Τιμη Νι

Παρέχεται από το Investing.com

Nότης Μαριάς: "H «κοινωνική οικονομία της αγοράς», Το ιδεολογικό μανιφέστο της Μέρκελ"

Kαθώς η ιδεολογική διαμάχη σε παγκόσμιο επίπεδο έχει ανάψει σε σχέση με το επιβεβλημένο μοντέλο για την έξοδο από την κρίση, η Άνγκελα Μέρκελ, στην προσπάθειά της να αντιπαρατεθεί στον νεο-κεϊνσιανισμό του Μπαράκ Ομπάμα και να δικαιολογήσει τον οικονομικό εθνικισμό της Γερμανίας, προβάλλει ως ιδιαίτερα επιτυχημένο οικονομικό μοντέλο την «κοινωνική οικονομία της αγοράς» η οποία είχε συμβάλει στο παρελθόν στην ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας.
Η ιδεολογική αυτή διαμάχη πρόκειται επίσης να εκφραστεί και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 16 και 17 Δεκεμβρίου με αφορμή την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λισαβόνας. Πρόκειται για μια fast truck αναθεώρηση η οποία όμως οφείλει να ξεκαθαρίσει κατά πόσο η ΕΕ θα παραμείνει σταθερή στο μονεταριστικό πρότυπο της Ευρωζώνης που διαμορφώθηκε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ ή θα προχωρήσει σε λύσεις οι οποίες θα προκρίνουν μια νεο-κεϊνσιανή πολιτική, η οποία θα διευκολύνει την ενεργό ζήτηση, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση, και θα στηρίζει την ανάπτυξη και όχι τη λήψη μέτρων περιοριστικής πολιτικής για τη μείωση των δημόσιων χρεών και ελλειμμάτων.
Η Σχολή του Friebourg ...
Η «κοινωνική οικονομία της αγοράς» προέκυψε ως αποτέλεσμα των αναζητήσεων της σχολής του Friebourg που κατά κύριο λόγο διαμόρφωσε τη θεωρία του γερμανικού νεο-φιλελευθερισμού (Ordoliberalismus) στην προσπάθειά της μεταπολεμικά να οικοδομήσει μια πειστική απάντηση απέναντι στο σχεδιασμό και στον κρατικό παρεμβατισμό.
Θα πρέπει να επισημανθεί προς αποφυγή συγχύσεων ότι ο γερμανικός νεο-φιλελευθερισμός δεν θα πρέπει να συγχέεται με το σύγχρονο νεοφιλελευθερισμό που εφαρμόζεται παγκόσμια ως κυρίαρχο μοντέλο την τελευταία τριακονταετία αν και τα δύο μοντέλα παρουσιάζουν ορισμένες κοινές πλευρές.
Ο Ordoliberalismus συγκροτήθηκε οργανωμένα ως ομάδα σκέψης γύρω από το περιοδικό Ordo που άρχισε να εκδίδεται το 1948. Κύριο στοιχείο της θεωρίας ήταν το σλόγκαν της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» (soziale Marktwirtschaft) που οι θιασώτες του Ordoliberalismus προσπάθησαν να το αντιπαραθέσουν στη διευθυνόμενη και σχεδιοποιημένη οικονομία.
Παρά την αντίθεσή του στον παρεμβατικό ρόλο του κράτους ο Ordoliberalismus αποδέχεται την ύπαρξη ισχυρού κράτους, προκειμένου όμως να επιτελέσει πολύ συγκεκριμένες παρεμβατικές λειτουργίες, κυρίως για να αποτραπεί η υπερσυγκέντρωση οικονομικής δύναμης και η δημιουργία και λειτουργία καρτέλ και τραστ.
Επομένως, βασική επιδίωξη του κράτους κατά τη θεωρία του Ordoliberalismus είναι η διασφάλιση του ελεύθερου ανταγωνισμού και του κράτους δικαίου (rule of law). Στο πλαίσιο αυτό, πρεσβεύει τη λήψη νομοθετικών μέτρων για τη διασφάλιση «δίκαιων εμπορικών πρακτικών». Όπως επεσήμανε ο Alexander Rüstow, ένας από τους ιδρυτές της κίνησης του Ordoliberalismus, το κυρίαρχο σύνθημα είναι: «Ελεύθερη Οικονομία - Ισχυρό Κράτος».
Παρά την αρνητική του προδιάθεση για τον συνδικαλισμό, ο Ordoliberalismus αποδεχόταν τη θέσπιση εργατικής νομοθεσίας συμπεριλαμβανομένων και των μέτρων για την προστασία της εργασίας των γυναικών και των παιδιών αλλά και για τον καθορισμό των μέγιστων ωρών απασχόλησης όχι όμως και στον καθορισμό ελάχιστων αμοιβών ή ανώτατων τιμών προϊόντων.
Ανταγωνιστικότητα και ευελιξία μισθών

Ταυτόχρονα, οι θιασώτες του Ordolιberalismus ήταν αντίθετοι με τη σχεδίαση κρατικών προγραμμάτων με στόχο την πλήρη απασχόληση, ενώ προτιμούσαν τη διαμόρφωση μέσω της λειτουργίας της αγοράς εργασίας ευέλικτων μισθών.
Σε σχέση με το κράτος πρόνοιας θεωρούσαν ότι αυτό δεν θα ήταν αναγκαίο στο βαθμό που θα μπορούσε να λειτουργήσει πράγματι ο ελεύθερος ανταγωνισμός και οι σταθεροποιητικές μονεταριστικές πολιτικές που θα μπορούσαν να εγγυηθούν την αύξηση της απασχόλησης. Έτσι προέκριναν την ελευθερία, την παραγωγικότητα και την πρόοδο έναντι της ισότητας και της ασφάλειας που μπορούσε να εγγυηθεί το κράτος πρόνοιας. Περαιτέρω υποστήριζαν ότι θα έπρεπε να δημιουργηθεί ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα το οποίο αποκαλούσαν «Ordo» στο πλαίσιο του οποίου θα υπήρχε συνταγματική κατοχύρωση του κράτους δικαίου (rule of law) ικανού να προστατεύσει την ατομική ιδιοκτησία, την επιχειρηματική ελευθερία, την ελευθερία απασχόλησης και την ελευθερία των συμβάσεων εκτός κι αν αυτή ενίσχυε τη δημιουργία μονοπωλιακών καταστάσεων. Η αντιμονοπωλιακή πολιτική αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο του νέου αυτού κοινωνικοοικονομικού συστήματος και συμπεριλάμβανε τη θέσπιση νομοθετικών ρυθμίσεων για τον έλεγχο των συγχωνεύσεων.
Ολοκληρωμένη νομισματική πολιτική -
Περιορισμένο κράτος πρόνοιας

Στον τομέα της νομισματικής πολιτικής οι οπαδοί του Ordoliberalismus υποστήριζαν ότι η αντιμονοπωλιακή πολιτική θα έπρεπε να συνοδεύεται από μια ολοκληρωμένη νομισματική πολιτική, η οποία θα έπρεπε να είναι ουδέτερη σε σχέση με τον καταμερισμό των εισοδημάτων ανάμεσα στην κατανάλωση και την αποταμίευση. Η προσφορά του χρήματος θα έπρεπε να καθορίζεται με έναν αυτόματο μηχανισμό και οι νομισματικές Αρχές να παρεμβαίνουν μόνο σε περίπτωση εκτάκτων καταστάσεων. Ταυτόχρονα, οι νομισματικές Αρχές έπρεπε να ελέγχουν την ποσότητα των δανείων όχι όμως και τον τρόπο κατανομής τους. Επίσης υποστήριζαν ότι έπρεπε να μην δημιουργούνται δημοσιο νομικά ελλείμματα, ενώ στους θιασώτες του Ordoliberalismus δεν υπήρχε ομοφωνία σε σχέση με τις συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Παρά την κριτική του Ordoliberalismus στο κράτος πρόνοιας, στο πλαίσιο του νέου κοινωνικοοικονομικού συστήματος που προσπαθούσε να οικοδομήσει υπήρχε πρόβλεψη και για κοινωνική πολιτική περιορισμένου όμως βεληνεκούς, αφού σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη στο βαθμό που οι αγορές λειτουργούσαν ανταγωνιστικά και το νόμισμα ήταν υγιές και σταθερό, τα προβλήματα που προσπαθούσε να αντιμετωπίσει η κοινωνική πολιτική δηλαδή οι κοινωνικές ανισότητες θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν.
Υποστήριζαν, δε, ότι στην περίπτωση αυτή δεν χρειαζόταν η παρέμβαση του κράτους για τη δημιουργία συνθηκών κοινωνικής ασφάλειας, αλλά αυτές θα μπορούσαν να διαμορφωθούν μέσα από τη λειτουργία της οικογένειας. Προέκριναν όμως τη θέσπιση εργοστασιακής νομοθεσίας για την ασφάλεια των εργαζομένων και τη χορήγηση επιδομάτων αναπηρίας ή ανικανότητας προς εργασία, επιδομάτων ανεργίας και ενισχύσεις για τους υπερήλικες αλλά και τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης και ιδίως της επαγγελματικής.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του Ordoliberalismus ήταν η έμφαση στην ελάχιστο δυνατό καταναγκασμό εκ μέρους του κράτους σε συνδυασμό με την απόλαυση της μέγιστης ιδιωτικής αυτονομίας στο πεδίο της οικονομίας η οποία συμπληρωνόταν από αντιλήψεις περί ατομικής υπευθυνότητας.
Βασικό λοιπόν στοιχείο για τον Ordoliberalismus ήταν η διαμόρφωση ενός νομικού συστήματος και θεσμών προκειμένου να διασφαλίσουν την αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς παρά να αφήσουν την αόρατη χείρα της αγοράς μέσα από το δόγμα του laissez-faire να παράξει τα αποτελέσματά της.
Ludwig Erhard και εξαγωγικό εμπόριο

Με κύριο πολιτικό εκφραστή τον υπουργό Οικονομικών και μετέπειτα καγκελάριο Ludwig Erhard, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στηρίχτηκε στην «κοινωνική οικονομία της αγοράς» που λειτούργησε αποτελεσματικά χάρη σε ένα σύστημα συναίνεσης που δημιουργήθηκε μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Κατά την έννοια αυτή, το μοντέλο της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» ήταν ουσιαστικά ένα κορπορατιστικό μοντέλο, το οποίο στηριζόταν στη συνεργασία των κοινωνικών εταίρων αλλά και στη συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση των επιχειρήσεων.
Στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, οι εξαγωγές και το ελεύθερο εμπόριο συνέχισαν να αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της οικονομικής ανάπτυξης της Γερμανίας. Όμως, προκειμένου τα γερμανικά προϊόντα να καταστούν ανταγωνιστικά στο εξωτερικό, οι μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις εκτός από τα «μαύρα» ταμεία συνεπικουρούνται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και εν μέρει από τα συνδικάτα των εργαζομένων, ώστε να καθηλωθούν οι μισθοί στη Γερμανία.
Η καθήλωση όμως των μισθών των Γερμανών εργαζομένων οδηγεί σε μείωση της εσωτερικής ζήτηση στη Γερμανία, με αποτέλεσμα τα μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα της γερμανικής πλευράς να μην μετατρέπονται σε εσωτερική καταναλωτική δαπάνη. Αν όμως υπήρχε δικαιότερη κατανομή πλούτου στη Γερμανία και αύξηση των μισθών και άρα και της εσωτερικής ζήτησης, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των εξαγωγών των υπόλοιπων χωρών της Ευρωζώνης στη Γερμανία. Έτσι θα υπήρχε τόνωση της ανάπτυξης στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης και κυρίως του ευρωπαϊκού νότου και αναδιανομή των πλεονεκτημάτων της ΟΝΕ σε όλα τα μέλη της.
Από τα παραπάνω, λοιπόν, προκύπτει ότι η Γερμανία αποτελεί πλέον το βασικό πρωταγωνιστή της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους. Και σε αυτό έχει συμβάλλει τα μέγιστα πέραν της δομής της Ευρωζώνης και το ίδιο το μοντέλο της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς». 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Επίκαιρα" στις 15/12/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.