Τα νοικοκυριά της Ελβετίας έχουν το υψηλότερο χρέος ως προς το ΑΕΠ παγκοσμίως, ακολουθούμενα από τη Δανία και την Ολλανδία στην Ευρώπη – γεγονός που σημαίνει ότι, τυχόν αύξηση των επιτοκίων ή μία επόμενη κρίση, θα τους δημιουργήσει τεράστια προβλήματα.
Όταν μία χώρα είναι σοβαρή, ασφαλώς δεν εξετάζει μόνο τα χρέη των διαφόρων τομέων της οικονομίας της (δημόσιο, επιχειρήσεις, νοικοκυριά) αλλά, επίσης, τα περιουσιακά τους στοιχεία – καταρτίζοντας έναν ορθολογικό Ισολογισμό, όπου τα χρέη τοποθετούνται απέναντι στα περιουσιακά στοιχεία.
Στην Ελλάδα βέβαια δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, με άμεση συνέπεια οι εκάστοτε ανεύθυνοι ή ιδιοτελείς οικονομικοί σχολιαστές να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους μόνο την εξέλιξη των χρεών – χωρίς καν να αναφέρονται στην αντίστοιχη των περιουσιακών στοιχείων, τα οποία αποκτήθηκαν στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Το αποτέλεσμα είναι να διαστρεβλώνεται εντελώς η εικόνα, εξυπηρετώντας ουσιαστικά τους δανειστές – όπως το 2010, όταν κανένας δεν έδινε σημασία στην τότε αξία των περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου, η οποία σύμφωνα με το ΔΝΤ ανερχόταν στα 300 δις € (πηγή) χωρίς τα ενεργειακά αποθέματα. Ήταν δηλαδή περίπου ίση με τα χρέη του δημοσίου, οπότε ο ισολογισμός μας δεν ήταν αρνητικός – κάτι που άλλαξε έκτοτε ραγδαία, ως επακόλουθο της πολιτικής των μνημονίων.
Εξαιτίας της πολιτικής αυτής, η οποία δρομολογήθηκε από κόμματα χειρότερα από οποιαδήποτε άλλα στον πλανήτη, με αποκορύφωμα το σημερινό «τσίρκο», η αξία της δημόσιας περιουσίας μας μειώθηκε στα 50 δις € και στη συνέχεια διαμορφώθηκε πολύ χαμηλότερα – ενώ η αξία των ιδιωτικών ακινήτων παρουσίασε πτώση κατά 600 δις €, του χρηματιστηρίου κατά 200 δις € κοκ., επισφραγίζοντας την ελληνική τραγωδία, καθώς επίσης τεκμηριώνοντας τη συλλογική μας ανοησία.
Ας μην ξεχνάμε δε πως τότε είχαμε ένα από τα χαμηλότερα ιδιωτικά χρέη στην Ευρώπη, δεν υπήρχε φούσκα ακινήτων, ενώ οι ελληνικές τράπεζες δεν ήταν εκτεθειμένες στα αμερικανικά ενυπόθηκα δάνεια – οπότε δεν υπήρχε κανένας λόγος να βρεθούμε σε αδυναμία χρηματοδότησης, την οποία ουσιαστικά προκάλεσε η τότε κυβέρνηση με τις ενδοτικές δηλώσεις της, καθώς επίσης με τη βοήθεια της ΕΛΣΤΑΤ. Λογικά λοιπόν βραβεύεται ο κ. Παπανδρέου σήμερα από τους πιστωτές μας στις Βρυξέλλες , για την προσφορά του από το 2009 έως το 2011 – τεκμηριώνοντας την ανοησία μας, αφού δεν του επιτρέπουμε μόνο να κυκλοφορεί ελεύθερος αλλά, επίσης, να τον τιμούν επίσημα!
Η Ελβετία βέβαια (πηγή: NZZ) αντιμετωπίζει εντελώς διαφορετικά το γεγονός ότι μέσα σε δέκα έτη, από το ξεκίνημα της κρίσης του 2008 δηλαδή, το χρέος των νοικοκυριών της αυξήθηκε κατά 40% – φτάνοντας στα 838 δις φράγκα ή στα 100.200 ανά άτομο! Σε σύγκριση με άλλες χώρες, με κριτήριο τα χρέη των νοικοκυριών ως προς το ΑΕΠ, η Ελβετία βρίσκεται στην κορυφή του πλανήτη – έχοντας μαζί με την Αυστραλία τα πιο χρεωμένα νοικοκυριά παγκοσμίως (γράφημα – σε όποιες χώρες το δημόσιο χρέος είναι χαμηλό, το ιδιωτικό είναι τεράστιο), σε ποσοστό 130% του ΑΕΠ της!
Για να κατανοήσει κανείς πόσο χρεωμένα είναι τα ελβετικά νοικοκυριά, αρκεί να δει πως τα αμερικανικά χρωστούν μόλις το 75% του ΑΕΠ της χώρας τους, τα ελληνικά το 59,5% (γράφημα), ενώ μόνο με τη Δανία υπάρχει σύγκριση στην Ευρώπη – τα χρέη των νοικοκυριών της οποίας πλησιάζουν στο 120% του ΑΕΠ (το συνολικό ιδιωτικό χρέος της Δανίας, μαζί με τις επιχειρήσεις δηλαδή, ήταν στο 265% του ΑΕΠ της το 2016).
Φυσικά το γεγονός αυτό, το ότι δηλαδή τα ελληνικά νοικοκυριά χρωστούν περί τα 10.000 € ανά άτομο, ενώ τα ελβετικά το δεκαπλάσιο, δεν αναφέρεται στους Έλληνες – οι οποίοι κατηγορούνται από τους πάντες, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού τους, για τα πάντα, χωρίς να είναι σε θέση να υπερασπισθούν τεκμηριωμένα.
Συνεχίζοντας, το υψηλό χρέος των ελβετικών νοικοκυριών οφείλεται στα ενυπόθηκα δάνεια (γράφημα) και ειδικότερα στο φορολογικό σύστημα της χώρας – όπως ακριβώς συμβαίνει στην Ολλανδία, το χρέος των νοικοκυριών της οποίας είναι επίσης εκρηκτικό (ανάλυση). Εν προκειμένω φορολογούνται τα τεκμαρτά ενοίκια με την ταυτόχρονη δυνατότητα αφαίρεσης του κόστους των τόκων της υποθήκης – κάτι που αποτελεί μία ελβετική πρωτοτυπία, η οποία όμως έχει οικονομική και φορολογική λογική. Η Δανία βέβαια έχει ένα αντίστοιχο σύστημα, αλλά δεν αφαιρούνται όλοι οι τόκοι από το φορολογητέο εισόδημα, ενώ η Ολλανδία, με το χρέος των νοικοκυριών στο 105%, επίσης – κάτι που σημαίνει πως αυτή είναι η βασική αιτία της αύξησης των χρεών.
Η διαφορετική τώρα αντιμετώπιση του προβλήματος από την Ελβετία, σε σχέση με την Ελλάδα, φαίνεται από το ότι τοποθετεί απέναντι στα χρέη τα περιουσιακά στοιχεία των νοικοκυριών – καταρτίζοντας έναν ισολογισμό με βάση τα στοιχεία της κεντρικής της τράπεζας, η οποία τα καταχωρεί αναλυτικά . Ο ισολογισμός αυτός είναι ο εξής:
Ουσιαστικά λοιπόν η χώρα καταλήγει στο ότι, τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία των ελβετικών νοικοκυριών είναι 3.393 δις €, άρα στο 80% του ισολογισμού τους – ένα ποσοστό που ασφαλώς θα ονειρευόντουσαν οι τράπεζες. Ως εκ τούτου συμπεραίνει πως η οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών είναι πολύ καλή – χωρίς όμως να λαμβάνει υπ’ όψιν το τι θα συνέβαινε εάν τα επιτόκια αυξάνονταν ή/και οι τιμές των ακινήτων κατέρρεαν.
Εκτός αυτού πως μόλις το 35% των ελβετικών νοικοκυριών έχουν ενυπόθηκο δάνειο (πηγή) – γεγονός που σημαίνει ότι, το μεγαλύτερο μέρος του χρέους των νοικοκυριών στη χώρα αφορά το μικρότερο ποσοστό του πληθυσμού της. Κυρίως τη μεσαία τάξη, η οποία ως εκ τούτου είναι υπερβολικά εκτεθειμένη σε μελλοντικούς κινδύνους.
Σε κάθε περίπτωση, παρά τη σωστή αντιμετώπιση του θέματος του χρέους από την Ελβετία, με την κατάρτιση του Ισολογισμού, εάν τυχόν αυξηθούν τα επιτόκια ένα μέρος των Πολιτών της δεν θα είναι σε θέση να εξυπηρετήσει τα δάνεια του – ειδικά επειδή το 75% χρηματοδοτείται με επιτόκια σταθερά για λιγότερο από πέντε χρόνια.
Εάν αυξανόταν τα επιτόκια, κάτι που αποτελεί το βασικό προβληματισμό των τραπεζών σε ολόκληρη τη Δύση τότε θα ξεκινούσε μία αλυσιδωτή αντίδραση, όμοια με αυτή που βιώνουμε στην Ελλάδα τα τελευταία οκτώ χρόνια – δηλαδή, προβλήματα στις τράπεζες, μείωση της κατανάλωσης, περιορισμός των επενδύσεων, πτώση του ΑΕΠ κοκ.
Η μελέτη του ΔΝΤ
Περαιτέρω, σύμφωνα με μία πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ (πηγή), τα θετικά βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα της αύξησης των χρεών των νοικοκυριών (κατανάλωση, επενδύσεις κλπ.), κατά κανόνα μετατρέπονται σε αρνητικά μεσοπρόθεσμα – όπου, όταν αυξάνονται τα χρέη αυτά κατά 5% του ΑΕΠ ετησίως για τρία χρόνια, μετά από τρία χρόνια οφείλει να υπολογίζει κανείς στη μείωση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 1,25%.
Η αιτία είναι το ότι, το ΑΕΠ αυξάνεται στην αρχή από την αγορά ακινήτων ή αυτοκινήτων επί πιστώσει, ενώ στη συνέχεια υποχωρεί, όταν τα νοικοκυριά μειώνουν την κατανάλωση τους για να εξυπηρετήσουν τα δάνεια τους – όπου όμως, εάν καταρρεύσουν ταυτόχρονα οι τιμές ως αποτέλεσμα μίας χρηματοπιστωτικής κρίσης, τότε η χώρα οδηγείται στο καθοδικό σπιράλ του θανάτου, το οποίο δύσκολα αντιμετωπίζεται.
Βέβαια, όταν το χρέος των νοικοκυριών είναι κάτω από το 10% του ΑΕΠ, δεν υπάρχει κίνδυνος αρνητικών εξελίξεων – οι οποίες παρουσιάζονται ουσιαστικά όταν υπερβεί το 30%. Στις ανεπτυγμένες χώρες πάντως ο μέσος όρος αυξήθηκε από 52% το 2008 στο 63% πρόσφατα – ενώ στις αναπτυσσόμενες από 15% στο 21%. Ως εκ τούτου κατανοεί κανείς πόσο μεγάλη είναι η απειλή του χρέους των νοικοκυριών για τη Δύση – ειδικά σε χώρες όπως η Ελβετία, η Αυστραλία, η Δανία, η Ολλανδία, ο Καναδάς κοκ., σε ορισμένες από τις οποίες έχει δημιουργηθεί ήδη μία φούσκα ακινήτων.
Ολοκληρώνοντας εμείς στην Ελλάδα, έχοντας υπουργούς οικονομικών, κεντρική τράπεζα και οργανισμούς που ενδιαφέρονται μόνο για τα προνόμια της θέσης τους, δεν ασχολούμαστε με τέτοια ζητήματα – με αποτέλεσμα να είναι η χώρα μας έρμαιο όλων όσων κάθε φορά εκμεταλλεύονται την ασχετοσύνη μας προς όφελος τους: των αγορών, των συγκυριών, της πρωσικής κυβέρνησης κοκ.
Έτσι οδηγείται η οικονομία μας, χωρίς ουσιαστικό λόγο, από το κακό στο χειρότερο. Σαν να μην έφθαναν δε όλα αυτά, κατηγορούμε συνεχώς τον εαυτό μας, θεωρώντας πως είναι ο μοναδικός υπεύθυνος για τα δεινά μας – οπότε γινόμαστε άξιοι της οδυνηρής μοίρας μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.