτάρια.
Ούτε αναφέρομαι στους πρόσφυγες, τους μετανάστες, τους απόκληρους και τους κατατρεγμένους. Κι αυτοί την ξέρουν τη μοίρα τους. Στιγματισμένοι από τη λέπρα του αποκλεισμού, θα συνεχίσουν να κινούνται στο λυκόφως της κοινωνίας του ρατσισμού.
Ούτε αναφέρομαι στους κοινωνικά, πολιτισμικά και σεξουαλικά διαφορετικούς. Κι αυτοί την ξέρουν τη μοίρα τους. Θα συνεχίσουν να παίζουν το κρυφτό με τη μη ανεκτική κοινωνία.
Ούτε αναφέρομαι στους φθισικούς θεσμούς της αντιπροσωπευτικής μας δημοκρατίας, και πρώτα απ’ όλα στα κόμματα. Αποστεωμένοι μηχανισμοί νομής και κατοχής εξουσίας, με τις δυσπλασίες της διαφθοράς να κατατρώνε το σαρκίο τους, θα συνεχίσουν να πορεύονται τον ολισθηρό κατήφορό τους.
Ούτε αναφέρομαι στα θύματα των πολέμων και στα παιδιά του πάσης φύσεως δουλεμπορίου. Κι αυτά την ξέρουν τη μοίρα τους. Θα συνεχίσουν να υφίστανται τον βιασμό του μέλλοντος και της αθωότητάς τους από τους κάθε λογής ισχυρούς και διεστραμμένους.
Ούτε αναφέρομαι στη γη που αργοπεθαίνει, στα ματωμένα ποτάμια, στον μολυσμένο αέρα, στον βαρέως ασθενούντα πλανήτη μας. Η πορεία προς τον όλεθρο μοιάζει προδιαγεγραμμένη.
Ούτε αναφέρομαι σε όσους και ό,τι κακό και απεχθές μπορεί να σας έρχονται αυτομάτως στον νου. Δεν αναφέρομαι στον «κοινό τόπο» της γκρίζας πλευράς της ανθρωπότητας. Αυτόν τον ξέρουμε και όλοι στοιχηματίζουμε πως οι μέρες της Λαμπρής παρήλθαν ανεπιστρεπτί.
Αναφέρομαι σ’ αυτούς που ζουν με την ψευδαίσθηση ότι «πάτησαν τον θάνατο», ότι οι ίδιοι διάβηκαν οριστικά τον Ρουβίκωνα της θλίψης, ότι η σταυρωμένη Παρασκευή είναι γι’ αυτούς μια πολύ μακρινή υπόθεση και μια φευγαλέα σκιά μνήμης.
Στους χορτασμένους και τους κοιλαράδες του νεοπλουτισμού και της ακαλαισθησίας αναφέρομαι.
Για τα σαπρόφυτα της εξουσίας λέω, που ενώ βυζαίνουν αχόρταγα τους χυμούς της (γ)Ελλάδας, δεν δίνουν ούτε ένα δράμι από το λίπος τους γι’ αυτήν.
Επειδή όμως έχω βαρεθεί να γράφω για τα κακώς κείμενα και επειδή δεν θέλω να μου κολλήσετε, μέρες που ’ναι, τη ρετσινιά του καθ’ έξιν γκρινιάρη, κυρίως όμως επειδή, όλως περιέργως, αρχίζω να βαριέμαι με όλη αυτή την ιστορία της χώρας, η οποία όσο θυμάμαι τον εαυτό μου βρίσκεται πάντα ένα βήμα πριν από τον γκρεμό και δεν λέει ακόμη να κάνει το αποφασιστικό βήμα προς τα μπρος, σταματώ εδώ.
Και αφήνομαι, αν και δεν είμαι θεϊστής, στη μαγεία του επί του Επιταφίου ψαλλόμενου εγκωμίου. «Η ζωή, πώς θνήσκεις; Πώς και τάφω οικείς; Του θανάτου το βασίλειον λύεις δε και του άδου τους νεκρούς εξανιστάς».Υπάρχει άραγε ωραιότερος θρήνος; Αισθάνεσαι μεγαλύτερη ηρεμία και αγαλλίαση αγάπης από το να ακούς το «Ω γλυκύ μου έαρ»;
Γι’ αυτό σας λέω, μέρες που ’ναι, ας ξεχάσουμε -αν και όσο μπορούμε- τα εγκόσμια πάθη και ας ρουφήξουμε μια πρέζα διανοητικού υπερβατισμού.
Ας πάμε ακόμα και την ύστατη ώρα, τη Μεγάλη Παρασκευή, στην εκκλησία, ν’ ακούσουμε έστω το τελευταίο, το δωδέκατο Ευαγγέλιο. Το κατά Ματθαίον:
«Τη επαύριον, ήτις εστί μετά την Παρασκευήν, συνήχθησαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι προς Πιλάτον λέγοντες: Κύριε, εμνήσθημεν ότι εκείνος ο πλάνος είπεν έτι ζων· Μετά τρεις ημέρας εγείρομαι. Κέλευσον ουν ασφαλισθήναι τον τάφον έως της τρίτης ημέρας, μήποτε ελθόντες οι μαθηταί αυτού νυκτός κλέψωσιν αυτόν και είπωσι τω λαώ, ηγέρθη από των νεκρών· και έσται η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης. Έφη δε αυτοίς ο Πιλάτος: Έχετε κουστωδίαν· υπάγετε ασφαλίσασθε, ως οίδατε. Οι δε πορευθέντες ησφαλίσαντο τον τάφον, σφραγίσατες τον λίθον μετά της κουστωδίας».
Κι ακόμη κι αν δεν το πιστεύουμε, καλόν είναι να θέλουμε να την πατήσουν οι Φαρισαίοι. Ν’ αναστηθεί ο Χριστός.
Έχουμε πολλούς λόγους να το επιθυμούμε. Και όχι μόνο γι’ αυτούς που περιμένουν οι πιστοί. Ούτε μόνον για ν’ ακούσουμε το «Αι γενεαί πάσαι ύμνον την ταφή σου προσφέρουσι». Ούτε βεβαίως γιατί επιθυμούμε να πεθάνουμε από υπερβολικές ενέσεις χοληστερίνης.
Για έναν και μόνον λόγο πρέπει να θέλουμε να πάει το Σάββατο «η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία θεωρήσαι τον τάφον» και ο άγγελος να τους πει «Ουκ έστιν ώδε· ηγέρθη γαρ, καθώς είπε».
Κι ο λόγος αυτός είναι ένας.Μήπως κάποια φορά πάνε και τον βρουν μέσα στον τάφο. Σκέφτεστε κάποια στιγμή να απηυδήσει και να μην αναστηθεί, τι έχει να γίνει. Πραγματική επανάσταση. Θα έλθουν τα πάνω κάτω. Η ιστορία θα αρχίσει να ξαναγράφεται. Με το φραγγέλιο, όπως στον ναό του Σολομώντα.
Ίσως αυτό να χρειαζόμαστε. Ίσως και ο Ιησούς πρέπει να το ξανασκεφτεί. Να ξεκινήσει εκ νέου τη δουλειά από κει που την άφησε. Τελευταία όλο και περισσότεροι νομίζω ότι έχουν την αίσθηση πως την άφησε στη μέση...
Υ.Γ: Το κείμενο γράφτηκεκαι δημοσιεύτηκε στη στήλη αυτή στις 20 Απριλίου 2006.
Καλό Πάσχα και Χρόνια Πολλά!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.