Το ακούω όλο και συχνότερα: «Θα πάω στο χωριό μου. Θα βάλω πατάτες, ντομάτες, μαρούλια, κοτόπουλα, κουνέλια. Θα μαζεύω το λάδι μου. Θα ‘χω το κρασί, το τσίπουρο μου. Εκεί τα πράγματα είναι φτηνά. Κι έπειτα τι να κάνω στην Αθήνα χωρίς δουλειά; Εκεί θα επιβιώσω.»
Αμ, δεν θα πας. Κι αν πας, θα φύγεις γρήγορα.
Γιατί θα μπεις στο internet στην «καλλιέργεια πατάτας» κι όλα θα μοιάζουν απλά, όμως στην πράξη τίποτα δε θα μπορείς να εφαρμόσεις. Τότε θα πάς στο καφενείο και θα ρωτάς πώς καλλιεργούνται οι πατάτες κι οι θαμώνες θα σε δουλεύουνε. Θα σού εξηγήσουν βέβαια, αλλά θα χασκογελάνε με νόημα. Θα ψάχνεις πατάτες με μπόλικα μάτια για να τις φυτέψεις και δεν θα βρίσκεις. Κι όταν τα καταφέρεις, θα πρέπει να σκάψεις τις αυλακιές στο χωράφι κι είναι μεγάλος ο κόπος της τσάπας σε..
.
....λασπωμένο έδαφος κι ακόμα μεγαλύτερη η τέχνη της. Γιατί θ’ αγκομαχάς σκυφτός και θα ιδρώνεις κι όταν θα κοιτάς πίσω σου θα βλέπεις ότι τα πόδια σου πατούσαν εκεί που έσκαβες και το τσιμεντοποίησαν πάλι το έδαφος. Κι έτσι τη χαλασμένη αυλακιά πρέπει να την ξαναπάρεις από την αρχή και θα μπαίνουν σβώλοι από βρεγμένο χώμα μέσα στις γαλότσες σου, θα σού λερώνουν τις κάλτσες και θα βλαστημάς. Κι όταν παραχώσεις τους βολβούς στο χωράφι την άνοιξη, θα περιμένεις υπομονετικά (αλλά όχι ξεκούραστα) ως τον Ιούλιο. Θα πηγαίνεις κάθε πρωί στο μποστάνι, θα κοιτάς τις πατατιές που μεγαλώνουν, θα νιώθεις ικανοποίηση αλλά δεν θα είσαι σίγουρος αν προχωράνε καλά ή χάλια. Δεν θα ξέρεις αν χρειάζονται λίπασμα και πόσο, εσύ θα προτιμούσες κοπριά αλλά πού να τη βρεις και πως να τη μεταχειριστείς που είναι ζωική και βρωμάει;
Θα ‘χεις πάρει απόφαση να μην ρίξεις φυτοφάρμακα, αλλά στο καφενείο θα σε αποθαρρύνουν λέγοντας πως αν δεν ραντίσεις δεν θα βγάλεις ούτε μια τηγανιά για το γαμώτο. Μέχρι το Μάη τα φυτά σου θα σκεπάζονται από κάτι άγνωστα ζιζάνια που οι άλλοι ονομάζουν αβρωνιές και χοιρομουρίδες και τα τρώνε τσιγαριαστά ή χτυπητά με αυγά. Από τον Ιούνη το χωράφι θα θέλει συνέχεια πότισμα, όχι με το εύκολο λάστιχο αλλά με το τρεχούμενο νερό στ’ αυλάκι. Θα μπαίνεις στις λάσπες ως στον αστράγαλο κι όλο θα γεμίζει το μποστάνι με γλιστρίδες, αγριόβλητα και στίφνους που πρέπει να ξεριζώνεις, καθότι τα λιπάσματα δεν πάνε μόνο στις πατατιές. Κι όταν φτάσει ντάλα καλοκαίρι, (τότε που παλιότερα έπαιρνες το φέρυ και πήγαινες διακοπές στα μπαράκια των Κυκλάδων), εσύ θα πάρεις πάλι την τσάπα και θα δουλεύεις δέκα μέρες για να βγάλεις τις πατάτες. Προσεκτικά γιατί κάθε στραβή κίνηση τού εργαλείου κόβει τους βολβούς μέσα στη γη και θα πηγαίνει στράφι ο κόπος σου. Κι όταν με το καλό τελειώσεις, θα τις ρίξεις σε τελάρα που θα τα κουβαλάς με τον ώμο ως το σπίτι. Θα κουραστείς αφάνταστα, διότι εκατόν πενήντα κιλά πατάτες είναι πολλά τελάρα και το φορτωμένο πήγαινε-έλα μοιάζει ατέλειωτο. Όταν δεις τον σωρό με τη σοδειά στην αυλή θα ευχαριστηθείς που επιτέλους κατάφερες να βγάλεις τις πατάτες της χρονιάς σου, μα έπειτα θα συνειδητοποιήσεις ότι με 0,60 ευρώ που πουλιούνται στον μανάβη, ο σωρός σου κάνει 90 ευρώ. Και θα βλαστημήσεις πάλι, γιατί δούλεψες πέντε μήνες για 90 ευρώ, ενώ κάποτε στην Αθήνα τα ‘βγαζες για πλάκα σε μισή μέρα αραχτός πίσω από ένα γραφείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.