Δυο λόγια για την αόρατη παλάντζα της πατρίδας μας...
Διαβάζω αυτές τις μέρες ένα σωρό συγκρίσεις ανάμεσα στο «όχι» του 1940 και στο «όχι» του περασμένου Ιουλίου. Και γελάω βεβαίως, διότι άλλο πράγμα είναι...
από την άρνησή σου να ξεκινάει πόλεμος και άλλο να ξεκινάει καυγάς. Βαρβάτος καυγάς αναμφιβόλως, με συνέπειες και ταλαιπωρίες. Δίχως σφαίρες ωστόσο και μπόμπες και κρυοπαγήματα. Μην μπλέκουμε το τρόλεϊ με το βόλεϊ παρακαλώ, για να πω κάτι άλλο που λέμε στα Τρίκαλα και κάνει ρήμα με τις γκλούτσες…
Υπάρχει όμως κι ένα κοινό σημείο ανάμεσα στις δύο καταστάσεις. Υπάρχει η πίστη του Έλληνα και της Ελληνίδας στο «δε γαμιέται». Η οποία πίστη, διαμόρφωσε και το τελικό αποτέλεσμα σε αμφότερες τις περιπτώσεις. Και τότε και τώρα. Ναι, το ‘40 ήτανε και το δίκιο στη μέση, ήτανε και η ανδρεία, ήτανε και η πολεμική αρετή, δεν τα βγάζω έξω προς Θεού. Αλλά ήταν και το «δε γαμιέται» το δικό μας, σε αντίθεση με το «γαμιέται» των Ιταλών.
Διότι τι δουλειά είχε ο Ιταλός, ο πολιτισμένος, ο κύριος, από μια χώρα που τα τραίνα φτάνανε στην ώρα τους, να πάει να πολεμήσει σε κάτι κατσάβραχα στη μέση του πουθενά. Συγγνώμη, δεν ήταν δειλοί οι γείτονες, ούτε ήτανε κότες. Η ιστορία έχει δείξει επανειλημμένα ότι η Ιταλία παράγει σκληρούς πολεμιστές και όποιος δεν το πιστεύει ας περάσει παρακαλώ μια βόλτα απ’ το Κολοσσαίο. Δεν χτίστηκε η Citta Eterna για πλάκα, από τίποτα συνταξιούχους του δημοσίου. Αλλά οι Ιταλοί είπαν «γαμιέται». Ενώ τα δικά μας παιδιά, οι φαντάροι του μετώπου και οι γυναίκες της Πίνδου, είπαν «δε γαμιέται». Όπως λέμε πάντα δηλαδή. Όπως είπαμε το 1940 και ξανάπαμε το 2015.
Μια νοοτροπία εθνική, που μας τρώει και μας σώζει. Που μας ανυψώνει στον ουρανό και μας γκρεμίζει στα τάρταρα. Και μισό λεπτό να δώσω δυο παραδείγματα, για να καταλάβετε ακριβώς τι εννοώ. Πριν από λίγο καιρό ένας μεγάλος Δήμος στα νότια προάστια των Αθηνών, ξέμεινε από χώρο για το νεκροταφείο του. Και τι έκανε; Μπούκαρε σε διπλανή έκταση που είχε κηρυχθεί αναδασωτέα. ‘Ετσι, χωρίς να δώσει καμιά εξήγηση. Η απολύτως αρνητική εκδοχή του «δε γαμιέται» α λα Γκρεκ.
Υπάρχει ωστόσο και η θετική εκδοχή. Τις ίδιες μέρες ξέμεινε από αίμα ένα νοσοκομείο της περιφέρειας και είχε άμεση ανάγκη. Της Λαμίας ήταν, αν δεν κάνω λάθος, και ψάξανε οι άνθρωποι και βρήκανε ότι είχε το νοσοκομείο της Λάρισας να τους δώσει. Αλλά ήταν χαλασμένο το ασθενοφόρο τους και είχανε και οι Λαρισαίοι πρόβλημα, πώς να φορτωθούν οι φιάλες; Τότε λοιπόν ήταν που είπε «δε γαμιέται» ο διοικητής του νοσοκομείου της Λαμίας και πήρε το αμάξι του μέσα στη μαύρη τη νύχτα και πήγε τη διαδρομή και καθάρισε.
Αυτό είναι το «δε γαμιέται» το ελληνικό. Αυτό το πράγμα που μας προσγειώνει και μας απογειώνει, που μας διαλύει και μας ενώνει, που μας πεθαίνει και μας ανασταίνει. Αυτή είναι η αόρατη παλάντζα της πατρίδας μας, που γέρνει πότε προς τα εδώ και πότε προς τα εκεί, για να γεννήσει τραγωδίες και θριάμβους. Στο χέρι μας είναι νομίζω να αποφύγουμε τις πρώτες και να απολαύσουμε τους δεύτερους. Αρκεί απλώς να ανοίξουμε τα μάτια…
Χρήστος Ξανθάκης
από την άρνησή σου να ξεκινάει πόλεμος και άλλο να ξεκινάει καυγάς. Βαρβάτος καυγάς αναμφιβόλως, με συνέπειες και ταλαιπωρίες. Δίχως σφαίρες ωστόσο και μπόμπες και κρυοπαγήματα. Μην μπλέκουμε το τρόλεϊ με το βόλεϊ παρακαλώ, για να πω κάτι άλλο που λέμε στα Τρίκαλα και κάνει ρήμα με τις γκλούτσες…
Υπάρχει όμως κι ένα κοινό σημείο ανάμεσα στις δύο καταστάσεις. Υπάρχει η πίστη του Έλληνα και της Ελληνίδας στο «δε γαμιέται». Η οποία πίστη, διαμόρφωσε και το τελικό αποτέλεσμα σε αμφότερες τις περιπτώσεις. Και τότε και τώρα. Ναι, το ‘40 ήτανε και το δίκιο στη μέση, ήτανε και η ανδρεία, ήτανε και η πολεμική αρετή, δεν τα βγάζω έξω προς Θεού. Αλλά ήταν και το «δε γαμιέται» το δικό μας, σε αντίθεση με το «γαμιέται» των Ιταλών.
Διότι τι δουλειά είχε ο Ιταλός, ο πολιτισμένος, ο κύριος, από μια χώρα που τα τραίνα φτάνανε στην ώρα τους, να πάει να πολεμήσει σε κάτι κατσάβραχα στη μέση του πουθενά. Συγγνώμη, δεν ήταν δειλοί οι γείτονες, ούτε ήτανε κότες. Η ιστορία έχει δείξει επανειλημμένα ότι η Ιταλία παράγει σκληρούς πολεμιστές και όποιος δεν το πιστεύει ας περάσει παρακαλώ μια βόλτα απ’ το Κολοσσαίο. Δεν χτίστηκε η Citta Eterna για πλάκα, από τίποτα συνταξιούχους του δημοσίου. Αλλά οι Ιταλοί είπαν «γαμιέται». Ενώ τα δικά μας παιδιά, οι φαντάροι του μετώπου και οι γυναίκες της Πίνδου, είπαν «δε γαμιέται». Όπως λέμε πάντα δηλαδή. Όπως είπαμε το 1940 και ξανάπαμε το 2015.
Μια νοοτροπία εθνική, που μας τρώει και μας σώζει. Που μας ανυψώνει στον ουρανό και μας γκρεμίζει στα τάρταρα. Και μισό λεπτό να δώσω δυο παραδείγματα, για να καταλάβετε ακριβώς τι εννοώ. Πριν από λίγο καιρό ένας μεγάλος Δήμος στα νότια προάστια των Αθηνών, ξέμεινε από χώρο για το νεκροταφείο του. Και τι έκανε; Μπούκαρε σε διπλανή έκταση που είχε κηρυχθεί αναδασωτέα. ‘Ετσι, χωρίς να δώσει καμιά εξήγηση. Η απολύτως αρνητική εκδοχή του «δε γαμιέται» α λα Γκρεκ.
Υπάρχει ωστόσο και η θετική εκδοχή. Τις ίδιες μέρες ξέμεινε από αίμα ένα νοσοκομείο της περιφέρειας και είχε άμεση ανάγκη. Της Λαμίας ήταν, αν δεν κάνω λάθος, και ψάξανε οι άνθρωποι και βρήκανε ότι είχε το νοσοκομείο της Λάρισας να τους δώσει. Αλλά ήταν χαλασμένο το ασθενοφόρο τους και είχανε και οι Λαρισαίοι πρόβλημα, πώς να φορτωθούν οι φιάλες; Τότε λοιπόν ήταν που είπε «δε γαμιέται» ο διοικητής του νοσοκομείου της Λαμίας και πήρε το αμάξι του μέσα στη μαύρη τη νύχτα και πήγε τη διαδρομή και καθάρισε.
Αυτό είναι το «δε γαμιέται» το ελληνικό. Αυτό το πράγμα που μας προσγειώνει και μας απογειώνει, που μας διαλύει και μας ενώνει, που μας πεθαίνει και μας ανασταίνει. Αυτή είναι η αόρατη παλάντζα της πατρίδας μας, που γέρνει πότε προς τα εδώ και πότε προς τα εκεί, για να γεννήσει τραγωδίες και θριάμβους. Στο χέρι μας είναι νομίζω να αποφύγουμε τις πρώτες και να απολαύσουμε τους δεύτερους. Αρκεί απλώς να ανοίξουμε τα μάτια…
Χρήστος Ξανθάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.