Πέντε χρόνια πριν, οι τράπεζες στη Βρετανία σταμάτησαν να δανείζουν
η μια την άλλη. Το καλοκαίρι του 2007, ήταν η περίοδος που το νερό της
κρίσης μπήκε στο αυλάκι, και από τότε δεν έχει ακόμη βγει, αναφέρει σε
νέα ανάλυση του ο Larry Elliott της Guardian.
Ήταν το καλοκαίρι που τον Tony Blair διαδέχτηκε ο Gordon Brown στην
βρετανική πρωθυπουργία. Η 9η Αυγούστου, ήταν η ημέρα που έγινε γνωστό
ότι οι κεντρικές τράπεζες αναλάμβαναν δράση στις αγορές. Η δράση
περιλάμβανε την διοχέτευση δισεκατομμυρίων στερλινών στο
χρηματοπιστωτικό σύστημα ώστε να ηρεμήσουν τα πνεύματα στην αγορά, εν
μέσω φόβων μιας πιστωτικής κρίσης.
Το έναυσμα όμως του πανικού ήταν η απόφαση της BNP Paribas να εμποδίσει τις ρευστοποιήσεις τριών αμοιβαίων κεφαλαίων υψηλού κινδύνου. Αυτή η κίνηση ήταν απόρροια της πλήρους εξάτμισης της ρευστότητας, αν και εκπρόσωποι της τράπεζας χαρακτήρισαν την κίνηση ως ένα προσωρινό τεχνικό πρόβλημα.
Τεχνικό; Προσωρινό; Μέσα σε έξι εβδομάδες, ήταν σαφές η κατάρρευση του Αυγούστου του 2007 δεν ήταν βραχυπρόθεσμη. Οι επενδυτές έκαναν ουρά έξω από τα υποκαταστήματα της Northern Rock για τρεις ημέρες, προκαλώντας την πρώτη χρεοκοπία κορυφαίας βρετανικής τράπεζας από τα μέσα του 19ου αιώνα. Πέντε χρόνια αργότερα, η παγκόσμια οικονομία δεν έχει ακόμη ανακάμψει από το βαθύ τραύμα που προκάλεσε η αλαζονεία των τραπεζιτών, αναφέρει ο Elliott.
Τότε, όμως, υπήρχαν μερικοί που δεν φανταζόταν ότι η 9η Αυγούστου του 2007 θα αποδειχθεί ορόσημο στην οικονομική ιστορία. Χρειάστηκαν λίγες μέρες για να ανακαλύψουμε ότι οι τραπεζίτες είχαν τη δική τους εσωτερική γλώσσα. Ξαφνικά μπήκαν στη ζωή μας όροι όπως τα ενυπόθηκα χρεόγραφα, συμφωνίες προστασίας από τον κίνδυνο αθέτησης και over-the-counter παράγωγα ήταν τα ισοδύναμα της γλώσσας των μοναχών του 12ου αιώνα που έγραφαν στα λατινικά ενώ οι αγρότες μιλούσαν μόνο αγγλικά.
Οι τράπεζες έπαιρναν μεγάλες και επικίνδυνες θέσεις με ελάχιστα κεφάλαια διαθεσίμων, ενώ οι κυβερνήσεις δεν ασχολούνταν «μεθυσμένες» από την αύξηση των φορολογικών εσόδων που τους επέτρεπαν να δανείζονται για να αυξάνουν τις δημόσιες δαπάνες. Τον Αύγουστο όμως του 2007, ο αέρας άρχισε να ξεφεύγει από αυτή τη γιγάντια φούσκα. Αυτό συνέβη σε τρία στάδια. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας ήταν ο πρώτος που αισθάνθηκε τον αντίκτυπο, επειδή, ενώ ήταν προφανές ότι σχεδόν κάθε τράπεζα είχε επενδύσεις που συνδέονται με την αμερικανική στεγαστική αγορά. Η εμπιστοσύνη κατέρρευσε με αποτέλεσμα να σταματήσει η διατραπεζική αγορά.
Χρειάστηκε περισσότερο από ένας χρόνος για να ξεδιπλωθεί η δεύτερη φάση της κρίσης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου υπήρξαν ορισμένες εξελίξεις: η κρίση χρηματοδότησης κλιμακώθηκε, οι τιμές των μετοχών και των ακινήτων υποχώρησαν, ενώ οι πληθωριστικές πιέσεις αυξήθηκαν μετά από μια απότομη αύξηση στο κόστος των καυσίμων. Όταν η Lehman Brothers χρεοκόπησε τον Σεπτέμβριο του 2008, η παγκόσμια οικονομία ήταν έτοιμη να καταρρεύσει και οι επόμενοι έξι μήνες ήταν σχεδόν ίδιοι με τη Μεγάλη Ύφεση.
Οι κυβερνήσεις ανέλαβαν συντονισμένη δράση για να αποτρέψουν τον φαύλο κύκλο, αλλά αυτό κατέστρεψε τα οικονομικά τους. Η σωτηρία των τραπεζών ήταν ακριβή, ιδιαίτερα όταν την ίδια ώρα τα έσοδα μειώνονταν εξαιτίας της μείωσης της φορολογίας. Οι τράπεζες ξαφνικά ανακάλυψαν ότι οι κυβερνήσεις ήταν υπερχρεωμένες. Οι κεντρικές τράπεζες προσπάθησαν να βοηθήσουν καθιστώντας την πίστωση φθηνή και άφθονη, ενώ άρχισαν να χρησιμοποιούν μη συμβατικές μεθόδους - όπως η αγορά ομολόγων - για την ενίσχυση της προσφοράς χρήματος. Υπό αυτό το πρίσμα υπήρχε ελπίδα ότι θα μπορούσε να τονωθεί η ανάκαμψη του ιδιωτικού τομέα και έτσι να δοθεί λίγος χρόνος στις κυβερνήσεις να βελτιώσουν τα δημοσιονομικά τους.
Η προσπάθεια να λυθεί μια κρίση που προκλήθηκε από τα πιστωτικά ιδρύματα με ακόμα περισσότερη πίστωση αποδείχθηκε αποτυχία. Ορισμένες χώρες βέβαια τα έχουν πάει καλύτερα από τους άλλους. Η Αυστραλία ήταν ένα από τα λίγα κράτη που κατάφεραν να ξεφύγουν από την ύφεση, γιατί είχε καλά οργανωμένες τράπεζες και είναι προμηθευτής πρώτων υλών στην Κίνα. Η Βρετανία, αντίθετα, ήταν περισσότερο εκτεθειμένη από ό, τι οι περισσότεροι.
Για την παγκόσμια οικονομία, τα πράγματα μπορεί να χειροτερέψουν πριν γίνουν καλύτερα. Το καλοκαίρι του 2012 βλέπουμε νέα σημάδια της γενικής επιβράδυνσης, με αλυσιδωτές συνέπειες στο κυρίαρχο πρόβλημα του χρέους της Ευρώπη. Η ευρωζώνη οδεύει προς μια ύφεση τύπου double dip, οι ΗΠΑ αναπτύσσεται πολύ πιο αργά από ό, τι τις προηγούμενες περιόδους ύφεσης, ενώ η οικονομία της Κίνας αισθάνεται τον αντίκτυπο της πολιτικής της λιτότητας στον ανεπτυγμένο κόσμο.
Ο λόγος που η κρίση συντηρείται τόσο καιρό βασίζεται σε τρεις μύθους. Τον αγγλοσαξονικό ότι η μεγάλη χρηματοδότηση είναι μια δύναμη που βοηθά την οικονομία. Τον γερμανικό ότι μπορεί να λυθεί το πρόβλημα με τη λιτότητα και την αύξηση των εξαγωγών. Και τον τρίτο που δαιμονοποιεί την παγκοσμιοποίηση για τα πάντα.
Η σωστή πολιτική φαίνεται όμως ότι προϋποθέτει σκληρό θεσμικό πλαίσιο για τις τράπεζες, διεθνή συνεργασία των πιστωτριών χωρών ώστε αυξηθεί η εγχώρια ζήτηση για να βοηθήσει τις οφειλέτριες χώρες, ενώ πρέπει να μετράται ο ρυθμός μείωσης του ελλείμματος από το ρυθμό της ανάπτυξης και όχι με αυθαίρετους στόχους.
www.bankingnews.gr
Το έναυσμα όμως του πανικού ήταν η απόφαση της BNP Paribas να εμποδίσει τις ρευστοποιήσεις τριών αμοιβαίων κεφαλαίων υψηλού κινδύνου. Αυτή η κίνηση ήταν απόρροια της πλήρους εξάτμισης της ρευστότητας, αν και εκπρόσωποι της τράπεζας χαρακτήρισαν την κίνηση ως ένα προσωρινό τεχνικό πρόβλημα.
Τεχνικό; Προσωρινό; Μέσα σε έξι εβδομάδες, ήταν σαφές η κατάρρευση του Αυγούστου του 2007 δεν ήταν βραχυπρόθεσμη. Οι επενδυτές έκαναν ουρά έξω από τα υποκαταστήματα της Northern Rock για τρεις ημέρες, προκαλώντας την πρώτη χρεοκοπία κορυφαίας βρετανικής τράπεζας από τα μέσα του 19ου αιώνα. Πέντε χρόνια αργότερα, η παγκόσμια οικονομία δεν έχει ακόμη ανακάμψει από το βαθύ τραύμα που προκάλεσε η αλαζονεία των τραπεζιτών, αναφέρει ο Elliott.
Τότε, όμως, υπήρχαν μερικοί που δεν φανταζόταν ότι η 9η Αυγούστου του 2007 θα αποδειχθεί ορόσημο στην οικονομική ιστορία. Χρειάστηκαν λίγες μέρες για να ανακαλύψουμε ότι οι τραπεζίτες είχαν τη δική τους εσωτερική γλώσσα. Ξαφνικά μπήκαν στη ζωή μας όροι όπως τα ενυπόθηκα χρεόγραφα, συμφωνίες προστασίας από τον κίνδυνο αθέτησης και over-the-counter παράγωγα ήταν τα ισοδύναμα της γλώσσας των μοναχών του 12ου αιώνα που έγραφαν στα λατινικά ενώ οι αγρότες μιλούσαν μόνο αγγλικά.
Οι τράπεζες έπαιρναν μεγάλες και επικίνδυνες θέσεις με ελάχιστα κεφάλαια διαθεσίμων, ενώ οι κυβερνήσεις δεν ασχολούνταν «μεθυσμένες» από την αύξηση των φορολογικών εσόδων που τους επέτρεπαν να δανείζονται για να αυξάνουν τις δημόσιες δαπάνες. Τον Αύγουστο όμως του 2007, ο αέρας άρχισε να ξεφεύγει από αυτή τη γιγάντια φούσκα. Αυτό συνέβη σε τρία στάδια. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας ήταν ο πρώτος που αισθάνθηκε τον αντίκτυπο, επειδή, ενώ ήταν προφανές ότι σχεδόν κάθε τράπεζα είχε επενδύσεις που συνδέονται με την αμερικανική στεγαστική αγορά. Η εμπιστοσύνη κατέρρευσε με αποτέλεσμα να σταματήσει η διατραπεζική αγορά.
Χρειάστηκε περισσότερο από ένας χρόνος για να ξεδιπλωθεί η δεύτερη φάση της κρίσης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου υπήρξαν ορισμένες εξελίξεις: η κρίση χρηματοδότησης κλιμακώθηκε, οι τιμές των μετοχών και των ακινήτων υποχώρησαν, ενώ οι πληθωριστικές πιέσεις αυξήθηκαν μετά από μια απότομη αύξηση στο κόστος των καυσίμων. Όταν η Lehman Brothers χρεοκόπησε τον Σεπτέμβριο του 2008, η παγκόσμια οικονομία ήταν έτοιμη να καταρρεύσει και οι επόμενοι έξι μήνες ήταν σχεδόν ίδιοι με τη Μεγάλη Ύφεση.
Οι κυβερνήσεις ανέλαβαν συντονισμένη δράση για να αποτρέψουν τον φαύλο κύκλο, αλλά αυτό κατέστρεψε τα οικονομικά τους. Η σωτηρία των τραπεζών ήταν ακριβή, ιδιαίτερα όταν την ίδια ώρα τα έσοδα μειώνονταν εξαιτίας της μείωσης της φορολογίας. Οι τράπεζες ξαφνικά ανακάλυψαν ότι οι κυβερνήσεις ήταν υπερχρεωμένες. Οι κεντρικές τράπεζες προσπάθησαν να βοηθήσουν καθιστώντας την πίστωση φθηνή και άφθονη, ενώ άρχισαν να χρησιμοποιούν μη συμβατικές μεθόδους - όπως η αγορά ομολόγων - για την ενίσχυση της προσφοράς χρήματος. Υπό αυτό το πρίσμα υπήρχε ελπίδα ότι θα μπορούσε να τονωθεί η ανάκαμψη του ιδιωτικού τομέα και έτσι να δοθεί λίγος χρόνος στις κυβερνήσεις να βελτιώσουν τα δημοσιονομικά τους.
Η προσπάθεια να λυθεί μια κρίση που προκλήθηκε από τα πιστωτικά ιδρύματα με ακόμα περισσότερη πίστωση αποδείχθηκε αποτυχία. Ορισμένες χώρες βέβαια τα έχουν πάει καλύτερα από τους άλλους. Η Αυστραλία ήταν ένα από τα λίγα κράτη που κατάφεραν να ξεφύγουν από την ύφεση, γιατί είχε καλά οργανωμένες τράπεζες και είναι προμηθευτής πρώτων υλών στην Κίνα. Η Βρετανία, αντίθετα, ήταν περισσότερο εκτεθειμένη από ό, τι οι περισσότεροι.
Για την παγκόσμια οικονομία, τα πράγματα μπορεί να χειροτερέψουν πριν γίνουν καλύτερα. Το καλοκαίρι του 2012 βλέπουμε νέα σημάδια της γενικής επιβράδυνσης, με αλυσιδωτές συνέπειες στο κυρίαρχο πρόβλημα του χρέους της Ευρώπη. Η ευρωζώνη οδεύει προς μια ύφεση τύπου double dip, οι ΗΠΑ αναπτύσσεται πολύ πιο αργά από ό, τι τις προηγούμενες περιόδους ύφεσης, ενώ η οικονομία της Κίνας αισθάνεται τον αντίκτυπο της πολιτικής της λιτότητας στον ανεπτυγμένο κόσμο.
Ο λόγος που η κρίση συντηρείται τόσο καιρό βασίζεται σε τρεις μύθους. Τον αγγλοσαξονικό ότι η μεγάλη χρηματοδότηση είναι μια δύναμη που βοηθά την οικονομία. Τον γερμανικό ότι μπορεί να λυθεί το πρόβλημα με τη λιτότητα και την αύξηση των εξαγωγών. Και τον τρίτο που δαιμονοποιεί την παγκοσμιοποίηση για τα πάντα.
Η σωστή πολιτική φαίνεται όμως ότι προϋποθέτει σκληρό θεσμικό πλαίσιο για τις τράπεζες, διεθνή συνεργασία των πιστωτριών χωρών ώστε αυξηθεί η εγχώρια ζήτηση για να βοηθήσει τις οφειλέτριες χώρες, ενώ πρέπει να μετράται ο ρυθμός μείωσης του ελλείμματος από το ρυθμό της ανάπτυξης και όχι με αυθαίρετους στόχους.
www.bankingnews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.