Τιμη Νι

Παρέχεται από το Investing.com

Πώς επηρεάζει η CETA το νερό μας


Η CETA και οι άλλες εμπορικές συμφωνίες είναι από τις μεγαλύτερες απειλές για την περαιτέρω εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση του συλλογικού αγαθού του νερού. Αν και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει τονίσει ότι το νερό θα εξαιρεθεί από την συνθήκη, μια προσεκτική ανάγνωση του τελικού κειμένου δείχνει ότι η κατάσταση είναι διαφορετική.
Η οργάνωση Food & Water Europe σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Κίνημα για το νερό (European Water Movement) μέλος του οποίου είναι και το SAVEGREEKWATER, δημοσίευσε πριν λίγο καιρό αυτόν τον σύντομο οδηγό που δίνει συγκεκριμένες απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που εγείρονται σχετικά με τις αρνητικές συνέπειες της CETA στον τομέα του νερού όπως η αύξηση της πίεσης για ιδιωτικοποίηση, το γιατί οι υπηρεσίες στην πραγματικότητα δεν προστατεύονται από την οριζόντια εξαίρεση για τις «δημόσιες υπηρεσίες» και ποια προβλήματα θα αντιμετωπίσουν όσοι δήμοι και κράτη θελήσουν να πάρουν πίσω υπό δημόσιο έλεγχο τις υπηρεσίες τους.

Ο οδηγός αυτός παρουσιάζει συγκεκριμένους λόγους για το γιατί αυτή η συμφωνία πρέπει να εγκαταλειφθεί, που έρχονται να προστεθούν σε όσους ήδη αναπτύσσονται από πολλές άλλες πλευρές της κοινωνίας των πολιτών.

Βρυξέλλες, Οκτώβριος 2016
Κατά την διάρκεια των μυστικών διαπραγματεύσεων για την Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου μεταξύ ΕΕ και Καναδά (CETA) η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έπαψε να υποστηρίζει ότι η Σύμβαση δεν αφορά στις Υπηρεσίες Ύδρευσης αλλά και ότι οι τρόποι διαχείρισης τέτοιων και συναφών υπηρεσιών (όπως π.χ. άντληση, καθαρισμός, αποχέτευση) θα παρέμεναν στην αρμοδιότητα των δημοσίων υπηρεσιών. Δυστυχώς μια προσεκτική ανάγνωση του τελικού κειμένου της CETA δείχνει μιαν διαφορετική κατάσταση.
Τα κινήματα Food & Water Europe και European Water Movement νιώθουν ιδιαίτερη ανησυχία για τους τρόπους με τους οποίους η CETA θα επηρεάσει το νερό ως φυσικό αγαθό αλλά και την διαχείρισή του ως ανθρωπίνου δικαιώματος. Είναι γνωστό πως η CETA θα επηρεάσει την λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, πράγμα που καθιστά αναγκαία την ανάλυση των πιθανών επιπτώσεών της στις υπηρεσίες ύδρευσης με τρόπο και μεθόδους που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους πολίτες που ενεργοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθώντας να σταματήσουν την αποδοχή της Συνθήκης.
Η Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Πολιτών Right2Water υπήρξε μια από τις επιτυχέστερες κινητοποιήσεις στην Ευρώπη τα τελευταία έτη καθώς αφύπνισε πολλούς και οδήγησε άλλους ν’ αντιληφθούν την σημασία της παραμονής ή επιστροφής (ανάλογα) των υπηρεσιών ύδρευσης σε δημόσιο έλεγχο και την ανάγκη δημοκρατικής διαχείρισης των υδατίνων πόρων ενώ παράλληλα διέδωσε την θέση πως το νερό είναι δημόσιο αγαθό κι όχι εμπόρευμα. Αισθανόμαστε πως μπορούμε να επενδύσουμε στις εμπειρίες που αποκτήσαμε έτσι αλλά και στην δυναμική του κινήματος για ν’ αποτρέψουμε την αποδοχή της CETA και των άλλων παρομοίων Συνθηκών, καθώς αυτές αποτελούν έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησης του νερού.
Περιέχονται στην Συνθήκη το Νερό και οι Υπηρεσίες Ύδρευσης;
Στο άρθρο 1.9, με τίτλο «Δικαιώματα και Υποχρεώσεις σχετικά με το Νερό» περιλαμβάνεται διάταξη, γραμμένη σε ακραιφνώς νομική γλώσσα, σύμφωνα προς την οποία: «… το νερό, στην φυσική του κατάσταση … δεν είναι προϊόν ούτε εμπόρευμα … Κατά συνέπεια τα κεφάλαια [της Συνθήκης] που διέπουν το νερό σ’ αυτήν την κατάσταση είναι τα 22 (Εμπόριο και Αειφόρος Ανάπτυξη) και 24 (Εμπόριο και περιβάλλον)». Το θέμα είναι πως όλες σχεδόν οι χρήσεις του νερού (ύδρευση, αποχέτευση, άρδευση κ.ο.κ. αφορούν σ’ αυτό εξηγμένο από την φυσική του θέση, πράγμα που εύκολα μπορεί να οδηγήσει στην θεώρησή του ως προϊόντος το οποίο, ως εμπορεύσιμο, υπάγεται σαφώς στις διατάξεις της CETA.
Το άρθρο συνεχίζει: «Όταν ένα των μερών επιτρέπει την εμπορική χρησιμοποίηση μιας υδατικής πηγής, αυτό θα πρέπει να συμβαίνει με τρόπο συνάδοντα προς την Σύμβαση». Δεν υπάρχει διευκρίνιση τι σημαίνει «εμπορική χρήση» ούτε «υδατική πηγή», πράγμα το οποίο εύκολα μπορεί να οδηγήσει σε εμπορευματοποίηση του νερού, ιδίως όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο οι αρχές παρέχουν δικαιώματα ύδρευσης. Βάσει των διατάξεων της CETA τα τελευταία μπορούν, πολύ εύκολα, να θεωρηθούν «επένδυση» (βλ. θέμα 8).
Είναι δυνατόν η CETA να αυξήσει την πίεση προς ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης των επιχειρήσεων ύδρευσης;
Αυτό είναι δυνατό στην περίπτωση του πόσιμου νερού και πλέον ή βέβαιο σ’ αυτήν της αποχέτευσης.
Η Συνθήκη CETA είναι η πρώτη συνθήκη ελευθέρου εμπορίου (μεταξύ αυτών που τέθηκαν υπό διαπραγμάτευση στην ΕΕ) που περιέχει κατάλογο αρνητικής προσέγγισης στην προστασία των δημοσίων υπηρεσιών. Με τον τρόπο αυτό ό,τι δεν περιλαμβάνεται στην Συνθήκη επηρεάζεται από αυτήν (βάσει της αρχής “list it or lose it”: αν δεν αναφερθεί δεν προστατεύεται). Υπάρχουν δύο παραρτήματα στα οποία μπορούν ν’ αναφερθούν οι εξαιρούμενες δραστηριότητες: το Παράρτημα I, με διατάξεις (νόμους ή διοικητικές πράξεις) που παραβιάζουν τις υποχρεώσεις που προκύπτουν απ’ την Συνθήκη και το Παράρτημα II, όπου θα περιληφθούν υφιστάμενες και μελλοντικές πρακτικές.
Όσον αφορά στις υπηρεσίες ύδρευσης η ΕΕ διετήρησε επιφυλάξεις σχετικά προς την «Πρόσβαση στις Αγορές» και τις «Εθνικές Διατάξεις» που σχετίζονται με την «Συλλογή, επεξεργασία και διανομή του ύδατος» με παραπομπή στο Παράρτημα II (Επιφυλάξεις για τις Υπηρεσίες Ύδρευσης).
Στην πράξη όμως μόνο μια σειρά τεσσάρων επιφυλάξεων, ήτοι «Πρόσβαση στις Αγορές», «Εθνικές Πρακτικές», «Πλέον ευνοούμενο κράτος» και «Απαιτήσεις Απόδοσης» και μόνο όπου συντρέχουν όλες, μπορεί να διασφαλίσει πως μια υπηρεσία δεν θα διέπεται από τις διατάξεις της CETA. Για παράδειγμα κατά τις διαπραγματεύσεις για την TTIP[1], πρόταση της ΕΕ περιείχε (σε σχέση προς τις επιχειρήσεις ύδρευσης) επιφυλάξεις στα κεφάλαια «Εθνικές Πρακτικές», «Πλέον ευνοούμενο κράτος», «Απαιτήσεις Απόδοσης» και «Ανώτατοι Διαχειριστές-Διοικητικά Συμβούλια». Δεν κατανοούμε γιατί παρόμοιες (επιφυλάξεις), ενώ προτάθηκαν έναντι των ΗΠΑ, δεν υφίστανται στην διαπραγμάτευση με τον Καναδά.
Θα πρέπει επίσης ν’ αναφερθεί πως αν και οι υπηρεσίες παροχής ποσίμου ύδατος περιέχονται στις επιφυλάξεις του Παραρτήματος II, ακόμη και σ’ αυτές εφαρμόζονται οι αρχές της προστασίας των επενδύσεων [2].
Ως προς την Αποχέτευση μόνο η Γερμανία προέβαλε επιφύλαξη για την «Πρόσβαση στις Αγορές» όσον αφορά στον τομέα υπηρεσιών «Αποβλήτων, Διάθεσης Αποβλήτων και Αποχέτευσης», πράγμα που σημαίνει πως σ’ όλα τα υπόλοιπα κράτη-μέλη θα ισχύουν οι διατάξεις της CETA ακόμη κι αν αυτές βρίσκονται σε αντίθεση προς το αρ. 12 της Οδηγίας Παραχωρήσεων της ΕΕ (δυνάμει του οποίου η Οδηγία δεν ισχύει σε περιπτώσεις Παραχώρησης της Διάθεσης ή της Επεξεργασίας των Αποβλήτων [3]).
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ισχυρίζεται πως η οριζόντια «Εξαίρεση ΔΕΚΟ» προστατεύει τις Επιχειρήσεις Ύδρευσης.
Βάσει Μελέτης την οποία παρήγγειλαν η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Δημοσίων Υπηρεσιών (EPSU) και το Αυστριακό Εργατικό Επιμελητήριο [4] η συγκεκριμένη διάταξη περιέχει σκοτεινά σημεία, παρά το ότι αποτελεί ένα από τα σημαντικώτερα όπλα της ΕΕ στις περιπτώσεις εμπορικών συμφωνιών.
Ο τρόπος προστασίας που εφαρμόζεται στην ΕΕ δεν περιλαμβάνει προστασία της επένδυσης.
Η ορολογία που χρησιμοποιείται παραμένει αμφίσημη καθώς όροι όπως «δημόσιες παροχές (public utilities)» δεν διαθέτουν ερμηνεία στο Διεθνές Δίκαιο ούτε έχουν αντίστοιχο στο Δίκαιο της ΕΕ.
Επίσης η διάταξη για τις «Δημόσιες παροχές» απλώς προστατεύει κατά της Πρόσβασης στις Αγορές όχι όμως στην περίπτωση των «Εθνικών Πρακτικών». Έτσι επιχειρήσεις με έδρα στον Καναδά, μόλις ιδρύσουν μια θυγατρική σε κράτος-μέλος της ΕΕ θα απολαμβάνουν όλων των προνομίων που τώρα έχουν οι τοπικές επιχειρήσεις.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δηλώνει πως αυτό το σύστημα διασφαλίζει μιαν εικοσαετία προστασίας. Εμείς απλώς οφείλουμε ν’ αναγνωρίσουμε πως μέχρι σήμερα καμιά εμπορική συνθήκη δεν έχει απαγορεύσει σε κράτη-μέλη να παρέχουν δημόσιες υπηρεσίες. Βάσει όμως των συμπερασμάτων του δρ. Krajewski, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τους περιορισμούς που θα δεσμεύουν τις κυβερνήσεις (αν η CETA γίνει αποδεκτή) καθώς αυτές θα πρέπει στο εξής να λαμβάνουν υπ’ όψη όλες τις επιβαλλόμενες από την Συνθήκη υποχρεώσεις. Το ότι μέχρι σήμερα δεν έχουν υπάρξει αντιρρήσεις στο ισχύον σύστημα επ’ ουδενί σημαίνει πως τέτοιες δεν θα υπάρξουν στο μέλλον υπό τις νέες διατάξεις.
Το παρόν σύστημα υπάρχει από την εποχή της Συνθήκης GATS (το 1995), στο μεσολαβήσαν δε διάστημα η ΕΕ έχει υπογράψει εμπορικές συνθήκες με αναπτυσσόμενες χώρες και αναδυόμενες αγορές (Μεξικό, Χιλή, Ν. Κορέα, Περού κ.ο.κ.). Ουδεμιά των αντισυμβληθεισών χωρών ήταν αρκούντως ισχυρή ώστε να δύναται να επεκταθεί στον τομέα των δημοσίων υπηρεσιών στο εσωτερικό της ΕΕ. Ο Καναδάς (της CETA) και οι ΗΠΑ (με την TTIP) είναι καταφανώς εντελώς διαφορετικές περιπτώσεις.
Όσον αφορά στην αποχέτευση υπάρχει (όπως ήδη ειπώθηκε) μια μόνο (γερμανική) επιφύλαξη σχετική με την επεξεργασία των αποβλήτων και ο γενικός όρος «Περί Δημοσίων Παροχών», όπου περιέχονται περιβαλλοντικά θέματα που περιέχουν και την διαχείριση των αποβλήτων. Το ερώτημα τι συμβαίνει όταν ένας γενικός όρος (αυτός ο «Περί Δημοσίων Παροχών») είναι αντίθετος σε έναν ειδικό (όπως στην περίπτωση ης ειδικής απελευθέρωσης στον τομέα των περιβαλλοντικών υπηρεσιών) μπορεί ν’ απαντηθεί εύκολα απ’ οποιονδήποτε στοιχειωδώς κατηρτισμένο σε νομικά θέματα: ο Ειδικός όρος υπερισχύει!
Η Γερμανική Ένωση Δημοσίων Επιχειρήσεων Ύδρευσης ανεκάλυψε ακόμη ένα κενό που μπορεί να επηρεάσει τις υπηρεσίες ύδρευσης και αποχέτευσης: πρόκειται για την ενσωμάτωση του όρου «Περί Δημοσίων Παροχών» στον Κατάλογο Αρνητικής προσέγγισης (βλ. παραπάνω).[5]
Μπορεί η CETA να δημιουργήσει προβλήματα σε απόπειρες επιστροφής των υπηρεσιών ύδρευσης-αποχέτευσης σε δημόσιο έλεγχο;
Η απάντηση είναι σαφώς «ΝΑΙ»! Τούτο βασίζεται στην επίδραση της Συνεργασίας σε Κανονιστικό Επίπεδο, στις διαδικασίες Αναστολής και στην διαιτησία μεταξύ Επενδυτών και Κρατών (πρώην ISDS, ήδη ICS).
Στην CETA, όπως και σε παρόμοιες εμπορικές συνθήκες, υπάρχει Μηχανισμός Συνεργασίας σε Κανονιστικό Επίπεδο, βάσει του οποίου επιβάλλεται συνεργασία στην ερμηνεία και στην διαμόρφωση των ισχυόντων και των μελλοντικών κανόνων (νόμων κ.ο.κ.) στο βαθμό που αυτοί επηρεάζουν το εμπόριο ή τις επενδύσεις. Η όποια υπερεθνική επιχείρηση προφανώς (θα) διάκειται αρνητικά στην ύπαρξη ή ψήφιση νόμου που (θα) θίγει τα συμφέροντά της. Εκτός του κινδύνου που διατρέχει ένα κράτος να συρθεί ενώπιον ενός Ιδιωτικού Δικαστηρίου Επενδύσεων (ISDS/ICS), ο Μηχανισμός Συνεργασίας μπορεί εύκολα ν’ αναστείλει επ’ αόριστον την ψήφιση νόμων που ενισχύουν ή και απλώς προστατεύουν το δημόσιο συμφέρον ή τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ας μην παραβλέπουμε επίσης την ενυπάρχουσα στον Μηχανισμό δυνατότητα αποδυνάμωσης μέχρι και κατάργησης των ισχυουσών, ωφελίμων για το κοινωνικό σύνολο, διατάξεων.
Υπό τέτοιου τύπου Εμπορικές Συνθήκες άπαξ και κάποιος τομέας «απελευθερώθηκε» (με την μη αναφορά του στο Παράρτημα II) δεν υπάρχει τρόπος ανατροπής του αποτελέσματος. Επιτρέπονται αλλαγές μόνο στον βαθμό που αυτές περαιτέρω απελευθερώνουν τον τομέα, πράγμα που έχει παρατηρηθεί σε Συνθήκες Ελευθέρου Εμπορίου όπως η NAFTA. Σημαντική εδώ υπάρχει η άρνηση του Ευρωκοινοβουλίου να αποδεχθεί τέτοιες πρακτικές στην Απόφασή του σχετικά με την TiSA[6].
Ίσως το πλέον ανησυχητικό στην CETA είναι η διαδικασία επίλυσης διαφορών επενδυτών-κρατών (ISDS). Δυνάμει αυτής υπερεθνικές επιχειρήσεις μπορούν να ενάγουν κράτη ενώπιον Ιδιωτικών Δικαστηρίων (Διαιτητών) στην περίπτωση που θεωρήσουν ότι οι προσδοκίες των για κέρδη ή οι εμπορικές πρακτικές των θίγονται από αλλαγές στην πολιτική ή την νομοθεσία. Η Διαδικασία αυτή δίνει στις επιχειρήσεις την δυνατότητα να προσβάλουν και ν’ ανατρέψουν την εθνική νομοθεσία αλλά και ν’ αναζητήσουν αποζημίωση ανερχομένη συνήθως σε πολλά εκατομμύρια Ευρώ. Αν και η διαδικασία διαφέρει κάπως αυτής της περιεχομένης στην TTIP (μετά την κατακραυγή που υπήρξε), τ’ αποτελέσματά της παραμένουν ως επί το πλείστον τα ίδια. [7].
Περιπτώσεις, όπως αυτή της Αργεντινής (κατωτέρω υπό 5) κατέδειξαν πως όταν μια δημόσια αρχή αποπειράται, ακόμη και κατόπιν παραβάσεων της σύμβασης από την άλλη πλευρά, ν’ αναλάβει εκ νέου μιαν επιχείρηση ύδρευσης, ο ιδιώτης μπορεί, καταφεύγοντας σε Διαιτησία, ν’ αποκομίσει μιαν σημαντική αποζημίωση.
Υπάρχουν υποθέσεις Επίλυσης Διαφορών που σχετίζονται με το νερό και την διαχείρισή του;
Έχουν υπάρξει αρκετές περιπτώσεις όπου δημόσιες αρχές σύρθηκαν σε ιδιωτική διαιτησία κατόπιν διαφορών με ιδιωτικές επιχειρήσεις ύδρευσης.
Πρώτο παράδειγμα είναι η Αργεντική, η οποία έχασε σε τρεις υποθέσεις εναντίον διεθνών επενδυτών, όταν επεχείρησε ν’ ανακτήσει επιχειρήσεις ύδρευσης. Καταδικάσθηκε να καταβάλει $105 εκ. στην Vivendi (ήδη Veolia) όταν κατήγγειλε την σύμβαση ύδρευσης στην επαρχία Tucumán μετά την αύξηση των τιμών προς 104% με ταυτόχρονη άρνηση επένδυσης στο δίκτυο πράγμα που οδήγησε σε χειροτέρευση της ποιότητας του νερού [8]. Η Αργεντινή επίσης έχασε σε διαιτησία κατά της Azurix (θυγατρικής της Enron) και αναγκάσθηκε να πληρώσει $165 εκ. όταν την διαχείριση της ύδρευσης και αποχέτευσης στην επαρχία Buenos Aires ανέλαβε μια Συνεργατική Εργαζομένων μετά την αποχώρηση της εταιρίας [9]. Η τρίτη χαμένη διαιτησία της Αργεντινής ήταν κατά των Suez, AGBAR και Vivendi, όταν η πόλη του Buenos Aires απεφάσισε να επαναδημοτικοποιήσει την επιχείρηση ύδρευσης λόγω προβλημάτων στην ποιότητα, ελλείψεων στην διαχείριση των αποβλήτων και υψηλών τιμών [10].
Αλλού μια απλή διαφωνία ως προς το ύψος των χρεώσεων ήρκεσε ώστε η Tallinna Vesi (ιδιωτική επιχείρηση που διαχειρίζεται την ύδρευση στο Tallin (Εσθονία), να ενάγει την εσθονική κυβέρνηση βάσει μιας διμερούς επενδυτικής συμφωνίας. Η Tallina Vesi είναι θυγατρική της United Utilities, βρετανικής εταιρίας με έδρα στην Ολλανδία. a UK company registered in the Netherlands. Χρησιμοποιούν την Διμερή Επενδυτική Συνθήκη μεταξύ Ολλανδίας-Εσθονίας ισχυριζόμενοι παράβασή της από πλευράς εσθονικής κυβέρνησης, η οποία δεν επιτρέπει αύξηση των χρεώσεων και αναζητούν €90 εκ. ως αναμενόμενα κέρδη για όλη την διάρκεια της σύμβασης [11].
Μπορεί η CETA ν’ αποδειχθεί προβληματική για τις λειτουργούσες δημόσιες επιχειρήσεις ύδρευσης;
Η Stadtwerke Karlsruhe, επιχείρηση της οποίας τον έλεγχο έχει ο Δήμος Καρλσρούης, θεωρεί πως ναι! [12].
Σύμφωνα προς την ανάλυσή της τα δικαιώματα στο νερό, κατά την CETA, θεωρούνται επενδύσεις, ως τέτοιες δε υπόκεινται στην προστασία επενδύσεων της Συνθήκης, βάσει της οποίας εξωεθνικές επιχειρήσεις απολαμβάνουν περισσότερα τέτοια απ’ όσα οι τοπικές-εθνικές (όπως αυτή). Το πρόβλημα θα μπορούσε να εμφανισθεί με την μορφή διεκδίκησης από τους ξένους μιας πηγής την οποία ήδη διαχειρίζεται τοπική επιχείρηση (τούτο θεωρείται ιδιαιτέρως πιθανό). Άλλο πρόβλημα θα μπορούσε να δημιουργηθεί σε ζώνες προστασίας αν ο οποιοσδήποτε επενδυτής θεωρήσει ότι η επένδυσή του περιλαμβάνεται σε μια τέτοια. Τέλος προβλήματα παρουσιάζονται στην υποχρέωση των δημοσίων και δημοτικών επιχειρήσεων να εφαρμόζουν τις διατάξεις της ΕΕ σε θέματα προμηθειών, θέτοντάς τις έτσι σε θέση μειονεκτική έναντι των ιδιωτών, οι οποίοι, ούτως ή άλλως, τυγχάνουν και ειδικής προστασίας.
Η Ομοσπονδία Γερμανικών Δημοσίων Επιχειρήσεων Ύδρευσης προχώρησε παραπέρα [13]. Σύμφωνα προς την δική της ανάλυση οι επιφυλάξεις που διετύπωσε η ΕΕ σχετικά με την «Άντληση, Επεξεργασία και Διανομή Ύδατος» δεν περιλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες, πολλώ δε μάλλον όσες είναι δυνατόν να εμφανισθούν στο μέλλον. Λόγω της αρνητικής προσέγγισης που ισχύει στην CETA δεν προστατεύεται η δυνατότητα δημοσίων και δημοτικών επιχειρήσεων να εφαρμόσουν καινοτόμες πρακτικές όπως η αύξηση της ενεργειακής αυτάρκειας ή η ανάκτηση υλικών από απόβλητα. Ήδη ο γερμανικός Νόμος περιλαμβάνει σχετικές διατάξεις υπό την CETA, όμως, οι δημόσιες επιχειρήσεις ύδρευσης θα πρέπει για τέτοιες δραστηριότητες να στραφούν στην ελεύθερη αγορά και σε ξένους επενδυτές.
Η Ομοσπονδία επίσης παραπονείται επειδή η ευρωπαϊκή νομοθεσία και αυτή των κρατών-μελών της ΕΕ δεν περιελήφθη στο Παράρτημα I, πράγμα το οποίο σημαίνει πως οι σημερινές πρακτικές μπορούν εύκολα να βρεθούν υπό αμφισβήτηση. Φοβούνται επίσης ότι οι διατάξεις για τις δημόσιες προμήθειες θα περιορίσουν την δυνατότητα των (δημοσίων και δημοτικών) επιχειρήσεων να συνεργασθούν με άλλες όμοιες χωρίς απαραιτήτως να τις ανταγωνίζονται. Η μη ενσωμάτωση στην CETA της Αρχής Προφύλαξης, που αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, σε συνδυασμό με την διαδικασία συνεργασίας που μπορεί να επηρεάσει τις αποφάσεις των εθνικών κοινοβουλίων, δημιουργεί κινδύνους που μπορούν να πλήξουν την δημόσια υγεία, το περιβάλλον και φυσικά τις πηγές του νερού.
Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις νερού είναι ευρωπαϊκές. Αυτό δεν κάνει το πρόβλημα μάλλον καναδικό παρά δικό μας;
Ναι, φυσικά θα υπάρξει πρόβλημα για τις καναδικές δημόσιες επιχειρήσεις ύδρευσης. Τόσο όμως οι ευρωπαϊκές όσο και οι καναδικές ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι θυγατρικές ή συγγενείς προς τις ίδιες μεγάλες υπερεθνικές όπως η Veolia, η Nestlé, η Suez και η Coca-Cola). Η CETA (όπως και η TTIP) παρέχουν σ’ αυτές τις υπερεθνικές μοναδικές ευκαιρίες ν’ αποκτήσουν πρόσβαση σε επιχειρήσεις ύδρευσης και σχετιζόμενες με αυτήν: αυτοί που έχουν μόνο να χάσουν είναι οι χρήστες τέτοιων υπηρεσιών και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού.
Η CETA παρέχει ειδικά προνόμια σε μη ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και επενδυτές, αλλ’ όχι μόνο απ’ τον Καναδά. Απλώς αναλογισθείτε πως από τις 51.495 λειτουργούσες σε κράτη-μέλη της ΕΕ θυγατρικές αμερικανικών επιχειρήσεων οι 41.811 ανήκουν σε τέτοιες που διαθέτουν επίσης θυγατρικές στον Καναδά [14]. Οποιαδήποτε από αυτές μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να στηρίξει υπόθεση ενώπιον του ιδιωτικού διαιτητικού δικαστηρίου ICS. Το ίδιο μπορούν να πράξουν και ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που έχουν θυγατρικές στις ΗΠΑ ή στον Καναδά.
Σαφές παράδειγμα του πως το ISDS/ICS λειτουργεί πέραν των εθνικών εννόμων τάξεων είναι το προαναφερθέν για την Εσθονία, όπου μια βρετανική εταιρία χρησιμοποίησε την ολλανδική θυγατρική της για να προχωρήσει σε διαιτησία βάσει της διμερούς συμφωνίας Ολλανδίας-Εσθονίας.
Μπορεί η CETA να επηρεάσει το νερό ως φυσικό αγαθό ή τις χρήσεις του στην γεωργία ή την βιομηχανία;
Υπάρχει ο φόβος ότι μέσω της CETA θα διευκολυνθεί η ιδιωτικοποίηση των υδατικών πηγών και η εμπορευματοποίηση του νερού.
Υπάρχει το άρθρο 1.9: «Όπου ένα των μερών επιτρέπει την εμπορική χρήση μιας συγκεκριμένης πηγής πρέπει να το πράττει βάσει των όρων της Συνθήκης». Δεν είναι ξεκάθαρο (νομικά) τι σημαίνει « εμπορική χρήση» ούτε «συγκεκριμένη πηγή». Σε συνδυασμό με τον ορισμό της «Επένδυσης» (CETA σ.39), ο οποίος παρουσιάζεται μάλλον ευρύς αφού «Μορφές επενδύσεων μπορούν να είναι … προσδοκίες προερχόμενες από … παραχωρήσεις γενόμενες βάσει νόμου ή δυνάμει συμφωνίας … συμπεριλαμβάνουν την αναζήτηση, εξόρυξη ή εκμετάλλευση φυσικών αγαθών», είναι ιδιαίτερα δύσκολο να προβλεφθεί ακριβώς το τι και πως θα γίνει, δεδομένο όμως είναι πως το νερό μπορεί να υπαχθεί στις διατάξεις περί εμπορίου και επενδύσεων της Συνθήκης.
Περαιτέρω οι ειδικοί κανόνες προστασίας («ορθή και ίση αντιμετώπιση» και «έμμεση απαλλοτρίωση») των ξένων επενδυτών, σαφώς θα παίξουν σημαντικό ρόλο στον τρόπο που οι αρχές (θα) παραχωρούν δικαιώματα σε πηγές, περιορίζοντας παράλληλα την δυνατότητα ανάκτησης αυτών (των δικαιωμάτων) παρά μόνο με πολύ δύσκολο και δαπανηρό τρόπο. Εμμέσως αυτό σαφώς επιτρέπει την νόμιμη αρπαγή πηγών και δικαιωμάτων στο νερό. Η προστασία των επενδυτών σε παρόμοιες συνθήκες (NAFTA, Energy Charta) όπου υπήρξαν διαφορές μεταξύ αυτών και των κρατών πάντα οδήγησε σε λύση υπέρ της εναγούσης ιδιωτικής επιχείρησης [15].
Η CETA δεν περιλαμβάνει κανόνες ορθής προστασίας των δικαιωμάτων στο νερό (ως τέτοια νοούνται η δυνατότητα ανάληψης, εξαγωγής, εκτροπής ή χρήσης) όπου υπάρχει εμπορική χρήση. Η παράλειψη τέτοιων μπορεί αν επηρεάσει σημαντικά την γεωργία και αρκετές βιομηχανίες. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι ο μόνος τρόπος ανάγνωσης του αρ. 1.9 είναι ως ενός επί πλέον εργαλείου εμπορευματοποίησης του νερού.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσπαθεί να εισάγει μηχανισμούς αγοράς στα θέματα του νερού [16]. Εδώ και πολλά χρόνια ο τρόπος τιμολόγησης αποτελεί ένα μόνο από τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την εμπορευματοποίησή του. Η ιδέα ότι δικαιώματα στο νερό μπορούν ν’ αποτελέσουν αντικείμενο εμπορίας με στόχο την αποτελεσματικώτερη απόδοση του πόρου είναι ένα νεοφιλελεύθερο mantra, το οποίο, δυστυχώς, υιοθετούν θεσμοί και στην Ευρώπη [17]: ας χρησιμοποιήσουμε τουλάχιστον την εμπειρία της Ισπανίας, της Αυστραλίας ή της Καλιφόρνιας.
Η παραχώρηση δικαιωμάτων στο νερό αποτελεί, σήμερα, αρμοδιότητα των κρατών-μελών. Χρησιμοποιούνται, φυσικά, διάφορα κριτήρια, όχι όμως τέτοια εξαρτώμενα απ’ τις συναλλαγές ή τις επενδύσεις, σε αντίθεση με αυτά που προωθούνται δια εμπορικών Συνθηκών όπως η CETA. Αν τα δικαιώματα στο νερό καταστούν εμπόρευμα ή και εμπορεύσιμα τότε αρχίζουν αμέσως να έχουν εφαρμογή οι κανόνες που τίθενται από την CETA. Έτσι, ακόμη κι αν το κράτος διατηρεί την κυριότητα και έχει κάποιο λέγειν στον τρόπο διανομής, αυτά θα μπορούν να μεταβιβάζονται οπουδήποτε ενώ ο ρόλος της πολιτείας θα περιορισθεί σ’ αυτόν μιας «ρυθμιστικής αρχής».
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: ο όρος «παραχώρηση» στην ΕΕ αναφέρεται στην παραχώρηση υπηρεσιών όπως π.χ. η ύδρευση. Τα δικαιώματα στο νερό δεν ταυτίζονται πάντα με τις παραχωρήσεις και αφορούν στις υδατικές πηγές ασχέτως του αν αυτές χρησιμοποιούνται για δημόσιο, εμπορικό, μη κερδοσκοπικό ή όποιον άλλο σκοπό.

[4] Krajewski, ο.π.
[5] Allianz der öffentlichen Wasserwirtschaft e.V., 2016. Wasserwirtschaft im Sog des Freihandels – CETA
[7] Διαφόρων συγγραφέων, 2016. The Zombie ISDS
[8] Environmental Justice Atlas  Διαφόρων συγγραφέων, 2007. CIADI: Fallo contra el pueblo de Tucumán
[13] Allianz der öffentlichen Wasserwirtschaft (AöW), 2016. Wasserwirtschaft im Sog des Freihandels – CETA (γερμανικά). Μετάφραση στα γαλλικά: La gestion des ressources en eau dans le sillage du libre échange – CETA
[15] Stadtwerke Karlsruhe, 2016, op. cit.
European Citizens’ Initiative – Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Πολιτών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.