Του ΓΙΑΝΝΗ ΚΙΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΥ*
Ένας φίλος, έντιμος και σκληρά εργαζόμενος, μευποχρεώσεις επταμελούς οικογένειας φορτωμένες στην πλάτη, βρέθηκε πρόσφατα σε φορολογική απόγνωση. Μια σειρά από ατυχή γεγονότα στην προσωπική του κατάσταση, σε διαβολική συνέργεια με τα διόλου "ατυχή" γεγονότα της συλλογικής μας κρίσης,συσσώρευσαν πάνω του φορολογικό χρέος άνω των35.000 ευρώ, μαζί με πρόστιμα και προσαυξήσεις. Έκανε προσπάθειες να το διαχειριστεί με τις προηγούμενες ρυθμίσεις ληξιπρόθεσμων οφειλών, αλλά επειδή η πραγματικότητα εξελίχθηκε ερήμην των ατομικών μας σχεδίων, δεν κατάφερε να είναι συνεπής. Έχασε τη ρύθμιση και τελικά βρέθηκε στοδικαστήριο, ποινικά διωκόμενος για πλημμέλημα. Έσπευσε και μπήκε στη νέα ρύθμιση και, με τη βεβαίωση της εφορίας στο χέρι, απαλλάχθηκε. Άλλωστε, τα δικαστήρια έχουν μάλλον πάρει το μήνυμα της κυβέρνησης για τους μικρούς οφειλέτες και, κατά κανόνα, δεν καταλογίζουν ποινές.
Ο φίλος ξεπέρασε ένα εμπόδιο, αλλά δεν έλυσε το πρόβλημα. Με ετήσιες αποδοχές περίπου 20.000 έχει να αντιμετωπίσει ένα χρέος προς την εφορία - χωρίς να υπολογίσουμε τα άλλα χρέη του- που ισοδυναμεί με το 175% του εισοδήματός του. Είναι μαθηματικά βέβαιο ότι, ακόμη κι αν καταφέρει να είναι συνεπής στις πρώτες δόσεις, κάποια στιγμή θα «μπουκώσει». Όταν βρεθεί προ του διλήμματος «τη δόση της εφορίας ή τις ανάγκες της οικογένειας;», θα επιλέξει το δεύτερο και θα βρεθεί εκτός ρύθμισης και με ένα χρέος που θα μπει ξανά στον φαύλο κύκλο προστίμων, προσαυξήσεων, δικαστηρίων και κατασχέσεων. Όσογενναιόδωρο για τους μικροοφειλέτες κι αν γίνει το φορολογικό σύστημα, αποκλείεται να παραιτηθεί από τις βασικές αξιώσεις του, εφόσον είναι προσηλωμένο στο κυνήγι των -έστω και μικρών- πλεονασμάτων. Μια πραγματική «σεισάχθεια» υπέρ των ασθενέστερων, που θα επέτρεπε αληθινή επανεκκίνηση για υπερχρεωμένα νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις, δεν είναι συμβατή με το κυνήγι της δημοσιονομικής «ευταξίας» που διαπερνά την υπό διαπραγμάτευση συμφωνία «θεσμών» και κυβέρνησης. Η κοινή λογική λέει ότι όσες ευνοϊκές ρυθμίσεις κι αν γίνουν, το μεγαλύτερο μέρος των σχεδόν 80 δισ. ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο δεν πρόκειται να εισπραχθεί ποτέ. Θα κοσμούν απλώς τα λογιστικά βιβλία του κράτους και θα αποτελούν εστία διαρκούς έντασης στη σχέση του με τους πιο αδύναμους πολίτες. Οι δυνατοί θα βρίσκουν πάντα τρόπους και χρήμα για να ξεφεύγουν.
Το παράδειγμα που ανέφερα είναι αληθινό. Και έχει μια τρομακτική αναλογία -ακόμη και αριθμητική- με το δημόσιο χρέος που βαρύνει κάθε έναν από τα 11.000.000 κατοίκους της χώρας. Έκαστος εξ ημών βαρύνεται με χρέος περίπου 30.000 ευρώ, εξοφλητέο μέχρι το 2057. Αν επιμερίσουμε το χρέος στα περίπου 4 εκατ. νοικοκυριά, καθένα βαρύνεται με 76.000 ευρώ, υπερδιπλάσιο του μέσου ετήσιου εισοδήματός του. Κι αν προσθέσουμε και το ιδιωτικό χρέος τους, ο λογαριασμός εκτοξεύεται στα 120.000ευρώ, το τετραπλάσιο του μέσου ετήσιου εισοδήματος. Το χειρότερο είναι ότι δεν υπάρχουν μέσοι άνθρωποι, μέσα νοικοκυριά και μέσα εισοδήματα. Υπάρχουν άνθρωποι στην πλειοψηφία τους κάτω από αυτά τα «μέσα» και θα απαιτούνταν η άμισθη δουλεία τους για τουλάχιστον τέσσερα χρόνια ώστε να εξοφληθεί το κατά κεφαλήν χρέος, αν υποθέσουμε ότι με κάποιον άλλο μαγικό τρόπο θα κάλυπταν τις υπόλοιπες ανάγκες τους.
Όσο πιθανό είναι ο φίλος του παραδείγματος να εξοφλήσει το χρέος στην εφορία σε 8 χρόνια, άλλο τόσο πιθανό είναι να πληρωθεί το ελληνικό χρέος προς τους δανειστές. Αυτή η πραγματικότητα έπρεπε να αποτελεί τη βάση οποιασδήποτε συμφωνίας, ακόμη και μιας ετεροβαρούς (υπέρ των δανειστών) και όχι «αμοιβαία επωφελούς» συμφωνίας.
Έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, η πρωθύστερη διαπραγμάτευση που μετέθεσε τη συζήτηση για το χρέος σε δεύτερο χρόνο, αποδυνάμωσε τα μαθηματικά της κοινής λογικής, υπέρ των οποίων συνηγορούν ακόμη και τα πιο συντηρητικά think tank της Ευρώπης, και στη θέση τους ενδυνάμωσε τη ρητορική του «ηθικού κινδύνου» αθέτησης του χρέους. Εν ονόματι του «κινδύνου» αυτού έγινε αποδεκτή η αντίληψη «μεταρρυθμίσεις έναντι συμφωνίας». Αλλά η αντίληψη αυτή παρακάμπτει την αριθμητική της κοινής λογικής, η οποία υπαγορεύει ότι αυτό το χρέος έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να εξοφληθεί χωρίς δραστικό κούρεμα, και εξαντλεί τη διαπραγμάτευση στην αναζήτηση πολιτικών και «τεχνικών» που εγγυώνται την «αειφόρο» εξυπηρέτησή του. Τελικά, εγκλωβίζει την οικονομία στον φαύλο κύκλο που την έβαλαν τα δύο προηγούμενα Μνημόνια, μετατρέποντάς τη σε ΑΤΜ αναλήψεων για τους δανειστές.
Εν κατακλείδι, συμφωνία χωρίς πρόνοια για δραστική μείωση του χρέους θα έχει την τύχη της ρύθμισης των οφειλών του φίλου μου. Θα είναι συνεπής για λίγες πρώτες δόσεις -10, 20, 30;- ύστερα θα «φρακάρει» και θα χρειάζεται νέα ρύθμιση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.