Το ζήτημα της Αριστεράς συνδέθηκε ιστορικά με μια
εκδοχή της προόδου η οποία προέκρινε την επιτάχυνση της ενσωμάτωσης των σε
ανθρωποκεντρική υστέρηση κοινωνικών στρωμάτων (ιδίως των δυνάμεων της εργασίας)
ή και κοινωνιών (όπως η ρωσική) στη νέα εποχή.
Σε θεωρητικό επίπεδο, το
πρόταγμα της Αριστεράς, το πρόταγμα του σοσιαλισμού, αξιολογήθηκε ως μέτρο, και
μάλιστα ως η αρχετυπική εκδοχή της μετάβασης της ανθρωπότητας σε μια
μετακαπιταλιστική φάση, που άγγιζε ουσιαστικά το ιδεώδες της ανθρώπινης
κατάστασης.
Η Αριστερά,
έως σήμερα, δεν έπαψε να προβάλλει τον ιστορικό της προορισμό ως την ειμαρμένη
που προόρισται να φέρει την ανθρωπότητα στην μετακαπιταλιστική εποχή, και όχι
ως έναν εναλλακτικό δρόμο για τη μετάβαση από τη δεσποτεία στον πρώιμο
ανθρωποκεντρισμό. Το γεγονός αυτό αποτελεί μια κρίσιμη παράμετρο για την
κατανόηση της Αριστεράς στις ημέρες μας, η οποία επιπλέον αναδεικνύει το
έλλειμμα γνωσιολογίας και προτάγματος που τη διατρέχει.
Η Αριστερά
της κρίσης, τα αριστερά κόμματα των χωρών της νότιας Ευρώπης, αποτελεί από την
άποψη αυτή το εργαστήρι που επιμαρτυρεί την αντινομία, η οποία συνοδεύει την
πολιτική πράξη της Αριστεράς σε όλη τη διάρκεια της νεοτερικότητας. Θα έλεγα,
με μεγαλύτερη ακρίβεια, την αδυναμία του κόσμου της να ανασυνδεθεί με την
πρόοδο. Η εμπειρία της ελληνικής Αριστεράς είναι εξόχως αποδεικτική της
πολιτικής πράξης της Αριστεράς στη νότια Ευρώπη, θα λέγαμε μάλιστα της δυτικής
Αριστεράς στο σύνολό της.
Η κρίση που
ενέσκηψε στον δυτικό, και ιδιαίτερα στον ευρωπαϊκό κόσμο, από το 2008 έφερε
στην επικαιρότητα το ζήτημα της Αριστεράς, ως ιδεολογίας και ως πολιτικής
πρότασης. Ο διάλογος που ακολούθησε, εντούτοις, ανέδειξε μάλλον την αδυναμία
της να αρθρώσει ένα αξιόπιστο πρόταγμα που να δείχνει ότι έχει επίγνωση των
φαινομένων που πρωτοστατούν στην εποχή μας, μια ερμηνεία του παρόντος και μια
πρόταση για την έξοδο από την κρίση.
Η παραδοχή
αυτή έφερε αντιμέτωπη την Αριστερά με τη Δεξιά στο πεδίο του πολιτικού
γίγνεσθαι. Η Αριστερά έχει ολοένα και μεγαλύτερη δυσκολία να διαφοροποιηθεί με
τη Δεξιά σε κοσμοθεωρητικό, πραγματολογικό και οπωσδήποτε οντολογικό επίπεδο.
Πράγμα που εγείρει ένα μείζον ερώτημα σε ό,τι αφορά στην ανάγκη να καταδειχθούν
οι διαφορές της αριστερής ρητορικής από εκείνη της δεξιάς – και προφανώς το
προοδευτικό της πρόσημο.
Η συζήτηση
για τη φυσιογνωμία της Αριστεράς είναι απολύτως αναγκαία, προκειμένου να
αντιληφθούμε τι κομίζει στην ανθρωποκεντρική εποχή μας. Για να κατανοήσουμε εν
τέλει την έννοια του αριστερώς πολιτεύεσθαι στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Από
τη δεκαετία του 1980, εμφανίζεται ενώπιόν μας μια νέα Αριστερά. Σπεύδω να
επισημάνω πως, ενώ αποστασιοποιείται από το παρελθόν, αδυνατεί να ξεκαθαρίσει
τους λογαριασμούς της μαζί του. Και, σε κάθε περίπτωση, δεν δείχνει ότι έχει
βρει έναν κάποιο βηματισμό ως προς τον χαρακτήρα της κρίσης που διέρχεται η
εποχή μας και την κατεύθυνση του μέλλοντος.
Αυτή ακριβώς
η απουσία προοπτικής, μιας ιδέας για την κοινωνία της επόμενης ημέρας, την
οδηγεί σε έναν ασφυκτικό εναγκαλισμό με ένα παρελθόν που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί,
εν προκειμένω τον Διαφωτισμό. Ένα παρελθόν που ταξινόμησε ως το αυθεντικό
παράγωγο της αστικής ή -ορθότερα- της φιλελεύθερης
οπτικής της νεοτερικότητας.
Πράξη διαμαρτυρίας
Το γεγονός
αυτό εξηγεί ευρέως γιατί η απήχηση της αριστερής ρητορικής στο εκλογικό σώμα
των χωρών του δυτικού κόσμου έχει πάψει να έχει ως επίκεντρο τη σοσιαλιστική
ιδεολογία, με την οποία σταδιοδρόμησε στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Η εκλογική
της επιτυχία, εκεί όπου επισημαίνεται, ιδίως στις χώρες της νότιας Ευρώπης,
έχει ομολογηθεί ότι εγγράφεται ως τυπική πράξη διαμαρτυρίας, και όχι ως
απόρροια της ιδεολογίας ή του προγράμματός της.
Συνέχεται,
δηλαδή, με την απόρριψη των φιλελευθέρων κυβερνήσεων, οι οποίες ενοχοποιήθηκαν
στα μάτια του εκλογικού σώματος για τη μετάλλαξή τους σε παρακολούθημα της
διεθνούς των αγορών. Και κατ’ επέκταση, για την υιοθέτηση πολιτικών που έπληξαν
ευρύτατα κοινωνικά στρώματα.
Δεύτερη,
συνακόλουθη προς την ανωτέρω, διαπίστωση είναι ότι ο πολιτικός λόγος της
Αριστεράς έχει αποβεί θεμελιωδώς καθεστωτικός. Η κοινωνία που ευαγγελίζεται δεν
διαφέρει σε τίποτε από εκείνη οποιασδήποτε άλλης ιδεολογίας/πολιτικής δύναμης,
από την Άκρα Δεξιά έως την Άκρα Αριστερά. Η διαπίστωση αυτή επαληθεύεται πλήρως
ως προς το πολιτικό και κοινωνικοοικονομικό σύστημα που προτάσσει.
Είναι, όμως,
εξίσου ισχυρή και ως προς τις προτεινόμενες πολιτικές που εισηγείται. Το
αδιέξοδο αυτό της Αριστεράς έχει βαθιές ρίζες στην ιστορική φυσιογνωμία της και
στη φιλοσοφική της βάση. Όντως, μια πρώτη διαπίστωση είναι ότι, τόσο η Αριστερά,
όσο και η Δεξιά, ταξινομούνται στην εποχή της μετάβασης από τη δεσποτεία στον
ανθρωποκεντρισμό, δηλαδή από την απολυταρχία στο λεγόμενο κράτος-έθνος. Και στο
πλαίσιο αυτό, η συγκριτική αποτίμηση της Αριστεράς με τη Δεξιά μάς οδηγεί στο
συμπέρασμα ότι συναντώνται στα θεμελιώδη.
Αριστερά και φιλελευθερισμός
Η Αριστερά,
εν προκειμένω, υιοθετεί εξ ολοκλήρου το πολιτικό σύστημα του φιλελευθερισμού,
δηλαδή της ενσάρκωσής του από το νομικό πλάσμα του κράτους. Θα έλεγα ότι
υιοθετεί πλήρως και την αρχή της απολύτως διαφοροποιημένης ιδιοκτησίας του
οικονομικού συστήματος από τους συντελεστές του. Η διαφορά της έναντι της
Δεξιάς έγκειται στο ότι απευθυνόταν σε ένα διαφορετικό κοινωνικό ακροατήριο,
την κοινωνία της εργασίας, έναντι της αστικής κοινωνίας.
Μια εκδοχή
της Αριστεράς επιχείρησε να διαφοροποιηθεί στο πεδίο του φορέα της ιδιοκτησίας
του οικονομικού συστήματος: αντί να το κατέχει ουσιωδώς ο ιδιώτης, το απέδιδε
στο κράτος. Είναι δεδομένη η παραδοχή της Αριστεράς (όπως και της Δεξιάς) ότι
το κράτος ως νομικό πλάσμα, και επομένως ο κάτοχός του, κατέχει αδιαιρέτως το
σύνολο του πολιτικού συστήματος, της δημόσιας διοίκησης, της Δικαιοσύνης κ.λπ.
Με την προσκύρωση σε αυτό και της ιδιοκτησίας της οικονομίας,
οδήγησε στον ολοκληρωτισμό.
Το σημείο
συνάντησης επομένως της Αριστεράς με τη Δεξιά, έγκειται στο ότι αμφότερες
συμφωνούν ότι στην κοινωνία επιφυλάσσεται μια θέση ιδιώτη, έξω από το
οικονομικό και το πολιτικό σύστημα. Κατά τούτο, δεν πρέπει να διαφεύγει της
προσοχής ότι στη διάρκεια του 20ού αιώνα, η αντιπαράθεση μεταξύ φιλελευθερισμού
και σοσιαλισμού συμπυκνώθηκε στο διακύβευμα εάν η ιδιοκτησία του οικονομικού
συστήματος θα περιήρχετο κατά κύριο λόγο στον ιδιώτη ή στο κράτος.
Η κοινωνία εκτός
Και στις δύο
ιδεολογίες, η κοινωνία παρέμενε, αυτονοήτως, έξω από το οικονομικό σύστημα. Η
σύμβαση, που εκαλείτο να συνάψει ο φορέας της εργασίας με τον ιδιοκτήτη του
συστήματος, εμπεριείχε το περιεχόμενο της πώλησης εργασίας με αντίτιμο την
αποτίμησή της σε χρήμα. Στο μέτρο, επομένως, που η σύμβαση αυτή υπονοεί την παραίτηση
του συμβαλλομένου πολίτη από τη συμμετοχή του στη διοίκηση του συστήματος,
υποκρύπτει εκχώρηση ελευθερίας.
Οίκοθεν
νοείται ότι η διελκυστίνδα για την οικονομική ιδιοκτησία ανάμεσα στο κράτος και
στον ιδιώτη δεν υπεισέρχεται στο ζήτημα του πολιτικού συστήματος. Γι’ αυτό όλοι
ομοφωνούν ότι παραμένει αυτονοήτως στην αποκλειστική ιδιοκτησία του νομικού
πλάσματος του κράτους, δηλαδή στους νομείς του. Και η σχέση αυτή είναι μέσα στη
φύση του πράγματος, άρα δεν προορίζεται να αλλάξει στον ιστορικό χρόνο.
Στην
αντιπαράθεση αυτή διαπιστώνεται -όντως και στις ημέρες μας- η απόλυτη ομοφωνία
ιδίως σε ό,τι αφορά στο πολιτικό σύστημα: Το ενσαρκώνει απολύτως το κράτος,
εγκαθιδρύοντας μια σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, που εγκιβωτίζει την
πρώτη στην ιδιωτεία, μεταβάλλοντάς τη σε υποκείμενο κυριαρχίας. Το
κράτος-σύστημα αντιτείνεται στην κοινωνία-ιδιώτη, πράγμα που σημαίνει ότι
απουσιάζει από αυτό η σχέση εντολέα-εντολοδόχου.
Το πολιτικό
προσωπικό κατέχει αδιαιρέτως τόσο την ιδιότητα του εντολέα όσο και την ιδιότητα
του εντολοδόχου. Η προσχηματική αναφορά στην πολιτισμική έννοια του “λαού”, που
ανακηρύσσεται κυρίαρχος, αλλά δίκην αυτομάτου η πολιτική κυριαρχία εκχωρείται
και ασκείται από την πολιτική εξουσία, στο όνομα ενός “γενικού συμφέροντος”. Το
περιεχόμενό του το ορίζει αυθεντικά ο πολιτικός ηγέτης, επιβεβαιώνοντας τον
προ-αντιπροσωπευτικό και καταφανώς μη δημοκρατικό χαρακτήρα του.
Πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.