Σκοπός
του παρόντος άρθρου είναι, αρχικά, η κατανόηση του θεωρητικού και
νομικού πλαισίου μια δύσκολης νομικής έννοιας, της αρχής της
αυτοδιάθεσης των λαών, και στη συνέχεια, εστιάζοντας στην περίπτωση της
Καταλονίας, η εξέταση του αν και κατά πόσο η Καταλονία μπορεί να
στηριχθεί στην αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών προκειμένου να κερδίσει
την ανεξαρτησία της, αναζητώντας παράλληλα και άλλους δρόμους με τους
οποίους θα μπορούσε να επιτευχθεί ο στόχος της ανεξαρτησίας.
Μια βασική αρχή του Διεθνούς Δικαίου, που συνδέεται άρρηκτα με το δικαίωμα μιας οντότητας να είναι «κράτος», είναι «η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών», η οποία ως νομικός κανόνας αναφέρεται για πρώτη φορά στο Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 1 (παρ. 2) του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ θέτει ως έναν από τους βασικούς σκοπούς του Οργανισμού την ανάπτυξη φιλικών σχέσεων «που θα βασίζονται στο σεβασμό της αρχής των ίσων δικαιωμάτων και της αυτοδιάθεσης των λαών». Παράλληλα, ρητή αναφορά στην αρχή γίνεται και στο άρθρο 55 του Χάρτη, ενώ παρουσιάζεται με έμμεσο τρόπο στα άρθρα 73 και 76 που αναφέρονται σε «μη αυτοδιοικούμενες περιοχές» καθώς και σε «εδάφη υπό κηδεμονία».
Ως νομικό δικαίωμα, η αυτοδιάθεση συναντάται και στη Διακήρυξη με αριθμό 1514 του 1960 για τη Χορήγηση Ανεξαρτησίας στις Αποικίες, αλλά και στα δύο Διεθνή Σύμφωνα για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα που υπογράφηκαν τον Δεκέμβριο του 1966, και από τα οποία το πρώτο αφορά τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, και το δεύτερο τα Πολιτιστικά, Οικονομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα.
Τέλος, κείμενο με μεγάλη αξία που εστιάζει αποκλειστικά στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης είναι η Τελική Πράξη του Ελσίνκι του 1975, η οποία ωστόσο στερείται νομικής δεσμευτικότητας. Η Πράξη υπογράφηκε από 35 χώρες, ανάμεσά τους όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, η Ρωσία και οι ΗΠΑ. Συνιστά μια βελτιωμένη έκδοση του άρθρου 1 (παρ. 2) του Χάρτη του ΟΗΕ, αφού παρέχει στο σύνολο του πληθυσμού -και όχι μόνο σε εθνοτικές ομάδες ή μειονότητες- το δικαίωμα να επωφελείται από την αρχή της εξωτερικής αυτοδιάθεσης. Ωστόσο, στην Πράξη του Ελσίνκι, ο όρος «λαός» ερμηνεύεται συσταλτικά, καθώς μια ενδεχόμενη διασταλτική ερμηνεία της έννοιας θα έδινε δικαίωμα σε όλες τις μειονότητες να αποσχιστούν, κάτι που δεν ήθελαν οι 35 χώρες που την υπέγραψαν. Παράλληλα, δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα της απόσχισης, καθώς αυτό θα συνιστούσε προσβολή της αρχή της εδαφικής κυριαρχίας – μια αρχή ιδιαιτέρως μείζονος σημασίας.
Η διατύπωση της αρχής της αυτοδιάθεσης δημιουργεί συχνά την απατηλή εντύπωση ότι αναφέρεται σε ένα δικαίωμα που απολαμβάνουν όλοι οι λαοί του κόσμου ανεξαιρέτως. Κάτι τέτοιο ωστόσο θα προκαλούσε σημαντικές αλλαγές στην ερμηνεία των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, και φυσικά δεν συμβαίνει. Σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθείται, η αρχή της αυτοδιάθεσης αφορά αποκλειστικά λαούς (και όχι έθνη) που βρίσκονται: α) είτε σε αποικιακό καθεστώς, ή σε καθεστώς μη-αυτοδιοικούμενων περιοχών, όπως συνέβαινε με τις αποικίες της Αφρικής ή της Νοτιοανατολικής Ασίας, β) είτε σε περιοχές που είναι γεωγραφικά και πολιτικά διακριτές από το υπόλοιπο έδαφος του κράτους που τις διοικεί, και παράλληλα ο λαός τους δεν συμμετέχει στη διοίκηση του κράτους, όπως συνέβαινε στην περίπτωση της Νοτίου Αφρικής την περίοδο του Απαρτχάιντ.
Αν θεωρηθεί ότι ο λαός μπορεί να στηρίξει το αίτημά του για αυτοδιάθεση σε κάποια από τις παραπάνω περιπτώσεις, τότε μπορεί: α) να επιδιώξει την ανεξαρτησία του, β) να επιδιώξει την ενσωμάτωσή του σ’ ένα γειτονικό κράτος, γ) να επιδιώξει τη σύνδεσή του με άλλο ανεξάρτητο κράτος ή δ) να προχωρήσει στην επιλογή οποιουδήποτε άλλου πολιτικού καθεστώτος. Σε κάθε περίπτωση καθοριστικό είναι το στοιχείο της «ελεύθερης επιλογής από τον λαό», οποιασδήποτε από τις τέσσερις αυτές δυνατότητες.
Κατ’ αντιδιαστολή προς τα παραπάνω, δεν γίνεται αποδεκτό ότι διακριτές ομάδες (π.χ. εθνικές ομάδες ή μειονότητες) που ζουν σε ήδη ανεξάρτητα κράτη μπορούν να επικαλεστούν την αρχή της αυτοδιάθεσης για να αποσπαστούν από το κράτος. Πιο συγκεκριμένα, η διακήρυξη του 1970 αναφέρει ότι «δεν επιτρέπεται η διατάραξη της εδαφικής ακεραιότητας ενός κράτους που ενεργεί σύμφωνα με τις αρχές των ίσων δικαιωμάτων και της αυτοδιάθεσης των λαών, και διαθέτει αντιπροσωπευτική κυβέρνηση χωρίς διακρίσεις με βάση τη φυλή, το χρώμα ή τις πεποιθήσεις». Κατ’ επέκταση, η αρχή της αυτοδιάθεσης δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί σ’ ένα λαό που έχει ήδη ξεφύγει από το αποικιακό καθεστώς, έχει δημιουργήσει κράτος, και έχει αποκτήσει την ανεξαρτησία του. Μοναδική εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα είναι η περίπτωση όπου μια ομάδα γίνεται αντικείμενο ακραίων και αδιάκοπων διώξεων, ενώ δεν εμφανίζεται κάποια λογική προοπτική αλλαγής της κατάστασης στο κοντινό μέλλον. Ωστόσο, ακόμα και αυτή η περίπτωση παρουσιάζει πρακτικά προβλήματα στην εφαρμογή της.
Όπως είδαμε, ένας λαός που μπορεί να στηρίξει το δικαίωμά του για αυτοδιάθεση έχει τέσσερις δυνατότητες βάσει Διεθνούς Δικαίου. Εν προκειμένω, θα εστιάσουμε στην πρώτη δυνατότητα, δηλαδή στην περίπτωση όπου ο λαός «θα επιδιώξει την ανεξαρτησία του από το κράτος στο οποίο ανήκει», καθώς αυτό είναι και το μονοπάτι που η ίδια η Κυβέρνηση της Καταλονίας έχει επιλέξει, όπως αποδεικνύεται και από το ερώτημα του πρόσφατου δημοψηφίσματος.
Ενώ λοιπόν όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών θεμελιώνεται σε πλήθος νομικών κειμένων, εντούτοις οι απόψεις των μελετητών διίστανται, με τους περισσότερους να εκφράζουν αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η Καταλονία μπορεί -πραγματικά στηριζόμενη στο δικαίωμα που παρέχει η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών- να επιτύχει την ανεξαρτησία της και, ακόμα περισσότερο, ως προς το ποιοι παράγοντες είναι εκείνοι που κρίνονται σημαντικοί για τον τελικό καθορισμό του ζητήματος.
Έτσι, σύμφωνα με την καθηγήτρια Διεθνούς Δικαίου και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Prof. Dr. Alexandra Rangel, οι σχετικοί παράγοντες που είναι σημαντικοί για να καθοριστεί το αν ένας λαός μπορεί να επιτύχει την ανεξαρτησία του βάσει της αρχής της αυτοδιάθεσης, περιλαμβάνουν «τον τόπο», «τη βούληση ύπαρξης», «την άρνηση της εσωτερικής αυτοδιάθεσης» και, τέλος, «τη βίαιη καταπίεση». Η καθηγήτρια, λοιπόν, δέχεται στην περίπτωση της Καταλονίας την ύπαρξη «ορισμένου τόπου», και την «βούλησης ύπαρξης» από πλευράς του Καταλανικού λαού, αν έχει κάποιες αμφιβολίες σχετικά με το ποσοστό του πληθυσμού που πραγματικά έχει την παραπάνω βούληση. Ωστόσο, έρχεται να εκφράσει πολύ πιο έντονες αμφιβολίες για τους άλλους δυο παράγοντες. Αμφισβητεί δηλαδή το αν οι Καταλανοί μπορούν να αποδείξουν, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, αφενός ότι έχουν στερηθεί την «εσωτερική τους αυτοδιάθεση», πολύ περισσότερο, δε, ότι υφίστανται μια «βίαιη καταπίεση» από την Κεντρική Κυβέρνηση της Ισπανίας. Η Rangel στηρίζει αυτόν τον ισχυρισμό σε δυο γεγονότα. Αρχικά, υπογραμμίζει ότι οι Καταλανοί έχουν πλήρη και ισότιμα δικαιώματα ως Ισπανοί πολίτες, κι έπειτα υπενθυμίζει ότι έχουν ήδη ένα σημαντικό βαθμό αυτοδιοίκησης που τους παρέχεται βάσει του άρθρου 148 του Ισπανικού Συντάγματος του 1978. Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι όλες οι αυτόνομες κοινότητες της Ισπανίας (17 στο σύνολο) μπορούν να αναλαμβάνουν δραστηριότητες που αφορούν την οργάνωση θεσμών για αυτοκυβέρνηση. Βάσει των παραπάνω, η Καταλονία διατηρεί δικό της αυτόνομο κοινοβούλιο, το οποίο διοικείται από την Κυβέρνηση της Καταλονίας (Generalitat de Catalunya), έχει συγκροτήσει αυτόνομο αστυνομικό σώμα που αντικαθιστά την ισπανική αστυνομία, ενώ αυτοδιοικείται σε ζητήματα παιδείας, πολιτισμού, υγείας, τουρισμού, εμπορίου, βιομηχανίας και γεωργίας. Βάσει λοιπόν των παραπάνω, η Rangel καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση της Καταλονίας.
Από την άλλη, ο Καταλανός επιστήμονας και καθηγητής οικονομίας Josep Desquens υποστηρίζει ότι η Καταλανική κουλτούρα και η γλώσσα δεν είναι ούτε κατανοητή ούτε αποδεκτή στην Ισπανία, κι επομένως δε μπορεί ούτε να προστατευτεί ούτε να ενισχυθεί. Ο Desquens επισημαίνει ότι οι Καταλανοί έχουν υποστεί τρεις αιώνες γλωσσικών και πολιτισμικών διακρίσεων, κυρίως κάτω από την 36χρονη δικτατορία του στρατηγού Φράνκο. Για τον Desquens, λοιπόν, μια τέτοιου είδους διάκριση θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αδιαμφισβήτητη απόδειξη τόσο της «άρνησης της εσωτερικής αυτοδιάθεσης των Καταλανών», όσο και της «βίαιης καταπίεσης» που το διεθνές δίκαιο απαιτεί, ώστε μια ομάδα ανθρώπων να μπορέσει να ασκήσει τα δικαιώματα που απορρέουν από την αρχή της αυτοδιάθεσης, ανάμεσα στα οποία είναι και η επιδίωξη της ανεξαρτησίας της. Πάντως, και ο ίδιος ο Desquens καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Καταλονία σήμερα έχει επανακτήσει πολλά από τα θεσμικά της όργανα μετά το τέλος του καθεστώτος του Φράνκο, και απολαμβάνει έναν υψηλό βαθμό αυτοδιαχείρισης.
Σε κάθε περίπτωση, σχεδόν το σύνολο των αναλυτών που έχουν αναφερθεί στην περίπτωση της Καταλονίας υποστηρίζει ότι το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης συμβατικά θεωρείται ότι δεν επεκτείνεται στις μειονότητες στο εσωτερικό ενός κράτους. Συνήθως, θεωρείται ότι το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης εφαρμόζεται μόνο στα αποικιακά καθεστώτα, στους λαούς που υπόκεινται σε κυβέρνηση απαρτχάιντ, ή στους λαούς υπό στρατιωτική κατοχή. Συνεπώς, αρνούνται να αναγνωρίσουν στην Καταλονία το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές επιλογές που ενδεχομένως να επέτρεπαν στην Καταλονία να πετύχει την ανεξαρτησία της.
Αν η Καταλονία δεν μπορεί να επικαλεστεί το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και, συνεπώς, δεν μπορεί να στηρίξει εκεί το αίτημα για ανεξαρτησία, εντούτοις «μπορεί να γίνει ανεξάρτητο κράτος, αν και όταν πετύχει την αναγνώρισή του από άλλα κράτη». Αυτό σημειώνει η καθηγήτρια Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Princeton, Prof. Dr. Agno Stilz. Η Stilz υποστηρίζει ότι υπήρχαν και υπάρχουν πολλά αποδεκτά σενάρια ώστε μια ομάδα ανθρώπων να διεκδικήσει το δικαίωμά της να κυβερνάται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε χώρα. Τι σημαίνει όμως αναγνώριση; Ακόμα περισσότερο, πόσα κράτη απαιτούνται να προχωρήσουν σε πράξη αναγνώρισης για να μπορέσουμε να πούμε ότι πλέον μια περιοχή, όπως η Καταλονία, θα λογίζεται ως ανεξάρτητο κράτος στο διεθνές γίγνεσθαι; Σύμφωνα με την Stilz, δεν υπάρχει κανένας κανόνας σχετικά με τον αριθμό των χωρών που πρέπει να αναγνωρίζουν ένα κράτος ως τέτοιο. Αναφέρει δε το παράδειγμα της Ταιβάν, η οποία δεν αναγνωρίζεται παγκοσμίως ως κράτος, αλλά λειτουργεί ανεξάρτητα από την Κίνα, ενώ μια άλλη ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι, για την καθηγήτρια, εκείνη της Παλαιστίνης, όπου από το 2012 έχει καθεστώς παρατηρητή στην Γενική Συνέλευση των Η.Ε., παρόλο που δεν αναγνωρίζεται από το Ισραήλ και τις ΗΠΑ.
Αφού, λοιπόν, ο αριθμός αναγνωρίσεων δεν αποτελεί το μεγαλύτερο ζήτημα, και θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι το τέλος της διαδικασίας, ο δρόμος προς την ανεξαρτησία φαίνεται πως ξεκινάει με την κατάφαση των υποκειμενικών κριτηρίων που απαιτούνται στο Διεθνές Δίκαιο για να έχουμε «κράτος», και συνεχίζει με τα αντικειμενικά κριτήρια που είναι αναγκαία για την επίτευξη της ανεξαρτησίας.
Αρχικά, η Καταλονία πληροί τα τέσσερα αντικειμενικά κριτήρια που καθορίζει η σύμβαση του Μοντεβιδέο του 1933 για την κρατική υπόσταση, δηλαδή: «ελέγχει ένα ξεκάθαρα καθορισμένο έδαφος», «διαθέτει σταθερό πληθυσμό» και, παρόλο που βρίσκεται σε καθεστώς αυτονομίας, «έχει μια λειτουργική κυβέρνηση». Αναφορικά με το τελευταίο αντικειμενικό κριτήριο που είναι «η δυνατότητα να εισέρχεται το κράτος σε διεθνείς σχέσεις», δηλαδή η ανεξαρτησία του, το κατά πόσον η Καταλονία θα ασκεί πραγματικά ανεξάρτητες κυβερνητικές εξουσίες μπορεί να αξιολογηθεί μόνο όταν αποφασίσει να εφαρμόσει πλήρως τη δήλωση ανεξαρτησίας της, πράγμα το οποίο έκανε και επίσημα στις 27 Οκτωβρίου 2017. Η Καταλονία, λοιπόν, μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας, θα προχωρήσει εφαρμόζοντας τον μεταβατικό νόμο που έχει θεσπίσει, εν αναμονή της θέσπισης νέου Συντάγματος. Αυτός ο μεταβατικός νόμος αναθέτει όλες τις δημόσιες εξουσίες στο νέο ανεξάρτητο Καταλανικό κράτος, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών εξωτερικής πολιτικής (ικανότητα να εισέλθουν σε διεθνείς σχέσεις). Ως εκ τούτου, η Καταλονία εδώ και λίγες μέρες διαθέτει ολοκληρωμένη κρατική υπόσταση.
Ωστόσο, η πλήρωση των παραπάνω δεν εξασφαλίζει απευθείας τη διεθνή αναγνώριση. Απαιτείται και η πλήρωση ορισμένων υποκειμενικών κριτηρίων. Το μόνο αρνητικό υποκειμενικό κριτήριο, το οποίο επιβεβαίωσε το Διεθνές Δικαστήριο στη γνωμοδότηση του Κοσσυφοπεδίου, συνιστά το γεγονός ότι «η κρατική υπόσταση δεν πρέπει να διατηρείται μέσα από τις παραβιάσεις κανόνων jus cogens», κάτι το οποίο δεν φαίνεται να συμβαίνει από πλευράς της Κυβέρνησης της Καταλονίας.
Από την άλλη, αξίζει να σταθούμε στα θετικά υποκειμενικά κριτήρια, τα οποία είναι δυο και, ενδεχομένως, δείχνουν στην Καταλονία το δρόμο προς την ανεξαρτησία. Το πρώτο από αυτά απαιτεί την ύπαρξη πράξης που θα εκφράζει την βούληση του πληθυσμού, και το δεύτερο απαιτεί αυτή η βούληση του λαού να τεθεί σε ισχύ μέσα από τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας. Αναφορικά με το πρώτο από τα δυο κριτήρια, συνήθως η πράξη βούλησης θα έχει τη μορφή ενός δημοψηφίσματος. Είναι σαφές ότι για είναι έγκυρο το δημοψήφισμα θα πρέπει να υπάρχει μια ελεύθερη και δίκαιη εκστρατεία, και μια διαφανής και ανοικτή διαδικασία ψηφοφορίας. Στην περίπτωση του πρόσφατου δημοψηφίσματος στην Καταλονία, αυτό δεν φαίνεται να πάσχει, καθώς οποιοσδήποτε εκφοβισμός προήλθε από την πλευρά της ισπανικής κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων συλλήψεων ψηφοφόρων, επιδρομών στα εκλογικά κέντρα αλλά και άλλων μέτρων κατά όσων διαδήλωναν υπέρ της ανεξαρτησίας. Ένα άλλο ενδιαφέρον ζήτημα είναι αν θα πρέπει να υφίσταται ένα ελάχιστο όριο συμμετοχής των ψηφοφόρων στο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία. Το δημοψήφισμα της Καταλονίας προσέλκυσε συμμετοχή περίπου 42% του εκλογικού σώματος. Ωστόσο, η Καταλανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ένα επιπλέον μεγάλο ποσοστό των ψηφοφόρων αποκλείστηκε από τη συμμετοχή, λόγω του βίαιου κλεισίματος εκλογικών κέντρων και άλλων πράξεων παρεμβολής από τις κεντρικές ισπανικές αρχές. Αν είχαν καταφέρει να συμμετάσχουν όλοι όσοι εμποδίστηκαν, τότε η Καταλανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η συμμετοχή θα ήταν περίπου 57%. Θεωρεί δε ότι η συντριπτική πλειοψηφία υπέρ της ανεξαρτησίας (περίπου 92% των ψήφων) θα είχε διατηρηθεί. Το ερώτημα του ελάχιστου ορίου συμμετοχής έχει διχάσει τους αναλυτές. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι, δεδομένης της ενεργού παρεμπόδισης της ομαλής διενέργειας του δημοψηφίσματος από τις ισπανικές κεντρικές αρχές, οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι το δημοψήφισμα δεν έχει αξιοπιστία εξαιτίας ανεπαρκούς συμμετοχής δεν είναι πειστικός. Επιπλέον, η μη συμμετοχή (μποϊκοτάζ) από μέρους του πληθυσμού της Καταλονίας δεν παρέχει δικαίωμα ανατροπής του δημοψηφίσματος για την πλευρά που δεν ευνοήθηκε από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι η ψηφοφορία είναι δίκαιη. Αυτό επιβεβαιώθηκε από τη γνωμοδότηση του Badinter σε σχέση με το βοσνιακό δημοψήφισμα, εναντίον του οποίου είχε γίνει μποϊκοτάζ από τους Σέρβους. Από την άλλη, δεν μπορεί να μην γίνει αναφορά στο γεγονός ότι το 42% της προσέλευσης των ψηφοφόρων δεν θεωρείται ιδιαίτερα υψηλό για την κρισιμότητα της περίστασης, καθώς δημιουργεί αμφιβολίες σχετικά με το αν θέλουν πράγματι και χωρίς καμία αμφιβολία οι Καταλανοι την ανεξαρτησία τους. Σ ’αυτό το επιχείρημα επιμένει και η Ισπανική Κυβέρνηση, η οποία απαντά ότι «ο κ. Puigdemont δεν έχει αρκετή λαϊκή ή εξωτερική υποστήριξη προκειμένου να επιβάλει την ανεξαρτησία που επιθυμεί».
Το δεύτερο από τα θετικά κριτήρια απαιτεί η βούληση του λαού, όπως εκφράστηκε στο δημοψήφισμα, να επιβεβαιωθεί από μια διακήρυξη ανεξαρτησίας. Ως προς αυτό το κριτήριο πρέπει να πούμε ότι, η φύση της δήλωσης της ανεξαρτησίας, η οποία υπογράφηκε από τον Πρόεδρο της Καταλονίας στις 10 Οκτωβρίου 2017, ήταν αβέβαιη και με συμβολικό χαρακτήρα, αφήνοντας ενδεχομένως περιθώρια για διαπραγματεύσεις με τις κεντρικές αρχές της Ισπανίας. Η θέση σε ισχύ της δήλωσης ανεξαρτησίας απαιτούσε μια περαιτέρω και τελική πράξη εκ μέρους των αρχών της Καταλονίας, η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να υποστηριχθεί από την ψήφο των εκλεγμένων αντιπροσώπων. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η Καταλονία ολοκλήρωσε και την παραπάνω διαδικασία, κηρύσσοντας έτσι και επίσημα την ανεξαρτησία της από την Ισπανία, ολοκληρώνοντας δηλαδή και το δεύτερο από τα θετικά υποκειμενικά κριτήρια που απαιτούνται για την ανακήρυξη ενός κράτους ως ανεξάρτητου. Μένει λοιπόν να δούμε αν θα καταφέρει να κερδίσει την αναγνώριση της ως τέτοιο, κάτι που φυσικά είναι πολύ νωρίς να σχολιάσουμε. Ως απάντηση στις ενέργειες της Καταλανικής Κυβέρνησης, και ταυτόχρονα σχεδόν με αυτές, η Ισπανική Κυβέρνηση ενεργοποίησε το άρθρο 155 του Ισπανικού Συντάγματος, το οποίο διαλύει αυτόματα το κοινοβούλιο της Καταλονίας, παύει από τη θέση του τον Πρόεδρο της Καταλανικής Κυβέρνησης, τον Carles Puigdemont, και μαζί όλους τους υπουργούς που αποτελούσαν την Κυβέρνησή του, και προκηρύσσει περιφερειακές εκλογές για τις 21 Δεκεμβρίου. Με τις παραπάνω ενέργειες, η Κυβέρνηση Ραχόϊ ουσιαστικά αίρει το καθεστώς αυτονομίας που απολάμβανε έως τώρα η περιοχή, αναλαμβάνοντας παράλληλα την εξουσία μέχρι τις επικείμενες περιφερειακές εκλογές.
Είναι λοιπόν φανερό ότι η κατάσταση ανάμεσα στην Κεντρική Κυβέρνηση της Ισπανίας και την Αυτόνομη Καταλανική Κυβέρνηση συνεχίζει να κλιμακώνεται, και το σίγουρο είναι ότι δεν έχουμε δει παρά μόνο τα πρώτα επεισόδια από μια σειρά γεγονότων που θα ακολουθήσουν, καθώς οι εξελίξεις μέσα στο επόμενο διάστημα θα είναι καθοριστικές για το μέλλον της Καταλονίας. Το ερώτημα πλέον είναι το αν θα μπορέσουν οι δυο πλευρές να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, και ποιο θα είναι το αποτέλεσμα αυτών. Θα είναι άραγε η Καταλονία μέρος της Ισπανίας μέσα σε ένα ενδεχομένως πιο ενισχυμένο καθεστώς αυτονομίας, ή μήπως θα μπορέσει τελικά να καθιερωθεί ως ανεξάρτητο πλέον κράτος στο διεθνές γίγνεσθαι; Ίδωμεν!
Δημήτρης Μπαχούμας powerpolitics.eu
Πηγές:
Μια βασική αρχή του Διεθνούς Δικαίου, που συνδέεται άρρηκτα με το δικαίωμα μιας οντότητας να είναι «κράτος», είναι «η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών», η οποία ως νομικός κανόνας αναφέρεται για πρώτη φορά στο Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 1 (παρ. 2) του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ θέτει ως έναν από τους βασικούς σκοπούς του Οργανισμού την ανάπτυξη φιλικών σχέσεων «που θα βασίζονται στο σεβασμό της αρχής των ίσων δικαιωμάτων και της αυτοδιάθεσης των λαών». Παράλληλα, ρητή αναφορά στην αρχή γίνεται και στο άρθρο 55 του Χάρτη, ενώ παρουσιάζεται με έμμεσο τρόπο στα άρθρα 73 και 76 που αναφέρονται σε «μη αυτοδιοικούμενες περιοχές» καθώς και σε «εδάφη υπό κηδεμονία».
Ως νομικό δικαίωμα, η αυτοδιάθεση συναντάται και στη Διακήρυξη με αριθμό 1514 του 1960 για τη Χορήγηση Ανεξαρτησίας στις Αποικίες, αλλά και στα δύο Διεθνή Σύμφωνα για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα που υπογράφηκαν τον Δεκέμβριο του 1966, και από τα οποία το πρώτο αφορά τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, και το δεύτερο τα Πολιτιστικά, Οικονομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα.
Τέλος, κείμενο με μεγάλη αξία που εστιάζει αποκλειστικά στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης είναι η Τελική Πράξη του Ελσίνκι του 1975, η οποία ωστόσο στερείται νομικής δεσμευτικότητας. Η Πράξη υπογράφηκε από 35 χώρες, ανάμεσά τους όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, η Ρωσία και οι ΗΠΑ. Συνιστά μια βελτιωμένη έκδοση του άρθρου 1 (παρ. 2) του Χάρτη του ΟΗΕ, αφού παρέχει στο σύνολο του πληθυσμού -και όχι μόνο σε εθνοτικές ομάδες ή μειονότητες- το δικαίωμα να επωφελείται από την αρχή της εξωτερικής αυτοδιάθεσης. Ωστόσο, στην Πράξη του Ελσίνκι, ο όρος «λαός» ερμηνεύεται συσταλτικά, καθώς μια ενδεχόμενη διασταλτική ερμηνεία της έννοιας θα έδινε δικαίωμα σε όλες τις μειονότητες να αποσχιστούν, κάτι που δεν ήθελαν οι 35 χώρες που την υπέγραψαν. Παράλληλα, δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα της απόσχισης, καθώς αυτό θα συνιστούσε προσβολή της αρχή της εδαφικής κυριαρχίας – μια αρχή ιδιαιτέρως μείζονος σημασίας.
Η διατύπωση της αρχής της αυτοδιάθεσης δημιουργεί συχνά την απατηλή εντύπωση ότι αναφέρεται σε ένα δικαίωμα που απολαμβάνουν όλοι οι λαοί του κόσμου ανεξαιρέτως. Κάτι τέτοιο ωστόσο θα προκαλούσε σημαντικές αλλαγές στην ερμηνεία των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, και φυσικά δεν συμβαίνει. Σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθείται, η αρχή της αυτοδιάθεσης αφορά αποκλειστικά λαούς (και όχι έθνη) που βρίσκονται: α) είτε σε αποικιακό καθεστώς, ή σε καθεστώς μη-αυτοδιοικούμενων περιοχών, όπως συνέβαινε με τις αποικίες της Αφρικής ή της Νοτιοανατολικής Ασίας, β) είτε σε περιοχές που είναι γεωγραφικά και πολιτικά διακριτές από το υπόλοιπο έδαφος του κράτους που τις διοικεί, και παράλληλα ο λαός τους δεν συμμετέχει στη διοίκηση του κράτους, όπως συνέβαινε στην περίπτωση της Νοτίου Αφρικής την περίοδο του Απαρτχάιντ.
Αν θεωρηθεί ότι ο λαός μπορεί να στηρίξει το αίτημά του για αυτοδιάθεση σε κάποια από τις παραπάνω περιπτώσεις, τότε μπορεί: α) να επιδιώξει την ανεξαρτησία του, β) να επιδιώξει την ενσωμάτωσή του σ’ ένα γειτονικό κράτος, γ) να επιδιώξει τη σύνδεσή του με άλλο ανεξάρτητο κράτος ή δ) να προχωρήσει στην επιλογή οποιουδήποτε άλλου πολιτικού καθεστώτος. Σε κάθε περίπτωση καθοριστικό είναι το στοιχείο της «ελεύθερης επιλογής από τον λαό», οποιασδήποτε από τις τέσσερις αυτές δυνατότητες.
Κατ’ αντιδιαστολή προς τα παραπάνω, δεν γίνεται αποδεκτό ότι διακριτές ομάδες (π.χ. εθνικές ομάδες ή μειονότητες) που ζουν σε ήδη ανεξάρτητα κράτη μπορούν να επικαλεστούν την αρχή της αυτοδιάθεσης για να αποσπαστούν από το κράτος. Πιο συγκεκριμένα, η διακήρυξη του 1970 αναφέρει ότι «δεν επιτρέπεται η διατάραξη της εδαφικής ακεραιότητας ενός κράτους που ενεργεί σύμφωνα με τις αρχές των ίσων δικαιωμάτων και της αυτοδιάθεσης των λαών, και διαθέτει αντιπροσωπευτική κυβέρνηση χωρίς διακρίσεις με βάση τη φυλή, το χρώμα ή τις πεποιθήσεις». Κατ’ επέκταση, η αρχή της αυτοδιάθεσης δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί σ’ ένα λαό που έχει ήδη ξεφύγει από το αποικιακό καθεστώς, έχει δημιουργήσει κράτος, και έχει αποκτήσει την ανεξαρτησία του. Μοναδική εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα είναι η περίπτωση όπου μια ομάδα γίνεται αντικείμενο ακραίων και αδιάκοπων διώξεων, ενώ δεν εμφανίζεται κάποια λογική προοπτική αλλαγής της κατάστασης στο κοντινό μέλλον. Ωστόσο, ακόμα και αυτή η περίπτωση παρουσιάζει πρακτικά προβλήματα στην εφαρμογή της.
Όπως είδαμε, ένας λαός που μπορεί να στηρίξει το δικαίωμά του για αυτοδιάθεση έχει τέσσερις δυνατότητες βάσει Διεθνούς Δικαίου. Εν προκειμένω, θα εστιάσουμε στην πρώτη δυνατότητα, δηλαδή στην περίπτωση όπου ο λαός «θα επιδιώξει την ανεξαρτησία του από το κράτος στο οποίο ανήκει», καθώς αυτό είναι και το μονοπάτι που η ίδια η Κυβέρνηση της Καταλονίας έχει επιλέξει, όπως αποδεικνύεται και από το ερώτημα του πρόσφατου δημοψηφίσματος.
Ενώ λοιπόν όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών θεμελιώνεται σε πλήθος νομικών κειμένων, εντούτοις οι απόψεις των μελετητών διίστανται, με τους περισσότερους να εκφράζουν αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η Καταλονία μπορεί -πραγματικά στηριζόμενη στο δικαίωμα που παρέχει η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών- να επιτύχει την ανεξαρτησία της και, ακόμα περισσότερο, ως προς το ποιοι παράγοντες είναι εκείνοι που κρίνονται σημαντικοί για τον τελικό καθορισμό του ζητήματος.
Έτσι, σύμφωνα με την καθηγήτρια Διεθνούς Δικαίου και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Prof. Dr. Alexandra Rangel, οι σχετικοί παράγοντες που είναι σημαντικοί για να καθοριστεί το αν ένας λαός μπορεί να επιτύχει την ανεξαρτησία του βάσει της αρχής της αυτοδιάθεσης, περιλαμβάνουν «τον τόπο», «τη βούληση ύπαρξης», «την άρνηση της εσωτερικής αυτοδιάθεσης» και, τέλος, «τη βίαιη καταπίεση». Η καθηγήτρια, λοιπόν, δέχεται στην περίπτωση της Καταλονίας την ύπαρξη «ορισμένου τόπου», και την «βούλησης ύπαρξης» από πλευράς του Καταλανικού λαού, αν έχει κάποιες αμφιβολίες σχετικά με το ποσοστό του πληθυσμού που πραγματικά έχει την παραπάνω βούληση. Ωστόσο, έρχεται να εκφράσει πολύ πιο έντονες αμφιβολίες για τους άλλους δυο παράγοντες. Αμφισβητεί δηλαδή το αν οι Καταλανοί μπορούν να αποδείξουν, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, αφενός ότι έχουν στερηθεί την «εσωτερική τους αυτοδιάθεση», πολύ περισσότερο, δε, ότι υφίστανται μια «βίαιη καταπίεση» από την Κεντρική Κυβέρνηση της Ισπανίας. Η Rangel στηρίζει αυτόν τον ισχυρισμό σε δυο γεγονότα. Αρχικά, υπογραμμίζει ότι οι Καταλανοί έχουν πλήρη και ισότιμα δικαιώματα ως Ισπανοί πολίτες, κι έπειτα υπενθυμίζει ότι έχουν ήδη ένα σημαντικό βαθμό αυτοδιοίκησης που τους παρέχεται βάσει του άρθρου 148 του Ισπανικού Συντάγματος του 1978. Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι όλες οι αυτόνομες κοινότητες της Ισπανίας (17 στο σύνολο) μπορούν να αναλαμβάνουν δραστηριότητες που αφορούν την οργάνωση θεσμών για αυτοκυβέρνηση. Βάσει των παραπάνω, η Καταλονία διατηρεί δικό της αυτόνομο κοινοβούλιο, το οποίο διοικείται από την Κυβέρνηση της Καταλονίας (Generalitat de Catalunya), έχει συγκροτήσει αυτόνομο αστυνομικό σώμα που αντικαθιστά την ισπανική αστυνομία, ενώ αυτοδιοικείται σε ζητήματα παιδείας, πολιτισμού, υγείας, τουρισμού, εμπορίου, βιομηχανίας και γεωργίας. Βάσει λοιπόν των παραπάνω, η Rangel καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση της Καταλονίας.
Από την άλλη, ο Καταλανός επιστήμονας και καθηγητής οικονομίας Josep Desquens υποστηρίζει ότι η Καταλανική κουλτούρα και η γλώσσα δεν είναι ούτε κατανοητή ούτε αποδεκτή στην Ισπανία, κι επομένως δε μπορεί ούτε να προστατευτεί ούτε να ενισχυθεί. Ο Desquens επισημαίνει ότι οι Καταλανοί έχουν υποστεί τρεις αιώνες γλωσσικών και πολιτισμικών διακρίσεων, κυρίως κάτω από την 36χρονη δικτατορία του στρατηγού Φράνκο. Για τον Desquens, λοιπόν, μια τέτοιου είδους διάκριση θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αδιαμφισβήτητη απόδειξη τόσο της «άρνησης της εσωτερικής αυτοδιάθεσης των Καταλανών», όσο και της «βίαιης καταπίεσης» που το διεθνές δίκαιο απαιτεί, ώστε μια ομάδα ανθρώπων να μπορέσει να ασκήσει τα δικαιώματα που απορρέουν από την αρχή της αυτοδιάθεσης, ανάμεσα στα οποία είναι και η επιδίωξη της ανεξαρτησίας της. Πάντως, και ο ίδιος ο Desquens καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Καταλονία σήμερα έχει επανακτήσει πολλά από τα θεσμικά της όργανα μετά το τέλος του καθεστώτος του Φράνκο, και απολαμβάνει έναν υψηλό βαθμό αυτοδιαχείρισης.
Σε κάθε περίπτωση, σχεδόν το σύνολο των αναλυτών που έχουν αναφερθεί στην περίπτωση της Καταλονίας υποστηρίζει ότι το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης συμβατικά θεωρείται ότι δεν επεκτείνεται στις μειονότητες στο εσωτερικό ενός κράτους. Συνήθως, θεωρείται ότι το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης εφαρμόζεται μόνο στα αποικιακά καθεστώτα, στους λαούς που υπόκεινται σε κυβέρνηση απαρτχάιντ, ή στους λαούς υπό στρατιωτική κατοχή. Συνεπώς, αρνούνται να αναγνωρίσουν στην Καταλονία το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές επιλογές που ενδεχομένως να επέτρεπαν στην Καταλονία να πετύχει την ανεξαρτησία της.
Αν η Καταλονία δεν μπορεί να επικαλεστεί το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και, συνεπώς, δεν μπορεί να στηρίξει εκεί το αίτημα για ανεξαρτησία, εντούτοις «μπορεί να γίνει ανεξάρτητο κράτος, αν και όταν πετύχει την αναγνώρισή του από άλλα κράτη». Αυτό σημειώνει η καθηγήτρια Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Princeton, Prof. Dr. Agno Stilz. Η Stilz υποστηρίζει ότι υπήρχαν και υπάρχουν πολλά αποδεκτά σενάρια ώστε μια ομάδα ανθρώπων να διεκδικήσει το δικαίωμά της να κυβερνάται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε χώρα. Τι σημαίνει όμως αναγνώριση; Ακόμα περισσότερο, πόσα κράτη απαιτούνται να προχωρήσουν σε πράξη αναγνώρισης για να μπορέσουμε να πούμε ότι πλέον μια περιοχή, όπως η Καταλονία, θα λογίζεται ως ανεξάρτητο κράτος στο διεθνές γίγνεσθαι; Σύμφωνα με την Stilz, δεν υπάρχει κανένας κανόνας σχετικά με τον αριθμό των χωρών που πρέπει να αναγνωρίζουν ένα κράτος ως τέτοιο. Αναφέρει δε το παράδειγμα της Ταιβάν, η οποία δεν αναγνωρίζεται παγκοσμίως ως κράτος, αλλά λειτουργεί ανεξάρτητα από την Κίνα, ενώ μια άλλη ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι, για την καθηγήτρια, εκείνη της Παλαιστίνης, όπου από το 2012 έχει καθεστώς παρατηρητή στην Γενική Συνέλευση των Η.Ε., παρόλο που δεν αναγνωρίζεται από το Ισραήλ και τις ΗΠΑ.
Αφού, λοιπόν, ο αριθμός αναγνωρίσεων δεν αποτελεί το μεγαλύτερο ζήτημα, και θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι το τέλος της διαδικασίας, ο δρόμος προς την ανεξαρτησία φαίνεται πως ξεκινάει με την κατάφαση των υποκειμενικών κριτηρίων που απαιτούνται στο Διεθνές Δίκαιο για να έχουμε «κράτος», και συνεχίζει με τα αντικειμενικά κριτήρια που είναι αναγκαία για την επίτευξη της ανεξαρτησίας.
Αρχικά, η Καταλονία πληροί τα τέσσερα αντικειμενικά κριτήρια που καθορίζει η σύμβαση του Μοντεβιδέο του 1933 για την κρατική υπόσταση, δηλαδή: «ελέγχει ένα ξεκάθαρα καθορισμένο έδαφος», «διαθέτει σταθερό πληθυσμό» και, παρόλο που βρίσκεται σε καθεστώς αυτονομίας, «έχει μια λειτουργική κυβέρνηση». Αναφορικά με το τελευταίο αντικειμενικό κριτήριο που είναι «η δυνατότητα να εισέρχεται το κράτος σε διεθνείς σχέσεις», δηλαδή η ανεξαρτησία του, το κατά πόσον η Καταλονία θα ασκεί πραγματικά ανεξάρτητες κυβερνητικές εξουσίες μπορεί να αξιολογηθεί μόνο όταν αποφασίσει να εφαρμόσει πλήρως τη δήλωση ανεξαρτησίας της, πράγμα το οποίο έκανε και επίσημα στις 27 Οκτωβρίου 2017. Η Καταλονία, λοιπόν, μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας, θα προχωρήσει εφαρμόζοντας τον μεταβατικό νόμο που έχει θεσπίσει, εν αναμονή της θέσπισης νέου Συντάγματος. Αυτός ο μεταβατικός νόμος αναθέτει όλες τις δημόσιες εξουσίες στο νέο ανεξάρτητο Καταλανικό κράτος, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών εξωτερικής πολιτικής (ικανότητα να εισέλθουν σε διεθνείς σχέσεις). Ως εκ τούτου, η Καταλονία εδώ και λίγες μέρες διαθέτει ολοκληρωμένη κρατική υπόσταση.
Ωστόσο, η πλήρωση των παραπάνω δεν εξασφαλίζει απευθείας τη διεθνή αναγνώριση. Απαιτείται και η πλήρωση ορισμένων υποκειμενικών κριτηρίων. Το μόνο αρνητικό υποκειμενικό κριτήριο, το οποίο επιβεβαίωσε το Διεθνές Δικαστήριο στη γνωμοδότηση του Κοσσυφοπεδίου, συνιστά το γεγονός ότι «η κρατική υπόσταση δεν πρέπει να διατηρείται μέσα από τις παραβιάσεις κανόνων jus cogens», κάτι το οποίο δεν φαίνεται να συμβαίνει από πλευράς της Κυβέρνησης της Καταλονίας.
Από την άλλη, αξίζει να σταθούμε στα θετικά υποκειμενικά κριτήρια, τα οποία είναι δυο και, ενδεχομένως, δείχνουν στην Καταλονία το δρόμο προς την ανεξαρτησία. Το πρώτο από αυτά απαιτεί την ύπαρξη πράξης που θα εκφράζει την βούληση του πληθυσμού, και το δεύτερο απαιτεί αυτή η βούληση του λαού να τεθεί σε ισχύ μέσα από τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας. Αναφορικά με το πρώτο από τα δυο κριτήρια, συνήθως η πράξη βούλησης θα έχει τη μορφή ενός δημοψηφίσματος. Είναι σαφές ότι για είναι έγκυρο το δημοψήφισμα θα πρέπει να υπάρχει μια ελεύθερη και δίκαιη εκστρατεία, και μια διαφανής και ανοικτή διαδικασία ψηφοφορίας. Στην περίπτωση του πρόσφατου δημοψηφίσματος στην Καταλονία, αυτό δεν φαίνεται να πάσχει, καθώς οποιοσδήποτε εκφοβισμός προήλθε από την πλευρά της ισπανικής κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων συλλήψεων ψηφοφόρων, επιδρομών στα εκλογικά κέντρα αλλά και άλλων μέτρων κατά όσων διαδήλωναν υπέρ της ανεξαρτησίας. Ένα άλλο ενδιαφέρον ζήτημα είναι αν θα πρέπει να υφίσταται ένα ελάχιστο όριο συμμετοχής των ψηφοφόρων στο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία. Το δημοψήφισμα της Καταλονίας προσέλκυσε συμμετοχή περίπου 42% του εκλογικού σώματος. Ωστόσο, η Καταλανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ένα επιπλέον μεγάλο ποσοστό των ψηφοφόρων αποκλείστηκε από τη συμμετοχή, λόγω του βίαιου κλεισίματος εκλογικών κέντρων και άλλων πράξεων παρεμβολής από τις κεντρικές ισπανικές αρχές. Αν είχαν καταφέρει να συμμετάσχουν όλοι όσοι εμποδίστηκαν, τότε η Καταλανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η συμμετοχή θα ήταν περίπου 57%. Θεωρεί δε ότι η συντριπτική πλειοψηφία υπέρ της ανεξαρτησίας (περίπου 92% των ψήφων) θα είχε διατηρηθεί. Το ερώτημα του ελάχιστου ορίου συμμετοχής έχει διχάσει τους αναλυτές. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι, δεδομένης της ενεργού παρεμπόδισης της ομαλής διενέργειας του δημοψηφίσματος από τις ισπανικές κεντρικές αρχές, οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι το δημοψήφισμα δεν έχει αξιοπιστία εξαιτίας ανεπαρκούς συμμετοχής δεν είναι πειστικός. Επιπλέον, η μη συμμετοχή (μποϊκοτάζ) από μέρους του πληθυσμού της Καταλονίας δεν παρέχει δικαίωμα ανατροπής του δημοψηφίσματος για την πλευρά που δεν ευνοήθηκε από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι η ψηφοφορία είναι δίκαιη. Αυτό επιβεβαιώθηκε από τη γνωμοδότηση του Badinter σε σχέση με το βοσνιακό δημοψήφισμα, εναντίον του οποίου είχε γίνει μποϊκοτάζ από τους Σέρβους. Από την άλλη, δεν μπορεί να μην γίνει αναφορά στο γεγονός ότι το 42% της προσέλευσης των ψηφοφόρων δεν θεωρείται ιδιαίτερα υψηλό για την κρισιμότητα της περίστασης, καθώς δημιουργεί αμφιβολίες σχετικά με το αν θέλουν πράγματι και χωρίς καμία αμφιβολία οι Καταλανοι την ανεξαρτησία τους. Σ ’αυτό το επιχείρημα επιμένει και η Ισπανική Κυβέρνηση, η οποία απαντά ότι «ο κ. Puigdemont δεν έχει αρκετή λαϊκή ή εξωτερική υποστήριξη προκειμένου να επιβάλει την ανεξαρτησία που επιθυμεί».
Το δεύτερο από τα θετικά κριτήρια απαιτεί η βούληση του λαού, όπως εκφράστηκε στο δημοψήφισμα, να επιβεβαιωθεί από μια διακήρυξη ανεξαρτησίας. Ως προς αυτό το κριτήριο πρέπει να πούμε ότι, η φύση της δήλωσης της ανεξαρτησίας, η οποία υπογράφηκε από τον Πρόεδρο της Καταλονίας στις 10 Οκτωβρίου 2017, ήταν αβέβαιη και με συμβολικό χαρακτήρα, αφήνοντας ενδεχομένως περιθώρια για διαπραγματεύσεις με τις κεντρικές αρχές της Ισπανίας. Η θέση σε ισχύ της δήλωσης ανεξαρτησίας απαιτούσε μια περαιτέρω και τελική πράξη εκ μέρους των αρχών της Καταλονίας, η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να υποστηριχθεί από την ψήφο των εκλεγμένων αντιπροσώπων. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η Καταλονία ολοκλήρωσε και την παραπάνω διαδικασία, κηρύσσοντας έτσι και επίσημα την ανεξαρτησία της από την Ισπανία, ολοκληρώνοντας δηλαδή και το δεύτερο από τα θετικά υποκειμενικά κριτήρια που απαιτούνται για την ανακήρυξη ενός κράτους ως ανεξάρτητου. Μένει λοιπόν να δούμε αν θα καταφέρει να κερδίσει την αναγνώριση της ως τέτοιο, κάτι που φυσικά είναι πολύ νωρίς να σχολιάσουμε. Ως απάντηση στις ενέργειες της Καταλανικής Κυβέρνησης, και ταυτόχρονα σχεδόν με αυτές, η Ισπανική Κυβέρνηση ενεργοποίησε το άρθρο 155 του Ισπανικού Συντάγματος, το οποίο διαλύει αυτόματα το κοινοβούλιο της Καταλονίας, παύει από τη θέση του τον Πρόεδρο της Καταλανικής Κυβέρνησης, τον Carles Puigdemont, και μαζί όλους τους υπουργούς που αποτελούσαν την Κυβέρνησή του, και προκηρύσσει περιφερειακές εκλογές για τις 21 Δεκεμβρίου. Με τις παραπάνω ενέργειες, η Κυβέρνηση Ραχόϊ ουσιαστικά αίρει το καθεστώς αυτονομίας που απολάμβανε έως τώρα η περιοχή, αναλαμβάνοντας παράλληλα την εξουσία μέχρι τις επικείμενες περιφερειακές εκλογές.
Είναι λοιπόν φανερό ότι η κατάσταση ανάμεσα στην Κεντρική Κυβέρνηση της Ισπανίας και την Αυτόνομη Καταλανική Κυβέρνηση συνεχίζει να κλιμακώνεται, και το σίγουρο είναι ότι δεν έχουμε δει παρά μόνο τα πρώτα επεισόδια από μια σειρά γεγονότων που θα ακολουθήσουν, καθώς οι εξελίξεις μέσα στο επόμενο διάστημα θα είναι καθοριστικές για το μέλλον της Καταλονίας. Το ερώτημα πλέον είναι το αν θα μπορέσουν οι δυο πλευρές να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, και ποιο θα είναι το αποτέλεσμα αυτών. Θα είναι άραγε η Καταλονία μέρος της Ισπανίας μέσα σε ένα ενδεχομένως πιο ενισχυμένο καθεστώς αυτονομίας, ή μήπως θα μπορέσει τελικά να καθιερωθεί ως ανεξάρτητο πλέον κράτος στο διεθνές γίγνεσθαι; Ίδωμεν!
Δημήτρης Μπαχούμας powerpolitics.eu
Πηγές:
- United Nations. (2017). Chapter I: Article 1 — Charter of the United Nations — Repertory of Practice of United Nations Organs — Codification Division Publications. http://legal.un.org/repertory/art1.shtml
- OHCHR. (2017). International Covenant on Civil and Political Rights. http://www.ohchr.org/EN/ProfessionalInterest/Pages/CCPR.aspx
- OHCHR. (2017). International Covenant on Economic, Social and Cultural Rights. http://www.ohchr.org/EN/ProfessionalInterest/Pages/CESCR.aspx
- Protagon.gr. (2015). Ποιος ξεχνάει την Τελική Πράξη του Ελσίνκι; http://www.protagon.gr/anagnwstes/poios-ksexnaei-tin-teliki-praksi-tou-elsinki-39807000000
- Kohen, M. G. Dr. (2012). Secession: International Law Perspectives. Cambridge University Press. https://books.google.gr/books?id=ZupSvxSeyV4C&printsec=frontcover&hl=el&source=gbs_ge_summary_r#v=onepage&q&f=false
- Ρούκουνας, E. (1982). Διεθνές Δίκαιο ΙΙ. Εκδόσεις Α.Ν, Σάκκουλα. Σελ. 16-24.
- Αντωνόπουλος, Κ. & Μαγκλιβέρας, Κ. (2011). Το Δίκαιο της Διεθνούς Κοινωνίας. Νομική Βιβλιοθήκη. Σελ. 88-92.
- Rangel, A. Dr. (2013). Catalonia and the Right of Self-Determination, Int’l L. Perspectives. http://arengel.edublogs.org/2013/10/12/catalonia-and-the-right-of-self-determination
- Michigan State University International Law Review. (2017). Catalan Independence and the Human Right of Self-Determination. https://www.msuilr.org/msuilr-legalforum-blogs/2017/7/2/catalan-independence-and-the-human-right-of-self-determination
- Πετριτσόπουλος, Β. & Σακκά-Νικολοπούλου, Ν. (1980). Το Νέο Σύνταγμα της Ισπανίας. Εκδόσεις Σάκκουλα. Περιοδικό «Το Σύνταγμα». Τόμος ΣΤ’.
- Desquens, J. Dr. (2003). Europe’s Stateless Nations in the Era of Globalization: The Case for Catalonia’s Secession from Spain. 6 Bologna Cent. J. Int’l Affairs 85. http://www.jhubc.it/bcjournal/articles/desquens.cfm
- Reuters. (2017). Factbox: Passport to Catalonia – how to achieve independence. https://www.reuters.com/article/us-spain-politics-catalonia-independence/factbox-passport-to-catalonia-how-to-achieve-independence-idUSKBN1CA1I0
- Αντωνόπουλος, Κ. & Μαγκλιβέρας, Κ. (2011). Το Δίκαιο της Διεθνούς Κοινωνίας. Νομική Βιβλιοθήκη. Σελ. 80-86.
- Crawford, J. Dr. (1977). The criteria for Statehood in International Law. pp. 111-139. https://www.ilsa.org/jessup/jessup13/British%20Yearbook%20of%20International%20Law-1977-Crawford-93-182.pdf
- Weller, Μ. Dr. (2017). Secession and Self-determination in Western Europe: The Case of Catalonia. https://www.ejiltalk.org/secession-and-self-determination-in-western-europe-the-case-of-catalonia/
- The Independent. (2017). Catalan referendum: Clashes with police leave nearly 900 injured, says Catalonia government. http://www.independent.co.uk/news/world/europe/catalan-referendum-police-clashes-violence-900-injured-government-independence-vote-banned-latest-a7978166.html
- The Guardian. (2017). Catalonia referendum: 90% voted for independence, say officials – as it happened. https://www.theguardian.com/world/live/2017/oct/01/catalan-independence-referendum-spain-catalonia-vote-live
- Al Jazeera. (2017). Catalonia referendum: What happens next? http://www.aljazeera.com/news/2017/10/catalonia-referendum-171002100354338.html
- The Guardian. (2017). The Observer view on Catalan independence. https://www.theguardian.com/commentisfree/2017/sep/23/observer-view-catalan-referendum-spain
- BBC News. (2017). Spain says Catalonia leader Puigdemont ‘unclear’ on independence. http://www.bbc.com/news/world-europe-41632084
- RT International. (2017). Catalonia declares independence from Spain. https://www.rt.com/news/407960-catalonia-spain-independence-parliament/
- Herald Scotland. (2017). Spanish PM sacks Catalan Government after independence vote. http://www.heraldscotland.com/news/15625239.Spanish_PM_sacks_Catalan_Government_after_independence_vote/
- The Telegraph. (2017). Deposed Catalan leader Puigdemont faces imminent arrest as he continues to defy Madrid. http://www.telegraph.co.uk/news/2017/10/28/catalonia-independence-madrid-takes-control-catalan-government/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.