Η αποτυχημένη «συνταγή» των δανειστών και οι δυνατότητες μιας χώρας σε δύσκολες εποχές – Τι προτείνουν κορυφαίοι οικονομολόγοι για μια πραγματική έξοδο της Ελλάδας από το θανατηφόρο «σπιράλ» της κρίσης
Την εκτίμηση πως η Ελλάδα μπορεί να βρει λύση στο σοβαρό
οικονομικό πρόβλημα που την ταλανίζει εδώ και χρόνια και να αφήσει πίσω
της τον εφιάλτη των Μνημονίων, διατυπώνουν κορυφαίοι Έλληνες
οικονομολόγοι.
Ένας από αυτούς, ο Βασίλης Βιλιάρδος, επισημαίνει ότι «η
μοναδική βιώσιμη λύση που έχουμε ακόμη στη διάθεση μας είναι η
εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους μας με δικά μας μέσα – κάτι που θα
επέτρεπε την εκδίωξη της Τρόικας, την αποφυγή της λεηλασίας των
περιουσιακών μας στοιχείων, το τέλος των μνημονίων, καθώς επίσης,
κυρίως, την ανάκτηση της εθνικής μας κυριαρχίας».
Ο ίδιος εκτιμά πως «η Ελλάδα είναι μία πάμπλουτη χώρα, οπότε θα μπορούσε να τα καταφέρει – έστω με μεγάλες θυσίες, οι οποίες όμως θα ήταν μηδαμινές σε σύγκριση με την καταστροφή που μας περιμένει, εάν δεν αλλάξουμε αμέσως πορεία».
Διαβάστε ολόκληρη την ανάλυση του οικονομολόγου Βασίλη Βιλιάρδου, όπως δημοσιεύεται στο analyst.gr:
«Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών(σ.σ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε),ο οποίος αρέσκεται να μοιράζει συμβουλές εισπράττοντας όσα περισσότερα μπορεί εκμεταλλευόμενος τους Ευρωπαίους εταίρους του, ειδικά μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση και με συνεργό του την ΕΚΤ,έφερε ξανά στο προσκήνιο την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη – δήθεν για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, όπως συνηθίζει να τονίζει.
Εν τούτοις, δεν ανέφερε πώς θα ήταν σε θέση η χώρα μας να εξυπηρετεί τα χρέη της σε ευρώ, με μία δραχμή που θα υποτιμούταν συνεχώς – πόσο μάλλον χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα να επωφεληθεί από τα πλεονεκτήματα της υποτίμησης. Από την αύξηση των εξαγωγών της δηλαδή, η οποία θα ήταν σχεδόν ανέφικτη – αφού έχει καταστραφεί εντελώς ο παραγωγικός της ιστός, μετά από τα έξι οδυνηρά χρόνια των μνημονίων.
Από την άλλη πλευρά, δεν είναι κατανοητή η υποστήριξη της Ευρώπης, όταν για κάθε 100 € που δανείζει την Ελλάδα απαιτεί τουλάχιστον 200 € – με την έννοια της πτώσης των τιμών της ιδιωτικής ακίνητης περιουσίας (χάθηκαν πάνω από 500 δισ. €), της χρεοκοπίας χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των τρομακτικών απωλειών του ΑΕΠ (οπότε των υγιών δημοσίων εσόδων), της κλοπής των τραπεζών, της κατάρρευσης των χρηματιστηριακών τιμών, της απαξίωσης των εταιρειών του δημοσίου, της κατακόρυφης μείωσης μισθών και εισοδημάτων, της εκτόξευσης της ανεργίας που διόγκωσε το ασφαλιστικό πρόβλημα κοκ.
Υπάρχουν βέβαια επίσης Έλληνες, οι οποίοι προτείνουν κάτι ανάλογο – συνοδεύοντας το όμως με την άρνηση της πληρωμής του χρέους, καθώς επίσης με την έξοδο της χώρας όχι μόνο από την Ευρωζώνη αλλά, επί πλέον, από την ΕΕ. Δυστυχώς δεν εξετάζουν εάν είναι εύλογο ή εφικτό από γεωπολιτικής πλευράς, ούτε εάν η Ελλάδα έχει τις πολιτικές και οικονομικές προϋποθέσεις που απαιτεί ένα τέτοιο Ηράκλειο εγχείρημα – όπως μία ικανή κυβέρνηση, μία δική της κεντρική τράπεζα που να είναι σε θέση να ανταπεξέλθει με μία τέτοια καταιγίδα, μία σωστή παραγωγική βάση, έναν αποφασισμένο λαό, πρόθυμο να υποστεί τις σοβαρότατες συνέπειες κοκ.
Σε κάθε περίπτωση, μία τέτοια έξοδος δεν είναι τόσο απροβλημάτιστη όσο ίσως το 2010, όταν οι δανειστές ήταν οι γερμανικές και οι γαλλικές τράπεζες, ενώ η χώρα δεν είχε ακόμη καταρρεύσει – ούτε όσο πριν την υπογραφή του PSI, όπου το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού χρέους (90%) θα μπορούσε να μετατραπεί σε πληθωριστικές δραχμές, με το χρηματοπιστωτικό σύστημα να μην έχει οδηγηθεί ακόμη στη σκοτεινή Χάρυβδη των κόκκινων δανείων.
Ανέφικτη βέβαια δεν θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κανείς, κρίνοντας από την εμπειρία της Ισλανδίας και, κυρίως, της Αργεντινής – χώρες που όμως δεν είχαν υποστεί την λαίλαπα τριών διαδοχικών μνημονίων, έχοντας επί πλέον τα δικά τους εθνικά νομίσματα, τα οποία απλά αποσύνδεσαν από το δολάριο. Ειδικά όσον αφορά την Αργεντινή, η οποία βίωσε σχετικά ανάλογες συνθήκες με το ΔΝΤ, η χρεοκοπία της τεκμηριώνει ότι, εάν η κυβέρνηση της ήταν ικανότερη, θα μπορούσε να είχε ξεφύγει από την παγίδα, στην οποία οδηγήθηκε.
Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από τις σημερινές εξελίξεις, συγκριτικά με τη Βραζιλία που επέλεξε έναν διαφορετικό δρόμο – αυτόν της υποταγής της στα μνημόνια του ΔΝΤ,χωρίς να προβεί σε στάση πληρωμών. Ειδικότερα, ενώ τα επιτόκια των δεκαετών ομολόγων της Αργεντινής μειώθηκαν από τα μέσα του 2014, στο 8% από 12%, τα αντίστοιχα της Βραζιλίας αυξήθηκαν στο 7,5% από 4% (γράφημα).
Αυτό σημαίνει πως οι αγορές θεωρούν πλέον πως και οι δύο χώρες έχουν το ίδιο ρίσκο, όσον αφορά την εξυπηρέτηση των χρεών τους – παρά το ότι η Αργεντινή ευρίσκεται σε συνεχείς συγκρούσεις με τους πιστωτές της, λόγω της μονομερούς διαγραφής χρεών που προηγήθηκε, ενώ η πάμπλουτη Βραζιλία βίωσε μία εποχή μεγάλης ανάπτυξης, καταφέρνοντας το 2012 να δανείζεται μόλις με 2,5%.
Η Αργεντινή όμως εξέλεξε πρόσφατα μία πολλά υποσχόμενη κυβέρνηση, η οποία ξεκίνησε σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές – χαλαρώνοντας αμέσως τους ελέγχους κεφαλαίων, αντικαθιστώντας τον διοικητή της κεντρικής της τράπεζας, υποτιμώντας το νόμισμα της, καθώς επίσης καθιστώντας τη χώρα ελκυστικότερη για τους διεθνείς επενδυτές.
Αντίθετα, η Βραζιλία είναι βυθισμένη σε μία οικονομική κρίση λόγω της πολιτικής της – στην οποία η διαφθορά έχει φτάσει στα ανώτατα στρώματα, ενώ η πρόεδρος της κατηγορείται για σοβαρότατες ατασθαλίες, έχοντας χάσει τη στήριξη του λαού της. Πριν από μερικές ημέρες δε αντικατέστησε ξαφνικά τον υπουργό οικονομικών της, ο οποίος ήταν υπέρ των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, με κάποιον που αντιτίθεται εντελώς – με αποτέλεσμα να χαθεί ξανά η εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Ο ίδιος εκτιμά πως «η Ελλάδα είναι μία πάμπλουτη χώρα, οπότε θα μπορούσε να τα καταφέρει – έστω με μεγάλες θυσίες, οι οποίες όμως θα ήταν μηδαμινές σε σύγκριση με την καταστροφή που μας περιμένει, εάν δεν αλλάξουμε αμέσως πορεία».
Διαβάστε ολόκληρη την ανάλυση του οικονομολόγου Βασίλη Βιλιάρδου, όπως δημοσιεύεται στο analyst.gr:
«Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών(σ.σ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε),ο οποίος αρέσκεται να μοιράζει συμβουλές εισπράττοντας όσα περισσότερα μπορεί εκμεταλλευόμενος τους Ευρωπαίους εταίρους του, ειδικά μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση και με συνεργό του την ΕΚΤ,έφερε ξανά στο προσκήνιο την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη – δήθεν για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, όπως συνηθίζει να τονίζει.
Εν τούτοις, δεν ανέφερε πώς θα ήταν σε θέση η χώρα μας να εξυπηρετεί τα χρέη της σε ευρώ, με μία δραχμή που θα υποτιμούταν συνεχώς – πόσο μάλλον χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα να επωφεληθεί από τα πλεονεκτήματα της υποτίμησης. Από την αύξηση των εξαγωγών της δηλαδή, η οποία θα ήταν σχεδόν ανέφικτη – αφού έχει καταστραφεί εντελώς ο παραγωγικός της ιστός, μετά από τα έξι οδυνηρά χρόνια των μνημονίων.
Από την άλλη πλευρά, δεν είναι κατανοητή η υποστήριξη της Ευρώπης, όταν για κάθε 100 € που δανείζει την Ελλάδα απαιτεί τουλάχιστον 200 € – με την έννοια της πτώσης των τιμών της ιδιωτικής ακίνητης περιουσίας (χάθηκαν πάνω από 500 δισ. €), της χρεοκοπίας χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των τρομακτικών απωλειών του ΑΕΠ (οπότε των υγιών δημοσίων εσόδων), της κλοπής των τραπεζών, της κατάρρευσης των χρηματιστηριακών τιμών, της απαξίωσης των εταιρειών του δημοσίου, της κατακόρυφης μείωσης μισθών και εισοδημάτων, της εκτόξευσης της ανεργίας που διόγκωσε το ασφαλιστικό πρόβλημα κοκ.
Υπάρχουν βέβαια επίσης Έλληνες, οι οποίοι προτείνουν κάτι ανάλογο – συνοδεύοντας το όμως με την άρνηση της πληρωμής του χρέους, καθώς επίσης με την έξοδο της χώρας όχι μόνο από την Ευρωζώνη αλλά, επί πλέον, από την ΕΕ. Δυστυχώς δεν εξετάζουν εάν είναι εύλογο ή εφικτό από γεωπολιτικής πλευράς, ούτε εάν η Ελλάδα έχει τις πολιτικές και οικονομικές προϋποθέσεις που απαιτεί ένα τέτοιο Ηράκλειο εγχείρημα – όπως μία ικανή κυβέρνηση, μία δική της κεντρική τράπεζα που να είναι σε θέση να ανταπεξέλθει με μία τέτοια καταιγίδα, μία σωστή παραγωγική βάση, έναν αποφασισμένο λαό, πρόθυμο να υποστεί τις σοβαρότατες συνέπειες κοκ.
Σε κάθε περίπτωση, μία τέτοια έξοδος δεν είναι τόσο απροβλημάτιστη όσο ίσως το 2010, όταν οι δανειστές ήταν οι γερμανικές και οι γαλλικές τράπεζες, ενώ η χώρα δεν είχε ακόμη καταρρεύσει – ούτε όσο πριν την υπογραφή του PSI, όπου το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού χρέους (90%) θα μπορούσε να μετατραπεί σε πληθωριστικές δραχμές, με το χρηματοπιστωτικό σύστημα να μην έχει οδηγηθεί ακόμη στη σκοτεινή Χάρυβδη των κόκκινων δανείων.
Ανέφικτη βέβαια δεν θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κανείς, κρίνοντας από την εμπειρία της Ισλανδίας και, κυρίως, της Αργεντινής – χώρες που όμως δεν είχαν υποστεί την λαίλαπα τριών διαδοχικών μνημονίων, έχοντας επί πλέον τα δικά τους εθνικά νομίσματα, τα οποία απλά αποσύνδεσαν από το δολάριο. Ειδικά όσον αφορά την Αργεντινή, η οποία βίωσε σχετικά ανάλογες συνθήκες με το ΔΝΤ, η χρεοκοπία της τεκμηριώνει ότι, εάν η κυβέρνηση της ήταν ικανότερη, θα μπορούσε να είχε ξεφύγει από την παγίδα, στην οποία οδηγήθηκε.
Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από τις σημερινές εξελίξεις, συγκριτικά με τη Βραζιλία που επέλεξε έναν διαφορετικό δρόμο – αυτόν της υποταγής της στα μνημόνια του ΔΝΤ,χωρίς να προβεί σε στάση πληρωμών. Ειδικότερα, ενώ τα επιτόκια των δεκαετών ομολόγων της Αργεντινής μειώθηκαν από τα μέσα του 2014, στο 8% από 12%, τα αντίστοιχα της Βραζιλίας αυξήθηκαν στο 7,5% από 4% (γράφημα).
Αυτό σημαίνει πως οι αγορές θεωρούν πλέον πως και οι δύο χώρες έχουν το ίδιο ρίσκο, όσον αφορά την εξυπηρέτηση των χρεών τους – παρά το ότι η Αργεντινή ευρίσκεται σε συνεχείς συγκρούσεις με τους πιστωτές της, λόγω της μονομερούς διαγραφής χρεών που προηγήθηκε, ενώ η πάμπλουτη Βραζιλία βίωσε μία εποχή μεγάλης ανάπτυξης, καταφέρνοντας το 2012 να δανείζεται μόλις με 2,5%.
Η Αργεντινή όμως εξέλεξε πρόσφατα μία πολλά υποσχόμενη κυβέρνηση, η οποία ξεκίνησε σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές – χαλαρώνοντας αμέσως τους ελέγχους κεφαλαίων, αντικαθιστώντας τον διοικητή της κεντρικής της τράπεζας, υποτιμώντας το νόμισμα της, καθώς επίσης καθιστώντας τη χώρα ελκυστικότερη για τους διεθνείς επενδυτές.
Αντίθετα, η Βραζιλία είναι βυθισμένη σε μία οικονομική κρίση λόγω της πολιτικής της – στην οποία η διαφθορά έχει φτάσει στα ανώτατα στρώματα, ενώ η πρόεδρος της κατηγορείται για σοβαρότατες ατασθαλίες, έχοντας χάσει τη στήριξη του λαού της. Πριν από μερικές ημέρες δε αντικατέστησε ξαφνικά τον υπουργό οικονομικών της, ο οποίος ήταν υπέρ των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, με κάποιον που αντιτίθεται εντελώς – με αποτέλεσμα να χαθεί ξανά η εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Περαιτέρω, δεν υπάρχουν ασφαλώς Έλληνες που να
τοποθετούνται υπέρ των μνημονίων, θεωρώντας ότι αποτελούν πράγματι λύση
στα προβλήματα της χώρας – αλλά μόνο κάποιοι, οι οποίοι δεν διακρίνουν
καμία άλλη δυνατότητα, τουλάχιστον όσον αφορά τη χρηματοδότηση του
δημοσίου.
Με δεδομένο όμως το ότι, η μοναδική θετική πλευρά των μνημονίων είναι οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες δεν έχουν ούτε στο ελάχιστο δρομολογηθεί, ενώ είναι πλέον αδύνατες αφού η κοινωνία έχει πληγεί σε τεράστιο βαθμό, οπότε δεν θα στήριζε σύσσωμη τις αλλαγές, η εξασφάλιση της ξένης χρηματοδότησης με δυσμενείς όρους απλά επιμηκύνει τον επιθανάτιο ρόγχο της οικονομίας – χωρίς να θεραπεύει την αρρώστια, την οποία θα ακολουθήσει ο θάνατος εάν δεν αλλάξουμε πορεία.
Εύλογα λοιπόν αναρωτιέται κανείς εάν υπάρχει κάποια λύση, η οποία να μπορούσε να αποτρέψει τις οδυνηρές προβλέψεις μας – όσον αφορά το μέλλον της Ελλάδας ως αποικία των δανειστών της. Επίσης, ως μία περιοχή χαμηλού εργατικού κόστους της γερμανικής κυρίως βιομηχανίας, κατά το φρικτό παράδειγμα της Πορτογαλίας – στην οποία έχει πρόσφατα επιστρέψει δριμύτερη η τραπεζική κρίση (νέα διάσωση τράπεζας από το δημόσιο).
Στα πλαίσια αυτά, υποθέτουμε εν πρώτοις πως είναι δεδομένη η νομική ισχύς των αποικιοκρατικών συμβάσεων που έχουν υπογραφεί από τις τελευταίες κυβερνήσεις μας, οι οποίες δεν επιτρέπουν πλέον τη στάση πληρωμών – ειδικά το μνημόνιο νούμερο τρία, με το οποίο έχουν παραδοθεί στους δανειστές τόσο το ΤΑΙΠΕΔ, όσο και οι ελληνικές τράπεζες, οπότε η δημόσια και η ιδιωτική περιουσία των Ελλήνων.
Θεωρούμε επίσης δεδομένη τη γεωπολιτική μας ιδιαιτερότητα στην εποχή της ασύμμετρης παγκοσμιοποίησης και του επικίνδυνου πολέμου στη Μέση Ανατολή – ο οποίος θα μπορούσε να έχει πολύ δυσάρεστες εξελίξεις, ενώ προβλέπεται παράλληλα μία τεράστια χρηματοπιστωτική καταιγίδα.
Ως εκ τούτου, πιστεύουμε πως η μοναδική βιώσιμη λύση που έχουμε ακόμη στη διάθεση μας είναι η εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους μας με δικά μας μέσα – κάτι που θα επέτρεπε την εκδίωξη της Τρόικας, την αποφυγή της λεηλασίας των περιουσιακών μας στοιχείων, το τέλος των μνημονίων, καθώς επίσης, κυρίως, την ανάκτηση της εθνικής μας κυριαρχίας.
Ευτυχώς για όλους μας, η Ελλάδα είναι μία πάμπλουτη χώρα, οπότε θα μπορούσε να τα καταφέρει – έστω με μεγάλες θυσίες, οι οποίες όμως θα ήταν μηδαμινές σε σύγκριση με την καταστροφή που μας περιμένει, εάν δεν αλλάξουμε αμέσως πορεία.
Δυστυχώς όμως, θα πρέπει να επιλυθεί προηγουμένως το πολιτικό και κοινωνικό μας πρόβλημα – αφού, εάν οι Πολίτες δεν εμπιστευθούν το κράτος τους, πόσο μάλλον εάν συνεχίσουν να το μισούν όπως συμβαίνει σήμερα, θεωρώντας το υπεύθυνο για όλα τα δεινά τους, τότε δεν υπάρχει καμία απολύτως ελπίδα για το μέλλον…
Η εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους
Έχοντας αναφερθεί από το 2009 στη λύση αυτή, εάν σημειώσει κανείς πως έχουν ήδη διαφύγει από την Ελλάδα καταθέσεις άνω των 100 δις €, θα κατανοήσει πως η χώρα μας μπορεί να εξυπηρετήσει μόνη της τα χρέη της – εκδίδοντας εθνικά ομόλογα, ενδεχομένως εγγυημένα με την περιουσία του ΤΑΙΠΕΔ ή με οτιδήποτε άλλο, ανάλογα με τα ποσά που είμαστε υποχρεωμένοι να αποπληρώνουμε κάθε χρόνο (χρεολύσια).
Φυσικά θα έπρεπε να μη δημιουργούνται νέα χρέη, να είναι δηλαδή ισοσκελισμένος ο κρατικός προϋπολογισμός, καθώς επίσης, το σημαντικότερο, να υπάρξει μία ικανή και έντιμη κυβέρνηση, την οποία να μπορούν να εμπιστεύονται όλοι οι Πολίτες – ενδεχομένως αποτελούμενη από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα.
Χωρίς την ύπαρξη μίας τέτοιας κυβέρνησης, θα ήταν ασφαλώς αιθεροβάμων αυτός που θα πίστευε ότι, μπορούν να επιστρέψουν οι καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες, να πουληθούν ομόλογα σε ιδιώτες ή να βοηθήσουν όλοι μαζί οι Έλληνες στην επανεκκίνηση της οικονομίας τους – παρά το ότι τα οφέλη τους θα ήταν τεράστια, τόσο σε εθνική, όσο και σε οικονομική βάση.
Επομένως, το πρόβλημα της Ελλάδας είναι ολοκάθαρα πολιτικό και κοινωνικό, όπως της Βραζιλίας σήμερα ή της Αργεντινής στο παρελθόν – κάτι που δεν συνέβη ποτέ στην Ισλανδία, οι Πολίτες της οποίας πήραν στα χέρια τους το μέλλον της πατρίδας τους και των παιδιών τους, παρά το ότι τους κόστισε πολύ ακριβά το όλο εγχείρημα.
Κάτω από αυτήν την οπτική γωνία, έχει δίκιο ο γερμανός υπουργός οικονομικών, όταν αναφέρει πως πρέπει να λύσουμε μόνοι μας τα προβλήματα μας και να βελτιωθούμε. Είμαστε σίγουροι όμως πως πιστεύει ότι, δεν θα τα καταφέρουμε ποτέ, γνωρίζοντας τα εγγενή ελαττώματα της «φυλής» μας – όπως είναι για παράδειγμα η μισαλλοδοξία, η αδυναμία συνεργασίας, η έλλειψη μεθοδικότητας, ο ατομικισμός κοκ.
Πως θα συνεχίσουμε δηλαδή να λειτουργούμε μη συνεκτικά και μη συλλογικά ή, ακόμη χειρότερα, όπως εκείνες οι δύστυχες πόλεις της Ιταλίας στο μεσαίωνα, οι οποίες καλούσαν άλλους λαούς για να τους λύσουν τα εσωτερικά, εμφύλια προβλήματα τους – καταλήγοντας τελικά σκλάβοι πολύ χειρότερων δυναστών, συγκριτικά με τη διεφθαρμένη εγχώρια ελίτ τους…
Επίλογος
Ο τελευταίος λαός που θα θαυμάζαμε ποτέ στη ζωή μας είναι η Γερμανία, όσον αφορά το εθνικοσοσιαλιστικό της σύστημα (ανάλυση), το οποίο διαφέρει ελάχιστα από το παρελθόν – αφού συνεχίζει να επικεντρώνεται στην εκμετάλλευση των Πολιτών από μία μικρή βιομηχανική μειοψηφία, την οποία υπηρετούν υποτακτικά οι κυβερνήσεις της, έχοντας διευρύνει την εκμετάλλευση με τη βοήθεια του κοινού νομίσματος στους Πολίτες όλων των χωρών της Ευρωζώνης.
Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα η οποία, παρά το ότι ήταν πάμπτωχη το 1953, συναίνεσε στη διαγραφή του χρέους εκείνης της χώρας που αιματοκύλισε δύο φορές τον πλανήτη, ενορχηστρώνοντας το μεγαλύτερο έγκλημα όλων των εποχών, το Ολοκαύτωμα, έχουμε την άποψη πως δεν θα πάψει να τοποθετεί υψηλότερα εμπόδια στο δρόμο μας – πόσο μάλλον όταν τα άκρως ζηλόφθονα συναισθήματα της, λόγω του αρχαίου μας πολιτισμού, δεν έχουν σταματήσει ποτέ να υπάρχουν.
Από την άλλη πλευρά, είμαστε εντελώς σίγουροι ότι, η Ελλάδα μπορεί να γίνει πολύ καλύτερη χώρα από την Ελβετία, αρκεί να το θελήσουν όλοι μαζί οι Έλληνες – τοποθετώντας στην ηγεσία της χώρας τους μία ικανή, έντιμη και ανιδιοτελή κυβέρνηση, η οποία να τους υπηρετεί ως οφείλει, αντί να την υπηρετούν μισώντας την ταυτόχρονα.
Δυστυχώς όμως, οι Έλληνες δεν έχουν κατανοήσει ακόμη τι έχουν, τι κινδυνεύουν να χάσουν, καθώς επίσης πόσα θα μπορούσαν να κερδίσουν – εάν αποφάσιζαν να διώξουν τους εισβολείς, χρηματοδοτώντας μόνοι τους το χρέος τους.
Μόνο από την άνοδο των τιμών της ακίνητης περιουσίας τους σε λογικά επίπεδα, τα κέρδη θα υπερέβαιναν τα 500 δις € – από το χρηματιστήριο τα 200 δις €, ενώ η αξία των ενεργειακών αποθεμάτων, τα οποία έχει τοποθετήσει στο στόχαστρο της η Γερμανία, είναι ανυπολόγιστη. Οι τράπεζες μας χάθηκαν βέβαια, αλλά κανείς δεν μας εμποδίζει να ιδρύσουμε καινούργιες – οι οποίες θα είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν τις επισφάλειες, στις άθλιες τιμές που προσφέρουν τα διεθνή κερδοσκοπικά κεφάλαια, ενώ θα ήταν πολύ πιο υγιείς.
Περαιτέρω, εάν το ΑΕΠ εξελισσόταν χωρίς εμπόδια, θα μπορούσε πολύ εύκολα να αυξηθεί κατά 50 δισ. €, συνεισφέροντας στα ετήσια έσοδα του δημόσιου τουλάχιστον 15 δις € (30%) χωρίς νέους φόρους – ενώ η επιστροφή της μεγαλύτερης εμπορικής ναυτιλίας του πλανήτη στο πατρικό της σπίτι, η γεωργία και ο τουρισμός, είναι σε θέση να προσφέρουν τεράστιο πλούτο στη χώρα.
Διαθέτουμε τα περισσότερα ιδιόκτητα, μη χρεωμένα στις τράπεζες σπίτια στην Ευρώπη, σε σχέση με τον πληθυσμό μας πάντοτε, τις υψηλότερες καταθέσεις, αν και δυστυχώς στο εξωτερικό λόγω της πολιτικής αστάθειας, τα πλέον πολύτιμα οικόπεδα στο πλανήτη, εκατοντάδες πανέμορφα νησιά, μία αμύθητη πολιτιστική περιουσία και τόσα πολλά άλλα, τα οποία θα ήταν ανόητο να χάσουμε – απλά και μόνο επειδή επιμένουμε σε ένα σοβιετικού τύπου καθεστώς, το οποίο διαιωνίζει την πολιτική, τη συνδικαλιστική, τη δημόσια, καθώς επίσης όλες τις υπόλοιπες μορφές ασυδοσίας, διαφθοράς και διαπλοκής.
Εκτός αυτού έχουμε ένα εξαιρετικά καλά εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό υψηλής μόρφωσης – το οποίο όμως πρέπει να μάθει να παράγει πλούτο στην πατρίδα του, να είναι δημιουργικό και να μην παρακαλάει εξευτελιστικά το διορισμό του στο Δημόσιο.
Επί πλέον, μία πανίσχυρη Ομογένεια που δυστυχώς δεν εκμεταλλευόμαστε, καθώς επίσης μία από τις σημαντικότερες γεωπολιτικές θέσεις παγκοσμίως – η οποία θα μπορούσε να μας προσφέρει μεγάλα πλεονεκτήματα, εάν κάναμε σωστά τη δουλειά μας, χωρίς ανόητες ενέργειες (όπως την αναγνώριση της Παλαιστίνης εκείνη ακριβώς τη χρονική στιγμή που χρειαζόμαστε το Ισραήλ, ως σύμμαχο απέναντι στην Τουρκία και με ορίζοντα την ΑΟΖ).
Ολοκληρώνοντας, όλον αυτό τον πλούτο μας τον στερεί η ανικανότητα των πολιτικών κομμάτων, καθώς επίσης τα εγγενή ελαττώματα της κοινωνίας μας – η οποία δεν έχει μάθει να εκτιμάει σωστά αυτά που έχει, να σέβεται τις υποχρεώσεις της και να εργάζεται δημιουργικά, συλλογικά, επιλέγοντας τη συνεργασία αντί την ατομικότητα και την ευγενή άμιλλα αντί τον αθέμιτο ανταγωνισμό.
Ελπίζοντας να μας έχει γίνει το πάθημα της κρίσης μάθημα, να αποφύγουμε το σπιράλ του θανάτου, στο οποίο μας έχουν παγιδεύσει οι δανειστές με τα εξοντωτικά τους μνημόνια, καθώς επίσης να επικρατήσει η κοινή λογική στην Ελλάδα, ευχόμαστε Καλό 2016 σε όλους τους αναγνώστες μας, με Υγεία, Αισιοδοξία και Ευτυχία – τονίζοντας ακόμη μία φορά ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε, αρκεί να το θελήσουμε πραγματικά. Να είμαστε πρόθυμοι να αγωνιστούμε συλλογικά, για τον εαυτό μας, για την πατρίδα μας και για τα παιδιά μας – έστω την τελευταία στιγμή, κυριολεκτικά στην άκρη του γκρεμού.
Υστερόγραφο: Η ονομαστική διαγραφή μέρους του χρέους (50%) θα ήταν ασφαλώς η πλέον σωστή λύση για την Ελλάδα – εάν δεν είχε υποθηκεύσει η σημερινή κυβέρνηση τη δημόσια και ιδιωτική περιουσία, παύοντας να απαιτεί τη διαγραφή αμέσως μετά την εκλογή της, εάν δεν κινδύνευε να απομονωθεί η χώρα ή εάν δεν είχε ξεπουληθεί το 2011 η δυνατότητα μετατροπής του εξωτερικού μας χρέους σε εθνικό νόμισμα. Όλα αυτά αποτελούν όμως παρελθόν και πολιτικά λάθη που πολύ δύσκολα διορθώνονται εκ των υστέρων, χωρίς καταστροφικές συνέπειες – ενώ το πιο σημαντικό όλων είναι η εκδίωξη της Τρόικας άμεσα, με κάθε θυσία, χωρίς την οποία δεν πρόκειται να υπάρξει μέλλον για την Ελλάδα.
Με δεδομένο όμως το ότι, η μοναδική θετική πλευρά των μνημονίων είναι οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες δεν έχουν ούτε στο ελάχιστο δρομολογηθεί, ενώ είναι πλέον αδύνατες αφού η κοινωνία έχει πληγεί σε τεράστιο βαθμό, οπότε δεν θα στήριζε σύσσωμη τις αλλαγές, η εξασφάλιση της ξένης χρηματοδότησης με δυσμενείς όρους απλά επιμηκύνει τον επιθανάτιο ρόγχο της οικονομίας – χωρίς να θεραπεύει την αρρώστια, την οποία θα ακολουθήσει ο θάνατος εάν δεν αλλάξουμε πορεία.
Εύλογα λοιπόν αναρωτιέται κανείς εάν υπάρχει κάποια λύση, η οποία να μπορούσε να αποτρέψει τις οδυνηρές προβλέψεις μας – όσον αφορά το μέλλον της Ελλάδας ως αποικία των δανειστών της. Επίσης, ως μία περιοχή χαμηλού εργατικού κόστους της γερμανικής κυρίως βιομηχανίας, κατά το φρικτό παράδειγμα της Πορτογαλίας – στην οποία έχει πρόσφατα επιστρέψει δριμύτερη η τραπεζική κρίση (νέα διάσωση τράπεζας από το δημόσιο).
Στα πλαίσια αυτά, υποθέτουμε εν πρώτοις πως είναι δεδομένη η νομική ισχύς των αποικιοκρατικών συμβάσεων που έχουν υπογραφεί από τις τελευταίες κυβερνήσεις μας, οι οποίες δεν επιτρέπουν πλέον τη στάση πληρωμών – ειδικά το μνημόνιο νούμερο τρία, με το οποίο έχουν παραδοθεί στους δανειστές τόσο το ΤΑΙΠΕΔ, όσο και οι ελληνικές τράπεζες, οπότε η δημόσια και η ιδιωτική περιουσία των Ελλήνων.
Θεωρούμε επίσης δεδομένη τη γεωπολιτική μας ιδιαιτερότητα στην εποχή της ασύμμετρης παγκοσμιοποίησης και του επικίνδυνου πολέμου στη Μέση Ανατολή – ο οποίος θα μπορούσε να έχει πολύ δυσάρεστες εξελίξεις, ενώ προβλέπεται παράλληλα μία τεράστια χρηματοπιστωτική καταιγίδα.
Ως εκ τούτου, πιστεύουμε πως η μοναδική βιώσιμη λύση που έχουμε ακόμη στη διάθεση μας είναι η εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους μας με δικά μας μέσα – κάτι που θα επέτρεπε την εκδίωξη της Τρόικας, την αποφυγή της λεηλασίας των περιουσιακών μας στοιχείων, το τέλος των μνημονίων, καθώς επίσης, κυρίως, την ανάκτηση της εθνικής μας κυριαρχίας.
Ευτυχώς για όλους μας, η Ελλάδα είναι μία πάμπλουτη χώρα, οπότε θα μπορούσε να τα καταφέρει – έστω με μεγάλες θυσίες, οι οποίες όμως θα ήταν μηδαμινές σε σύγκριση με την καταστροφή που μας περιμένει, εάν δεν αλλάξουμε αμέσως πορεία.
Δυστυχώς όμως, θα πρέπει να επιλυθεί προηγουμένως το πολιτικό και κοινωνικό μας πρόβλημα – αφού, εάν οι Πολίτες δεν εμπιστευθούν το κράτος τους, πόσο μάλλον εάν συνεχίσουν να το μισούν όπως συμβαίνει σήμερα, θεωρώντας το υπεύθυνο για όλα τα δεινά τους, τότε δεν υπάρχει καμία απολύτως ελπίδα για το μέλλον…
Η εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους
Έχοντας αναφερθεί από το 2009 στη λύση αυτή, εάν σημειώσει κανείς πως έχουν ήδη διαφύγει από την Ελλάδα καταθέσεις άνω των 100 δις €, θα κατανοήσει πως η χώρα μας μπορεί να εξυπηρετήσει μόνη της τα χρέη της – εκδίδοντας εθνικά ομόλογα, ενδεχομένως εγγυημένα με την περιουσία του ΤΑΙΠΕΔ ή με οτιδήποτε άλλο, ανάλογα με τα ποσά που είμαστε υποχρεωμένοι να αποπληρώνουμε κάθε χρόνο (χρεολύσια).
Φυσικά θα έπρεπε να μη δημιουργούνται νέα χρέη, να είναι δηλαδή ισοσκελισμένος ο κρατικός προϋπολογισμός, καθώς επίσης, το σημαντικότερο, να υπάρξει μία ικανή και έντιμη κυβέρνηση, την οποία να μπορούν να εμπιστεύονται όλοι οι Πολίτες – ενδεχομένως αποτελούμενη από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα.
Χωρίς την ύπαρξη μίας τέτοιας κυβέρνησης, θα ήταν ασφαλώς αιθεροβάμων αυτός που θα πίστευε ότι, μπορούν να επιστρέψουν οι καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες, να πουληθούν ομόλογα σε ιδιώτες ή να βοηθήσουν όλοι μαζί οι Έλληνες στην επανεκκίνηση της οικονομίας τους – παρά το ότι τα οφέλη τους θα ήταν τεράστια, τόσο σε εθνική, όσο και σε οικονομική βάση.
Επομένως, το πρόβλημα της Ελλάδας είναι ολοκάθαρα πολιτικό και κοινωνικό, όπως της Βραζιλίας σήμερα ή της Αργεντινής στο παρελθόν – κάτι που δεν συνέβη ποτέ στην Ισλανδία, οι Πολίτες της οποίας πήραν στα χέρια τους το μέλλον της πατρίδας τους και των παιδιών τους, παρά το ότι τους κόστισε πολύ ακριβά το όλο εγχείρημα.
Κάτω από αυτήν την οπτική γωνία, έχει δίκιο ο γερμανός υπουργός οικονομικών, όταν αναφέρει πως πρέπει να λύσουμε μόνοι μας τα προβλήματα μας και να βελτιωθούμε. Είμαστε σίγουροι όμως πως πιστεύει ότι, δεν θα τα καταφέρουμε ποτέ, γνωρίζοντας τα εγγενή ελαττώματα της «φυλής» μας – όπως είναι για παράδειγμα η μισαλλοδοξία, η αδυναμία συνεργασίας, η έλλειψη μεθοδικότητας, ο ατομικισμός κοκ.
Πως θα συνεχίσουμε δηλαδή να λειτουργούμε μη συνεκτικά και μη συλλογικά ή, ακόμη χειρότερα, όπως εκείνες οι δύστυχες πόλεις της Ιταλίας στο μεσαίωνα, οι οποίες καλούσαν άλλους λαούς για να τους λύσουν τα εσωτερικά, εμφύλια προβλήματα τους – καταλήγοντας τελικά σκλάβοι πολύ χειρότερων δυναστών, συγκριτικά με τη διεφθαρμένη εγχώρια ελίτ τους…
Επίλογος
Ο τελευταίος λαός που θα θαυμάζαμε ποτέ στη ζωή μας είναι η Γερμανία, όσον αφορά το εθνικοσοσιαλιστικό της σύστημα (ανάλυση), το οποίο διαφέρει ελάχιστα από το παρελθόν – αφού συνεχίζει να επικεντρώνεται στην εκμετάλλευση των Πολιτών από μία μικρή βιομηχανική μειοψηφία, την οποία υπηρετούν υποτακτικά οι κυβερνήσεις της, έχοντας διευρύνει την εκμετάλλευση με τη βοήθεια του κοινού νομίσματος στους Πολίτες όλων των χωρών της Ευρωζώνης.
Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα η οποία, παρά το ότι ήταν πάμπτωχη το 1953, συναίνεσε στη διαγραφή του χρέους εκείνης της χώρας που αιματοκύλισε δύο φορές τον πλανήτη, ενορχηστρώνοντας το μεγαλύτερο έγκλημα όλων των εποχών, το Ολοκαύτωμα, έχουμε την άποψη πως δεν θα πάψει να τοποθετεί υψηλότερα εμπόδια στο δρόμο μας – πόσο μάλλον όταν τα άκρως ζηλόφθονα συναισθήματα της, λόγω του αρχαίου μας πολιτισμού, δεν έχουν σταματήσει ποτέ να υπάρχουν.
Από την άλλη πλευρά, είμαστε εντελώς σίγουροι ότι, η Ελλάδα μπορεί να γίνει πολύ καλύτερη χώρα από την Ελβετία, αρκεί να το θελήσουν όλοι μαζί οι Έλληνες – τοποθετώντας στην ηγεσία της χώρας τους μία ικανή, έντιμη και ανιδιοτελή κυβέρνηση, η οποία να τους υπηρετεί ως οφείλει, αντί να την υπηρετούν μισώντας την ταυτόχρονα.
Δυστυχώς όμως, οι Έλληνες δεν έχουν κατανοήσει ακόμη τι έχουν, τι κινδυνεύουν να χάσουν, καθώς επίσης πόσα θα μπορούσαν να κερδίσουν – εάν αποφάσιζαν να διώξουν τους εισβολείς, χρηματοδοτώντας μόνοι τους το χρέος τους.
Μόνο από την άνοδο των τιμών της ακίνητης περιουσίας τους σε λογικά επίπεδα, τα κέρδη θα υπερέβαιναν τα 500 δις € – από το χρηματιστήριο τα 200 δις €, ενώ η αξία των ενεργειακών αποθεμάτων, τα οποία έχει τοποθετήσει στο στόχαστρο της η Γερμανία, είναι ανυπολόγιστη. Οι τράπεζες μας χάθηκαν βέβαια, αλλά κανείς δεν μας εμποδίζει να ιδρύσουμε καινούργιες – οι οποίες θα είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν τις επισφάλειες, στις άθλιες τιμές που προσφέρουν τα διεθνή κερδοσκοπικά κεφάλαια, ενώ θα ήταν πολύ πιο υγιείς.
Περαιτέρω, εάν το ΑΕΠ εξελισσόταν χωρίς εμπόδια, θα μπορούσε πολύ εύκολα να αυξηθεί κατά 50 δισ. €, συνεισφέροντας στα ετήσια έσοδα του δημόσιου τουλάχιστον 15 δις € (30%) χωρίς νέους φόρους – ενώ η επιστροφή της μεγαλύτερης εμπορικής ναυτιλίας του πλανήτη στο πατρικό της σπίτι, η γεωργία και ο τουρισμός, είναι σε θέση να προσφέρουν τεράστιο πλούτο στη χώρα.
Διαθέτουμε τα περισσότερα ιδιόκτητα, μη χρεωμένα στις τράπεζες σπίτια στην Ευρώπη, σε σχέση με τον πληθυσμό μας πάντοτε, τις υψηλότερες καταθέσεις, αν και δυστυχώς στο εξωτερικό λόγω της πολιτικής αστάθειας, τα πλέον πολύτιμα οικόπεδα στο πλανήτη, εκατοντάδες πανέμορφα νησιά, μία αμύθητη πολιτιστική περιουσία και τόσα πολλά άλλα, τα οποία θα ήταν ανόητο να χάσουμε – απλά και μόνο επειδή επιμένουμε σε ένα σοβιετικού τύπου καθεστώς, το οποίο διαιωνίζει την πολιτική, τη συνδικαλιστική, τη δημόσια, καθώς επίσης όλες τις υπόλοιπες μορφές ασυδοσίας, διαφθοράς και διαπλοκής.
Εκτός αυτού έχουμε ένα εξαιρετικά καλά εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό υψηλής μόρφωσης – το οποίο όμως πρέπει να μάθει να παράγει πλούτο στην πατρίδα του, να είναι δημιουργικό και να μην παρακαλάει εξευτελιστικά το διορισμό του στο Δημόσιο.
Επί πλέον, μία πανίσχυρη Ομογένεια που δυστυχώς δεν εκμεταλλευόμαστε, καθώς επίσης μία από τις σημαντικότερες γεωπολιτικές θέσεις παγκοσμίως – η οποία θα μπορούσε να μας προσφέρει μεγάλα πλεονεκτήματα, εάν κάναμε σωστά τη δουλειά μας, χωρίς ανόητες ενέργειες (όπως την αναγνώριση της Παλαιστίνης εκείνη ακριβώς τη χρονική στιγμή που χρειαζόμαστε το Ισραήλ, ως σύμμαχο απέναντι στην Τουρκία και με ορίζοντα την ΑΟΖ).
Ολοκληρώνοντας, όλον αυτό τον πλούτο μας τον στερεί η ανικανότητα των πολιτικών κομμάτων, καθώς επίσης τα εγγενή ελαττώματα της κοινωνίας μας – η οποία δεν έχει μάθει να εκτιμάει σωστά αυτά που έχει, να σέβεται τις υποχρεώσεις της και να εργάζεται δημιουργικά, συλλογικά, επιλέγοντας τη συνεργασία αντί την ατομικότητα και την ευγενή άμιλλα αντί τον αθέμιτο ανταγωνισμό.
Ελπίζοντας να μας έχει γίνει το πάθημα της κρίσης μάθημα, να αποφύγουμε το σπιράλ του θανάτου, στο οποίο μας έχουν παγιδεύσει οι δανειστές με τα εξοντωτικά τους μνημόνια, καθώς επίσης να επικρατήσει η κοινή λογική στην Ελλάδα, ευχόμαστε Καλό 2016 σε όλους τους αναγνώστες μας, με Υγεία, Αισιοδοξία και Ευτυχία – τονίζοντας ακόμη μία φορά ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε, αρκεί να το θελήσουμε πραγματικά. Να είμαστε πρόθυμοι να αγωνιστούμε συλλογικά, για τον εαυτό μας, για την πατρίδα μας και για τα παιδιά μας – έστω την τελευταία στιγμή, κυριολεκτικά στην άκρη του γκρεμού.
Υστερόγραφο: Η ονομαστική διαγραφή μέρους του χρέους (50%) θα ήταν ασφαλώς η πλέον σωστή λύση για την Ελλάδα – εάν δεν είχε υποθηκεύσει η σημερινή κυβέρνηση τη δημόσια και ιδιωτική περιουσία, παύοντας να απαιτεί τη διαγραφή αμέσως μετά την εκλογή της, εάν δεν κινδύνευε να απομονωθεί η χώρα ή εάν δεν είχε ξεπουληθεί το 2011 η δυνατότητα μετατροπής του εξωτερικού μας χρέους σε εθνικό νόμισμα. Όλα αυτά αποτελούν όμως παρελθόν και πολιτικά λάθη που πολύ δύσκολα διορθώνονται εκ των υστέρων, χωρίς καταστροφικές συνέπειες – ενώ το πιο σημαντικό όλων είναι η εκδίωξη της Τρόικας άμεσα, με κάθε θυσία, χωρίς την οποία δεν πρόκειται να υπάρξει μέλλον για την Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.