Όταν δεν έχεις λεφτά, αυτό που γερνά την ψυχή σου, δεν είναι η άδεια σου τσέπη, αλλά η διάψευση των ονείρων σου.
Αυτό έχω καταλάβει τον τελευταίο καιρό που δεν έχω μία, που υπάρχουν μέρες που δεν έχω ούτε 5 ευρώ πάνω μου. Και στις προτάσεις για καφέ, για βόλτα, για παγωτό, για κάτι οτιδήποτε μικρό, απαντώ «δεν έχω». Και τότε όλοι με ρωτούν: «καλά δεν έχεις 5 ευρώ;». Το μόνο μου παρόν είναι το παρελθόν μου και η αγαπημένη μου θέα ο τοίχος.
Γράφει η Έλενα Καραμίχαλου
Η κάθε μου μέρα είναι μια συνεχής αναμονή στο σαλονάκι της αβεβαιότητας, με το μάτι καρφωμένο στην πόρτα. Ξέρεις πως αν ανοίξει, θα βγει το τέρας, απλά δεν ξέρεις ποιο ακριβώς. Αυτό που ξερνάει φλόγες και σε κάνει κάρβουνο, το άλλο που σε σφίγγει μέχρι να σκάσεις ή κάτι που δεν φαντάζεσαι;
Είναι μέρες που δεν έχω ούτε 5 ευρώ, αλλά αυτό νομίζω το ξαναείπα. Αυτό που δεν είπα, είναι πως το πιο τραγικό που μπορεί να συμβεί σε κάποιον, δεν είναι η αφραγκιά, αλλά το να σου αφαιρούν το δικαίωμά να δουλέψεις για να μπορέσεις να ζήσεις.
Κι έτσι, να προσποιείσαι τελικά, πως ζεις. Να τσουλάς τη μέρα σαν σπασμένο αυτοκινητάκι που του βάζεις μονωτική ταινία να το κολλήσεις, μπας και ξεγελαστείς ότι τρέχει. Δεν ξέρω πώς τη βγάζουν οι άλλοι, αλλά εμένα η μόνιμη αφραγκιά, η διαρκής ερώτηση «καλά δεν έχεις 5 ευρώ;», μου φέρνει έναν καθημερινό μαρασμό που με αποκόβει ταυτόχρονα από τα δύο άκρα της προσωπικότητάς μου, αυτά που μέχρι τώρα με κρατούσαν ζωντανή: την ηθική και την ακολασία μου. Σκέφτομαι πώς ήμουν πριν έξι χρόνια και νιώθω σήμερα το ζωντανό κουφάρι της χθεσινής μου ζωής, που έχει πια χαθεί, όπως λέει και ο Πεσσόα.
Φοράω τα προπέρσινά μου ρούχα, συλλέγω το κατακάθι από το κραγιόν με τη μπατονέτα για τα αυτιά και είμαι ικανή να θρηνήσω για μικροπράγματα: μια τρύπα στη μπλούζα, ένα μικρό βούλιαγμα στο φτερό του αυτοκίνητου και ένα σπασμένο κουμπί στο πλυντήριο ρούχων.
Πανικοβάλλομαι για όλα όσα εχθές δεν έπαιρνα στα σοβαρά και που σήμερα έγιναν προϋπόθεση για να τη βγάλω καθαρή: τι καιρό θα κάνει αύριο, ελπίζω δροσιά για να μην χρειαστεί να ανάψω aircondition, πώς θα εξοφλήσω τα αγγλικά της μικρής, πόσο αυξήθηκε το γάλα και να βάλω κανένα μακαρόνι στην άκρη, γιατί ποτέ δεν ξέρεις.
Τα παιδιά μου μεγαλώνουν, το κορμί τους απλώνεται σαν κισσός να αγκαλιάσει τον κόσμο και τα ρούχα τους ολοένα και μικραίνουν πάνω τους. Και συνειδητοποιώ πως αυτό που άλλοτε θα με έκανε να χαρώ, να καμαρώσω, το πιο φυσιολογικό δηλαδή, «ότι το παιδί μου μεγαλώνει», τώρα με οδηγεί σε μια απελπισία που με ροκανίζει.
Όταν είμαι στις καλές μου, λέω «πού θα πάει, σε δέκα χρόνια τα πράγματα θα έχουν μπει στη θέση τους και όλα θα είναι καλά. Αν όχι για μας, για τα παιδιά μας». Όμως, είναι τέτοια η απόγνωση αυτές τις ώρες, που φοβάμαι πως όσα χρόνια κι αν περάσουν, κάτι μέσα μου θα κλαίει για πάντα.
Αυτό έχω καταλάβει τον τελευταίο καιρό που δεν έχω μία, που υπάρχουν μέρες που δεν έχω ούτε 5 ευρώ πάνω μου. Και στις προτάσεις για καφέ, για βόλτα, για παγωτό, για κάτι οτιδήποτε μικρό, απαντώ «δεν έχω». Και τότε όλοι με ρωτούν: «καλά δεν έχεις 5 ευρώ;». Το μόνο μου παρόν είναι το παρελθόν μου και η αγαπημένη μου θέα ο τοίχος.
Γράφει η Έλενα Καραμίχαλου
Η κάθε μου μέρα είναι μια συνεχής αναμονή στο σαλονάκι της αβεβαιότητας, με το μάτι καρφωμένο στην πόρτα. Ξέρεις πως αν ανοίξει, θα βγει το τέρας, απλά δεν ξέρεις ποιο ακριβώς. Αυτό που ξερνάει φλόγες και σε κάνει κάρβουνο, το άλλο που σε σφίγγει μέχρι να σκάσεις ή κάτι που δεν φαντάζεσαι;
Είναι μέρες που δεν έχω ούτε 5 ευρώ, αλλά αυτό νομίζω το ξαναείπα. Αυτό που δεν είπα, είναι πως το πιο τραγικό που μπορεί να συμβεί σε κάποιον, δεν είναι η αφραγκιά, αλλά το να σου αφαιρούν το δικαίωμά να δουλέψεις για να μπορέσεις να ζήσεις.
Κι έτσι, να προσποιείσαι τελικά, πως ζεις. Να τσουλάς τη μέρα σαν σπασμένο αυτοκινητάκι που του βάζεις μονωτική ταινία να το κολλήσεις, μπας και ξεγελαστείς ότι τρέχει. Δεν ξέρω πώς τη βγάζουν οι άλλοι, αλλά εμένα η μόνιμη αφραγκιά, η διαρκής ερώτηση «καλά δεν έχεις 5 ευρώ;», μου φέρνει έναν καθημερινό μαρασμό που με αποκόβει ταυτόχρονα από τα δύο άκρα της προσωπικότητάς μου, αυτά που μέχρι τώρα με κρατούσαν ζωντανή: την ηθική και την ακολασία μου. Σκέφτομαι πώς ήμουν πριν έξι χρόνια και νιώθω σήμερα το ζωντανό κουφάρι της χθεσινής μου ζωής, που έχει πια χαθεί, όπως λέει και ο Πεσσόα.
Φοράω τα προπέρσινά μου ρούχα, συλλέγω το κατακάθι από το κραγιόν με τη μπατονέτα για τα αυτιά και είμαι ικανή να θρηνήσω για μικροπράγματα: μια τρύπα στη μπλούζα, ένα μικρό βούλιαγμα στο φτερό του αυτοκίνητου και ένα σπασμένο κουμπί στο πλυντήριο ρούχων.
Πανικοβάλλομαι για όλα όσα εχθές δεν έπαιρνα στα σοβαρά και που σήμερα έγιναν προϋπόθεση για να τη βγάλω καθαρή: τι καιρό θα κάνει αύριο, ελπίζω δροσιά για να μην χρειαστεί να ανάψω aircondition, πώς θα εξοφλήσω τα αγγλικά της μικρής, πόσο αυξήθηκε το γάλα και να βάλω κανένα μακαρόνι στην άκρη, γιατί ποτέ δεν ξέρεις.
Τα παιδιά μου μεγαλώνουν, το κορμί τους απλώνεται σαν κισσός να αγκαλιάσει τον κόσμο και τα ρούχα τους ολοένα και μικραίνουν πάνω τους. Και συνειδητοποιώ πως αυτό που άλλοτε θα με έκανε να χαρώ, να καμαρώσω, το πιο φυσιολογικό δηλαδή, «ότι το παιδί μου μεγαλώνει», τώρα με οδηγεί σε μια απελπισία που με ροκανίζει.
Όταν είμαι στις καλές μου, λέω «πού θα πάει, σε δέκα χρόνια τα πράγματα θα έχουν μπει στη θέση τους και όλα θα είναι καλά. Αν όχι για μας, για τα παιδιά μας». Όμως, είναι τέτοια η απόγνωση αυτές τις ώρες, που φοβάμαι πως όσα χρόνια κι αν περάσουν, κάτι μέσα μου θα κλαίει για πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.