Τιμη Νι

Παρέχεται από το Investing.com

Γιατί η 25η Μαρτίου είναι Εθνική Επέτειος;

_1
Το ξύπνημα…
Ήδη, από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, οι φωνές που διατύπωναν με απόλυτο τρόπο την πίστη τους στις δυνάμεις του γένους και τη βεβαιότητα για την επιτυχία της επερχόμενης επανάστασης πλήθαιναν συνεχώς. Όλο και λιγότεροι πλέον έστρεφαν τα βλέμματά τους στο «ξανθό ομόδοξο έθνος» αναζητώντας επικουρία. Τα γεγονότα του 1770, περισσότερο γνωστά ως Ορλοφικά, ξεκαθάρισαν στη συνείδηση των πιο πολλών ότι, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Ιωάννης Καποδίστριας το 1811, «ως Έλλην οφείλει μόνον εκείνην την ελευθερίαν να επιθυμή, την οποίαν οι Έλληνες ήθελον αποκτήσει διά των ιδίων των δυνάμεων». Και οι δυνάμεις αυτές ήταν πλέον έτοιμες, ύστερα από μια μακρά και επώδυνη περίοδο προετοιμασίας: στα βουνά οι αρματολοί και οι κλέφτες, στις θάλασσες οι ατρόμητοι ναύτες του Αιγαίου, στις πόλεις και τα χωριά οι πρόκριτοι, στις παροικίες του εξωτερικού οι πλούσιοι έμποροι και οι διανοούμενοι. «Ο καλός καιρός» είχε φτάσει. Το μαρτυρούσαν, κοντά στα άλλα, και τα δεκάδες σχολεία που ιδρύονταν το ένα μετά το άλλο για να φωτίσουν τα παιδιά του αναγεννημένου έθνους και να διακηρύξουν με την ύπαρξή τους την αμετακίνητη απόφαση ενός ολόκληρου λαού να ζήσει ελεύθερος, με τίμημα ακόμη και την ίδια του τη ζωή. Ποιος όμως ήταν αυτός που συντόνισε αυτές τις δυνάμεις στην κατεύθυνση της οργάνωσης και εντέλει στη έκρηξη εκείνης της επαναστατικής κίνησης που θα έφερνε το επιθυμητό αποτέλεσμα;

Η Φιλική Εταιρεία
Ο Ρήγας Βελεστινλής είναι αναμφισβήτητα η προσωπικότητα της ελληνικής διανόησης της διασποράς που συνέλαβε με τρόπο καθολικό το σχέδιο που θα οδηγούσε στην παλιγγενεσία. Η δολοφονία του, προϊόν των συντονισμένων ενεργειών των Αυστριακών και των Οθωμανών Τούρκων, ανέστειλε προσωρινά την προετοιμασία. Το δύσκολο αυτό έργο ανέλαβαν να συνεχίσουν μερικά χρόνια αργότερα τρεις πατριώτες με την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας. Ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, ο Εμμανουήλ Ξάνθος και ο Νικόλαος Σκουφάς, ένα απομεσήμερο του Σεπτεμβρίου του 1814 στη μακρινή αλλά φιλόξενη Οδησσό, αγγίζοντας με τα ακροδάχτυλά τους ένα ευαγγέλιο, ορκίστηκαν στο όνομα της Αγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος να βοηθήσουν με την υπό ίδρυση οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας στην προετοιμασία του μεγάλου ξεσηκωμού. Ο αριθμός των μελών της διαρκώς μεγάλωνε, δημιουργώντας έτσι έναν τεράστιο συνωμοτικό ιστό που κάλυπτε πλέον την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μετά την άρνηση του Ι.Καποδίστρια να αναλάβει ο ίδιος την αρχηγία της οργάνωσης, οι τρεις ιδρυτές της απευθύνθηκαν στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, στρατηγό του τσαρικού στρατού, ο οποίος ενστερνίστηκε τις ιδέες της Εταιρείας με μεγάλο ενθουσιασμό. Οι πληροφορίες ότι οι σκοποί της είχαν αποκαλυφθεί στους Οθωμανούς Τούρκους επίσπευσαν την εφαρμογή του επαναστατικού σχεδίου του Υψηλάντη, το οποίο προέβλεπε τη δημιουργία στη Βαλκανική πολλών επαναστατικών εστιών (Σερβία, Μαυροβούνιο, Μολδοβλαχία, Ήπειρος και Πελοπόννησος).
Η επανάσταση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες
H επανάσταση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, σύμφωνα με το σχέδιο του Υψηλάντη, θα είχε κυρίως χαρακτήρα αντιπερισπασμού, ώστε η επανάσταση στη νότια Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο να εξελιχθεί χωρίς την πίεση ισχυρών τουρκικών στρατευμάτων, τα οποία θα είχαν καθηλωθεί στην περιοχή νότια του Δούναβη για να αποτρέψουν περαιτέρω επέκταση της αναταραχής. Στις 22 Φεβρουαρίου του 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πέρασε τον ποταμό Προύθο, το φυσικό σύνορο ανάμεσα στη Ρωσία και τις αυτόνομες Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, και στις 24 του ιδίου μήνα απηύθυνε από το Ιάσιο την περίφημη επαναστατική προκήρυξη «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος», ενώ συγχρόνως άρχισε να στρατολογεί νέους. Στις 10 Μαρτίου στο Φωξάνι συγκροτείται ο Ιερός Λόχος, που τον πυρήνα του αποτελούσαν μαθητές του ελληνικού σχολείου της Οδησσού. Παρά την παρασπονδία του ηγέτη των Βλάχων Θεόδωρου Βλαδιμηρέσκου, την αντίθεση του ηγεμόνα της Βλαχίας Σκαρλάτου Καλλιμάχη και τον αφορισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, ο Υψηλάντης συνέχισε, καταλαμβάνοντας το Βουκουρέστι (27 Μαρτίου του 1821). Ο Ρώσος αυτοκράτορας Αλέξανδρος Α΄ επέτρεψε τον Απρίλιο του 1821 την είσοδο τουρκικών στρατευμάτων στην αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη της περιοχής του Δούναβη. Στις 30 Απριλίου ταχυκίνητες σουλτανικές δυνάμεις σπαχήδων υπό τον πασά της Βραΐλας Γιουσούφ Περκόφτσαλη κινήθηκαν εναντίον των επαναστατών. Έπειτα από μια σειρά αψιμαχιών στο Γαλάτσι (1 Μαΐου) και στο Σκουλένι (17 Ιουνίου), η αποφασιστική μάχη δόθηκε στις 6-7 Ιουνίου του 1821 στο Δραγατσάνι, όπου παρά τον ηρωικό αγώνα των Ιερολοχιτών -από 300 έπεσαν μαχόμενοι παραπάνω από 200- τα επαναστατικά στρατεύματα ηττήθηκαν και ο Υψηλάντης κατέφυγε στην Αυστρία όπου και συνελήφθη. Η επανάσταση όμως στις Ηγεμονίες είχε πετύχει το στρατηγικό της στόχο, να απασχολήσει ισχυρές τουρκικές δυνάμεις μακριά από την Ελλάδα. Ήταν η ώρα για το μεγάλο ξεσηκωμό.
Ο μεγάλος ξεσηκωμός
Η 25η Μαρτίου του 1821 είχε οριστεί ως η ημερομηνία έναρξης του απελευθερωτικού αγώνα στην Πελοπόννησο. Τελικά, από τα μέσα Μαρτίου ήταν φανερό ακόμη και στους Τούρκους ότι η ώρα είχε φτάσει. Στις 23 Μαρτίου ο Ανδρέας Λόντος υψώνει τη σημαία της επανάστασης στη Βοστίτσα (Αίγιο). Την ίδια μέρα ο Θ.Κολοκοτρώνης και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, επικεφαλής πολλών άλλων αγωνιστών, απελευθέρωσαν την Καλαμάτα. Στις 25 Μαρτίου ο μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός όρκισε τους επαναστάτες στην πλατεία Αγίου Γεωργίου της Πάτρας. Λίγες μέρες αργότερα ξέσπασε η επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα, τα Σάλωνα, το Γαλαξίδι, το Λιδωρίκι, τη Θήβα, τη Λιβαδειά, την Αθήνα. Τους επόμενους μήνες η επαναστατική φλόγα είχε απλωθεί στην Κρήτη, τα νησιά του Αιγαίου, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και στη Μακεδονία. Παντού οι κατακτητές είχαν μεταβληθεί σε πολιορκούμενους. Κλεισμένοι μέσα στα κάστρα, περιτριγυρισμένοι από τους αποφασισμένους πολιορκητές τους προσπαθούσαν να κερδίσουν χρόνο μέχρι να φτάσει βοήθεια. Πράγματι, ο Χουρσίτ πασάς, ο οποίος βρισκόταν τότε στην Ήπειρο διεξάγοντας στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον του Αλή πασά, έστειλε στην Πελοπόννησο τον Μουσταφά μπέη με 4.000 άνδρες για να χτυπήσει τους επαναστάτες.
Προς την Τριπολιτσά
Ο Κολοκοτρώνης εν τω μεταξύ πολιορκούσε την Τριπολιτσά, πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό κέντρο του Μοριά. Η πόλη είχε μεγάλη στρατηγική σημασία, διότι αυτός που την είχε στην κατοχή του μπορούσε να ελέγχει όλες τις οδούς για τις διάφορες πόλεις της Πελοποννήσου. Επίσης, ήταν και η έδρα του Μόρα Βαλεσί Χουρσίτ πασά. Η πολιορκία γινόταν συνεχώς και στενότερη. Ο Μουσταφά κατά την κάθοδό του προς την Τρίπολη σάρωσε όποια επαναστατική εστία βρήκε στο δρόμο του, η Βοστίτσα πυρπολήθηκε, έλυσε την πολιορκία του Αργους και του Ακροκορίνθου και τελικά μπήκε στην πολιορκημένη πόλη στις 6 Μαΐου του 1821. Ο Κολοκοτρώνης προτίμησε να έχει τους Τούρκους συγκεντρωμένους μέσα στην πόλη, γι’ αυτό επέτρεψε στον Μουσταφά να περάσει δίχως μάχη. Συνεχείς προσπάθειες των πολιορκούμενων να διασπάσουν τον κλοιό -με κυριότερη αυτή στο Βαλτέτσι (12-13 Μαΐου)- απέτυχαν. Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1821 η πόλη έπεσε. Η πιο σημαντική εστία τουρκικής αντίστασης στη νότια Ελλάδα είχε εκλείψει, ενώ τα χιλιάδες όπλα και οι μεγάλες ποσότητες πολεμοφοδίων που έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων ενίσχυσαν τους επαναστάτες στις επιχειρήσεις που διεξήγαγαν στη Μεθώνη, την Πάτρα και το Ναύπλιο.
Η πολιορκία και η άλωση της Τριπολιτσάς
Η Τριπολιτσά αποτελούσε, κατά την έναρξη της Επανάστασης, το σημαντικότερο στρατιωτικό κέντρο της Πελοποννήσου και γενικότερα της νότιας Ελλάδας, καθώς και έδρα του «Πασά του Μορέως» (Μορά Βαλεσή). Σε αυτήν συγκεντρώθηκαν οι πρώτες προσπάθειες των Ελλήνων έπειτα από πρόταση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ο Γέρος του Μοριά, παρά τις διαφορετικές απόψεις των άλλων στρατιωτικών αρχηγών (να πολιορκήσουν πρώτα τα μεσσηνιακά κάστρα), πρότεινε να μη διασπαστούν οι ελληνικές δυνάμεις σε πολλά σημεία, αλλά να συγκεντρωθούν στην πολιορκία της Τριπολιτσάς. Εξάλλου, ο τουρκικός στρατός θα μπορούσε, με ορμητήριο την Τρίπολη, να διαλύσει τις πολιορκίες άλλων κάστρων και να καταπνίξει τον Αγώνα. Επιπλέον, η πτώση της Τριπολιτσάς θα καθιστούσε ευκολότερα τους Έλληνες κύριους των επαρχιών. Γύρω λοιπόν από την Τρίπολη στήθηκαν τα ελληνικά στρατόπεδα (στην Καρύταινα, στο Βαλτέτσι, στη Ζαράκοβα) και ο Κολοκοτρώνης με τους άλλους στρατιωτικούς ηγέτες προσπαθούσε να οργανώσει τους αγωνιστές και να συντονίσει τις πολεμικές επιχειρήσεις μπροστά στην πόλη. Αποφασιστικής σημασίας για την πολιορκία της Τριπολιτσάς στάθηκε η νίκη στο Βαλτέτσι (12-13 Μαΐου 1821) εναντίον ισχυρής τουρκικής δύναμης με αρχηγό το Μουσταφά πασά, η οποία είχε καταφτάσει από την Ήπειρο για να ενισχύσει την πολιορκημένη πόλη. Μετά το γεγονός αυτό, καθώς και τη νίκη στα Δολιανά (18 Μαΐου 1821), ο κλοιός άρχισε να σφίγγει γύρω από την πόλη. Τελικά, στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, μετά την πολύμηνη πολιορκία, η Τριπολιτσά περιήλθε στα χέρια των Ελλήνων. Το γεγονός αυτό υπήρξε αποφασιστικής σημασίας για την εδραίωση και την εξέλιξη της Επανάστασης, ενώ τόνωσε και το ηθικό των αγωνιστών. Στη συνέχεια, στράφηκαν προς άλλα φρούρια, αφού η κυριότερη εστία αντίστασης των Τούρκων εξέλιπε.
Η Επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα
Στη Ρούμελη η πολεμική δράση των επαναστατών ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Τουρκικά στρατεύματα υπό τον Κιοσέ Μεχμέτ πασά και τον Ομέρ Βρυώνη, τα οποία είχαν αποσπαστεί από το μέτωπο εναντίον του Αλή πασά της Ηπείρου κατευθύνονταν προς την ανατολική Στερεά Ελλάδα και από εκεί προς την Πελοπόννησο για να ενισχύσουν τον Μουσταφά. Στο Στενό της Αλαμάνας ο Αθανάσιος Διάκος προσπάθησε να τους εμποδίσει (23 Απριλίου 1821) χωρίς αποτέλεσμα. Ο μαρτυρικός του θάνατος ενίσχυσε όμως το αγωνιστικό φρόνημα των επαναστατών της Ρούμελης και οδήγησε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο σε μια θυελλώδη επίθεση εναντίον των Τούρκων στο Χάνι της Γραβιάς (8 Μαΐου του 1821). Η επιτυχία αυτή των Ελλήνων ανάγκασε τους Τούρκους να ασχοληθούν πιο σοβαρά με την εκκαθάριση των εστιών αντίστασης στη Στερεά. Παρά τη νέα επιτυχία των Ελλήνων στα Βρυσάκια της Ευβοίας (15 Ιουλίου του 1821), ο Ομέρ Βρυώνης κατάφερε να λύσει την πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών. Η συντριβή ωστόσο του ισχυρού στρατιωτικού σώματος του Μπεϊράν πασά στα Βασιλικά της Λοκρίδας από τις δυνάμεις του Γ.Γκούρα και του Δυοβουνιώτη (26 Αυγούστου του 1821) έκανε αδύνατη πλέον την προσφορά οποιασδήποτε βοήθειας στους πολιορκούμενους της Πελοποννήσου.
Η μάχη στην Αλαμάνα
Όταν ο Χουρσίτ, ο οποίος βρισκόταν στα Γιάννενα, πληροφορήθηκε την εξέλιξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, έστειλε εναντίον των επαναστατών δύναμη 8.000 πεζών και 800 ιππέων με διοικητές τον Κιοσσέ Μεχμέτ και τον Αλβανό Ομέρ Βρυώνη. Σκοπός αυτής της εκστρατείας ήταν καταστολή της Επανάστασης στην Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο. Οι οπλαρχηγοί της Ρούμελης διέπραξαν τότε ένα σημαντικό λάθος τακτικής. Διέσπασαν τις δυνάμεις τους και τις διασκόρπισαν σε μεγάλη έκταση, με αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί η ελληνική παράταξη. Ο Πανουργιάς και ο Αθανάσιος Διάκος είναι οι δύο πλέον γνωστοί αγωνιστές υπό τις διαταγές των οποίων τέθηκε το σύνολο των ελληνικών δυνάμεων. Ο Διάκος οχυρώθηκε στη γέφυρα της Αλαμάνας που οδηγεί προς την Αμφισσα. Είχε μαζί του 500 παλικάρια. Οι Τούρκοι, αφού διέλυσαν τη δύναμη του Πανουργιά και εξουδετέρωσαν το Δυοβουνιώτη, στράφηκαν εναντίον του. Η μάχη, ιδιαίτερα έντονη, κράτησε δύο ημέρες (23-24 Απριλίου 1821). Ο Διάκος τη δεύτερη μέρα τραυματίστηκε σοβαρά στο δεξιό ώμο. Οι Τούρκοι κατόρθωσαν να τον πιάσουν ζωντανό. Έπειτα από πολλά βασανιστήρια, ο ηρωικός οπλαρχηγός ανασκολοπίστηκε. Ήταν 35 χρονών. Οι απώλειες για τους Τούρκους υπήρξαν μικρές, για τους Έλληνες όμως βαριές. Παρ’ όλα αυτά, η θυσία του Διάκου και των ανδρών του δεν πήγε χαμένη. Η αντίστασή του καθυστέρησε τους Τούρκους και έδωσε την ευκαιρία στους υπόλοιπους Έλληνες να προετοιμάσουν καλύτερα την άμυνά τους.
Η μάχη στα Βασιλικά
Μετά τις αποτυχίες στην ανατολική Στερεά Ελλάδα και ιδιαίτερα στη Γραβιά, οι Τούρκοι αποφάσισαν να στείλουν στη νότια Ελλάδα 8.000 άνδρες από περιοχές της Μακεδονίας, για να χτυπήσουν αποφασιστικά τους στασιαστές. Αρχηγός τους ορίστηκε ο Μπειράν Πασάς. Όταν η δύναμη αυτή έφτασε στη Λαμία, οι οπλαρχηγοί Δυοβουνιώτης, Πανουργιάς και Γκούρας αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους -διορθώνοντας το λάθος που είχαν διαπράξει στην Αλαμάνα-, για να εμποδίσουν τον τουρκικό στρατό να κινηθεί προς το νότο. Σε συμβούλιο που έγινε επικράτησε τελικά η άποψη του Δυοβουνιώτη: αυτός πίστευε ότι έπρεπε να προβάλουν αντίσταση στα Βασιλικά της Λοκρίδας, μια αρκετά ευρύχωρη κοιλάδα από την οποία ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα περνούσαν οι Τούρκοι. Ο Δυοβουνιώτης γρήγορα επαληθεύτηκε με τρόπο πανηγυρικό για τους Έλληνες. Έπειτα από σκληρή και έντονη μάχη δύο ημερών (25-26 Αυγούστου 1821), οι δύο χιλιάδες Έλληνες αγωνιστές αποδεκάτισαν τον τουρκικό στρατό, εξαναγκάζοντας τον Μπειράν Πασά να επιστρέψει στη Λαμία.
Το Χάνι της Γραβιάς
Μετά τη νίκη του στην Αλαμάνα, ο Ομέρ Βρυώνης κατευθύνθηκε προς την Αμφισσα, για να περάσει από εκεί στην Πελοπόννησο. Εκείνη την κρίσιμη στιγμή έφτασε στην περιοχή ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, Αρματολός της Λειβαδιάς και γνωστός του Ομέρ Βρυώνη από την εποχή που και ήταν στην υπηρεσία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Με τα 1.500 παλικάρια του στρατοπέδευσε στο Χάνι της Γραβιάς, στην είσοδο στενής διάβασης του δρόμου που οδηγεί προς την Αμφισσα. Οι προσπάθειες του Βρυώνη να τον δελεάσει, προσφέροντάς του αξιώματα έπεσαν στο κενό. Στο μεταξύ, ο Δυοβουνιώτης και ο Πανουργιάς έσπευσαν να τον βοηθήσουν. Στις 8 Μαΐου 1821, ο Ανδρούτσος και τα παλικάρια του κλείστηκαν μέσα στο χάνι, ενώ οι δύο άλλοι οπλαρχηγοί έπιασαν θέσεις δεξιά και αριστερά. Οι Τουρκαλβανοί, αφού διασκόρπισαν αυτούς που βρίσκονταν έξω από το χάνι, επιτέθηκαν εναντίον των έγκλειστων δυνάμεων. Οι επιθέσεις του Ομέρ Βρυώνη αποκρούστηκαν από τους αμυνόμενους με βαριές απώλειες για τους επιτιθέμενους. Ο Βρυώνης διέταξε να του φέρουν κανόνια από τη Λαμία. Το βράδυ εκείνης της ημέρας ο Ανδρούτσος και τα παλικάρια του επιχείρησαν έξοδο και κατόρθωσαν να διαφύγουν, αφού πρώτα προξένησαν μεγάλες απώλειες στον εχθρό. Η νίκη στη Γραβιά αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων μετά την καταστροφή στην Αλαμάνα και καθυστέρησε τους Τούρκους αρκετό χρόνο, εξαναγκάζοντάς τους να αλλάξουν τα σχέδια τους για την καταστολή της Επανάστασης στην Πελοπόννησο.
Η επανάσταση στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία
Αντίθετα από ό,τι συνέβη στη νότια Ελλάδα, η επιτυχία οποιασδήποτε επαναστατικής ενέργειας στις υπόλοιπες περιοχές της ηπειρωτικής χώρας ήταν μια πολύ δύσκολη υπόθεση, αφού κοντά σε αυτές έδρευαν ισχυρότατες στρατιωτικές μονάδες των Τούρκων έτοιμες να επέμβουν και να καταπνίξουν στο αίμα οποιαδήποτε επαναστατική κίνηση. Έτσι στην Ήπειρο η εξέγερση στο Σιράκο και τους Καλαρίτες κατεστάλη γρήγορα (Ιούνιος 1821), ενώ καλύτερη ήταν η κατάσταση στην Αρτα, την οποία άρχισαν να πολιορκούν οι επαναστάτες (Νοέμβριος του 1821). Στη Θεσσαλία ο Ανθιμος Γαζής κήρυξε την επανάσταση στο Πήλιο (7 Μαΐου του 1821), αλλά η επίθεση των επαναστατών εναντίον του φρουρίου του Βόλου αποκρούστηκε. Λίγο αργότερα η επέμβαση του Μαχμούτ πασά από τη Λάρισα εξάλειψε όσες εστίες αντίστασης είχαν απομείνει στη Θεσσαλία. Στη Μακεδονία ο Εμμανουήλ Παππάς κήρυξε την επανάσταση στις Καρυές του Αγίου Όρους (17 Μαΐου του 1821) και γρήγορα απελευθέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της Χαλκιδικής. Ισχυρότατες όμως τουρκικές δυνάμεις υπό το γενικό διοικητή της Θεσσαλονίκης Μεχμέτ Εμίν πασά, πιο γνωστού ως Εμπού Λουμπούτ, συνέτριψε τους επαναστάτες, αρκετοί από τους οποίους αναζήτησαν μαζί με τις οικογένειές τους τη σωτηρία στη Σκιάθο και τη Σκύρο. Όσοι έμειναν πίσω υπέστησαν τις σκληρές διώξεις των Τούρκων.
Το Αιγαίο στις φλόγες….
Λίγο μετά την έναρξη της επανάστασης στη νότια ηπειρωτική Ελλάδα, το ένα μετά το άλλο τα νησιά του αρχιπελάγους άρχισαν να υψώνουν τη σημαία της εξέγερσης. Πρωταγωνιστικό ρόλο στο μεγάλο ξεσηκωμό διαδραμάτισαν η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά, νησιά που διέθεταν ισχυρό και εμπειροπόλεμο στόλο. Ακολούθησαν οι Κυκλάδες, η Κάσος, η Κάλυμνος, η Πάτμος και τα υπόλοιπα μικρότερα νησιά. Μόνο η Ρόδος έμεινε απέξω, αφού στο λιμάνι της ναυλοχούσε η πιο ισχυρή μοίρα του ενωμένου τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Η Κρήτη δεν μπορούσε να μείνει μακριά από την επαναστατική φλόγα και παρά την εντυπωσιακή παρουσία του ντόπιου μουσουλμανικού στοιχείου (Τουρκοκρητικοί) οι Σφακιανοί τόλμησαν. Παρά τις σφαγές και τους απαγχονισμούς, οι επιτυχίες των επαναστατών συνεχίστηκαν. Στις 8 Μαΐου ο Λυκούργος Λογοθέτης κήρυξε την επανάσταση στη Σάμο, ενώ στην Κύπρο οι Τούρκοι έσπευσαν να στείλουν ισχυρές δυνάμεις για να αποτρέψουν οποιαδήποτε ενέργεια. Στη θάλασσα ήδη από τους πρώτους μήνες του αγώνα οι ατρόμητοι μπουρλοτιέρηδες είχαν πολλές και σημαντικές επιτυχίες. Στις 27 Μαΐου του 1821 ο Ψαριανός Δημήτριος Παπανικολής κατέκαψε στο λιμάνι της Ερεσού τουρκικό δίκροτο 74 πυροβόλων, ενώ λίγο αργότερα ο στόλος των Τριών Νήσων εμπόδισε τον Καπουδάν πασά Καρά Αλή να αποβιβάσει ενισχύσεις στη Σάμο.
Η αντίδραση των Τούρκων, οι διωγμοί αρχίζουν
Ήδη από την αρχή της επανάστασης ο σουλτάνος κινήθηκε εναντίον του ελληνικού στοιχείου της Κωνσταντινούπολης. Έπειτα μάλιστα από τη διαβεβαίωση του Ρώσου πρεσβευτή Στρόγκανοφ ότι ο τσάρος αποδοκιμάζει μετά βδελυγμίας τη στασιαστική κίνηση σε συνδυασμό με τη στάση ανοχής που επέδειξαν οι διπλωματικοί εκπρόσωποι των άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, ο σουλτάνος αποθρασύνθηκε. Ο μουσουλμανικός όχλος της Πόλης προχώρησε με την καθοδήγηση των επίσημων Αρχών σε πογκρόμ εναντίον του ελληνικού στοιχείου, ενώ προσπάθησε να εκβιάσει γνωμοδότηση του σεϊχουλισλάμη Χατζή Χαλήλ Εφένδη, η οποία θα του επέτρεπε τη σφαγή όλων των Ελλήνων στο όνομα της συλλογικής ευθύνης του γένους. Επειδή η γνωμοδότηση δεν ήταν ευνοϊκή για τις επιδιώξεις του, αντικατέστησε το σεϊχουλισλάμη και μόνο ο αφορισμός των επαναστατών από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε ΄ έσωσε το ελληνικό στοιχείο της Πόλης από τον αφανισμό. Εντούτοις, δεκάδες σπουδαίοι εκπρόσωποι του γένους κρεμάστηκαν ή αποκεφαλίστηκαν και ανάμεσά τους ο ίδιος ο πατριάρχης ο οποίος απαγχονίστηκε στη μεσαία εξωτερική θύρα του πατριαρχείου. Την εκδικητική μανία των Τούρκων δοκίμασαν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Θεσσαλονίκης, της Αδριανούπολης, της Σμύρνης, των Κυδωνιών, της Κύπρου, όπου ολόκληρη η εκκλησιαστική ηγεσία του νησιού με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό θανατώθηκε. Η ατελείωτη σειρά μαρτύρων αποδεικνύει ότι η μεγάλη επανάσταση ήταν εθνικοαπελευθερωτική. Επρόκειτο μάλιστα για την εξέγερση ενός έθνους απόλυτα συνειδητοποιημένου ως προς τις επιδιώξεις και την υπόστασή του και ως τέτοια αντιμετωπίστηκε από τους Τούρκους.
Ο δεύτερος χρόνος αρχίζει
Η δεύτερη χρονιά της επανάστασης άρχισε με την ψήφιση από την Α΄ Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων του πρώτου από τα συνταγματικά κείμενα που συντάχτηκαν στη διάρκεια του αγώνα. Παρά τα λάθη και τις παλινωδίες, οι πρόγονοί μας διαδήλωναν με την ενέργειά τους αυτή την απόφασή τους να δημιουργήσουν ένα ευνομούμενο κράτος, αντάξιο των προσδοκιών και των θυσιών αιώνων. Εν τω μεταξύ, ο θάνατος του «αντάρτη» πασά των Ιωαννίνων Αλή Τεπενελή (25 Ιανουαρίου 1822) επέτρεψε στην ανώτατη τουρκική διοίκηση την απαγκίστρωση του Χουρσίτ πασά και των δυνάμεων των οποίων ηγείτο από την Ήπειρο και τη διάθεσή τους στην καταστολή της επανάστασης στη νότια Ελλάδα. Κατά την κάθοδό του προς νότο ο Χουρσίτ έστειλε τον Ομέρ Βρυώνη να χτυπήσει το Σούλι, το οποίο είχαν σπεύσει να βοηθήσουν στρατιωτικά σώματα φιλελλήνων και αγωνιστών υπό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Παρά την αρχική επιτυχία (μάχη στο Κομπότι της Αρτας) το εκστρατευτικό σώμα διαλύθηκε στις 4 Ιουλίου του 1822 στη μάχη κοντά στο Πέτα της Αρτας, ενώ οι Σουλιώτες λίγους μήνες αργότερα αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές εστίες τους και να καταφύγουν στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα (Σεπτέμβριος του 1822). Παράλληλα, η επανάσταση αναζωπυρώθηκε στη Μακεδονία, αρχικά στην περιοχή του Ολύμπου και κατόπιν στη Νάουσα, όπου ο πρόκριτος της πόλης Ζαφειράκης είχε εκδιώξει τις τουρκικές αρχές. Ο σκληρός Εμπού Λουμπούτ επενέβη και στις 13 Απριλίου του 1822 κατέλαβε την πόλη. Στη συνέχεια θανάτωσε τουλάχιστον 2.000 άτομα. Η επανάσταση στη Μακεδονία είχε οριστικά εκπνεύσει.
Η επανάσταση σταθεροποιείται στη νότια Ελλάδα
Το 1822 σταθεροποιείται η επανάσταση, ιδιαίτερα μετά την καταστροφή της στρατιάς του Μαχμούτ Δράμαλη πασά από τον Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια. Πριν από αυτό το σημαντικό γεγονός και ενώ στις 20 Φεβρουαρίου του 1822 ο ενωμένος στόλος των Τριών Νήσων είχε καταναυμαχήσει τουρκική μοίρα έξω από την Πάτρα, οι Τούρκοι διέπραξαν ένα από τα φοβερότερα εγκλήματά τους στη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης, αλλά συγχρόνως και το πιο σημαντικό λάθος τακτικής, τις σφαγές της Χίου. Στις 30 Μαρτίου του 1822 ο τουρκικός στόλος υπό τον Καρά Αλή αποβίβασε χιλιάδες στρατιώτες στη Χίο. Έπειτα από δύο ημέρες όλο το νησί είχε μετατραπεί σε ερείπια και περισσότεροι από 20.000 κάτοικοί του οι οποίοι δεν είχαν προλάβει να καταφύγουν σε γειτονικά νησιά θανατώθηκαν ή εξανδραποδίστηκαν. Η καταστροφή αυτή γρήγορα μαθεύτηκε στην Ευρώπη και ο αποτροπιασμός της κοινής γνώμης για το γεγονός ενίσχυσε εντυπωσιακά το κίνημα του φιλελληνισμού και ανάγκασε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να επαναπροσδιορίσουν τη στάση τους απέναντι στο ελληνικό ζήτημα . Η εκδίκηση των Ελλήνων για τη σφαγή ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Τη νύχτα της 6ης προς την 7η Ιουνίου του 1822 και ενώ οι Τούρκοι γιόρταζαν το Μπαϊράμι πάνω στη ναυαρχίδα του Καρά Αλή «Μανσουρίγιε» ο Ψαριανός Κωνσταντίνος Κανάρης κόλλησε το πυρπολικό πάνω στο τρίκροτο, το οποίο σε λίγο μετατράπηκε σε πυροτέχνημα συμπαρασύροντας στον όλεθρο το σφαγέα ναύαρχο και περισσότερους από χίλιους ναύτες. Το 1822 συνεχίστηκε με μια άλλη σημαντική επιτυχία των Ελλήνων. Ο Μαχμούτ πασάς Δράμαλης με μια δύναμη 25.000 περίπου ανδρών κατευθύνθηκε από τη Θεσσαλία προς την ανατολική Πελοπόννησο με τελικό στόχο την Τριπολιτσά. Με μεγάλη ευκολία έλυσε την πολιορκία του Ακροκορίνθου και του Ναυπλίου, κατέλαβε το Αργος, ενώ οι ελληνικές αρχές εγκατέλειπαν πανικόβλητες την περιοχή. Τη δύσκολη αυτή στιγμή ο Κολοκοτρώνης, αρχιστράτηγος πλέον, εφάρμοσε το σχέδιό του για την αντιμετώπιση του κινδύνου ο οποίος προερχόταν από τη δράση του Δράμαλη. Κατέστρεψε όλες τις αποθήκες με σιτηρά και άλλα τρόφιμα, καθιστώντας έτσι προβληματικό τον ανεφοδιασμό της μεγάλης στρατιάς. Συγχρόνως, ενίσχυσε τις θέσεις που κάλυπταν τις προσβάσεις προς την Τριπολιτσά και οχύρωσε την περιοχή των στενών στα Δερβενάκια για να εμποδίσει την υποχώρηση των Τούρκων προς την Κόρινθο. Ο Δράμαλης, πιεζόμενος από την έλλειψη εφοδίων, αποφάσισε να επιστρέψει στην Κόρινθο. Ενώ οι δυνάμεις του είχαν εισέλθει στα στενά των Δερβενακίων (26 Ιουλίου του 1822) δέχτηκαν τη σφοδρή επίθεση των Ελλήνων και αποδεκατίστηκαν. Η πλέον σοβαρή μέχρι εκείνη τη στιγμή προσπάθεια των Τούρκων να καταστείλουν την επανάσταση είχε αποτύχει. Ανάλογη ήταν και η τύχη της προσπάθειας των Τούρκων υπό τον Κιουταχή και τον Ομέρ Βρυώνη να καταλάβουν τη στρατηγικής σημασίας πόλη του Μεσολογγίου. Οι αμυνόμενοι αντιστάθηκαν με επιτυχία σε όλες τις επιθέσεις των πολιορκητών τους και το βράδυ των Χριστουγέννων του 1822, όταν διέλυσαν τη γενική έφοδο των τουρκικών δυνάμεων, τους έπεισαν να εγκαταλείψουν για την ώρα την προσπάθεια.
Η ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας στη Χίο από τον Κωνσταντίνο Κανάρη
Τον Απρίλιο του 1822 τα στίφη των βάρβαρων επιδρομέων υπό την καθοδήγηση του Καπουδάν Πασά του οθωμανικού στόλου Καρά Αλή του Ευτυχούς κατέκαψαν από άκρη σε άκρη το όμορφο νησί της Χίου, ενώ οι κάτοικοί του είτε σφαγιάστηκαν είτε μεταφέρθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της βόρειας Αφρικής. Ο Ψαριανός Κωνσταντίνος Κανάρης και ο Υδραίος Ανδρέας Πιπίνος αποφάσισαν να χτυπήσουν, με δύο πυρπολικά, τον τουρκικό στόλο που ναυλοχούσε στο λιμάνι της Χίου. Ήταν η ώρα της εκδίκησης. Η νύχτα της 6ης προς 7η Ιουνίου ήταν αφέγγαρη και οι δύο ατρόμητοι ναυτικοί μαζί με τους συντρόφους τους πλησίασαν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί τους στόχους τους, ο Πιπίνος την υποναυαρχίδα και ο Κανάρης τη ναυαρχίδα, την περήφανη Μανσουρίγιε. Τα δύο πλοία ήταν κατάφωτα και τα πληρώματα διασκέδαζαν, καθώς την επομένη άρχιζε το Μπαϊράμι. Ο Πιπίνος έριξε την αρπάγη και το πυρπολικό του γαντζώθηκε στην υποναυαρχίδα, άναψε το φιτίλι και πήδηξε στη βάρκα διαφυγής. Η φωτιά όμως άργησε να φουντώσει και το πλήρωμα του δικρότου κατόρθωσε να απομακρύνει το πυρπολικό. Ο Κανάρης όμως στάθηκε περισσότερο επίμονος. Έμεινε στο πυρπολικό μέχρι που σιγουρεύτηκε ότι η φωτιά μεταδόθηκε στη τουρκική ναυαρχίδα. Αυτή λαμπάδιασε και σε λιγότερο από τρία τέταρτα της ώρας, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες του πληρώματός της να σβήσει τη φωτιά, ανατινάχτηκε, συμπαρασύροντας στον υγρό τάφο της 2.000 ναύτες και αξιωματικούς. Μία ώρα αργότερα, ο Καρά Αλή άφηνε την τελευταία του πνοή στην ακτή του νησιού που λίγες μέρες πριν είχε καταστρέψει.
Η καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια
Της Ρούμελης οι μπέηδες και του Μωριά οι λεβέντες,
Στο Ντερβενάκι κείτονται κορμιά δίχως κεφάλια.
Στρώμα έχουνε τη μαύρη γη, προσκέφαλο μια πέτρα
και τ’ από πάνω σκέπασμα του φεγγαριού τη λάμψη.
Κι ένα πουλάκι επέρασε και το ξαναρωτούνε
«Πουλί, πώς πάει ο πόλεμος, το κλέφτικο τουφέκι;»
«Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης
και παραπίσω οι Έλληνες με τα σπαθιά τα χέρια».
Με αυτό τον απόλυτα περιεκτικό τρόπο η λαϊκή μούσα απαθανάτισε τη συντριβή της περήφανης στρατιάς του Μαχμούτ Δράμαλη στα Δερβενάκια, στις 26 Ιουλίου του 1822. Ο Δράμαλης, με περισσότερους από δέκα χιλιάδες άνδρες, αποφάσισε να επιστρέψει στα τέλη Ιουλίου του 1822 στην Κόρινθο, αφού ο ανεφοδιασμός της στρατιάς του ήταν πλέον αδύνατος στην πεδιάδα του Αργους. Διέδιδε όμως ότι σκόπευε να ανακαταλάβει την Τριπολιτσά. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δεν πίστεψε στις διαδόσεις και ήταν βέβαιος πως ο Τούρκος στρατιωτικός θα επέλεγε το δρόμο που περνούσε από τα στενά των Δερβενακίων με κατεύθυνση την Κόρινθο. Οι προβλέψεις του σύντομα επαληθεύτηκαν. Στις 26 Ιουλίου η εμπροσθοφυλακή της εχθρικής στρατιάς φάνηκε να μπαίνει στα στενά. Οι Έλληνες έμειναν ακίνητοι στα ταμπούρια τους, όπως είχε δώσει εντολή ο Κολοκοτρώνης. Έπρεπε να μπουν όσο το δυνατόν περισσότεροι Τούρκοι. Ξαφνικά, ακούστηκε η βροντερή φωνή του Κολοκοτρώνη: «Επάνω τους, Έλληνες». Την ίδια στιγμή μια κόλαση φωτιάς ξεχύθηκε μέσα στο στενό ντερβένι και στο διάβα της κατέκαιε τα πάντα. Οι Τούρκοι, σαστισμένοι, στράφηκαν προς τον Αγιο Σώστη για να σωθούν. Πολλοί κατάφεραν να ξεφύγουν. Τότε, ο Νικήτας Σταματελόπουλος με πολλούς συμπολεμιστές του απέκοψε την οδό διαφυγής. Η σφαγή συνεχίστηκε τις δύο επόμενες ημέρες σε άλλες τοποθεσίες της περιοχής. Τεράστιες ποσότητες λαφύρων, ιδιαίτερα πολεμοφοδίων, έπεσαν στα χέρια των επαναστατών. Η προσπάθεια του Δράμαλη όχι μόνο απέτυχε, αλλά εξόπλισε τελικά τους Έλληνες αγωνιστές, ανεβάζοντας συγχρόνως το ηθικό τους και ενισχύοντας την πίστη τους στην επιτυχία του αγώνα τους.
Η διχόνοια η δολερή κάνει την εμφάνισή της
Όταν το Μάρτιο του 1823 ξεκίνησε τις εργασίες της στο Αστρος η Β΄ Εθνοσυνέλευση, ο αγώνας αντιμετώπιζε ήδη σοβαρή κρίση, γιατί οι αντιθέσεις ανάμεσα στους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς είχαν οξυνθεί ιδιαίτερα και τα οικονομικά μέσα για τον εφοδιασμό των αγωνιστών είχαν εξαντληθεί. Η Ευρώπη στο Συνέδριο της Βερόνας στο τέλος του 1822 είχε αποδοκιμάσει με απόλυτο τρόπο την ελληνική επανάσταση, ενώ οι Τούρκοι, παρά τα έντονα εσωτερικά προβλήματα που είχε ο σουλτάνος με τους γενίτσαρους, φαίνονταν αποφασισμένοι να χτυπήσουν τους επαναστάτες και να καταστείλουν την εξέγερση. Επιχείρησαν στη διάρκεια του 1823 αρκετές μικρής μάλλον κλίμακας εκστρατείες, με εξαίρεση ίσως αυτήν του Μουσταή πασά της Σκόδρας και του Ομέρ Βρυώνη το καλοκαίρι που ήταν αρκετά φιλόδοξη και κατέληξε σε ήττα των Τούρκων στο Κεφαλόβρυσο (8 και 9 Αυγούστου του 1823) κοντά στο Καρπενήσι. Στη φονική αυτή μάχη οι Τούρκοι είχαν βαριές απώλειες, ενώ στη διάρκειά της τραυματίστηκε θανάσιμα ο Μάρκος Μπότσαρης, σε στρατηγικό σχέδιο του οποίου στηρίχτηκε η διεξαγωγή της νικηφόρας μάχης. Η μάχη στο Κεφαλόβρυσο ήταν η πιο σημαντική στιγμή του 1823.
Η εμφύλια διαμάχη φουντώνει
Οι πρώτες αντιθέσεις ανάμεσα στους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς εμφανίστηκαν στη διάρκεια των εργασιών της Β΄ Εθνοσυνέλευσης το Μάρτιο-Απρίλιο του 1823. Τότε μεταξύ άλλων αποφασίστηκε η κατάργηση των τοπικών πολιτικών οργανισμών και ο βαθμός του αρχιστρατήγου. Η κατάργηση της Πελοποννησιακής Γερουσίας, ψυχή της οποίας ήταν ο Κολοκοτρώνης αλλά και του βαθμού του αρχιστρατήγου τον οποίο έφερε ο Γέρος του Μοριά, θεωρήθηκαν, όχι άδικα, μείωση του φυσικού αρχηγού των στρατιωτικών σωμάτων. Το χάσμα ανάμεσα στο Μαυροκορδάτο, πρόεδρο του Εκτελεστικού, και τον Κολοκοτρώνη, αντιπρόεδρο, συνεχώς μεγάλωνε. Στις 16 Νοεμβρίου του 1823 οπαδοί του Κολοκοτρώνη, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε παραιτηθεί από αντιπρόεδρος, διέλυσαν το Βουλευτικό. Πολλά μέλη του που δεν συμφωνούσαν με τον Κολοκοτρώνη κατέφυγαν στο Κρανίδι και όρισαν νέα κυβέρνηση με πρόεδρο τον Υδραίο Γεώργιο Κουντουριώτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.