Ευάλωτοι πολιτικοί ή πολιτική διέξοδος; (υπότιτλος)
Οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, τα επεισόδια και οι προπηλακισμοί εναντίον πολιτικών προσώπων που εξελίχθηκαν κατά τη διάρκεια των παρελάσεων την 28η Οκτωβρίου ανέδειξαν δύο διαφορετικές- πρωτόγνωρες για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα- καταστάσεις.
Από τη μία πλευρά, η χρήση της εθνικής επετείου για να εκδηλωθεί -όπως έγινε σε ορισμένες περιπτώσεις- με ακραίο τρόπο, η λαϊκή δυσαρέσκεια, μεταθέτει το «εθνικό» στο πολιτικό και εξωθεί τους διαχρονικούς συμβολισμούς της συλλογικής εθνικής συνείδησης στο πεδίο της σύγχρονης πολιτικής αντιπαράθεσης. Η κρίση και οι συνέπειές της στην κοινωνία λειτουργούν, πλέον, ως οδοστρωτήρες, καταρρίπτουν παραδόσεις και σύμβολα εθνικής ενότητας, παραβιάζουν κοινές αξίες συμμετοχής στην εθνική μνήμη, δημιουργούν συνθήκες μεταποίησης της εθνικής επετείου σε πολιτική χειρονομία και οικειοποίησης του «εθνικού» για την καταγραφή της λαϊκής αντίδρασης.
Τα παραπάνω δεν θα πρέπει να μας απασχολήσουν ως σημεία των καιρών, αλλά ως συμπτώματα μίας καταστροφικής πολιτικής και κοινωνικής κατάρρευσης. Το πρωτόγνωρο των εκδηλώσεων αυτών εναντίον των εκπροσώπων της πολιτικής τάξης έγκειται στο ότι οι πολίτες αισθάνονται να έχουν χάσει, πλέον, το κοινωνικό δίχτυ ασφάλειας και αιωρούνται στο κενό. Φοβούνται τα πάντα, δεν εμπιστεύονται κανέναν και πιστεύουν όλο και λιγότερο στο μέλλον το δικό τους, όπως και στο μέλλον αυτής της χώρας. Αντιδρούν απέναντι σε κάθε μορφή πολιτικής εκπροσώπησης και εξουσίας (πολιτικούς, τοπικούς παράγοντες, εκπροσώπους θεσμών) που παρατάχθηκε σε αυτή την επέτειο στις θέσεις των επισήμων για να συμβολίσει την εθνική ενότητα. Αυτή η ενότητα χάνεται ολοένα και περισσότερο σε μία πατρίδα υπό διεθνή οικονομική και πολιτική επιτροπεία και δεν είναι δυνατό να ανασυγκροτηθεί με ενέσεις εθνικού θάρρους, όσο και αν προσφέρονται γι’ αυτό οι εκδηλώσεις μίας εθνικής επετείου. Ας το καταλάβουμε, η πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση που βιώνει η χώρα διχάζει ολοένα και πιο βαθειά την εθνική και συλλογική συνείδηση, απελευθερώνει ανορθολογικές πολιτικές αντιδράσεις, ενοποιεί τα άκρα, παράγει ανομία και ανεξέλεγκτες ατομικιστικές αντιδράσεις. Η απώλεια της εμπιστοσύνης του πολίτη στο «εθνικό» μεταφράζεται ως συλλογικό πένθος και απελπισία, ως απόρριψη και αντίδραση απέναντι στους εκπροσώπους της πάλαι ποτέ νομιμοποιημένης εξουσίας.
Από την άλλη πλευρά είναι εύκολο να αποδώσουμε τα γιουχαΐσματα, τους προπηλακισμούς, την παρεμπόδιση των παρελάσεων, τις ύβρεις, την ανοίκεια προσβολή ακόμα και στο θεσμό και στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας σε ποικιλώνυμες οργανωμένες ομάδες που έδρασαν βάσει σχεδίου. Σίγουρα υπήρχαν και αυτές, αλλά δεν θα αρκούσαν ποτέ για να δημιουργήσουν ένα τόσο γενικευμένο γεγονός, αν δεν υπήρχε η σιωπηρή ή θορυβώδης σύμπραξη του κόσμου. Όποιος παρέστη στις φετινές παρελάσεις, σε οποιαδήποτε πόλη της ελληνικής επικράτειας, θα παρατήρησε την πύκνωση των αντιδράσεων από πολλούς πολίτες, οι οποίοι εξέφραζαν, με διαφορετικούς τρόπους, την αποδοκιμασία τους απέναντι στους εκπροσώπους της πολιτικής τάξης. Τελικά, τι δεν καταλάβαμε; Έγιναν ξαφνικά αποδιοπομπαίοι όλοι οι πολιτικοί; Έχουν ευθύνη όλοι για όλα; Είναι όλοι ίδιοι; Φυσικά όχι!
Αυτό που κάποιοι αδυνατούν να καταλάβουν ακόμη και σήμερα είναι ότι οι πολίτες δεν ανέχονται, πλέον, να σιωπούν και να μην αντιδρούν όταν αλλάζει η ζωή τους δραματικά καθημερινά και, παράλληλα, να εμπιστεύονται μία πολιτική τάξη που συνεχίζει να τους «νουθετεί» και, ενίοτε, να κουνάει επιτιμητικά το δάκτυλο προς όλους, να συμπάσχει μαζί τους χωρίς να πάσχει η ίδια, να δείχνει «γενναία» εντός χωρικών ορίων, αλλά «φρόνιμη» εκτός και, τέλος, να παίζει το ψυχόδραμα των αλλαγών στην κινούμενη άμμο των πολιτικών εξελίξεων.
Έχω την εντύπωση ότι το «πολιτικό νηπιαγωγείο» τέλειωσε μαζί με τα χρόνια της αθωότητας και της ελπίδας. Όταν οι πολίτες δεν μπορούν να εκφρασθούν μέσα από την καταγραφή της λαϊκής βούλησης, μοιραία καταφεύγουν σε κραυγές. Όταν η πολιτική τάξη «σύρεται» σε αποφάσεις που αυτή η ίδια δείχνει να καταδικάζει, τότε ο πολίτης γίνεται θεατής στο θέατρο του πολιτικού παραλόγου. Όταν η πλειονότητα των πολιτικών διστάζει να εμφανισθεί ενώπιον των πολιτών από το φόβο των επεισοδίων ή της κατακραυγής, τότε απαιτούνται πολιτικές πρωτοβουλίες που θα προσδώσουν νέα νομιμοποίηση σε όποιους κληθούν να κυβερνήσουν. Η αλλαγή της πολιτικής πραγματικότητας ταυτίζεται σήμερα με την αλλαγή του πολιτικού προσωπικού.
Δεν είναι ευάλωτοι οι σημερινοί πολιτικοί. Ούτε όλοι ίδιοι. Απλά, ο λόγος και η πολιτική πράξη πολλών εξ’ αυτών δεν αρκούν, πλέον, για την κατανόηση της επισφάλειας της ζωής των πολιτών! Αυτό συνδέει τη διακυβέρνηση με τη στοιχειώδη πολιτική ηθική και, τελικά, με τη νομιμοποίηση της πολιτικής. Η επισφάλεια του πολίτη πρέπει και μπορεί να οδηγεί σε πολιτικές ανατροπής της. Ήτοι, σε πολιτική διέξοδο, γιατί, ας έχουμε κατά νου, ότι δεν πρόκειται για διαχείριση της κανονικότητας, αλλά για διαχείριση της κρίσης.
*O Θοδωρής Π. Παπαθεοδώρου είναι Πρύτανης του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, τα επεισόδια και οι προπηλακισμοί εναντίον πολιτικών προσώπων που εξελίχθηκαν κατά τη διάρκεια των παρελάσεων την 28η Οκτωβρίου ανέδειξαν δύο διαφορετικές- πρωτόγνωρες για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα- καταστάσεις.
Από τη μία πλευρά, η χρήση της εθνικής επετείου για να εκδηλωθεί -όπως έγινε σε ορισμένες περιπτώσεις- με ακραίο τρόπο, η λαϊκή δυσαρέσκεια, μεταθέτει το «εθνικό» στο πολιτικό και εξωθεί τους διαχρονικούς συμβολισμούς της συλλογικής εθνικής συνείδησης στο πεδίο της σύγχρονης πολιτικής αντιπαράθεσης. Η κρίση και οι συνέπειές της στην κοινωνία λειτουργούν, πλέον, ως οδοστρωτήρες, καταρρίπτουν παραδόσεις και σύμβολα εθνικής ενότητας, παραβιάζουν κοινές αξίες συμμετοχής στην εθνική μνήμη, δημιουργούν συνθήκες μεταποίησης της εθνικής επετείου σε πολιτική χειρονομία και οικειοποίησης του «εθνικού» για την καταγραφή της λαϊκής αντίδρασης.
Τα παραπάνω δεν θα πρέπει να μας απασχολήσουν ως σημεία των καιρών, αλλά ως συμπτώματα μίας καταστροφικής πολιτικής και κοινωνικής κατάρρευσης. Το πρωτόγνωρο των εκδηλώσεων αυτών εναντίον των εκπροσώπων της πολιτικής τάξης έγκειται στο ότι οι πολίτες αισθάνονται να έχουν χάσει, πλέον, το κοινωνικό δίχτυ ασφάλειας και αιωρούνται στο κενό. Φοβούνται τα πάντα, δεν εμπιστεύονται κανέναν και πιστεύουν όλο και λιγότερο στο μέλλον το δικό τους, όπως και στο μέλλον αυτής της χώρας. Αντιδρούν απέναντι σε κάθε μορφή πολιτικής εκπροσώπησης και εξουσίας (πολιτικούς, τοπικούς παράγοντες, εκπροσώπους θεσμών) που παρατάχθηκε σε αυτή την επέτειο στις θέσεις των επισήμων για να συμβολίσει την εθνική ενότητα. Αυτή η ενότητα χάνεται ολοένα και περισσότερο σε μία πατρίδα υπό διεθνή οικονομική και πολιτική επιτροπεία και δεν είναι δυνατό να ανασυγκροτηθεί με ενέσεις εθνικού θάρρους, όσο και αν προσφέρονται γι’ αυτό οι εκδηλώσεις μίας εθνικής επετείου. Ας το καταλάβουμε, η πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση που βιώνει η χώρα διχάζει ολοένα και πιο βαθειά την εθνική και συλλογική συνείδηση, απελευθερώνει ανορθολογικές πολιτικές αντιδράσεις, ενοποιεί τα άκρα, παράγει ανομία και ανεξέλεγκτες ατομικιστικές αντιδράσεις. Η απώλεια της εμπιστοσύνης του πολίτη στο «εθνικό» μεταφράζεται ως συλλογικό πένθος και απελπισία, ως απόρριψη και αντίδραση απέναντι στους εκπροσώπους της πάλαι ποτέ νομιμοποιημένης εξουσίας.
Από την άλλη πλευρά είναι εύκολο να αποδώσουμε τα γιουχαΐσματα, τους προπηλακισμούς, την παρεμπόδιση των παρελάσεων, τις ύβρεις, την ανοίκεια προσβολή ακόμα και στο θεσμό και στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας σε ποικιλώνυμες οργανωμένες ομάδες που έδρασαν βάσει σχεδίου. Σίγουρα υπήρχαν και αυτές, αλλά δεν θα αρκούσαν ποτέ για να δημιουργήσουν ένα τόσο γενικευμένο γεγονός, αν δεν υπήρχε η σιωπηρή ή θορυβώδης σύμπραξη του κόσμου. Όποιος παρέστη στις φετινές παρελάσεις, σε οποιαδήποτε πόλη της ελληνικής επικράτειας, θα παρατήρησε την πύκνωση των αντιδράσεων από πολλούς πολίτες, οι οποίοι εξέφραζαν, με διαφορετικούς τρόπους, την αποδοκιμασία τους απέναντι στους εκπροσώπους της πολιτικής τάξης. Τελικά, τι δεν καταλάβαμε; Έγιναν ξαφνικά αποδιοπομπαίοι όλοι οι πολιτικοί; Έχουν ευθύνη όλοι για όλα; Είναι όλοι ίδιοι; Φυσικά όχι!
Αυτό που κάποιοι αδυνατούν να καταλάβουν ακόμη και σήμερα είναι ότι οι πολίτες δεν ανέχονται, πλέον, να σιωπούν και να μην αντιδρούν όταν αλλάζει η ζωή τους δραματικά καθημερινά και, παράλληλα, να εμπιστεύονται μία πολιτική τάξη που συνεχίζει να τους «νουθετεί» και, ενίοτε, να κουνάει επιτιμητικά το δάκτυλο προς όλους, να συμπάσχει μαζί τους χωρίς να πάσχει η ίδια, να δείχνει «γενναία» εντός χωρικών ορίων, αλλά «φρόνιμη» εκτός και, τέλος, να παίζει το ψυχόδραμα των αλλαγών στην κινούμενη άμμο των πολιτικών εξελίξεων.
Έχω την εντύπωση ότι το «πολιτικό νηπιαγωγείο» τέλειωσε μαζί με τα χρόνια της αθωότητας και της ελπίδας. Όταν οι πολίτες δεν μπορούν να εκφρασθούν μέσα από την καταγραφή της λαϊκής βούλησης, μοιραία καταφεύγουν σε κραυγές. Όταν η πολιτική τάξη «σύρεται» σε αποφάσεις που αυτή η ίδια δείχνει να καταδικάζει, τότε ο πολίτης γίνεται θεατής στο θέατρο του πολιτικού παραλόγου. Όταν η πλειονότητα των πολιτικών διστάζει να εμφανισθεί ενώπιον των πολιτών από το φόβο των επεισοδίων ή της κατακραυγής, τότε απαιτούνται πολιτικές πρωτοβουλίες που θα προσδώσουν νέα νομιμοποίηση σε όποιους κληθούν να κυβερνήσουν. Η αλλαγή της πολιτικής πραγματικότητας ταυτίζεται σήμερα με την αλλαγή του πολιτικού προσωπικού.
Δεν είναι ευάλωτοι οι σημερινοί πολιτικοί. Ούτε όλοι ίδιοι. Απλά, ο λόγος και η πολιτική πράξη πολλών εξ’ αυτών δεν αρκούν, πλέον, για την κατανόηση της επισφάλειας της ζωής των πολιτών! Αυτό συνδέει τη διακυβέρνηση με τη στοιχειώδη πολιτική ηθική και, τελικά, με τη νομιμοποίηση της πολιτικής. Η επισφάλεια του πολίτη πρέπει και μπορεί να οδηγεί σε πολιτικές ανατροπής της. Ήτοι, σε πολιτική διέξοδο, γιατί, ας έχουμε κατά νου, ότι δεν πρόκειται για διαχείριση της κανονικότητας, αλλά για διαχείριση της κρίσης.
*O Θοδωρής Π. Παπαθεοδώρου είναι Πρύτανης του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.