Ο δημοσιογράφος Ρένος Αποστολίδης ζητά τη γνώμη του 47χρονου τότε Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος ένα χρόνο μετά θα έμπαινε στο πάνθεον των εθνικών ποιητών με το έργο του «Άξιον εστί». Τον ρωτά λοιπόν:
-Ζητείται η γνώμη σας, κύριε Ελύτη, η εντελώς ανεπιφύλακτη και αδέσμευτη, επάνω σε ό,τι θεωρείτε ως την πιο κεφαλαιώδη κακοδαιμονία του τόπου. Από τι, κυρίως, πάσχουμε και τι, πρωτίστως, μας λείπει; Ποια θα ονομάζατε «πρώτη μάστιγα» της νεοελληνικής ζωής;
Και ο ποιητής απαντά:
-Από τι πάσχουμε, κυρίως; Θα σας το πω αμέσως: από μία μόνιμο, πλήρη και κακοήθη ασυμφωνία μεταξύ του πνεύματος της εκάστοτε ηγεσίας μας και του «ήθους» που χαρακτηρίζει τον βαθύτερο ψυχικό Πολιτισμό του ελληνικού λαού στο σύνολό του. (…) Αυτή η ασυμφωνία δεν είναι μια συγκεκριμένη κακοδαιμονία, είναι, όμως, μία αιτία που εξηγεί όλες τις κακοδαιμονίες, μικρές και μεγάλες, του τόπου αυτού. Από την ημέρα που έγινε η Ελλάδα κράτος έως σήμερα, οι πολιτικές πράξεις, θα έλεγε κανένας, ότι σχεδιάζονται και εκτελούνται ερήμην των αντιλήψεων για τη ζωή και γενικότερα των ιδανικών που είχε διαμορφώσει ο Ελληνισμός μέσα στην υγιή κοινοτική του οργάνωση και στην παράδοση των μεγάλων αγώνων για την ανεξαρτησία του.
Τι εννοούσε, άραγε, ο Ελύτης λέγοντας «ο βαθύτερος ψυχικός Πολιτισμός του ελληνικού λαού»; Τη γνησιότητα; Την ανοιχτοσύνη; Το χαμόγελο; Το φιλότιμο; Την αγωνιστικότητα; Την ιστορική του σχέση με τις Τέχνες και τα Γράμματα; Την αγάπη της ελευθερίας της ελληνικής Γλώσσας; Τη φυσική του ροπή προς την αισθητική; Την ανάγκη της αληθινής ανθρώπινης επαφής; Την αναζήτηση του αυθεντικού; Τον εναγκαλισμό του με τη φύση και την ελληνική γη; Το δέσιμο με την παράδοση;
Ό,τι κι αν εννοούσε, αυτό που έβλεπε ήταν μία πολιτική τάξη που δρούσε ερήμην αυτού του Πολιτισμού. Μία πολιτική τάξη που, με τον τρόπο που αγνοούσε, κατ’ ουσίαν πολεμούσε, εκδίωκε και αλλοίωνε αυτόν τον ψυχικό Πολιτισμό του ελληνικού λαού. Και ήταν μόλις 1958…
Ακόμη ο Έλληνας ήταν αμόλυντος από τον υπερκαταναλωτισμό, τον αλόγιστο δανεισμό, την επιδειξιομανία, την άνευ αντικρίσματος υπεροψία, την αστυφιλία, το δήθεν, και όλες τις άλλες σύγχρονες κατάρες.
Για όλα αυτά φρόντισε μία νεότερη πολιτική τάξη, που έχτισε ένα παλάτι από τραπουλόχαρτα, διακόσμησε πλουσιοπάροχα διαμερίσματα, έστρωσε βασιλικά τραπέζια. Μας κάλεσε, ανταποκριθήκαμε ευχαρίστως και, στον πρώτο δυνατό άνεμο, γκρεμιστήκαμε μαζί του.
Δεν ξέρω, πραγματικά, ποιος είναι ο σωστός τρόπος για να σηκωθούμε και να ξανασηκώσουμε τη χώρα μας εκεί που της πρέπει. Και, η αλήθεια είναι, ότι με τρομάζει η ευκολία με την οποία διάφοροι «μυαλοπώλες», εκπρόσωποι της γλιστερής φούσκας στην οποία εγκλωβίστηκε για δεκαετίες η ελληνική κοινωνία, προσπαθούν να πείσουν για την ορθότητα της δικής τους συνταγής. Αυτό που σίγουρα ξέρω, είναι ότι από τα συστατικά της νέας συνταγής δεν πρέπει να ξαναλείψουν όλα αυτά που κρύβει ο όρος «βαθύτερος ελληνικός ψυχικός Πολιτισμός», που επικαλείται ο Ελύτης.
Όλα αυτά, που για χρόνια πνίγαμε στο βούρκο του εύκολου, του γρήγορου, του γυαλιστερού του νεοελληνικού ονείρου. Να πιαστούμε από αυτό που έχουμε και από αυτό που είμαστε, ακόμη κι αν χρειαστεί να σκάβουμε για καιρό μέσα μας μέχρι να το εντοπίσουμε, έτσι που είναι καλυμμένο από τη σκόνη του χρόνου.
Γιατί, όπως εξηγεί σε άλλο σημείο της συνέντευξής του ο Ελύτης: «Αυτός ο λαός, που την έννοιά του την έχουμε παραμορφώσει σε σημείο να μην την αναγνωρίζουμε, αυτός έχει φτιάξει ό,τι καλό υπάρχει –αν υπάρχει κάτι καλό σε αυτόν τον τόπο! Και αυτός στις ώρες του κινδύνου, και στο πείσμα της συστηματικής ηττοπάθειας των αρχηγών του, αίρεται, χάρη σ’ έναν αόρατο, ευλογημένο μηχανισμό, στα ύψη που απαιτεί το θαύμα! Όσο λοιπόν κι αν είναι λυπηρό, πρέπει να το πω: ο Ελληνισμός επέτυχε ως γένος, αλλά απέτυχε ως κράτος! Και παρακαλώ νύχτα μέρα το Θεό, και το μέλλον, να με διαψεύσουν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.