Καθόμαστε με τον Μιχάλη και κοιτάμε τον απέναντι τοίχο αμίλητοι. Φοράμε ματαίως την εργατική μας περιβολή.
Εμφανίζονται ξαφνικά δύο γνωστές εκδιδόμενες τσιγγάνες.
-«Αν μου δώσεις είκοσι ευρώ κάθομαι να με γαμήσεις.» Λέει η μια του Μιχάλη.
Την κοιτάει με εκείνο το απερίγραπτο και κουρασμένο βλέμμα του.
-«Άμα μου δώσεις είκοσι ευρώ κάθομαι και εγώ να με γαμήσεις.» της απαντάει.
Σηκώνομαι και φεύγω για το σούπερ μάρκετ αμίλητος.
Η Υπάλληλος των φρούτων με γλυκοκοιτάζει. Κολακεύομαι. Σκέφτομαι «έχω ακόμα πέραση» .
Στο ταμείο ρωτάω την Ανθούλα που έχω θάρρος μαζί της.
-«Μην τσιμπάς… - μου λέει- …έτσι κοιτάει όσους είναι ντυμένοι με ρούχα της δουλειάς… αν πιάσεις γκόμενο την σήμερον ημέρα που να δουλεύει είναι σαν να έπιασες τον πρώτο λαχνό.»
Φεύγω απογοητευμένος. Στο δρόμο σκέφτομαι «τα χρόνια εκείνα τα παλιά» της μεταπολίτευσης που ήμουν νέος.
Οι συνομήλικοι συνάδελφοι μου, στο τέλος της ημέρας έπλεναν τα χέρια τους με μεγάλη επιμέλεια. Χρησιμοποιούσαν ειδικές κρέμες και βουρτσάκια για να σβήσουν όλα τα σημάδια της εργατικής τους καταγωγής. Ήταν η εποχή που ήταν της μόδας να είσαι υπάλληλος γραφείου, τουλάχιστον.
Δεν συνέβαινε το ίδιο με τους χώρους της αριστεράς. Εδώ ήταν της μόδας να είσαι όσο ποιο εργάτης γινόταν. Ένα μεροκάματο να έκανες σε βαφτίζανε εργάτη. Η αριστερά αποτελούταν κατά βάση από επιστήμονες, διανοούμενους, και φοιτητές που λάτρευαν την εργατική τάξη.
Τότε συγκατοικούσα με έναν άξεστο χωριάτη που είχε έρθει στην Αθήνα και έγινε εργάτης στο πρώτο μεροκάματο του στην οικοδομή. Καλό παιδί αλλά ανυπόφορος.
Τον γούσταραν όλες οι γυναίκες της «διανόησης».
Κάθε μαλακία που ξεστόμιζε γινόταν «πηγαίο απόφθεγμα προερχόμενο από την σοφία και το ένστικτο της εργατικής τάξης».
Είχε μάθει απέξω και δύο τρία «τσιτάτα» από το «κράτος και επανάσταση».
Τον ονόμαζαν με δέος «ο Προλετάριος».
Ο «Προλετάριος» σηκωνόταν το πρωί και πριν ανοίξει το μάτι του πήγαινε στην κουζίνα και έτρωγε με μια κουτάλα ρεβίθια που τα είχε μαγειρέψει την προηγούμενη μέρα.
Μου γυρίζανε τα άντερα ανάποδα.
Μια μέρα τον βρήκα στο κρεβάτι καθιστό να κόβει τα νύχια του. Δίπλα στο κρεβάτι βλέπω ένα «πατάκι», ένα μικρό μεταλλικό τρίποδο που χρησιμοποιούν οι κιθαρίστες της κλασικής κιθάρας για να βάζουν το πόδι τους.
-«Μαθαίνεις κιθάρα;» ερωτώ.
-«Τι λες τώρα;» Με ρωτάει απορημένος.
-«Αυτό τότε τι το θέλεις;»
-«Ααα! …. Δεν ξέρω τι είναι… το βρήκα εδώ απέξω… στα σκουπίδια και το πήρα για να δένω τα κορδόνια μου.»
Τότε γνώρισα μια του «οικονομικού της νομικής». Είχε χωρίσει πρόσφατα και έψαχνε να καλύψει το κενό. Ήθελε κάτι εργατικό, γρέτζο και πριμιτίβο, για να ξεχάσει τον «επιστήμονα».
Αγόρασα, αφελώς, δύο εισιτήρια για την λυρική σκηνή το σαββατόβραδο.
Γούρλωσε τα μάτια. «Αυτά είναι αστική τέχνη.» μου είπε.
Ανέλαβε να με φέρει σε επαφή με τον «εργατικό πολιτισμό».
Βρέθηκα, ξαφνικά σε ένα καταγώγιο στον Ταύρο, να ρουφάω σαλιγκάρια με σάλτσα ανάμεσα σε ιμιτασιόν βαρέλια και απέναντι ένας μανιοκαταθλιπτικός γέρος να κοπανάει ένα ξεκούρδιστο μπουζούκι και να έχει μείνει έκθαμβη η διανόηση.
Αργά με πήγε στο σπίτι της. Έφυγα, με γδαρμένη την πλάτη αλειμμένη με μπεταντίν , ξημερώματα… «να μην μας σχολιάσει η γειτονιά».
Έφτασα στο σπίτι . Ο προλετάριος κοιμόταν ανάσκελα με ανοιχτό το στόμα . Κάποιο όνειρο έβλεπε και του είχε «σηκωθεί» κάτω από το σεντόνι.
Ξάπλωσα μπρούμυτα.
Τι τραβάμε και εμείς οι πριμιτίβοι !
Εμφανίζονται ξαφνικά δύο γνωστές εκδιδόμενες τσιγγάνες.
-«Αν μου δώσεις είκοσι ευρώ κάθομαι να με γαμήσεις.» Λέει η μια του Μιχάλη.
Την κοιτάει με εκείνο το απερίγραπτο και κουρασμένο βλέμμα του.
-«Άμα μου δώσεις είκοσι ευρώ κάθομαι και εγώ να με γαμήσεις.» της απαντάει.
Σηκώνομαι και φεύγω για το σούπερ μάρκετ αμίλητος.
Η Υπάλληλος των φρούτων με γλυκοκοιτάζει. Κολακεύομαι. Σκέφτομαι «έχω ακόμα πέραση» .
Στο ταμείο ρωτάω την Ανθούλα που έχω θάρρος μαζί της.
-«Μην τσιμπάς… - μου λέει- …έτσι κοιτάει όσους είναι ντυμένοι με ρούχα της δουλειάς… αν πιάσεις γκόμενο την σήμερον ημέρα που να δουλεύει είναι σαν να έπιασες τον πρώτο λαχνό.»
Φεύγω απογοητευμένος. Στο δρόμο σκέφτομαι «τα χρόνια εκείνα τα παλιά» της μεταπολίτευσης που ήμουν νέος.
Οι συνομήλικοι συνάδελφοι μου, στο τέλος της ημέρας έπλεναν τα χέρια τους με μεγάλη επιμέλεια. Χρησιμοποιούσαν ειδικές κρέμες και βουρτσάκια για να σβήσουν όλα τα σημάδια της εργατικής τους καταγωγής. Ήταν η εποχή που ήταν της μόδας να είσαι υπάλληλος γραφείου, τουλάχιστον.
Δεν συνέβαινε το ίδιο με τους χώρους της αριστεράς. Εδώ ήταν της μόδας να είσαι όσο ποιο εργάτης γινόταν. Ένα μεροκάματο να έκανες σε βαφτίζανε εργάτη. Η αριστερά αποτελούταν κατά βάση από επιστήμονες, διανοούμενους, και φοιτητές που λάτρευαν την εργατική τάξη.
Τότε συγκατοικούσα με έναν άξεστο χωριάτη που είχε έρθει στην Αθήνα και έγινε εργάτης στο πρώτο μεροκάματο του στην οικοδομή. Καλό παιδί αλλά ανυπόφορος.
Τον γούσταραν όλες οι γυναίκες της «διανόησης».
Κάθε μαλακία που ξεστόμιζε γινόταν «πηγαίο απόφθεγμα προερχόμενο από την σοφία και το ένστικτο της εργατικής τάξης».
Είχε μάθει απέξω και δύο τρία «τσιτάτα» από το «κράτος και επανάσταση».
Τον ονόμαζαν με δέος «ο Προλετάριος».
Ο «Προλετάριος» σηκωνόταν το πρωί και πριν ανοίξει το μάτι του πήγαινε στην κουζίνα και έτρωγε με μια κουτάλα ρεβίθια που τα είχε μαγειρέψει την προηγούμενη μέρα.
Μου γυρίζανε τα άντερα ανάποδα.
Μια μέρα τον βρήκα στο κρεβάτι καθιστό να κόβει τα νύχια του. Δίπλα στο κρεβάτι βλέπω ένα «πατάκι», ένα μικρό μεταλλικό τρίποδο που χρησιμοποιούν οι κιθαρίστες της κλασικής κιθάρας για να βάζουν το πόδι τους.
-«Μαθαίνεις κιθάρα;» ερωτώ.
-«Τι λες τώρα;» Με ρωτάει απορημένος.
-«Αυτό τότε τι το θέλεις;»
-«Ααα! …. Δεν ξέρω τι είναι… το βρήκα εδώ απέξω… στα σκουπίδια και το πήρα για να δένω τα κορδόνια μου.»
Τότε γνώρισα μια του «οικονομικού της νομικής». Είχε χωρίσει πρόσφατα και έψαχνε να καλύψει το κενό. Ήθελε κάτι εργατικό, γρέτζο και πριμιτίβο, για να ξεχάσει τον «επιστήμονα».
Αγόρασα, αφελώς, δύο εισιτήρια για την λυρική σκηνή το σαββατόβραδο.
Γούρλωσε τα μάτια. «Αυτά είναι αστική τέχνη.» μου είπε.
Ανέλαβε να με φέρει σε επαφή με τον «εργατικό πολιτισμό».
Βρέθηκα, ξαφνικά σε ένα καταγώγιο στον Ταύρο, να ρουφάω σαλιγκάρια με σάλτσα ανάμεσα σε ιμιτασιόν βαρέλια και απέναντι ένας μανιοκαταθλιπτικός γέρος να κοπανάει ένα ξεκούρδιστο μπουζούκι και να έχει μείνει έκθαμβη η διανόηση.
Αργά με πήγε στο σπίτι της. Έφυγα, με γδαρμένη την πλάτη αλειμμένη με μπεταντίν , ξημερώματα… «να μην μας σχολιάσει η γειτονιά».
Έφτασα στο σπίτι . Ο προλετάριος κοιμόταν ανάσκελα με ανοιχτό το στόμα . Κάποιο όνειρο έβλεπε και του είχε «σηκωθεί» κάτω από το σεντόνι.
Ξάπλωσα μπρούμυτα.
Τι τραβάμε και εμείς οι πριμιτίβοι !
Το παρόν εστάλη στο e-mail του Ramnousia από αναγνώστη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.