«Από δω -βάλ' το καλά στο μυαλό σου- βγαίνουν μόνο "ανανήψαντες" ή
πεθαμένοι. Ζωντανός… ούτε ένας, του είπε ο Βασιλάτος. Εσύ, όπως είσαι,
σαν τον Άγιο Αντώνιο τον Ασκητή, δεν πρόκειται να βαστάξεις πολλές μέρες
και μια δουλειά που είναι να γίνει αύριο, κάν’ την μια ώρα αρχύτερα.
Γιατί να παιδεύεσαι άδικα; Και απλώνοντας ένα χαρτί, συμπλήρωσε:
- Βάλε μια υπογραφή και άντε στο καλό σου.
Και ο Μαλτέζος, μ’ ένα τόνο απλό, σεμνό και σταθερό -τέτοιος ήταν ο χαραχτήρας του, τέτοια ήταν και όλη η ζωή του- απάντησε:
- Άδικα παιδεύεστε.
Τον έδειραν με συρματένιο βούρδουλα κι απάνω στις ματωμένες ανοιχτές πληγές έριξαν...
καυτό τσιγαρισμένο λάδι. Σπαρτάρησε το κορμί από τους σπασμούς, όμως δεν έβγαλε ούτε ένα "αχ!". Σε συνέχεια, τον άφησαν πέντε μέρες ήσυχο… Την έκτη μέρα μπήκε στο κελί όλη η κουστωδία. Επαναλήφθηκε η ίδια ιστορία, πήραν ξανά την ίδια απλή, σεμνή και σταθερή απάντηση:
-Μη χάνετε τα λόγια σας. Σας είπα: Άδικα παιδεύεστε.
Τον βασάνισαν πάλι και, στο τέλος, όπως τον είχαν ξαπλωμένο, ο ένας πάτησε το δεξί πόδι τον Μαλτέζου πάνω στο τσιμέντο, ο άλλος σήκωσε το αριστερό, όσο μπορούσε πιο ψηλά, έβαλαν ένα πέταλο στη φτέρνα. Ο Βασιλάτος, μ’ ένα σαδιστικό χαμόγελο στα χείλη, σάλιωσε το καρφί, για να προχωρήσει τάχατες ευκολότερα και ο Διονυσάτος το χτυπούσε αργά μ’ ένα σφυρί να μπει στο κρέας. Μα δεν το πέτυχαν. Λιποθύμησε. Αυτοί πήγαιναν να πεταλώσουν ζωντανό τον άνθρωπο, να υποφέρει, να στριφογυρίζει από τους πόνους, να βογγάει, να ουρλιάζει κι όχι έναν αναίσθητο. Κι ούτε τους συνέφερε να παρατραβήξουν το σχοινί, γιατί ήθελαν δηλωσία και όχι πεθαμένο»
Κώστα Μπόση: ‘Χρήστος Μαλτέζος’, «Νέος Κόσμος», τ. 2, Φεβρουάριος 1967, σελ. 257
Και ο Μαλτέζος, μ’ ένα τόνο απλό, σεμνό και σταθερό -τέτοιος ήταν ο χαραχτήρας του, τέτοια ήταν και όλη η ζωή του- απάντησε:
- Άδικα παιδεύεστε.
Τον έδειραν με συρματένιο βούρδουλα κι απάνω στις ματωμένες ανοιχτές πληγές έριξαν...
καυτό τσιγαρισμένο λάδι. Σπαρτάρησε το κορμί από τους σπασμούς, όμως δεν έβγαλε ούτε ένα "αχ!". Σε συνέχεια, τον άφησαν πέντε μέρες ήσυχο… Την έκτη μέρα μπήκε στο κελί όλη η κουστωδία. Επαναλήφθηκε η ίδια ιστορία, πήραν ξανά την ίδια απλή, σεμνή και σταθερή απάντηση:
-Μη χάνετε τα λόγια σας. Σας είπα: Άδικα παιδεύεστε.
Τον βασάνισαν πάλι και, στο τέλος, όπως τον είχαν ξαπλωμένο, ο ένας πάτησε το δεξί πόδι τον Μαλτέζου πάνω στο τσιμέντο, ο άλλος σήκωσε το αριστερό, όσο μπορούσε πιο ψηλά, έβαλαν ένα πέταλο στη φτέρνα. Ο Βασιλάτος, μ’ ένα σαδιστικό χαμόγελο στα χείλη, σάλιωσε το καρφί, για να προχωρήσει τάχατες ευκολότερα και ο Διονυσάτος το χτυπούσε αργά μ’ ένα σφυρί να μπει στο κρέας. Μα δεν το πέτυχαν. Λιποθύμησε. Αυτοί πήγαιναν να πεταλώσουν ζωντανό τον άνθρωπο, να υποφέρει, να στριφογυρίζει από τους πόνους, να βογγάει, να ουρλιάζει κι όχι έναν αναίσθητο. Κι ούτε τους συνέφερε να παρατραβήξουν το σχοινί, γιατί ήθελαν δηλωσία και όχι πεθαμένο»
Κώστα Μπόση: ‘Χρήστος Μαλτέζος’, «Νέος Κόσμος», τ. 2, Φεβρουάριος 1967, σελ. 257
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.