Τιμη Νι

Παρέχεται από το Investing.com

Βαθιά υπόκλιση για τον Θανάση Βέγγο


Νωρίς το πρωί της Τρίτης 3 Μαΐου- την ημέρα δηλαδή που το ελληνικό σινεμά ετοιμαζόταν να γιορτάσει την δεύτερη απονομή των βραβείων της νεοσύστατης Ακαδημίας Κινηματογράφου- άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο Ερυθρός Σταυρός όπου νοσηλευόταν ο Θανάσης Βέγγος. Ήταν 84 ετών.
Περίεργη συγκυρία για τον μόνο μεγάλο καθαρά κινηματογραφικό ηθοποιό του ελληνικού σινεμά, τον άνθρωπο που άρχισε την καριέρα του στα κινηματογραφικά πλατό κι έγινε διάσημος δημιουργώντας τον πιο ελληνικό και ταυτόχρονα τον πιο γνήσια κινηματογραφικό κωμικό τύπο.
Αντίθετα με τους άλλους μεγάλους της ελληνικής κωμωδίας (Λογοθετίδη, Αυλωνίτη, Φωτόπουλο Ηλιόπουλο κ.ά.) ο Βέγγος δεν πέρασε πρώτα από το θέατρο και την επιθεώρηση, αλλά βούτηξε κατευθείαν στο σινεμά αφήνοντας πίσω του 126 ταινίες, μερικές αξέχαστες ατάκες και πάνω από όλα ένα απίστευτο κινηματογραφικό ήθος.
Γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο, στις 29 Μαΐου του 1927 κι έζησε την ελληνική τραγωδία των πολιτικών διώξεων, αφού ο πατέρας του ήταν αριστερός- μέλος της εθνικής αντίστασης- ενώ ο ίδιος υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία στην Μακρόνησο, όπου γνώρισε τον σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο.
Λίγο αργότερα, το 1954, ο Κούνδουρος ήταν αυτός που του έδωσε τον πρώτο του ρόλο στην ταινία του «Μαγική Πόλις», ενώ δυο χρόνια αργότερα τον προσέλαβε και στον θρυλικό «Δράκο».
Μη έχοντας άλλη ευκαιρία για δουλειά ο Βέγγος έμεινε στα κινηματογραφικά πλατό, για τα επόμενα πέντε χρόνια, παίζοντας μικρούς ρόλους και δουλεύοντας παράλληλα ως φροντιστής- ήταν δηλαδή ο τεχνικός που έπρεπε να βρει όλα τα αντικείμενα που εμφανίζονταν μέσα στο ντεκόρ της κάθε σκηνής.
Από αυτή την δουλειά και το συνεχές τρέξιμο που απαιτούσε εμπνεύστηκε, πιθανώς, τον χαρακτηριστικό τύπο που έφτιαξε αργότερα και ο οποίος στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μια αντανάκλαση όλων των νεοελληνικών παθών και της αγωνίας του ανθρώπου που πολιορκεί την ευτυχία τρέχοντας.
Εξαιρετική κινηματογραφική στιγμή αυτής της περιόδου ήταν βεβαίως τα αληθινά χαστούκια που εισέπραξε από τον Κώστα Χατζηχρήστο στον «Ηλία του 16ου» (1959).
Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε σε μερικές από τις πιο ιστορικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, όπως «Διακοπές στην Αίγινα», «Μανταλένα», «Ποτέ την Κυριακή», ενώ ο πρώτος του μεγάλος ρόλος ήταν στην ταινία «Οι δοσατζήδες» (1960) μαζί με τον Νίκο Σταυρίδη και η πρώτη του θεατρική παράσταση ήταν η επιθεώρηση «Ομόνοια πλατς πλουτς», δίπλα στους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη (1959).
Τα επόμενα χρόνια, συνεργάζεται κυρίως με τον σκηνοθέτη Πάνο Γλυκοφρύδη, καθιερώνοντας τον τύπο που τον έκανε διάσημος. Αεικίνητος, νευρικός, παθιασμένος μικροκαταφερτζής αλλά πάντα τίμιος, δίνει μια τιτάνια μάχη για το μεροκάματο, την στιγμή που οι πάντες είναι έτοιμοι να τον εκμεταλλευτούν.
Το ίδιο εξάλλου κάνουν εκείνη την περίοδο και οι περισσότεροι Έλληνες οι οποίοι ταυτίζονται αμέσως μαζί του σε ταινίες όπως οι: «Ψηλά τα χέρια, Χίτλερ», «Μην είδατε τον Παναή», «Ζήτω η τρέλα», «Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης».
Κάτι μου λέει ότι οι ταινίες αυτές, υπό το πρίσμα της νέας οικονομικής κρίσης, μπορούν να ορίσουν από την αρχή την ίδια νεοελληνική αγωνία.
Το 1964 ιδρύει τη δική του εταιρία παραγωγής, ΘΒ – Ταινίες Γέλιου, συνεργάζεται με τον Πάνο Γλυκοφρύδη και τον Ερρίκο Θαλασσινό, αλλά και σκηνοθετεί ο ίδιος μερικές καταπληκτικές ταινίες- «Δόκτωρ Ζι-Βέγγος» (1968) «Ποιος Θανάσης» (1969) και κυρίως το αξεπέραστο «Θου-Βου Φαλακρός Πράκτωρ, Επιχείρηση Γης Μαδιάμ» (1969).
Είναι αναμφίβολα η καλύτερη ταινία του Βέγγου, προσωπικά όμως θα την τοποθετούσα ανάμεσα στις 10 (ή ακόμη και στις 5) καλύτερες ταινίες του ελληνικού σινεμά: Σουρεαλιστικό χιούμορ, αναρχική δομή και καθολική ασέβεια σε κάθε είδους καθωσπρεπισμό.
«Ροχαλίζεις πάντα» τον ρωτά ο Λαυρεύντης Διανέλος καθώς πέφτουν να κοιμηθούν στο ίδιο κρεβάτι κι εκείνος απαντά: «Όχι, μόνο όταν κοιμάμαι»
Η καριέρα του συνεχίζεται με τον σκηνοθέτη Ντίνο Κατσουρίδη και τις ταινίες «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;» (1971) και «Θανάση Πάρε το Όπλο σου» (1972) το οποίο συμπορεύεται με την αντίσταση εναντίον της Χούντας.
Η χαρακτηριστική σκηνή που ο Θανάσης συλλαμβάνεται από τους αστυνομικούς φωνάζοντας «όχι εμένα… έχω δίκιο εγώ…» γίνεται γρήγορα αντικαθεστωτικό σύμβολο.
Βαθιά υπόκλιση για τον Θανάση ΒέγγοΤη δεκαετία του ’80 γύρισε έξι βιντεοταινίες και τις τηλεοπτικές σειρές «Βεγγαλικά» (1988) και «Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης» (1990).
Προς το τέλος της καριέρας του, δέχτηκε να τσαλακώσει τον χαρακτηριστικό κωμικό του τύπο και ερμήνευσε με τρόπο καταπληκτικό μερικούς δραματικούς ρόλους: «Ήσυχες Μέρες του Αυγούστου» (1991) και «Όλα Είναι Δρόμος» (1998) του Παντελή Βούλγαρη, «Ζωή Χαρισάμενη» (1993) του Πατρίς Βιβάνκο και το «Βλέμμα του Οδυσσέα» (1995) του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Καλτ έχει μείνει βεβαίως και η ατάκα που εκστομίζει σ’ αυτή την ταινία δίπλα στον Χάρβεϊ Καιτέλ: «Φύση πάρε ένα μπισκότο».
Τέλειο επιστέγασμα αυτής τη μοναδικής καριέρας ήταν οι δυο υπέροχοι αριστοφανικοί ρόλοι του Επίδαυρο («Αχαρνής» το 1997 και «Ειρήνη» το 2001 και τα δυο σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη) και η εξαιρετική τηλεοπτική σειρά του MEGA «Περί ανέμων και υδάτων» με την οποία ο Βέγγος έγινε ξανά, πενήντα χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση, καθημερινή ελληνική συνήθεια.
Η τελευταία του κινηματογραφική ατάκα, στην ταινία «Ψυχή Βαθιά» (2008) του Βούλγαρη η οποία μιλούσε για τον Εμφύλιο, μοιάζει να συμπληρώνει την  τραγική ελληνική κωμωδία του «καλοί μου άνθρωποι», ορίζοντας το αντίστροφό της: «δεν είναι πόλεμος ετούτο που μας βρήκε κύριε Ταγματάρχα» λέει στον αξιωματικό που του παραδίδει το πτώμα του εγγονού του «Έλληνες να ντουφεκάνε Έλληνες;»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.