Οι Τσάμηδες ήταν γηγενείς χριστιανοί της Θεσπρωτίας, που εξισλαμίστηκαν πιθανότατα τον 17ο αιώνα, κυρίως μετά το κίνημα του Διονύσιου του Φιλοσόφου (1611).
Μάλιστα μετά το 1635, φαίνεται ότι οι εξισλαμισμοί αυτοί εντάθηκαν. Ωστόσο, δεν είχαν καμιά σχέση με τους Αλβανούς και δεν διέθεταν αλβανική εθνική συνείδηση, αλλά τα ήθη και τα έθιμά τους ήταν παρόμοια με τα χριστιανικά, ενώ πολλοί είχαν και χριστιανικά ονόματα.
Με την πάροδο του χρόνου, όμως, οι Τσάμηδες εξελίχθηκαν σε φανατικούς μουσουλμάνους και σφοδρούς πολέμιους των Ελλήνων. Κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο και στη διάρκεια των επιχειρήσεων για την απελευθέρωση της Ηπείρου, πολέμησαν εναντίον των ελληνικών στρατευμάτων, έχοντας συστήσει συμμορίες.
Το Νοέμβριο του 1921, η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη αποφάσισε τα εδάφη στα οποία ζούσαν οι Τσάμηδες να αποδοθούν οριστικά στην Ελλάδα.
Πόσοι ήταν όμως οι Τσάμηδες;
Ο Π. Αραβαντινός, στο τρίτο μέρος της «Περιγραφής της Ηπείρου» αναφέρει ότι οι Μωαμεθανοί της Τσαμουριάς ανέρχονταν σε 4.000 οικογένειες περίπου. Η αλβανική κυβέρνηση υπολόγισε το 1925 τον αριθμό τους σε 25.000 άτομα. Η Μεικτή Επιτροπή στην οποία θα αναφερθούμε εκτενώς παρακάτω, υπολόγισε τον αριθμό τους σε 20.160 άτομα.
Ας επανέλθουμε όμως στα ιστορικά γεγονότα.
Τον Αύγουστο του 1923, δολοφονήθηκε στην Κακαβιά ο Ιταλός στρατηγός Τελίνι, καθώς και άλλα μέλη της ιταλικής αντιπροσωπείας και το «τσάμικο» παρέμεινε σε εκκρεμότητα.
Ο Ιταλός στρατηγός Τελίνι
Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, υπογράφηκε μια ελληνοτουρκική σύμβαση, που προέβλεπε την ανταλλαγή των ορθόδοξων χριστιανών κατοίκων της Τουρκίας με τους μουσουλμάνους κατοίκους της Ελλάδας (Λωζάνη, 30/1/1923). Στο κείμενο αυτό δεν υπήρχε καμιά αναφορά σε όσους μουσουλμάνους κατοικούσαν στη Δυτική Μακεδονία και την Ήπειρο, καθώς θεωρούνταν αλβανικής καταγωγής.
Μάλιστα, το μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας Δημήτρης Κακλαμάνος, δήλωσε ότι «Η Ελλάδα δεν πρόκειται να ανταλλάξει τους μουσουλμάνους «αλβανικής» καταγωγής. Αυτοί κατοικούσαν σε μία περιοχή σαφώς καθορισμένη, την Ήπειρο και, παρόλο που η θρησκεία τους ήταν η ίδια με αυτή των Τούρκων, ήταν διαφορετικής εθνικότητας.»
Η ατυχής αυτή δήλωση Κακλαμάνου έδωσε την ευκαιρία στους Αλβανούς να επωφεληθούν. Ο απεσταλμένος τους στη Λωζάνη Μιντάτ Φρασέρι, έστειλε μία επιστολή στον Ιταλό πρόεδρο της επιτροπής για τις μειονότητες Αντόνιο Μοντάνια, με την οποία του τόνιζε ότι θα πρέπει να γίνουν πολύ προσεκτικές κινήσεις στο θέμα των Τσάμηδων και να εξαιρεθούν με κάθε τρόπο από την επικείμενη συναλλαγή. Ο Μοντάνια τον καθησύχασε, διαβεβαιώνοντάς τον ότι Ελλάδα και Τουρκία είχαν δεσμευθεί όσοι Αλβανοί κατοικούσαν στα εδάφη τους να εξαιρεθούν από την ανταλλαγή πληθυσμών.
Τελικά αποφασίστηκε μια Μεικτή Ελληνοτουρκική Επιτροπή, που συγκροτήθηκε τον Μάρτιο του 1924, να ασχοληθεί με το ζήτημα του προσδιορισμού της καταγωγής των μουσουλμάνων. Οι Αλβανοί, οι οποίοι αποκλείστηκαν από την επιτροπή, κατέθεσαν προσφυγή κατά της Ελλάδας στο Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών, προσπαθώντας να μην εφαρμοστεί η ελληνική πρόταση για εισαγωγή ενός γενικού μέτρου για την εξαίρεση των μουσουλμάνων από την ανταλλαγή.
Η προσφυγή τους συζητήθηκε στο Συμβούλιο στις 17/12/1923 και απορρίφθηκε η πρότασή τους για τη σύσταση νέας επιτροπής που θα αποφάσιζε για την τύχη των μουσουλμάνων της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου, στην οποία θα έπαιρναν μέρος και οι ίδιοι. Η Μεικτή Επιτροπή που αναφέραμε παραπάνω ανέθεσε σε μία τριμελή αντιπροσωπεία, αποτελούμενη από τους E.E. Ekstrand, Π. Μεταξά και Χαντίμπεη να μεταβούν επί τόπου στην Ήπειρο, για να διερευνήσουν τη βούληση των μουσουλμάνων. Το ταξίδι αυτό πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 1924 και είχε διάρκεια ενός μηνός.
Τα μέλη της αντιπροσωπείας κατέληξαν ομόφωνα στο συμπέρασμα ότι οι μουσουλμάνοι δεν είχαν ακόμη διαμορφώσει εθνική συνείδηση και βασικό κριτήριο του αυτοπροσδιορισμού τους ήταν η θρησκεία. Ελάχιστοι ισχυρίζονταν ότι ήταν αλβανικής καταγωγής, ενώ οι περισσότεροι δήλωναν πως είναι τουρκικής καταγωγής και ζητούσαν να μετεγκατασταθούν στην Τουρκία.
Τα Τίρανα αντέδρασαν έντονα και επιδίωκαν την, με κάθε τρόπο, παραμονή των Τσάμηδων στην Ελλάδα, ως «αντίβαρο» για το βορειοηπειρωτικό αλλά έχοντας πάντα κατά νου ότι το «τσάμικο» θα μπορούσε να αποτελέσει και στο μέλλον μοχλό για την Ελλάδα.
Έτσι οι Αλβανοί ανέβασαν τους τόνους της αντιπαράθεσης προσφεύγοντας ξανά στο Συμβούλιο της Κ.τ.Ε. κατά της Ελλάδας. Παράλληλα, απέστειλαν επιστολές προς τον Γ.Γ. της Κ.τ.Ε. Το ίδιο διάστημα, δεκάδες πράκτορες των Τιράνων κατέκλυσαν τα χωριά των Τσάμηδων, προσπαθώντας να τους πείσουν ότι έχουν αλβανική καταγωγή. Η ελληνική πλευρά κράτησε μετριοπαθή στάση, κάτι που αναγνώρισε ο επίσημος εισηγητής της Κ.τ.Ε. για το θέμα των Τσάμηδων, Ισπανός Ντε Λεόν. Τότε προέκυψε ένα άλλο πρόβλημα, καθώς οι Τούρκοι δεν δέχονταν άλλους Τσάμηδες στην επικράτειά τους, μάλλον για οικονομικούς λόγους. Ισχυρίζονταν επίσης ότι οι Τσάμηδες δεν είχαν τουρκική εθνική συνείδηση.
Τα τρία ουδέτερα μέλη της Μεικτής Επιτροπής που επισκέφθηκαν την περιοχή κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα με τους απεσταλμένους της Επιτροπής που είχαμε αναφέρει παραπάνω. Η ελληνική πλευρά ζήτησε από την Τουρκία να δεχθεί τουλάχιστον 10.000 Τσάμηδες, πράγμα που συνάντησε σφοδρές αντιδράσεις από την αλβανική πλευρά. Τελικά, τον Ιούνιο του 1925, η Άγκυρα ενημέρωσε τον Έλληνα επιτετραμμένο Ιωάννη Πολίτη ότι μπορούσε να δεχθεί στην επικράτειά της 5.000 μουσουλμάνους της Ηπείρου.
Η κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου, αν και δεν ήταν απόλυτα ικανοποιημένη από αυτό τον αριθμό, πίστευε ότι μόλις αναχωρούσαν οι πρώτοι Τσάμηδες για την Τουρκία, θα τους ακολουθούσαν και οι υπόλοιποι. Ενώ το θέμα φαινόταν ότι λυνόταν ευνοϊκά για τη χώρα μας, στις 25-26 Ιουνίου 1925 ο Θεόδωρος Πάγκαλος ανέτρεψε την κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου. Ο Πάγκαλος, αν και με ηπειρώτικες ρίζες, ήταν γνωστός για τα φιλοαλβανικά του αισθήματα και ήθελε την εξομάλυνση των σχέσεων των δύο πλευρών, γιατί έτσι πίστευε ότι θα αναπτυσσόταν οικονομικά η Ήπειρος (!). Πήρε λοιπόν την απόφαση να εξαιρεθούν οι Τσάμηδες από την ανταλλαγή (Φεβρουάριος 1926), τη στιγμή που οι Αλβανοί ήταν απομονωμένοι και το πρόβλημα λυνόταν με ευνοϊκό για την Ελλάδα τρόπο…
Ο Θεόδωρος Πάγκαλος
Στις 11 Φεβρουαρίου 1926 το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών αποφάσισε και επίσημα τη διάλυση των βορειοηπειρωτικών συλλόγων, την παράδοση των αρχείων τους στις κατά τόπους Νομαρχίες και την απόδοση της περιουσίας τους στην Εθνική Τράπεζα! Ακόμα, ο Πάγκαλος σκόπευε να αμνηστεύσει τους μουσουλμάνους της Τσαμουριάς, που είχαν τιμωρηθεί λόγω της προπαγανδιστικής τους δράσης στην ελληνική επικράτεια…
Ωστόσο, η Αλβανία συνέχιζε να κατηγορεί τη χώρα μας ότι αποστερούσε από τους «μουσουλμανικής αλβανικής καταγωγής» της Τσαμουριάς τα δικά τους σχολεία (όπου η διδασκαλία έπρεπε να γίνεται στα αλβανικά) και ότι καταπατούνταν από πρόσφυγες οι περιουσίες των Τσάμηδων. Όμως το ελληνικό κράτος έδινε το δικαίωμα στους μουσουλμάνους να ανοίξουν, εφόσον το ήθελαν, τα δικά τους σχολεία. Όσο για τις απαλλοτριώσεις, πραγματικά από τον Φεβρουάριο του 1913 έγιναν,
προκειμένου να παραχωρηθούν κτήματα στους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Από το μέτρο αυτό όμως δεν θίγονταν μόνο «Τσάμηδες», αλλά κυρίως μεγάλοι και μικροί Έλληνες κτηματίες. Τελικά οι Αλβανοί προσέφυγαν στην Κ.τ.Ε. (Μάρτιος 1928) σχετικά με το ζήτημα των κτημάτων και την «κρίσιμη κατάσταση» στην οποία είχε περιέλθει η «αλβανική μειονότητα» της Τσαμουριάς. Ο Νικόλαος Πολίτης, με έναν μνημειώδη λόγο, κατέρριψε τα αλβανικά επιχειρήματα και τον Ιούνιο του 1928, το Συμβούλιο της Κ.τ.Ε. απέρριψε την προσφυγή της Αλβανίας, η οποία δέχθηκε ισχυρότατο πλήγμα.
Αυτά είναι σε γενικές γραμμές τα γεγονότα σχετικά με το λεγόμενο «τσάμικο» τη δεκαετία του 1920. Όλες οι πηγές συμφωνούν ότι μοιραίος άνθρωπος ήταν ο Θεόδωρος Πάγκαλος, που άφησε μια τεράστια πληγή με την πολιτική του στην Ήπειρο και όλη την Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.