προσωπικότητες, δογματικές ιδεολογίες ή ακόμη και ξένες, προερχόμενες από άλλες χώρες, δυνάμεις. Αυτή η εθνική μας συμπεριφορά αποδεικνύει, πόσο λίγο εμπιστευόμαστε, ως πολίτες, τον εαυτό μας, πόσο λίγο βασιζόμαστε στη δική μας αυτοπεποίθηση, ότι μπορούμε με δικές μας, κατάλληλες παρεμβάσεις, να αλλάζουμε τα πράγματα προς το συμφέρον μας.
Στη διαμόρφωση αυτής της συμπεριφοράς συνετέλεσαν διάφοροι παράγοντες, η προέλευση των οποίων ανάγεται σε ιστορικά δεδομένα που δεν μπορούν να διερευνηθούν στο πλαίσιο αυτού του μικρού άρθρου. Κυριότεροι απ’ αυτούς τους παράγοντες είναι οι εξής δυο:
Ο πρώτος είναι, η άρνησή μας να αναλαμβάνουμε τα βάρη των προσωπικών μας υποχρεώσεων, να θέτουμε αυτόματα τον εαυτό μας εκτός του πεδίου της προσωπικής και συλλογικής ευθύνης και να ρίχνουμε το ανάθεμα στον γείτονα «που ψηφίζει άλλο κόμμα», στον δημόσιο αξιωματούχο «που βολεύει τους δικούς του», στον δικαστή «που δικάζει μεροληπτικά», στην κυβέρνηση «που είναι ανίκανη να ανταποκριθεί με επιτυχία στο ρόλο που της ανατέθηκε». Και αυτή η στάση ζωής δεν περιορίζεται, δυστυχώς, μόνο στην προσωπική σφαίρα του κάθε πολίτη, αλλά μεταφέρεται και αποτελεί τη βασική, απενοχοποιητική δύναμη όλων των επί μέρους οργανωμένων κοινωνικών ομάδων – από τις ποδοσφαιρικές και τις συντεχνιακές, μέχρι τις θρησκευτικές οργανώσεις και τα πολιτικά κόμματα. Πάντα και για όλα φταίνε οι άλλοι!
Ο δεύτερος είναι, ο τρόπος, με τον οποίο η πολιτική εξουσία έχει αφαιρέσει κάθε ουσιαστική πρωτοβουλία από τον πολίτη, αποκλείοντας την πρόοδό του μέσα από ένα προκρούστιο σύστημα παραγκωνισμού των ικανών ανθρώπων του τόπου. Οι ουσιαστικότερες ικανότητες των πολιτών, όπως μόρφωση, ευφυΐα, εργατικότητα, τιμιότητα, αίσθημα δικαιοσύνης, τίθενται στο περιθώριο, καθίστανται άχρηστες. Το σύστημα εξουσίας που βασίζεται στην ανακύκλωση της διαφθοράς, δεν χρειάζεται ικανούς και ενάρετους πολίτες, διότι είναι φύσει αντίπαλοί του. Χρειάζεται υποταγμένους μέτριους και ανίκανους, που είναι έτοιμοι να υπηρετήσουν αδιαμαρτύρητα τη φαυλότητα, προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα μικρό ή μεγάλο κομμάτι επιβίωσης και μιας αναλόγου μεγέθους ψευδαίσθησης ότι είναι «κάτι και κάποιοι», ως συστατικό μέρος της εξουσίας.
Αυτού του τύπου η πολιτική εξουσία, μεταδίδει συνεχώς στους πολίτες το αίσθημα ότι, μόνο ως υποταγμένα μέρη της μπορούν να επιβιώσουν, αφού οι ίδιοι, ως άτομα, δεν έχουν καμιά πιθανότητα να ορθοποδήσουν έξω από το πεδίο της εύνοιάς της. Καλλιεργεί, επομένως, συνεχώς την πεποίθηση ότι, «όποιος κι αν είσαι, ακόμη και ο μεγαλύτερος επιστήμονας, αν δεν στηρίζεις εμάς τους εξουσιάζοντες, ώστε να σε στηρίξουμε κι εμείς, θα είσαι στην καλλίτερη περίπτωση ένας απλός διαμαρτυρόμενος πολυπτυχιούχος και στη χειρότερη ένας φωνασκών γραφικός». Άμεση συνέπεια μιας τέτοιας διαπαιδαγώγησης του πολίτη είναι η εμπέδωση της αντίληψης: «δεν μπορώ ως άτομο να πετύχω τίποτα, χρειάζομαι πάντα έναν προστάτη να με καθοδηγεί, έναν σωτήρα να με σώζει. Κι εγώ, ταπεινός και υποταγμένος, θα κάνω τα πάντα για να υπηρετώ τον ελεήμονα αφέντη μου». Ο ραγιαδισμός σε όλο το μεγαλείο του!
Πώς, λοιπόν να ενδιαφερθεί ο Έλληνας για τον συνάνθρωπό του, γιατί να τον λάβει υπόψη, γιατί να τον σεβαστεί, όταν πιστεύει ότι έχει μαζί του το κράτος – αφέντη; Αυτό του δίνει χρήματα, αυτό του παρέχει αξιοπρέπεια, αυτό τον τροφοδοτεί με αίσθημα ασφάλειας. Αυτό, το αυταρχικό κράτος, είναι και το ψυχολογικό του πρότυπο, το οποίο μιμείται και στις προσωπικές του σχέσεις. Κατά κανόνα, στις περιπτώσεις που νιώθει αφεντικό, φέρεται στους υφισταμένους του αυταρχικά και σε εκείνες που νιώθει εξαρτημένος, εμφανίζει δουλική συμπεριφορά. Επειδή, όμως, αυτή η στάση ζωής δεν συνάδει με την φυσική ανθρώπινη ροπή και ανάγκη για ελευθερία και δικαιοσύνη, ο εσωτερικός του εαυτός, είτε ως αφέντης είτε ως δούλος, είναι ανικανοποίητος. Περιφρονεί τους δούλους και μισεί τους αφέντες!
Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις που η ζωή παράγει συνθήκες ανατροπής αυτής της αφύσικης κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας. Αυτό συμβαίνει όταν εμφανιστεί ένας πολύ μεγάλος, κοινός κίνδυνος, ο οποίος, επειδή ακριβώς αναγνωρίζεται ως κοινός από το σύνολο των πολιτών, οδηγεί σε υπέρβαση των πάσης φύσεως διαφορών τους και τους ενώνει σε μια κοινή προσπάθεια εξουδετέρωσής του. Τέτοιες ήταν οι περιπτώσεις των ελληνικών εξεγέρσεων, με πλέον πρόσφατες, τη μεγάλη του 1940 και τη μικρότερη του Πολυτεχνείου.
Μπροστά στην προοπτική της εμφάνισης μιας τέτοιας ακραίας κατάστασης βρισκόμαστε και σήμερα. Όταν, για να συναινούν οι πολίτες σε οδυνηρά για εκείνους κυβερνητικά μέτρα, τίθενται συνεχώς προ του διλλήματος, «φτώχεια ή χάος», και όταν η εύτακτα επιβεβλημένη φτώχεια (αλλιώς τακτική χρεωκοπία), ξεπερνά τα όρια όχι μόνο της επιβίωσης αλλά και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, τότε είναι σίγουρο ότι, κάποια στιγμή, οι πολίτες θα επιλέξουν το χάος. Διότι μπροστά στη σίγουρη πραγματικότητα της εύτακτης πείνας και στον αναπόφευκτο απάνθρωπο ευτελισμό τους, το χάος είναι προτιμότερο, αφού εμπεριέχει την απέλπιδα ελπίδα της εξόδου από την αγωνία και από το πανικό του επικείμενου θανάτου. Το όποιο, άμεσο κόστος σε μια τέτοια στιγμή είναι αδιάφορο. Γι’ αυτό τώρα, είμαστε στα πρόθυρα ενεργοποίησης της απελπισμένης ελπίδας!
Ο ελληνικός λαός δεν πολέμησε το 1940, για να κατοχυρώνουν με νόμιμα τερτίπια οι πάσης φύσεως κρατικοί καθεστωτικοί τις καρέκλες τους και να ταυτίζουν τη σημαντικότητα του θεσμού που υπηρετούν με το κοινό – και ενίοτε ευτελές – άτομό τους, ούτε πολέμησε για να εξασφαλίσει το ατιμώρητο των υπουργικών ατασθαλιών με νόμους – φονιάδες της συνταγματικά οριζόμενης ισότητας των πολιτών. Πολέμησε για ψωμί και ελευθερία, για δικαιοσύνη και αξιοκρατία. Για τα ίδια αυτά ζητούμενα είναι έτοιμος να πολεμήσει και πάλι εναντίον του νέου κοινού εχθρού. Ποιος όμως είναι αυτός;
Βρισκόμαστε σε σταυροδρόμι θανάτου! Ο κοινός εχθρός που απειλεί να μας καταστρέψει, δεν είναι πρωτίστως η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ, αλλά το τυφλό γιουρούσι εναντίον οποιουδήποτε ταυτίζεται, στα μάτια μας, με το «κακό» που συμβολίζουν οι παραπάνω αναφερθέντες οικονομικοί οργανισμοί. Και υπάρχει κίνδυνος, αυτός, ο οποιοσδήποτε, να μην είναι μόνο κάποιος επίκαιρος οπαδός του «κουρέματος», αλλά ακόμη και ο (για άλλους, άσχετους λόγους) διαφορετικά φρονών συμπολίτης μας. Ο κίνδυνος του εμφυλίου αλληλοσπαραγμού καραδοκεί πολύ κοντά μας.
Γι’ αυτό χρειαζόμαστε επειγόντως την υπέρβαση των διχαστικών συναισθημάτων, μέσα από ένα πανελλήνιο ενωτικό κάλεσμα. Χρειαζόμαστε επειγόντως ηγέτες, που να θυσιάζονται για τα συμφέροντα των πολιτών και όχι λαοπλάνους τεχνοκράτες, που να θυσιάζουν τους πολίτες για τα δικά τους συμφέροντα και για τα συμφέροντα εκείνων που στην πραγματικότητα εκπροσωπούν. Υπάρχουν τέτοιοι, αλτρουιστές ηγέτες; Ναι υπάρχουν. Πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν. Θα τους αναγνωρίσουμε αμέσως, μόλις τους δοθεί η δυνατότητα να γίνουν αντιληπτοί. Προσοχή, αυτοί είναι δίπλα και γύρω μας. Ό,τι κι αν κάνουν, αν εμείς δεν τους αναγνωρίσουμε, θα παραμείνουν άγνωστοι. Διότι οι αληθινοί ηγέτες δεν ξεγελούν τους πολίτες, δεν διψάνε για εξουσία. Δηλώνουν την ηγετική παρουσία και ετοιμότητά τους και περιμένουν να τους δοθεί η δυνατότητα να υπηρετήσουν το λαό ανιδιοτελώς. Αν ο λαός δεν ανοίξει τα μάτια του, αν δεν γίνει άξιος αληθινών ηγετών, θα παραμείνει έρμαιο των λαοπλάνων.
Οι αληθινοί ηγέτες θα δώσουν πρώτοι το παράδειγμα της προσωπικής θυσίας και της δικαιοσύνης, ώστε να δεχτούν με καρτερία οι πολίτες και τις δικές τους θυσίες. Θυσίες που θα στοχεύουν στην ανάσταση της ελπίδας για το κοινό καλό. Πρώτα για το παρόν και το μέλλον των παιδιών μας και μετά για εμάς. Δεν θέλουμε να είμαστε τα αιώνια θύματα αχόρταγων δανειστών – τοκογλύφων, που μας δανείζουν από τους πολλαπλά πληρωμένους τόκους πολλαπλά εξοφλημένων χρεών, για να μας έχουν δέσμιους των απάνθρωπων ορέξεών τους στους αιώνες των αιώνων.
Αλλά και εμείς πρέπει να κάνουμε την υπέρβαση, που κάνουμε πάντα, ως Έλληνες, στις κρίσιμες στιγμές του γένους μας. Λίγο πριν το πήδημα στο χαοτικό κενό της απελπισμένης ελπίδας, ας στρέψουμε τα μάτια στο φως της αληθινής ελπίδας, εκείνης που βασίζεται στον αγώνα, στην εξυπνάδα και στην κοινωνική αλληλεγγύη.
*Ο Αργύρης Ολοκτσίδης είναι πτυχιούχος Χημικός του Πανεπιστημίου Φρανκφούρτης και εργάζεται ως εκπαιδευτικός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.