Ο Μαρίνος Αντύπας γεννήθηκε το
1872 στην Κεφαλονιά. Μαθητής ακόμα στο Γυμνάσιο του Αργοστολίου ήρθε σε
επαφή με τις ριζοσπαστικές ιδέες της εποχής και έγινε από τους πρώτους
φλογερούς σοσιαλιστές. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και συμμετείχε στην
κρητική επανάσταση κατά των Τούρκων το 1897, όπου γνωρίστηκε με τον
Ελευθέριο Βενιζέλο.
Συνελήφθη το 1905, επειδή κατήγγειλε δημόσια τα Ανάκτορα για προδοσία. Όταν αποφυλακίστηκε, επέστρεψε στην Κεφαλονιά και εξέδωσε εφημερίδα με τον τίτλο “Ανάστασις”, με την οποία κατήγγειλε τις άρχουσες τάξεις. Μετά από μια σύντομη διαμονή στη Ρουμανία, επέστρεψε στην Ελλάδα.
Το 1906 ο Αντύπας έφθασε στη Θεσσαλία και ανέλαβε επιστάτης στη γη του θείου του. Για να δεχθεί τη θέση, έθεσε τους όρους του και έλαβε ρητή διαβεβαίωση ότι θα ασκούσε το έργο του με απόλυτη ελευθερία κινήσεων. Φυσικά, η συμπεριφορά του δεν θύμιζε σε τίποτα τους βάναυσους και τρομακτικούς επιστάτες των περισσότερων τσιφλικάδων, που καταπατούσαν κάθε δικαίωμα κολίγων.
Ο Μαρίνος Αντύπας αναπόφευκτα ήρθε σε αντιπαράθεση με τον επιστάτη του Μεταξά, τον σκληρό και θηριώδη Κυριακό.
Ο Αντύπας ζήτησε την απόλυσή του, αλλά δεν εισακούσθηκε γιατί ο άλλος επιστάτης δεν ανήκε στη δικαιοδοσία του Σκιαδαρέση. Το μόνο που κατάφερε ήταν να εξασφαλίσει έναν εχθρό που σύντομα αποδείχθηκε θανάσιμος!
Από την πρώτη γνωριμία, ο Μαρίνος προκάλεσε αίσθηση στους κολίγους που τον άκουγαν να τους “δασκαλεύει” για οκτάωρο και εργασιακά δικαιώματα. Να απαιτεί σχολεία για τα φτωχά παιδιά, δρόμους και γιατρούς για όλους. Να ζητά να γκρεμιστούν τα χαμόσπιτα, οι ονομαζόμενες χαμοκέλες, και να χτιστούν κανονικά σπίτια για τους εργάτες της γης. Εκείνο όμως που πραγματικά σόκαρε, ήταν ότι εξέφραζε ανοικτά το αίτημα να δοθεί γη στους ακτήμονες εργάτες, γη που θα την έπαιρναν από τους τσιφλικάδες! Έτσι, το αίτημα της αναδιανομής εκφραζόταν απροκάλυπτα και ηχηρά για πρώτη φορά στην απελευθερωμένη από τους Τούρκους Ελλάδα.
Ο Αντύπας δεν ήταν παθητικός σοσιαλιστής που διακήρυττε τις ιδέες του μόνο σε όσους τον συναναστρέφονταν. Γύριζε στα καφενεία και παρακινούσε τους αγρότες να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, δικαιώματα που οι περισσότεροι δεν γνώριζαν καν, καθώς θεωρούσαν την κακοποίηση και την εκμετάλλευση τους άδικο, αλλά νόμιμο δικαίωμα των τσιφλικάδων. Γρήγορα απέκτησε κι άλλους φανατικούς εχθρούς που σχεδίαζαν την εξόντωσή του.
Η αντίστροφη μέτρηση για τον Αντύπα άρχισε με το φραστικό επεισόδιο που είχε στην Αθήνα με τον Αγαμέμνονα Σλήμαν, γιο του περίφημου αρχαιολόγου που ανακάλυψε την Τροία. Ο Σλήμαν ήταν βουλευτής και μεγαλοτσιφλικάς στην Αγιά Θεσσαλίας. Με απαξιωτικό τρόπο αυτός και κυρίως η ελληνογερμανίδα γυναίκα του αποκαλούσαν τον Αντύπα “λούμπεν” και εξέφραζαν δημόσια την απέχθειά τους, λέγοντας ότι “είναι θρασύς” που τολμά να περνά από μπροστά τους και να τους κοιτάζει.
Ο Αντύπας το πληροφορήθηκε και, όταν τυχαία τους συνάντησε σ’ ένα καφενείο, ζήτησε εξηγήσεις. Λέγεται ότι ο Αντύπας ρώτησε τον Σλήμαν: “Γιατί με κατηγορείς;” και ο πολιτικός-τσιφλικάς του απάντησε: “Σε κατηγορώ με το δικαίωμα ενός ελεύθερου πολίτη”. Τότε ο Αντύπας τον χαστούκισε δυνατά σχολιάζοντας: “Τότε κι εγώ σε χαστουκίζω με το δικαίωμα ενός ελεύθερου πολίτη”.
Όπως γράφτηκε, “το χαστούκι ακούστηκε σε όλη την Ελλάδα” και έδωσε το μέτρο της ανυποταγής απέναντι στους τσιφλικάδες, τους επιστάτες και φυσικά το κράτος.
Τότε για δέυτερη φορά, ο φλογερός κοινωνικός επαναστάτης βρέθηκε στη φυλακή. Η απολογία του στη δίκη ήταν ένα δριμύ κατηγορώ ενάντια στο κράτος και τους τσιφλικάδες: “Εις τη Θεσσαλίαν η κατάστασις είναι αθλία και η εικών απαισία. Έλληνες αδελφοί μας, γυμνοί και κατίσχνοι, εφ’ ων τα οστά μόνον και η επιδερμίς προσκολλώνται, χρησιμεύουσιν ως φορτηγά ζώα των ημεδαπών τυράννων”.
Και η καταδίκη του, εικοσαήμερη φυλάκιση.
Ο Μαρίνος Αντύπας ως επιστάτης έμενε στο ίδιο οίκημα με τον άτεγκτο συνάδελφό του, Ιωάννη Κυριάκο, τον αδίστακτο επιστάτη του Μεταξά. Στις 8 Μαρτίου 1907, ο Αντύπας επέστρεψε στον Πυργετό και πήγε για ύπνο στο κονάκι των επιστατών. Όταν προσπάθησε να ανέβει στον όροφο, διαπίστωσε ότι ο Κυριάκος είχε κλειδώσει την πόρτα του διαδρόμου και έτσι δεν μπορούσε ν’ ανέβει στο δωμάτιό του για να κοιμηθεί μετά από μία κοπιαστική μέρα. Χτύπησε πέντε-έξι φορές την πόρτα του Κυριάκου και στο τέλος του άνοιξε η γυναίκα του. Της έκανε παρατήρηση, αλλά αυτή δεν απάντησε. Σπάνια μιλούσε.
Το επόμενο βράδυ, στις 9 Μαρτίου του 1907, ο Αντύπας βρήκε και πάλι την πόρτα κλειστή. Άρχισε να τη χτυπά με μεγαλύτερη ένταση αυτή τη φορά. Τότε ακούστηκε ο Κυριακός να λέει στη γυναίκα του: “Πήγαινε να ανοίξεις μωρέ σ’ αυτό το παλιόσκυλο”. Ακολούθησε έντονο φραστικό επεισόδιο, με τον Αντύπα να φωνάζει: “Γιατί έκλεισες την πόρτα, αφού ξέρεις ότι είμαι κάτω και σε λίγο θα αποσυρθούμε στα δωμάτιά μας;”
Η ένταση κορυφώθηκε, με τον θηριώδη Κυριακό να αρπάζει τον μικροκαμωμένο Αντύπα και να τον τραβά στο δωμάτιό του. Οι μάρτυρες καταθέτουν ότι ξεκρέμασε την καραμπίνα από τον τοίχο και του έριξε. Η πρώτη μπαταριά τον τραυμάτισε ελαφρά, αλλά στη συνέχεια ο Κυριακός τον πυροβόλησε και δεύτερη φορά. Ο Αντύπας ξεψύχησε λίγη ώρα αργότερα στα χέρια του ξαδέρφου του, Παναγιώτη Σκιαδαρέση.
Τα τελευταία του λόγια ήταν η πολιτική του παρακαταθήκη στους αγρότες: “Ελευθερία, ισότης, αδελφότης”, ψέλλισε και πέθανε.
Ο αστυνόμος τηλεγράφησε αμέσως ότι “Αντύπας ραπίσας Κυριακού εφονεύθη αμυνομένου”. Δηλαδή, προτού ακόμη αρχίσει η ανακριτική διαδικασία, οι αρχές είχαν βγάλει πόρισμα ότι ο Aντύπας χτύπησε πρώτος κι ότι ο δολοφόνος ήταν σε άμυνα. Ήταν φανερό ότι το κατεστημένο ήθελε να προστατέψει τον δολοφόνο και σίγουρα δεν στενοχωρήθηκε καθόλου που ο Αντύπας βγήκε από τη μέση.
Η είδηση για τη δολοφονία απλώθηκε στον κάμπο σαν ανεξέλεγκτη φωτιά. Η σορός του Αντύπα μεταφέρθηκε από χωρικούς στη Λάρισα, όπου εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα. “Είναι ανώτερον πάσης περιγραφής το μεγαλείον, όπερ ενείχεν η επιτάφιος πομπή, η συνέχουσα δε τα πλήθη συγκίνησις, ήτις εξερρήγνυτο, ενός πασχόντος λαού δύναται να παράσχη το μέτρον της μεγάλης συμφοάς”, έγραψε τότε η εφημερίδα Πανθεσσαλική.
Ο Κυριακός δικάστηκε, αλλά το δικαστήριο με μια μνημειώδη απόφαση τον αθώωσε, επειδή το θύμα του διατάραξε τον ύπνο! Ο δικαστής δέχθηκε ότι ο Μαρίνος Αντύπας εφονεύθη έπειτα από “βρασμό ψυχικής ορμής, που δημιουργήθηκε λόγω του ακατάλληλου της ώρας και λόγω του ύπνου της οικογενείας του δολοφόνου”.
Οι κολίγοι δεν ξέχασαν ποτέ τον Αντύπα, που έγινε θρύλος και σύμβολο. Ο θάνατός του ήταν σπόρος για τους αγώνες των αγροτών, που οδήγησαν στη μεγάλη εξέγερση στο Κιλιλέρ και τελικά στη νομοθετική ρύθμιση που έδωσε επιτέλους γη και δικαιώματα στους φτωχούς καλλιεργητές....
Πηγή: Μηχανή του Χρόνου
Συνελήφθη το 1905, επειδή κατήγγειλε δημόσια τα Ανάκτορα για προδοσία. Όταν αποφυλακίστηκε, επέστρεψε στην Κεφαλονιά και εξέδωσε εφημερίδα με τον τίτλο “Ανάστασις”, με την οποία κατήγγειλε τις άρχουσες τάξεις. Μετά από μια σύντομη διαμονή στη Ρουμανία, επέστρεψε στην Ελλάδα.
Το 1906 ο Αντύπας έφθασε στη Θεσσαλία και ανέλαβε επιστάτης στη γη του θείου του. Για να δεχθεί τη θέση, έθεσε τους όρους του και έλαβε ρητή διαβεβαίωση ότι θα ασκούσε το έργο του με απόλυτη ελευθερία κινήσεων. Φυσικά, η συμπεριφορά του δεν θύμιζε σε τίποτα τους βάναυσους και τρομακτικούς επιστάτες των περισσότερων τσιφλικάδων, που καταπατούσαν κάθε δικαίωμα κολίγων.
Ο Μαρίνος Αντύπας αναπόφευκτα ήρθε σε αντιπαράθεση με τον επιστάτη του Μεταξά, τον σκληρό και θηριώδη Κυριακό.
Ο Αντύπας ζήτησε την απόλυσή του, αλλά δεν εισακούσθηκε γιατί ο άλλος επιστάτης δεν ανήκε στη δικαιοδοσία του Σκιαδαρέση. Το μόνο που κατάφερε ήταν να εξασφαλίσει έναν εχθρό που σύντομα αποδείχθηκε θανάσιμος!
Οκτάωρο και δικαιώματα
Από την πρώτη γνωριμία, ο Μαρίνος προκάλεσε αίσθηση στους κολίγους που τον άκουγαν να τους “δασκαλεύει” για οκτάωρο και εργασιακά δικαιώματα. Να απαιτεί σχολεία για τα φτωχά παιδιά, δρόμους και γιατρούς για όλους. Να ζητά να γκρεμιστούν τα χαμόσπιτα, οι ονομαζόμενες χαμοκέλες, και να χτιστούν κανονικά σπίτια για τους εργάτες της γης. Εκείνο όμως που πραγματικά σόκαρε, ήταν ότι εξέφραζε ανοικτά το αίτημα να δοθεί γη στους ακτήμονες εργάτες, γη που θα την έπαιρναν από τους τσιφλικάδες! Έτσι, το αίτημα της αναδιανομής εκφραζόταν απροκάλυπτα και ηχηρά για πρώτη φορά στην απελευθερωμένη από τους Τούρκους Ελλάδα.
Ο Αντύπας δεν ήταν παθητικός σοσιαλιστής που διακήρυττε τις ιδέες του μόνο σε όσους τον συναναστρέφονταν. Γύριζε στα καφενεία και παρακινούσε τους αγρότες να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, δικαιώματα που οι περισσότεροι δεν γνώριζαν καν, καθώς θεωρούσαν την κακοποίηση και την εκμετάλλευση τους άδικο, αλλά νόμιμο δικαίωμα των τσιφλικάδων. Γρήγορα απέκτησε κι άλλους φανατικούς εχθρούς που σχεδίαζαν την εξόντωσή του.
Το χαστούκι στον Σλήμαν
Η αντίστροφη μέτρηση για τον Αντύπα άρχισε με το φραστικό επεισόδιο που είχε στην Αθήνα με τον Αγαμέμνονα Σλήμαν, γιο του περίφημου αρχαιολόγου που ανακάλυψε την Τροία. Ο Σλήμαν ήταν βουλευτής και μεγαλοτσιφλικάς στην Αγιά Θεσσαλίας. Με απαξιωτικό τρόπο αυτός και κυρίως η ελληνογερμανίδα γυναίκα του αποκαλούσαν τον Αντύπα “λούμπεν” και εξέφραζαν δημόσια την απέχθειά τους, λέγοντας ότι “είναι θρασύς” που τολμά να περνά από μπροστά τους και να τους κοιτάζει.
Ο Αντύπας το πληροφορήθηκε και, όταν τυχαία τους συνάντησε σ’ ένα καφενείο, ζήτησε εξηγήσεις. Λέγεται ότι ο Αντύπας ρώτησε τον Σλήμαν: “Γιατί με κατηγορείς;” και ο πολιτικός-τσιφλικάς του απάντησε: “Σε κατηγορώ με το δικαίωμα ενός ελεύθερου πολίτη”. Τότε ο Αντύπας τον χαστούκισε δυνατά σχολιάζοντας: “Τότε κι εγώ σε χαστουκίζω με το δικαίωμα ενός ελεύθερου πολίτη”.
Όπως γράφτηκε, “το χαστούκι ακούστηκε σε όλη την Ελλάδα” και έδωσε το μέτρο της ανυποταγής απέναντι στους τσιφλικάδες, τους επιστάτες και φυσικά το κράτος.
Τότε για δέυτερη φορά, ο φλογερός κοινωνικός επαναστάτης βρέθηκε στη φυλακή. Η απολογία του στη δίκη ήταν ένα δριμύ κατηγορώ ενάντια στο κράτος και τους τσιφλικάδες: “Εις τη Θεσσαλίαν η κατάστασις είναι αθλία και η εικών απαισία. Έλληνες αδελφοί μας, γυμνοί και κατίσχνοι, εφ’ ων τα οστά μόνον και η επιδερμίς προσκολλώνται, χρησιμεύουσιν ως φορτηγά ζώα των ημεδαπών τυράννων”.
Και η καταδίκη του, εικοσαήμερη φυλάκιση.
Η δολοφονία και η παρακαταθήκη
Ο Μαρίνος Αντύπας ως επιστάτης έμενε στο ίδιο οίκημα με τον άτεγκτο συνάδελφό του, Ιωάννη Κυριάκο, τον αδίστακτο επιστάτη του Μεταξά. Στις 8 Μαρτίου 1907, ο Αντύπας επέστρεψε στον Πυργετό και πήγε για ύπνο στο κονάκι των επιστατών. Όταν προσπάθησε να ανέβει στον όροφο, διαπίστωσε ότι ο Κυριάκος είχε κλειδώσει την πόρτα του διαδρόμου και έτσι δεν μπορούσε ν’ ανέβει στο δωμάτιό του για να κοιμηθεί μετά από μία κοπιαστική μέρα. Χτύπησε πέντε-έξι φορές την πόρτα του Κυριάκου και στο τέλος του άνοιξε η γυναίκα του. Της έκανε παρατήρηση, αλλά αυτή δεν απάντησε. Σπάνια μιλούσε.
Το επόμενο βράδυ, στις 9 Μαρτίου του 1907, ο Αντύπας βρήκε και πάλι την πόρτα κλειστή. Άρχισε να τη χτυπά με μεγαλύτερη ένταση αυτή τη φορά. Τότε ακούστηκε ο Κυριακός να λέει στη γυναίκα του: “Πήγαινε να ανοίξεις μωρέ σ’ αυτό το παλιόσκυλο”. Ακολούθησε έντονο φραστικό επεισόδιο, με τον Αντύπα να φωνάζει: “Γιατί έκλεισες την πόρτα, αφού ξέρεις ότι είμαι κάτω και σε λίγο θα αποσυρθούμε στα δωμάτιά μας;”
Η ένταση κορυφώθηκε, με τον θηριώδη Κυριακό να αρπάζει τον μικροκαμωμένο Αντύπα και να τον τραβά στο δωμάτιό του. Οι μάρτυρες καταθέτουν ότι ξεκρέμασε την καραμπίνα από τον τοίχο και του έριξε. Η πρώτη μπαταριά τον τραυμάτισε ελαφρά, αλλά στη συνέχεια ο Κυριακός τον πυροβόλησε και δεύτερη φορά. Ο Αντύπας ξεψύχησε λίγη ώρα αργότερα στα χέρια του ξαδέρφου του, Παναγιώτη Σκιαδαρέση.
Τα τελευταία του λόγια ήταν η πολιτική του παρακαταθήκη στους αγρότες: “Ελευθερία, ισότης, αδελφότης”, ψέλλισε και πέθανε.
Ο αστυνόμος τηλεγράφησε αμέσως ότι “Αντύπας ραπίσας Κυριακού εφονεύθη αμυνομένου”. Δηλαδή, προτού ακόμη αρχίσει η ανακριτική διαδικασία, οι αρχές είχαν βγάλει πόρισμα ότι ο Aντύπας χτύπησε πρώτος κι ότι ο δολοφόνος ήταν σε άμυνα. Ήταν φανερό ότι το κατεστημένο ήθελε να προστατέψει τον δολοφόνο και σίγουρα δεν στενοχωρήθηκε καθόλου που ο Αντύπας βγήκε από τη μέση.
Η είδηση για τη δολοφονία απλώθηκε στον κάμπο σαν ανεξέλεγκτη φωτιά. Η σορός του Αντύπα μεταφέρθηκε από χωρικούς στη Λάρισα, όπου εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα. “Είναι ανώτερον πάσης περιγραφής το μεγαλείον, όπερ ενείχεν η επιτάφιος πομπή, η συνέχουσα δε τα πλήθη συγκίνησις, ήτις εξερρήγνυτο, ενός πασχόντος λαού δύναται να παράσχη το μέτρον της μεγάλης συμφοάς”, έγραψε τότε η εφημερίδα Πανθεσσαλική.
Ο Κυριακός δικάστηκε, αλλά το δικαστήριο με μια μνημειώδη απόφαση τον αθώωσε, επειδή το θύμα του διατάραξε τον ύπνο! Ο δικαστής δέχθηκε ότι ο Μαρίνος Αντύπας εφονεύθη έπειτα από “βρασμό ψυχικής ορμής, που δημιουργήθηκε λόγω του ακατάλληλου της ώρας και λόγω του ύπνου της οικογενείας του δολοφόνου”.
Οι κολίγοι δεν ξέχασαν ποτέ τον Αντύπα, που έγινε θρύλος και σύμβολο. Ο θάνατός του ήταν σπόρος για τους αγώνες των αγροτών, που οδήγησαν στη μεγάλη εξέγερση στο Κιλιλέρ και τελικά στη νομοθετική ρύθμιση που έδωσε επιτέλους γη και δικαιώματα στους φτωχούς καλλιεργητές....
Πηγή: Μηχανή του Χρόνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.