Το «σπρεντ», το οποίο ήταν 4,35 ποσοστιαίες μονάδες το 2014, τώρα αυξήθηκε σε 4,81 μονάδες – Γιατί η έκδοση του ομολόγου δεν υπηρετεί κάποιο ταμειακό στόχο
Το πρώτο βήμα στην πορεία επανόδου της Ελλάδας στις αγορές μετά από τρία χρόνια πραγματοποίησε η κυβέρνηση, δανειζόμενη 3 δισ. ευρώ με την έκδοση 5ετούς ομολόγου το οποίο έχει συνολική μέση απόδοση 4,625%.Η κυβέρνηση προβάλλει το γεγονός ως επιτυχία, εστιάζοντας στο ονομαστικό επιτόκιο, το οποίο είναι χαμηλότερο από εκείνο του αντίστοιχου ομολόγου που εξέδωσε η κυβέρνηση Σαμαρά το 2014, το οποίο είχε μέση αντίστοιχη απόδοση 4,95%.
Ωστόσο, το επιτόκιο που τελικά διαμορφώθηκε είναι λίγο υψηλότερο από εκείνο στο οποίο υπολόγιζαν κυβερνητικά στελέχη.
Επιπλέον, το γεγονός που προέβαλε και η αντιπολίτευση είναι ότι αυτό που πραγματικά μετράει δεν είναι το ονομαστικό επιτόκιο, αλλά η διαφορά από το αντίστοιχο γερμανικό, δηλαδή το λεγόμενο «σπρεντ», το οποίο ήταν 4,35 ποσοστιαίες μονάδες το 2014, ενώ τώρα αυξήθηκε σε 4,81 μονάδες.
Η έκδοση του ομολόγου καλύφθηκε κατά το ήμισυ περίπου από κατόχους των παλαιών ομολόγων του 2014, οι οποίοι το αντάλλαξαν σε τιμή ακριβότερη κατά 2,6%.
Σε κάθε περίπτωση, η έκδοση του ομολόγου δεν υπηρετεί κάποιο ταμειακό στόχο, αφού η Ελλάδα έχει πρόσβαση σε αρκετή και φθηνότερη χρηματοδότηση από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας(ESM), με επιτόκιο της τάξης του 0,89%.
Με τα δεδομένα αυτά η σημασία της έκδοσης ομολόγου από την ελληνική κυβέρνηση είναι ότι αποτελεί μια απόπειρα να δοθεί ένα «σήμα» προς τις διεθνείς αγορές ότι η χώρα δεν βρίσκεται πλέον σε φάση αβεβαιότητας, αλλά επανέρχεται σταδιακά στη λεγόμενη κανονικότητα.
Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος δήλωσε χαρακτηριστικά: «Σχετικά με την έξοδο στις αγορές που είχαμε σήμερα, σε αγγλικούς όρους «ήταν μία ικανοποιητική έξοδος», ενώ σε ελληνικούς ήταν «κάτι παραπάνω από αυτό που περιμέναμε»». Ανέφερε, επίσης, ότι το «σημαντικό είναι η ποιότητα και ο αριθμός των επενδυτών που έδειξαν ενδιαφέρον για αυτή την έκδοση, που μας δείχνει ότι υπάρχουν τα πρώτα σταθερά βήματα εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία» και προανήγγειλε ότι «θα υπάρξει και δεύτερη και τρίτη για να μπορέσουμε με αυτοπεποίθηση να πλησιάσουμε τον Αύγουστο του ‘18 και να βγούμε από τα μνημόνια με διαφορετικούς όρους και να μπορεί η κυβέρνησή μας να κάνει τα πράγματα που έχει υποσχεθεί».
Η έκδοση του ομολόγου έγινε θετικά δεκτή επί της αρχής από τραπεζικούς και επιχειρηματικούς κύκλους, καθώς θεωρούν ότι είναι το πρώτο βήμα για να εξομαλυνθούν σταδιακά οι συνθήκες ρευστότητας στην αγορά και τον τραπεζικό κλάδο και να αποκτήσουν και οι επιχειρήσεις πρόσβαση σε φθηνότερο δανεισμό.
Πέρα από τις επικοινωνιακές ερμηνείες, η οικονομική ουσία είναι ότι το επιτόκιο δανεισμού είναι κατά πολύ υψηλότερο από εκείνο με το οποίο δανείζονται άλλες χώρες της ευρωζώνης για πέντε χρόνια: Τα αρνητικά επιτόκια χωρών όπως η Γερμανία (-0,136%) ή το Βέλγιο (-0,061%), ανάμεσα σε άλλες, ή, ακόμα, τα πολύ χαμηλά επιτόκια της Πορτογαλίας (1,182%) και της Ιταλίας (0,822%), δείχνουν ότι το κόστος χρήματος στην ευρωζώνη βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, λόγω του «τυπώματος χρήματος» από την ΕΚΤ, τη λεγόμενη ποσοτική χαλάρωση, που ξεκίνησε το 2015 και από την οποία η Ελλάδα έχει εξαιρεθεί λόγω της ταραχώδους διαπραγμάτευσης κυβέρνησης-δανειστών την περίοδο εκείνη.
Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που τόσο η ΕΚΤ όσο και η Τράπεζα της Ελλάδος είχαν εκφράσει τη θέση ότι η Ελλάδα δεν έπρεπε να βιαστεί, έχοντας υπ’ όψιν ότι εάν το ομόλογο εκδιδόταν αργότερα, όταν θα έχει ενταχθεί και η χώρας μας στην ποσοτική χαλάρωση, θα διαμορφωνόταν ένα αρκετά καλύτερο επιτόκιο, το οποίο θα εξέπεμπε και ισχυρότερα μηνύματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.