Του Γ. Γ.
«Ο Ιησούς πεθαίνει λίγο - λίγο, η ζωή τον εγκαταλείπει, όταν ξαφνικά ανοίγει ο ουρανός πάνω από το κεφάλι του, απ' άκρη σε άκρη, κι εμφανίζεται ο Θεός, με το ντύσιμο που είχε στο καΐκι, και η φωνή του αντηχεί σε όλη τη γη καθώς λέει,
Εσύ είσαι ο Υιός μου ο αγαπητός, σε σένα έδωσα όλη μου την εύνοια.
Τότε ο Ιησούς κατάλαβε πως σύρθηκε στην πλάνη, όπως σέρνεται ο αμνός στη σφαγή, ότι η ζωή του χαράχτηκε για να πεθάνει έτσι από την αρχή της αρχής, και, όπως θυμήθηκε τον ποταμό αίματος και τον πόνο που θα γεννηθεί απ' αυτόν και θα πλημμυρίσει τη γη, κραύγασε προς τον ανοιχτό ουρανό, όπου ο Θεός χαμογελούσε,
Άνθρωποι, συγχωρήστε τον, γιατί δεν ξέρει τι κάνει»...
(Ζοζέ Σαραμάγκου - «Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον», εκδόσεις «Καστανιώτη»)
Απ’ τα ποιο συναρπαστικά μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί είναι το παραπάνω του νομπελίστα κομμουνιστή και άθεου –κατά δήλωση του- Ζοζέ Σαραμάγκου. Κι αν ο Πορτογάλος διανοούμενος κατορθώνει να γράψει ένα καταπληκτικό, αντιδογματικό μυθιστόρημα, που ξεσήκωσε την μήνη του εγχώριου παπαδαριού του, και τον ανάγκασε να αυτοεξοριστή περνώντας τα τελευταία χρόνια της ζωής του στα Κανάρια Νησιά, «δικός» μας Κυριάκος Σιμόπουλος με το βιβλίο του «Μυθοπλαστία όλες οι θρησκείες της Οικουμένης», τεκμηριώνει εκτός των άλλων ότι τα περί ανάστασης του Χριστού αποτελούν μυθική παράδοση και όχι ιστορικό γεγονός.
Όπως και να είναι πάντως και ανεξάρτητα από τι γνώμη έχει ο καθένας για τις μεταφυσικές δοξασίες, δεν μπορεί να μην σχολιάσει το παραλήρημα μίσους που ακούσαμε από τον «εκπρόσωπο του θεού», «άγιο» -έτσι αποκαλούνται αναμεταξύ τους οι δεσποτάδες- Καλαβρύτων, Αμβρόσιο, ούτε να προσπεράσει την αηδία του «θρησκόληπτου» ναζιστικού οχετού που θα ξανακάνει την εμφάνισή του.
«Ο Ιησούς πεθαίνει λίγο - λίγο, η ζωή τον εγκαταλείπει, όταν ξαφνικά ανοίγει ο ουρανός πάνω από το κεφάλι του, απ' άκρη σε άκρη, κι εμφανίζεται ο Θεός, με το ντύσιμο που είχε στο καΐκι, και η φωνή του αντηχεί σε όλη τη γη καθώς λέει,
Εσύ είσαι ο Υιός μου ο αγαπητός, σε σένα έδωσα όλη μου την εύνοια.
Τότε ο Ιησούς κατάλαβε πως σύρθηκε στην πλάνη, όπως σέρνεται ο αμνός στη σφαγή, ότι η ζωή του χαράχτηκε για να πεθάνει έτσι από την αρχή της αρχής, και, όπως θυμήθηκε τον ποταμό αίματος και τον πόνο που θα γεννηθεί απ' αυτόν και θα πλημμυρίσει τη γη, κραύγασε προς τον ανοιχτό ουρανό, όπου ο Θεός χαμογελούσε,
Άνθρωποι, συγχωρήστε τον, γιατί δεν ξέρει τι κάνει»...
(Ζοζέ Σαραμάγκου - «Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον», εκδόσεις «Καστανιώτη»)
Απ’ τα ποιο συναρπαστικά μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί είναι το παραπάνω του νομπελίστα κομμουνιστή και άθεου –κατά δήλωση του- Ζοζέ Σαραμάγκου. Κι αν ο Πορτογάλος διανοούμενος κατορθώνει να γράψει ένα καταπληκτικό, αντιδογματικό μυθιστόρημα, που ξεσήκωσε την μήνη του εγχώριου παπαδαριού του, και τον ανάγκασε να αυτοεξοριστή περνώντας τα τελευταία χρόνια της ζωής του στα Κανάρια Νησιά, «δικός» μας Κυριάκος Σιμόπουλος με το βιβλίο του «Μυθοπλαστία όλες οι θρησκείες της Οικουμένης», τεκμηριώνει εκτός των άλλων ότι τα περί ανάστασης του Χριστού αποτελούν μυθική παράδοση και όχι ιστορικό γεγονός.
Όπως και να είναι πάντως και ανεξάρτητα από τι γνώμη έχει ο καθένας για τις μεταφυσικές δοξασίες, δεν μπορεί να μην σχολιάσει το παραλήρημα μίσους που ακούσαμε από τον «εκπρόσωπο του θεού», «άγιο» -έτσι αποκαλούνται αναμεταξύ τους οι δεσποτάδες- Καλαβρύτων, Αμβρόσιο, ούτε να προσπεράσει την αηδία του «θρησκόληπτου» ναζιστικού οχετού που θα ξανακάνει την εμφάνισή του.
Να ολοκληρώσουμε με ένα κείμενο που έχει γράψει ο Γιώργος Ρούσης στην "Ελευθεροτυπία" 4/5/2013
Η δική μας ανάσταση
Για να επιτευχθεί η δική μας Ανάσταση, ως συλλογική ανατροπή – απελευθέρωση του ίδιου του λαού εν ζωή, είναι αναγκαίο να υπερβούμε τη δύναμη της συνήθειας και τη συνεπαγόμενη εθελοδουλία σε θεούς αλλά και σε άλλους ανθρώπους.
Θυμίζω ενδεικτικά ότι αυτές οι βαθύτατα συντηρητικές δυνάμεις έχουν αναδειχθεί με τον πιο γλαφυρό τρόπο, από την εποχή του Πλάτωνα μέχρι σήμερα, από σημαντικούς στοχαστές.
Ο Πλάτωνας, στην παραβολή του σπηλαίου των δεσμωτών, αναφέρεται στην τρομερή δυσκολία που θα συναντήσουν όσοι δουν την πραγματικότητα ως έχει, για να πείσουν εκείνους οι οποίοι έχουν εθιστεί να βλέπουν τα είδωλα της.
Διαπρεπείς ιστορικοί μάς επισημαίνουν ότι οι εξεγέρσεις του Σπάρτακου δεν στόχευαν στην κατάργηση του δουλοκτητικού συστήματος γενικά, αλλά στο να πάψουν να είναι δούλοι οι ίδιοι οι εξεγερμένοι.
Ο Λα Μποεσί το 16ο αιώνα αναφέρεται στην εθελοδουλία και στον «απεριόριστο αριθμό ανθρώπων οι οποίοι όχι μόνο υπακούουν, αλλά υπηρετούν, όχι μόνο κυβερνώνται αλλά τυραννούνται».
Ο Ντέιβιντ Χιουμ επισημαίνει ότι «εθιζόμαστε τόσο έντονα στην υπακοή και την υποταγή, που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αναζητούν να πληροφορηθούν περισσότερα για την προέλευση ή την αιτία της, παρά όσο για τις αρχές της βαρύτητας, της αδράνειας ή για τους πιο γενικούς νόμους της φύσης».
Ο Ρουσό κάνει λόγο για δειλία που διαιωνίζει τη σκλαβιά, για τους δούλους που χάνουν τα πάντα μέσα στα δεσμά τους, ακόμα και τον πόθο να ξεσκλαβωθούν, για ανθρώπους που αγαπούν τη σκλαβιά τους, όπως οι σύντροφοι του Οδυσσέα αγαπούσαν την αποκτήνωση τους.
Ο Ροβεσπιέρος και ο Μπαμπέφ μιλούν για τον αρνητικό ρόλο της μεγάλης δύναμης των προκαταλήψεων.
Ο Ένγκελς μας υπενθυμίζει ότι όταν στην Πρωσία καταργήθηκε η δουλοπαροικία και μαζί με αυτήν η υποχρέωση για τα αφεντικά να βοηθούν τα υποκείμενα τους στη μιζέρια τους, την αρρώστια και τα γηρατειά, οι αγρότες απηύθυναν έκκληση στο βασιλιά, ζητώντας του να διατηρήσει τη δουλοπαροικία.
Την ίδια αντίδραση είχαν και οι Ρώσοι κολίγοι μετά την απελευθέρωση τους από τον τσάρο Αλέξανδρο Β’ το 1864, όταν ελεύθεροι πια συνέχιζαν να κουρνιάζουν έξω από τα αρχοντικά των αφεντάδων τους.
Ο Μαρξ επισημαίνει ότι όπως «αυτός ο άνθρωπος είναι […] βασιλιάς μόνο γιατί άλλοι άνθρωποι φέρονται απέναντι του σαν υπήκοοι», έτσι και το κεφάλαιο θα συνεχίσει να βασιλεύει όσο το προλεταριάτο θα υπακούει στα κελεύσματα του και δεν θα εξεγείρεται.
Ο Μπακούνιν ερμηνεύει την απογοητευτική βραδύτητα της ιστορικής εξέλιξης της ανθρωπότητας με τη δουλοπρέπεια, τη ρουτίνα, την έλλειψη πρωτοβουλίας και πνεύματος εξέγερσης που κυριαρχεί στα πνεύματα των ανθρώπων.
Ο Λένιν, πέρα από την επισήμανση της τρομερής δύναμης της συνήθειας, κάνει λόγο για ένα τμήμα του προλεταριάτου των αναπτυγμένων χωρών, που αντιδρούν σαν «ευχαριστημένοι σκλάβοι που απαρνούνται την ιδέα της εξάλειψης της σκλαβιάς», και συμφωνεί με τον Μπουχάριν όταν αυτός επισημαίνει ότι όσο «η εργατική τάξη στο σύνολο της […] ¨συγκατατίθεται¨σιωπηρά να εκπληρώνει την καπιταλιστική λειτουργία», ο καπιταλισμός θα συνεχίζει να κυριαρχεί.
Το ίδιο και ο Γκράμσι, όπως έχουμε ξαναγράψει, μας λέει ότι πρέπει να ξεπεράσουμε το σύνδρομο που είχε το αλογάκι Ντιαμαντίνο, το οποίο επειδή γεννήθηκε σε μια σκοτεινή στοά, του ήταν αδύνατο να φανταστεί ότι θα μπορούσε να ζήσει στο φως του ήλιου. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Βίλχελμ Ράιχ μιλά για το μίσος στο φως του ήλιου του «Ανθρωπάκου» του. Ο Νίτσε με τη σειρά του μας θυμίζει ότι πρέπει «να θελήσουμε ν’ αφανιστούμε για να μπορέσουμε να ξαναγίνουμε». Και ο Ερνστ Μπλοχ μιλά για τη συνήθεια σαν ναρκωτικό.
Τέλος, ο Ανδρέας Κάλβος, με τον πλέον έξοχο τρόπο, μας προειδοποιεί και μας προτρέπει: «Οσοι το χάλκεον χέρι/ βαρύ του φόβου αισθάνονται,/ζυγόν δουλείας, ας έχωσι/ θέλει αρετήν και τόλμην/ η ελευθερία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.