Το τελευταίο διάστημα, η Ευρώπη θυμίζει εκείνο το σαραβαλάκι που ακολουθεί τεθλασμένη πορεία, αγκομαχά να ανέβει την ανηφόρα, βγάζει καπνούς, χάνει στροφές και τελικά σταματάει χαλασμένο στην άκρη του δρόμου.
Η κρίση χρέους χωρών όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, πρόσφατα η Ιταλία, έγινε κρίση της Ευρωζώνης εξ αιτίας της αδυναμίας των ευρωπαϊκών χωρών να αντιμετωπίσουν έγκαιρα τις επιθέσεις των αγορών και να διαμορφώσουν μία σοβαρή κοινή δημοσιονομική πολιτική προστασίας του Ευρώ, αλλά και ουσιαστικής διάσωσης των εθνικών οικονομιών που το στηρίζουν.
Ο παραδοσιακός γαλλογερμανικός άξονας αποδείχθηκε βαθιά εθνοκεντρικός, ενώ στο επίπεδο της ευρωπαϊκής πολιτικής και οικονομικής διακυβέρνησης η Ευρώπη επέδειξε ισχνή πολιτική ηγεσία και διστακτική βούληση. Το δίδυμο Μέρκελ -Σαρκοζί εξαντλήθηκε σε εσωτερικά «παζάρια», στην εξυπηρέτηση συμφερόντων των πολιτικών συσχετισμών που τους στηρίζουν, σε ανταγωνισμούς «δωματίου», ενώ ταυτόχρονα οι αγορές και οι διεθνείς σπεκουλαδόροι της κρίσης κέρδιζαν, σε δύναμη, επιρροή και ταχύτητα, τον πόλεμο με το Ευρώ και τη νομισματική σταθερότητα.
Σε κάθε κρίση χρέους οποιασδήποτε χώρας, οι αγορές και οι οίκοι αξιολόγησης βρίσκονταν ένα βήμα πιο μπροστά από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Οι αγορές επιτίθενται για να διαλύσουν το ευρώ, όταν η Ευρώπη αρκείται σε κινήσεις άμυνας οπισθοφυλακών, πιστεύοντας ότι δεν θα υποχωρήσει ποτέ το κυρίως «μέτωπο» (Γαλλία, Γερμανία). Η «χαλασμένη» και πολιτικά αδύναμη Ευρώπη δεν περνάει στην αντεπίθεση, από το φόβο των απωλειών.
Αυτό αποδείχθηκε όχι μόνο με την Ελλάδα, η κρίση της οποίας βρήκε απροετοίμαστη την ίδια και την Ευρώπη, αλλά και με την Ιταλία, ενώ ανάλογη πολιτική ακολουθείται και απέναντι στη Γαλλία με τα παιγνίδια υποτίμησης της πιστοληπτικής της ικανότητας. Το πρόβλημα της Γερμανίας και ο προγονικός φόβος της ηγέτιδας πολιτικοοικονομικής τάξης της περί του κινδύνου πληθωρισμού του νομίσματός της (δηλαδή του ευρώ και της ισοτιμίας του με το μάρκο) οδηγεί σε μία αδιέξοδη δημοσιονομική ορθοδοξία, σε μία τυφλή και σκληρή λιτότητα, η οποία βαθαίνει την ύφεση στις περισσότερες χώρες.
Η γερμανική οικονομική ηγεμονία φαίνεται να έχει και αυτή «πήλινα πόδια», αφού στηρίζεται στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες… υπό χρεοκοπία. Μπορεί να «κερδίζει σήμερα από την υποτιμημένη συναλλαγματική ισοτιμία και τη στήριξη των τραπεζών της», όπως είπε πρόσφατα ο καθηγητής Άντριου Μόραβτσικ, αλλά το ενδεχόμενο κραχ θα κληθούν να το πληρώσουν και οι Γερμανοί πολίτες, μαζί με τους πολίτες όλης της Ευρώπης.
Διαβάζοντας Γάλλους πολιτικούς και οικονομικούς αναλυτές, θα συμφωνήσω μαζί τους σε κάτι: Η κρίση χρέους διαμορφώνει ένα νέο διαχωρισμό μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Η κρίση διαχωρίζει τις χώρες που έχουν μπει ήδη σε ένα μακροχρόνιο και σκληρό πρόγραμμα λιτότητας και ύφεσης από εκείνες που δεν έχουν ακόμα μπει, αλλά σίγουρα θα το κάνουν στο άμεσο μέλλον. Οπότε ποιο είναι το κέρδος και που η ζημία; Και τα δύο στηρίζονται στην αλληλεξάρτηση οικονομίας και πολιτικής.
Σήμερα, το πρόβλημα της κρίσης της Ευρωζώνης, καθώς και ο κίνδυνος συρρίκνωσής της ή διάλυσής της δεν έχει μόνο οικονομική διάσταση, αλλά βαθιά πολιτική. Δεν έχει μόνο αντίκτυπο στις οικονομίες των χωρών και στις αγορές, αλλά πρωτίστως στη ζωή των πολιτών.
Αν κοιτάξουμε την πραγματικότητα κατάματα, θα δούμε ότι η κρίση της Ευρωζώνης μεταβλήθηκε μέσα σε λίγους μήνες σε κρίση της Δημοκρατίας και της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Σε χώρες που έφτασαν τεχνητά ή όχι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, οι εκλεγμένες κυβερνήσεις αντικαταστάθηκαν είτε από σχήματα συνεργασίας είτε από κυβερνήσεις τεχνοκρατών ή και από τα δύο. Η μεταβίβαση της πολιτικής ευθύνης εξόδου από την κρίση σε τεχνοκράτες μπορεί να επενδύεται από πολλούς «σωτηριολογικά» για να εφαρμοστούν σκληρά μέτρα λιτότητας, αλλά δεν λύνει το πρόβλημα της λειτουργίας της πολιτικής και της Δημοκρατίας.
Οι κυβερνήσεις τεχνοκρατών μπορεί συγκυριακά να σηματοδοτούν μία κάποια-αναγκαστική- λύση, αλλά στο άμεσο μέλλον κινδυνεύουν να μεταβληθούν σε απρόσφορη λύση. Εκπορεύονται από την ανάγκη συντήρησης του πολιτικού συστήματος και όχι αλλαγής του, ενώ σαφώς υπαγορεύτηκαν από εξωγενείς συνθήκες και παράγοντες. Οι πολίτες δεν επέλεξαν αυτές τις λύσεις, δεν ενέκριναν τις συνθέσεις αυτών των κυβερνήσεων, ούτε νομιμοποίησαν μία διακυβέρνηση «αυτόματου πιλότου» χωρίς πολιτική ευθύνη και δυνατότητα καταλογισμού της δια των εκλογών.
Υπάρχει ένας επιπλέον κίνδυνος που ελλοχεύει. Η σοβούσα κρίση διακυβέρνησης, η υποχώρηση των δημοκρατικών διαδικασιών σε συνδυασμό με τη βαθιά οικονομική κρίση μπορεί να εκθρέψει απομονωτικές και ακροδεξιές τάσεις στο εκλογικό σώμα. Το αυγό του φιδιού επωάζεται σε συνθήκες κρίσης της Δημοκρατίας και οικονομικής εξαθλίωσης. Το έχουμε ξαναδεί αυτό στην Ευρώπη.
Πρέπει, επομένως, το ταχύτερο, η πολιτική και οι πολιτικοί να αναλάβουν την ευθύνη εξόδου από την κρίση με συντεταγμένο και αποφασιστικό τρόπο. Αυτό απαιτεί ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες που θα αναλάβουν την ευθύνη λειτουργίας των μηχανισμών οικονομικής αλληλεγγύης μεταξύ των χωρών, προστασίας του ευρώ, δίκαιης φορολόγησης και επανάκτησης της εθνικής κυριαρχίας στην σύνταξη και εφαρμογή των προϋπολογισμών με άξονα μεν την περιστολή του χρέους, αλλά με χαλάρωση, δε, των ασφυκτικών χρονοδιαγραμμάτων προσαρμογής. Είναι σαφές πλέον ότι η Ευρώπη πρέπει να εκδώσει χρήμα για να στηρίξει τη ρευστότητα και την ανάπτυξη των χωρών της. Το σοκ στην οικονομία και στην κοινωνία δεν είναι πάντα σωτήριο. Μπορεί να γίνει και «θανατηφόρο»!
Η Ευρώπη οφείλει να διδαχθεί από την ιστορία της. Οι ευρωπαϊκοί λαοί στο περιθώριο και η διακυβέρνηση των αγορών στο προσκήνιο είναι ένα κακό σενάριο για την ύπαρξη της ίδιας της Ευρώπης στο βαθμό που ακυρώνει το αξιακό της σύστημα. Είναι κακό σενάριο ακόμα για χώρες που φαντάζονται ότι η ηγεμονία τους θα συντηρηθεί από τον προστατευτισμό της δικιάς τους οικονομικής υπεροχής. Είναι κακό σενάριο, τέλος, για τους λαούς που θα γυρίσουν την πλάτη σε μία «χαλασμένη» Ευρώπη!
*O Θοδωρής Π. Παπαθεοδώρου είναι Πρύτανης του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.