Από μακριά γυάλιζε σαν χρωματιστό σκουπίδι που ξεβράστηκε στην ακτή. Γύρω του βρίσκονται σκορπισμένα διάφορα ρούχα· παντελόνια, πουκάμισα, ζώνες, εσώρουχα, ανδρικά και γυναικεία, παπούτσια. Πιο πέρα δυο σακίδια, ταμπλέτες και μπουκαλάκια με φάρμακα, φορτιστές τηλεφώνων.
Παντού πεταμένα σωσίβια, αυτά τα πορτοκαλιά που εντοπίζουμε σ’ όλες τις ακτές του νησιού και στις φωτογραφίες εδώ και μεγάλο διάστημα.
Περπατούσα στην παραλία Τσιχράντα της βορειοδυτικής Λέσβου. Για άλλη μια φορά είχα μαζέψει άγρια χόρτα, νοτισμένα απ’ την αλμύρα της θάλασσας. Το περπάτημα συνεχίστηκε πιο πέρα, απόμερα, εκεί που υπάρχουν κροκάλες αντί για άμμος, αρχίζουν τα βράχια κι η θάλασσα ξεβράζει ασπρόξυλα.
Εδώ πέρα, τώρα τελευταία, αποβιβάζονται άνθρωποι απ’ την απέναντι μικρασιατική γη. Πρόσφυγες και μετανάστες χαρακτηρίζονται, σήμερα πια, από τους περισσότερους κατοίκους του νησιού. Η ζωή παραμέρισε τη λέξη λαθρομετανάστης.
Πλησιάζω περισσότερο. Το σκουπίδι που γυαλίζει είναι μια πλαστική διάφανη θήκη με φωτογραφίες. Αχνοφαίνονται τα πρόσωπα πίσω από την εγκλωβισμένη υγρασία. Αποθέτω μια μια τις φωτογραφίες στις πέτρες του γιαλού για να στεγνώσουν. Προσπαθώ να ξεχωρίσω τις φωτογραφίες μεταξύ τους. Τα χρώματα αλλοιώνονται, τα πρόσωπα χάνουν τα χαρακτηριστικά τους.
Μόλις που διακρίνεται μια γυναίκα με τα παιδιά της, απεικονίζονται μέσα στο σπίτι τους. Τα κοιτά τρυφερά, είναι τα βλαστάρια της μάνας. Σκέψεις γεννιούνται στο κοίταγμα των φωτογραφιών. Είναι παλιές οικογενειακές ή τραβηγμένες πριν από την αναχώρηση και την προσφυγιά; Για να θυμούνται τις καλές μέρες, το σπιτικό τους, να ’χουν ενθύμηση εκεί στην ξενιτιά; Και τώρα, τι μνήμες σώζουν, αφού οι χάρτινες αποτυπώσεις έμειναν σε μια ακτή του νησιού της Λέσβου;
Πού να είσαι άγνωστη μάνα, σήμερα, ανήμερα Πρωτοχρονιάς; Σε ποια γης, σε ποια χώρα; Τα παιδιά σου είναι προστατευμένα στην αγκαλιά της μάνας; Η βρίσκονται πίσω από έναν φράχτη της πολιτισμένης Ευρώπης του θεωρητικού Διαφωτισμού;
Συναντιούνται οι ματιές μας. Προσπαθώ να σταθώ στο βλέμμα σου, της μάνας και της γυναίκας. Η μάνα αγκαλιάζει προστατευτικά τις δυο μακρομαλλούσες κόρες. Μάλλον θα σκέφτεται το ταξίδι τους, τις μέρες που θα ’ρθουν.
Τι θα απογίνουν από δω και πέρα. Η γυναίκα όμορφη, κομψά, προσεγμένα ντυμένη, κοιτά το άγνωστο μέλλον. Να σκέφτεται άραγε τη ζωή του παρελθόντος που χάνει; Ενα γιατί μόλις χαράζει στα κλειστά χείλη και στο αόριστο βλέμμα.
Ανάμεσα στις πέτρες γυαλίζουν διάφορα κοριτσίστικα «κοσμήματα». Ολα ευτελή, θυμίζουν πραμάτειες πανηγυριού. Δαχτυλιδάκια, κολιέ, κοκαλάκια και λαστιχάκια με πεταλούδες και καρδούλες για τα μαλλιά και τις πλεξούδες, φουρκέτες, μενταγιόν, σκουλαρίκια κι ένα παιδικό ρολογάκι. Σταματημένο στις 3 και 29΄.
Ξεχωρίζω δυο βραχιολάκια, με μικρές τιρκουάζ χρώμα χάντρες. Θα φορέσω το ένα για να με δένει μαζί σου, μικρή κόρη της γης της Ανατολής. Είθε να συναντηθούμε για να σου επιστρέψω τον μικρό σου θησαυρό. Τι θα ’χεις ώς τότε, σήμερα τι θα φορέσεις;
Αγαπητή άγνωστη μάνα, τι να γράψω για πόνο και αγάπη, εγώ ένας καλοστεκούμενος του δυτικού κόσμου, ένας καλαμαράς που σταμάτησε και μάζεψε τα οικογενειακά σου, έστω και ευτελή, κειμήλια. Ομως η μνήμη του ανθρώπου θέλει να τραφεί απ’ το οτιδήποτε, ειδικά στα ξένα.
Ακόμα ηχούν στ’ αυτιά μου τα γλυκόλογα της γιαγιάς μου, για το σπασμένο πορσελάνινο γατάκι και τα δυο μπρούτζινα εργαλεία της κουζίνας που έφερε μαζί της. Τότε που δεκάχρονη παιδούλα πήρε τον δρόμο της προσφυγιάς, όπως εσύ κι η οικογένειά σου.
Σήμερα αρχίζει άλλη μια χαρακιά στο μέτρημα του γήινου χρόνου. Πορευόμαστε επιθυμώντας να αλλάξουμε τις χθεσινές μέρες. Στη φάτνη του 2016 γεννιούνται οι γιοι κι οι κόρες της προσφυγιάς.
Αγνωστη μάνα, Καλή Χρονιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.