Πρόσφατα,
το υπουργείο Εργασίας, πέρασε νόμο με τον οποίο περιορίζει το δικαίωμα
της απεργίας, αυστηροποιώντας τους όρους κήρυξής της από τα πρωτοβάθμια
σωματεία. Παλιότερα ήταν ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης, της κυβέρνησης της
Νέας Δημοκρατίας που προκάλεσε μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις με τον
περιβόητο αντισυνδικαλιστικό εργατικό νόμο 330 με τον οποίο διατεινόταν
πως θα καταργήσει την... ταξική πάλη. Αργότερα, το 1983, με το άρθρο 4, ο
Γεράσιμος Αρσένης προσπάθησε να επιβάλλει αντίστοιχα σκληρές
προϋποθέσεις για την κήρυξη απεργίας. Ο νόμος του, που προέβλεπε ότι
απόφαση για απεργία σε πρωτοβάθμια σωματεία παίρνεται με την ψήφο του
50%+1 των παρευρισκομένων, ψηφίστηκε μεν, δεν εφαρμόστηκε ποτέ δε.
Όποιος και αν ήταν κατά καιρούς ο νόμος για τις απεργίες, περισσότερο ή λιγότερο αυστηρός, αυτές δεν έπαψαν και πιθανότατα δεν πρόκειται και να πάψουν. Όταν άλλωστε απεργίες -και μάλιστα από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη- υπήρξαν ακόμα και την περίοδο της Κατοχής, πως να σταματήσουν τώρα; Με αφορμή το πολυνομοσχέδιο που περνά στη Βουλή και περιλαμβάνει το νόμο για τον περιορισμό των απεργιών των πρωτοβάθμιων σωματείων, το reader.gr, θυμάται τις μεταπολεμικές απεργίες που συγκλόνισαν την Ελλάδα.
Όταν οι οικοδόμοι ξήλωναν πεζοδρόμια
Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, επικαλείται «νοικοκύρεμα των ασφαλιστικών ταμείων» και με το νόμο 4104/60, αυξάνει τα ένσημα για την κατώτερη σύνταξη από 2.050 σε 4.050, κάτι που σήμαινε πως –για παράδειγμα- οι οικοδόμοι θα έβγαιναν στη σύνταξη στα 65 τους χρόνια.
Τα γιαπιά «βράζουν» την ώρα που η ηγεσία της Ομοσπονδίας των Οικοδόμων, προσπαθεί να τους καθησυχάσει μιλώντας για διάλογο με την κυβέρνηση. Τα σωματεία που διαφωνούν με τη συγκεκριμένη τακτική, προχωρούν σε συντονισμό και ξεκινούν απεργιακό αγώνα.
Την 1η Δεκεμβρίου του 1960, η αστυνομία βρίσκεται σε πρωτοφανή κινητοποίηση. Γύρω από το Εργατικό Κέντρο της πρωτεύουσας υπάρχουν μεγάλες ομάδες αστυφυλάκων. Αστυνομικά αυτοκίνητα σταθμεύουν σε όλη την περιοχή του κέντρου. Πριν ακόμα αρχίσει η συγκέντρωση, οι παρευρισκόμενοι είναι ασφυκτικά πολιορκημένοι από αστυνομικούς.
Στον χώρο τριγυρίζουν και άνθρωποι της «Συνδικαλιστικής Ασφάλειας». Αμέσως μετά τις ομιλίες και αφού ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας έχει αποδοκιμαστεί από τους χιλιάδες συγκεντρωμένους οικοδόμους, αντιπροσωπεία ξεκινά για το υπουργείο Εργασίας, ώστε να καταθέσει τα αιτήματά της. Στον δρόμο, οι αστυνομικοί επιτίθενται χτυπώντας τους απεργούς. Οι απεργοί υποχωρούν προς το Εργατικό Κέντρο, ενώ στην άσφαλτο υπάρχουν τραυματίες.
Ενώ η επίθεση συνεχίζεται εναντίον εργαζομένων που κουβαλούν τραυματίες συναδέλφους τους, οι απεργοί ανασυντάσσονται μπροστά στο ΕΚ, αποκρούουν την επόμενη επίθεση των αστυνομικών σε μάχες σώμα με σώμα, ενώ στην οδό Πειραιώς και στο ύψος της πλατείας Ωδείου, φτάνουν στρατιωτικά οχήματα που αποβιβάζουν στρατιώτες, που προχωρούν με τα όπλα προταγμένα και σε σχηματισμό μάχης.
Πέφτουν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Οι οικοδόμοι, εξοπλίζονται με ξύλα από αποθήκη της οδού Αγησιλάου, ενώ ξηλώνουν ακόμα και πλάκες από τα πεζοδρόμια για να αμυνθούν. Οι οδομαχίες, κρατούν ώρες, ενώ η αστυνομία χρησιμοποιεί για πρώτη φορά και δακρυγόνα. Στο κτήριο του ΕΚΑ φτάνει ο αστυνομικός διευθυντής Αθηνών, Ρακιτζής, που δίνει το «λόγο της τιμής του» πως δεν θα γίνουν συλλήψεις. Καμία από τις δεσμεύσεις δεν ίσχυσε. Η αστυνομία συνέλαβε 173 απεργούς ενώ υπήρχαν και 66 τραυματίες, 3 εκ των οποίων από σφαίρες.
Την αμέσως επόμενη ημέρα, 45.000 οικοδόμοι προχωρούν σε νέα απεργία και διαδήλωση που χτυπιέται και πάλι από στρατό και αστυνομία. Έντεκα χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου και μέχρι την συγκεκριμένη απεργία, υπήρχε στους εργαζόμενους διάχυτος ο φόβος για τις εργατικές κινητοποιήσεις.
Η πρώτη μεγάλη απεργία μετά την πτώση της Χούντας
Η ΛΑΡΚΟ, του βιομήχανου Μποδοσάκη, θεωρείται την εποχή εκείνη μια από τις πρώτες εταιρείες εξόρυξης σιδηρονικελίου στην Ευρώπη. Στις 27 Ιανουαρίου του 1977, 900 εργάτες της ΛΑΡΚΟ στη Λάρυμνα προχωρούν σε απεργία, με αιτήματα την αύξηση των μισθών κατά –περίπου- 20% και η βελτίωση των συνθηκών εργασίας.
Η εργοδοσία, ούτε που θέλει να ακούσει σχετικά. Στα μέσα Φλεβάρη και ενώ η απεργία μετρά 20 μέρες, προσλαμβάνει απεργοσπάστες που έρχονται καθημερινά από την Αθήνα με πούλμαν συνοδεία περιπολικών. Οι αστυνομικές δυνάμεις στην περιοχή γίνονται όλο και περισσότερες, με διπλό στόχο. Την προστασία των απεργοσπαστών και της εύρυθμης λειτουργίας του εργοστασίου και τον εκφοβισμό των απεργών.
Στις αρχές Μάρτη, ο Μποδοσάκης απολύει τρεις εργαζόμενους και με καταχώρηση σε εφημερίδες, στρέφεται κατά της απεργίας. Παράλληλα, στο τέλος του ίδιου μήνα απολύει 10 διοικητικούς υπαλλήλους και κατοίκους των χωριών της περιοχής, με αιτιολογία ότι δεν υπάρχει δουλειά λόγω της απεργίας.
Η αστυνομία έχει ενεργό ρόλο στο «χτύπημα» της απεργίας. Χτυπά τους απεργούς που προσπαθούν να έρθουν σε επαφή με τους απεργοσπάστες, ενώ στα μέσα Μαρτίου, συλλαμβάνει 15 απεργούς στο χωριό Μαρτίνο. Μεταξύ αυτών ο πρόεδρος και ο γραμματέας του σωματείου των εργαζομένων, τους οποίους η ασφάλεια πήρε από τα σπίτια τους, τα ξημερώματα.
Κυβέρνηση και εργοδοσία προσπάθησαν, να αποκλείσουν την περιοχή και τα νέα από εκεί, να μην φτάνουν ούτε στην υπόλοιπη χώρα, ούτε έξω από αυτήν. Έτσι απαγορεύτηκε η είσοδος των ανταποκριτών της σοβιετικής εφημερίδας «Πράβντα» αλλά και Σουηδών δημοσιογράφων, στη Λάρυμνα.
Παρά τα εμπόδια, η απεργία συνεχίζεται. Στις 7 Μαΐου, αρχίζουν νέες διαπραγματεύσεις μεταξύ απεργών και εργοδοσίας. Τα αιτήματα πλέον είναι η επαναπρόσληψη των απολυμένων, η αύξηση αποδοχών, η καταβολή μεροκάματων της απεργίας.
Μια εβδομάδα αργότερα, η εργοδοσία δέχεται να δώσει αυξήσεις 17% αύξηση, 15.000 δραχμές οικονομική ενίσχυση και επαναπρόσληψη των απολυμένων. Η Γενική Συνέλευση των εργαζομένων που ακολουθεί, αποφασίζει τη λύση της απεργίας έπειτα από 110 μέρες.
Απεργία στη Μαδέμ Λάκο του Μποδοσάκη
Ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη η απεργία στη ΛΑΡΚΟ, σε μια άλλη επιχείρηση του Μποδοσάκη, στα μεταλλεία της Μαδέμ Λάκο στη Χαλκιδική, ξεσπά 48ωρη απεργία από 700 μεταλλωρύχους.
Η εργοδοσία απαντά με απόλυση του προέδρου και του γενικού γραμματέα του Σωματείου των εργαζομένων. Τα αιτήμα των εργαζομένων είναι αυξήσεις στους μισθούς, ενώ στην πορεία προστίθεται και η επαναπρόσληψη των απολυμένων.
Λίγες μέρες μετά, η εργοδοσία κάνει ακόμα πέντε απολύσεις συνδικαλιστών. Στις 21 Μαρτίου και ενώ η απεργία συνεχίζεται και η εργοδοσία συνεχίζει να απολύει, η αστυνομία επιτίθεται με αύρες, γκλοπς και δακρυγόνα στους εργάτες. Ακολούθησε η σύλληψη του προέδρου και του γενικού γραμματέα του Σωματεία, αλλά και πέντε ακόμα μελών της απεργιακής επιτροπής. Απεργοί που τραυματίζονται γυρνούν προς τα χωριά τους, ενώ οι κάτοικοι χτυπούν τις καμπάνες των εκκλησιών καλώντας σε συμπαράσταση.
Επίθεση γίνεται και στα μεταλλεία της Ολυμπιάδας, που ανήκουν κι αυτά στο Μποδοσάκη. Οι απεργοί κλείνονται στις στοές για να προφυλαχθούν από την αστυνομία. Οι δυνάμεις της χωροφυλακής ξεπερνούσαν πλέον τους 1000 άνδρες και τις 18 αύρες στην περιοχή.
Στις αρχές Ιουνίου, ένας από τους λιγοστούς απεργοσπάστες, εμφανίζεται στην Αστυνομία και δηλώνει ότι κινδυνεύει η ζωή του. Λίγες μέρες αργότερα μπαίνει φωτιά σε ξύλινη αποθήκη που είχε, η οποία κάηκε μαζί με τα ζώα που υπήρχαν μέσα. Στις 5 Ιουνίου, η αστυνομία εξαπολύει νέα επίθεση, αυτή τη φορά στο Νεοχώρι, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό πολλών απεργών και τη σύλληψη 17.
Δεκαέξι απεργοί, οδηγούνται σε δίκη λίγες μέρες αργότερα. Πολιτική αγωγή, οι δικηγόροι της εταιρείας. Οκτώ αθωώνονται και σε έξι επιβάλλεται ποινή φυλάκισης 4-8 μηνών. Άνθρωποι της εταιρείας γυρνούν στα χωριά και απειλούν πότε ότι θα τους απολύσουν και πότε πως θα συλληφθούν γιατί η απεργία είναι παράνομη.
Τελικά, στις αρχές Αυγούστου, ο δικηγόρος της εταιρείας στέλνει εξώδικα σχεδόν στο σύνολο των απεργών που έμεναν σε σπίτια ιδιοκτησίας της εταιρείας, καλώντας τους να τα εγκαταλείψουν εντός τριών ημερών. Η απεργία, διαρκεί μέχρι τον Οκτώβριο συμπληρώνοντας σχεδόν 250 ημέρες, κάτω όμως από το βάρος των πιέσεων, λήγει, χωρίς να έχουν ικανοποιηθεί τα αιτήματα των εργαζομένων.
Η απεργία για το ωράριο στις τράπεζες
Το 1979, η Ελλάδα ετοιμάζεται να μπει στην ΕΟΚ. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, καλείται να πάρει μέτρα ώστε οι ελληνικές τράπεζες να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό με τους τραπεζικούς ομίλους της υπόλοιπης Ένωσης, στην οποία η Ελλάδα εντάχθηκε τον Ιανουάριο του 1981.
Τον Ιούλιο του 1979, η κυβέρνηση εξαγγέλει μέτρα που μεταβάλλουν το ωράριο εργασίας στις τράπεζες και τις ασφαλιστικές. Μέχρι τότε ήταν από τις 7:45 π.μ. ως τις 3:30 μ.μ., Δευτέρα ως Παρασκευή. Το ωράριο που σχεδιάζει η κυβέρνηση ξεκινά στις 9:00 π.μ. και τελειώνει στις 5:30 μ.μ., με μια ώρα μεσημβρινή διακοπή.
Σε ορισμένα υποκαταστήματα, προβλεπόταν η δυνατότητα να αντικατασταθεί η αργία του Σαββάτου με την αργία της Δευτέρας. Κάποιοι τραπεζοϋπάλληλοι δηλαδή να δουλεύουν το Σάββατο και να παίρνουν ρεπό την Δευτέρα. Το ωράριο θα ίσχυε από την 1η Αυγούστου του ίδιου έτους.
Εκτός από την αλλαγή του ωραρίου, η αναστολή των προσλήψεων και η εναλλαγή των αργιών, που σήμαινε πως όπου εφαρμοζόταν το προσωπικό θα ήταν μειωμένο κατά 50% σε μέρες αιχμής σήμαινε εντατικοποίηση της εργασίας.
Η απάντηση της ΟΤΟΕ, ήταν να κηρύξει απεργία διαρκείας στις 4 Ιουλίου του 1979. Η απεργία έχει μεγάλη επιτυχία και συμμετέχει σχεδόν το 95% των 30.000 τραπεοϋπαλλήλων της εποχής. Τη δεύτερη μέρα της απεργίας, μπαίνουν στη μάχη και οι περίπου 2.500 εργαζόμενοι στις ασφαλιστικές εταιρείες.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, υπουργός Συντονισμού τότε, δηλώνει πως θα πάρει μέτρα για την εύρυθμη λειτουργία των τραπεζών και πράγματι, Δικαιοσύνη, κοινωνικός αυτοματισμός και εργοδοσία... βάζουν μπροστά. Ένας μηχανολόγος καταθέτει μήνυση, λέγοντας πως η απεργία είναι παράνομη και η Εισαγγελία της Αθήνας δίνει εντολή για προκαταρκτική εξέταση. Την ίδια ώρα οι διοικήσεις των τραπεζών απειλούν με απολύσεις, κυρίως τους συμβασιούχους.
Οι απεργοί δεν κάνουν πίσω, συνεχίζουν να συμμετέχουν με μεγάλα ποσοστά στην απεργία και η κυβέρνηση περνά στο επόμενο στάδιο. Αντιμετωπίζοντας τις τράπεζες ως επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, ζητά από τις διοικήσεις να δώσουν κατάλογο ενός 20% των υπαλλήλων, ώστε να χρησιμοποιηθεί σαν απεργοσπαστικός μηχανισμός.
Επιτρέπει στις τράπεζες τη δημιουργία παράλληλου μηχανισμού εν μέσω απεργίας, με προσλήψεις συμβασιούχων και συνταξιούχων. Ταυτόχρονα, δίνει τη δυνατότητα διεκπεραίωσης σειράς τραπεζικών εργασιών μέσω αγροτικών συνεταιρισμών και ταχυδρομικών ταμιευτηρίων.
Το μέτωπο των απεργών, δεν σπάει και πάλι και η κυβέρνηση αναγκάζεται στις 11 Ιουλίου να κηρύξει πολιτική επιστράτευση. Παρόλα αυτά, μεταβάλλει τη ρύθμιση του ωραρίου. Τελικά το ωράριο που διαμορφώνεται είναι Δευτέρα έως Πέμπτη 9 π.μ. έως 3.45 μ.μ. και Παρασκευή 8.45 π.μ. έως 4.45 μ.μ.
Οι εργαζόμενοι επανέρχονται με νέα απεργία διαρκείας τον επόμενο χρόνο, όπου εκτός από το ζήτημα της αποκατάστασης του ωραρίου, ζητούν αυξήσεις 30% στους μισθούς, κατάρτιση και εφαρμογή οργανισμών, αποσυσχέτιση των αυξήσεων από την υπηρεσιακή εξέλιξη, συνδικαλιστικές ελευθερίες κ.α.
Ο τότε υπουργός Εργασίας, γνωστός γιατί προσπάθησε να απαγορεύσει την... πάλη των τάξεων, Λάσκαρης, χαρακτηρίζει τους εργαζόμενους στις τράπεζες «προνομιούχους» ενώ ισχυρίζεται ότι οι υπόλοιποι κλάδοι δέχονται την πολιτική λιτότητας που ακολουθεί η κυβέρνησή του, αδιαμαρτύρητα.
Στις 20 Φεβρουρίου η κυβέρνηση επαναφέρει το παλιό ωράριο εργασίας, του καλοκαιριού του 1979. Ωστόσο, ο κλάδος αποφασίζει να συνεχίσει την απεργία και για τα υπόλοιπα αιτήματα. Οι διοικητές των τραπεζών δίνουν εντολή στους διευθυντές να παίρνουν τηλέφωνο τους υπαλλήλους για να τους ρωτήσουν αν θα απεργήσουν, με την απειλή ότι καταρτίζουν καταστάσεις για να κάνουν απολύσεις.
Η Εισαγγελία Αθηνών, ασκεί δίωξη κατά του προεδρείου της ΟΤΟΕ, επειδή η απεργία συνεχίστηκε και μετά την παραπομπή σε διαιτησία. Έπειτα από αυτή την εξέλιξη, η απεργία που είχε ξεκινήσει στις 17 Ιανουαρίου του 1980, λήγει στις 24 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους.
Η απεργία στη ΔΕΗ και η ναυμαχία της Σφηκιάς
Στις 5 Μαΐου του 1988, ξεκινά η απεργία των εργαζομένων της ΔΕΗ, που τότε αριθμούσαν 30.000. Κύριο αίτημα, η υπογραφή ικανοποιητικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
Η ΓΕΝΟΠ κηρύσσει αρχικά τρεις 48ωρες απεργίες, όμως η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και οι υπουργοί Εργασίας Γεννηματάς και Βιομηχανίας – Ενέργειας Πεπονής, δεν δέχονται τα αιτήματά τους. Η απεργία κράτησε 15 μέρες και ενδεικτικό της συμμετοχής, ήταν πως την τελευταία ημέρα της, από τα 5.543 μεγαβάτ που ήταν η συνολική ισχύς του συστήματος, έπεσε στα 1.148.
Η διοίκηση της ΔΕΗ προσφεύγει στα δικαστήρια, ζητώντας να βγει η απεργία παράνομη. Παράλληλα τα ΜΑΤ χτυπούν απεργούς στη Θεσσαλονίκη, τραυματίζοντας ένα συνδικαλιστή και συλλαμβάνοντας άλλον ένα. «Κοινούς τρομοκράτες» χαρακτηρίζει τους απεργούς, ο περιφερειακός διευθυντής της ΔΕΗ στην περιοχή.
Στις 13 Μαΐου και ενώ η απεργία βρίσκεται σε εξέλιξη, η κυβέρνηση στέλνει τρεις διμοιρίες ΜΑΤ στα κεντρικά γραφεία της ΔΕΗ στην Αθήνα. Οι απεργοί σπάνε την «αλυσίδα» των ΜΑΤ και πραγματοποιούν κατάληψη των γραφείων. Στην 12η μέρα της απεργία, τα ποσοστά συμμετοχής παραμένουν ιδιαίτερα υψηλά. Πολλές μονάδες έχουν κλείσει, άλλες υπολειτουργούν και οι απεργοί διαμηνύουν στην κυβέρνηση πως «η συλλογική σύμβαση θα υπογραφεί, έστω και υπό το φως των κεριών».
Στις 18 Μαΐου, κόβεται το ρεύμα στα νοσοκομεία Κοζάνης και Πτολεμαΐδας. Οι απεργοί κατηγορούν την κυβέρνηση ότι προσπαθεί να συκοφαντήσει τον αγώνα τους. Αστυνομικές δυνάμεις, επεμβαίνουν σε Κοζάνη και Άρτα για να βάλουν τους απεργοσπάστες για δουλειά.
Την επόμενη μέρα, οι απεργοί σε Κοζάνη και Πτολεμαΐδα, αποφασίζουν να καταλάβουν το σταθμό της Σφηκιάς. Εκεί φτάνουν στις 3 τα ξημερώματα και προσπαθούν να ακυρώσουν την προσπάθεια της διοίκησης της ΔΕΗ, να βάλει μπροστά το σταθμό με απεργοσπάστες.
Με τα σώματά τους κλείνουν τις εξόδους του νερού από τις τουρμπίνες και τα σημεία των υπερχειλίσεων. Μπαίνουν στην τεχνητή λίμνη με πλαστική βάρκα και σκαρφαλώνουν στο φράμγμα. Έτσι επιβάλλουν τη διακοπή της λειτουργίας του σταθμού, αφού σε περίπτωση λειτουργίας, οι στρόβιλοι και μεγάλες ποσότητες νερού θα έπνιγαν τους εργαζόμενους. Η διεύθυνση του υδροηλεκτρικού σταθμού υποχρεώνεται να μη θέσει σε λειτουργία τη μονάδα.
Μέσα στη λίμνη δίνεται μάχη. Στις 2 το μεσημέρι «βατραχάνθρωποι» μπαίνουν στη βάρκα και... απαγάγουν δυο απεργούς από την έξοδο της υπερχείλισης. Αστυνομικός τραβά περίστροφο και απειλεί να πυροβολήσει απεργό. Οι ειδικές δυνάμεις προσπαθούν για αρκετή ώρα να απομακρύνουν τη βάρκα των εργαζομένων μπροστά από τις τουρμπίνες. Δένουν με σχοινιά τους απεργούς που βρίσκονται ανεβασμένοι στις δεξαμενές των υδροφόρων και τους ανεβάζουν στην επιφάνεια. Ο απολογισμός της αστυνομικής επιχείρησης, 22 συλλήψεις και 5 τραυματίες.
Η απεργία λήγει με την υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, 15 μέρες μετά την έναρξή της.
«Σταμουλοκολλάδες» και... στριπτίζ
Το 1992, η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, προσπαθεί να ιδιωτικοποιήσει τη λειτουργία και την εκμετάλλευση των λεωφορείων, υπό την εποπτεία του κράτους. Η Επιχείρηση Αστικών Συγκοινωνιών διαλύεται και τίθεται υπό εκκαθάριση. Το προσωπικό αποζημιώνεται καλείται κατά προτεραιότητα να αποκτήσει την ιδιοκτησία των λεωφορείων.
Δημιουργήθηκαν οκτώ Συγκοινωνιακές Επιχειρήσεις (ΣΕΠ) που θα λειτουργούσαν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Οργανισμού Αστικών Συγκοινωνιών, με αποκλειστικούς μετόχους τους νέους ιδιοκτήτες των λεωφορείων -κάθε ένας δικαιούχος έπαιρνε μισό λεωφορείο- οι οποίοι ήταν, κατά βάση, τέως εργαζόμενοι της τέως ΕΑΣ, και πολύτεκνοι, οι οποίοι κατέβαλαν 500.000 δρχ. ο καθένας, προκειμένου να εξασφαλίσουν την απαραίτητη άδεια.
Τους παραχωρήθηκε η χρήση των υφισταμένων λεωφορείων με την υποχρέωση να τα αντικαταστήσουν με καινούργια τελευταίας τεχνολογίας σε αριθμό και είδος σύμφωνα με τις προδιαγραφές του ΟΑΣ με δική τους δαπάνη.
Οι εργαζόμενοι της ΕΑΣ, είχαν όμως διαφορετική άποψη. Με επικεφαλής τους συνδικαλιστές, Ανδρέα Κολλά και Χρήστο Σταμούλο, που δάνεισαν το όνομά τους στο «Σταμουλοκολλάδες» που χρησιμοποιούσαν απαξιωτικά τα κυβερνητικά στελέχη, προχώρησαν σε απεργία διαρκείας.
Το κέντρο μετατρέπονταν καθημερινά σε πεδίο μάχης. Αν και επιστρατεύτηκαν, οι οδηγοί συνέχιζαν την απεργία τους, ενώ εμπόδιζαν και την κυκλοφορία των αστικών λεωφορείων. Τα περισσότερα λεωφορεία ήταν καθηλωμένα στα αμαξοστάσια, ενώ όσα επιταγμένα κινούνταν στους δρόμους έπεφταν πάνω στα μπλόκα των απεργών. Μέχρι και ΡΕΟ με οδηγούς στρατιώτες εμφανίστηκαν στους δρόμους της Αθήνας.
Οι απεργοί στέκονταν μαζικά μπροστά στα οχήματα ή ξάπλωναν στην άσφαλτο μπροστά στις ρόδες τους. Τα ΜΑΤ τους έδιωχναν κάνοντας χρήση δακρυγόνων, συλλαμβάνοντάς τους και κυνηγώντας τους. Οι συνδικαλιστές από την πλευρά τους κρύβονταν σε καταστήματα, πολυκατοικίες ακόμη και κάτω από… οχήματα!
Πολλά ήταν μάλιστα τα λεωφορεία που υπέστησαν σοβαρές φθορές, από τους (πρώην) εργαζόμενους της ΕΑΣ. Αρκετές πάντως ήταν οι φορές που αν και οι απεργοί καταγγέλθηκαν για τις φθορές αυτές τις είχαν προκαλέσει… άλλοι. Στις 25 Αυγούστου του 1992, οι απεργοί ακινητοποίησαν ένα άτομο «με ύποπτη συμπεριφορά». Βρήκαν πάνω του υπηρεσιακή ταυτότητα, με την αστυνομία να δικαιολογείται πως ο άνδρας βρισκόταν εκεί «σε διατεταγμένη υπηρεσία λόγω κινδύνου επεισοδίων». Προσποιούμενος τον απεργό της ΕΑΣ, έσπαγε παρμπρίζ λεωφορείων με πέτρες και ένας δασοπυροσβέστης του Δασαρχείου Πεντέλης…
Αποκορύφωμα των αντιδράσεων από την πλευρά των απεργών της ΕΑΣ ήταν το υποχρεωτικό... στριπτίζ 13 υποψηφίων οδηγών στην οδό Σωκράτους στις 9 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου. Οι άτυχοι άνδρες, ένας ένας πέρασαν από τα χέρια των απεργών. Στην αρχή τους ξυλοκόπησαν, στη συνέχεια τους έφτυσαν και στο τέλος τους έγδυσαν, μπροστά από το Εφετείο, το οποίο τότε βρισκόταν στην οδό Σωκράτους. Η κωμικοτραγική εικόνα συμπληρωνόταν από τους αστυνομικούς του τμήματος Ομονοίας, οι οποίοι έδιναν μια προσωρινή λύση στους γυμνούς άνδρες προσφέροντάς τους λευκά σεντόνια.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, έπεσε εξαιτίας του Σκοπιανού το 1993. Το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές του 1993 και η ΕΑΣ επανακρατικοποιήθηκε και επαναλειτούργησε μετά από 18 μήνες.
Η Απεργία των ναυτεργατών το 2002
Στο πλαίσιο πανελλαδικής πανεργατικής απεργίας για το Ασφαλιστικό, τα ναυτεργατικά σωματεία, ΠΕΜΕΝ και Στέφενσων, παίρνουν απόφαση για συμμετοχή.
Οι εφοπλιστικές Ενώσεις, προχωρούν σε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, αξιώνοντας τον χαρακτηρισμό της απεργίας, ως «παράνομη και καταχρηστική». Τη σκυτάλη παίρνει το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας που με ανακοίνωσή του προς το επιβατικό κοινό σημείωνε «Πλοία τα οποία μέχρι τις 6.00 δε θα δηλωθεί από εργαζόμενο προς τον πλοίαρχο συμμετοχή στην απεργία και στα οποία δεν τίθεται θέμα σύνθεσης ασφάλειας θα κινηθούν κανονικά»!
Ομάδες περιφρούρησης των απεργών και αλληλέγγυων, βρίσκονται από τα χαράματα στους καταπέλτες των πλοίων. Με το πρώτο φως της μέρας, το λιμάνι έχει γεμίσει με Λιμενικό και Ειδικές Δυνάμεις.
Η μάχη ξεκινά… Στο «ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΞΠΡΕΣ» οι λιμενικοί προσπαθούν να συλλάβουν τον πρόεδρο της ΠΕΜΕΝ, Γιώργο Τούσσα. Οι απεργοί δημιουργούν φράγμα και συγκρούονται με τις δυνάμεις καταστολής.
Αιφνιδιαστικά, χωρίς επιβάτες και με μισό το πλήρωμά του, λύνει κάβους το πλοίο «Ευτυχία». Ο πρόεδρος της ΠΕΜΕΝ και σήμερα ευρωβουλευτής του ΚΚΕ, Γιώργος Τούσσας κρεμιέται από τον καταπέλτη. Το πλοίο συνεχίζει να απομακρύνεται από την προβλήτα και σταματάει στην αρχή της μπούκας του λιμανιού. Ο συνδικαλιστής παραμένει εκεί κρεμασμένος επί ένα τέταρτο. Το πλοίο πλευρίζει πλωτό του Λιμενικού και βατραχάνθρωποι τον κατεβάζουν βίαια. Τον συλλαμβάνουν και τον οδηγούν στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά.
Οι Ειδικές Δυνάμεις, συνεχίζουν με επίθεση στην απεργιακή φρουρά του «ΧΑΙ ΣΠΙΝΤ 2». Εκεί συλλαμβάνεται και ο β’ γραμματέας της ΠΕΜΕΝ. Το πλοίο φεύγει χωρίς όλους τους επιβάτες και χωρίς να επιβιβάσει κανένα όχημα. Ακολουθούν το «ΕΞΠΡΕΣ ΑΠΟΛΛΩΝ» και το «ΕΞΠΡΕΣ ΠΗΓΑΣΟΣ».
Οι δυνάμεις του Λιμενικού, παρουσία του εφοπλιστή Αγούδημου, απειλούν απεργούς να αποπλεύσουν με τα πλοία. Από βεβιασμένους χειρισμούς προκαλείται βλάβη στα υδραυλικά συστήματα του καταπέλτη του «ΑΠΟΛΛΩΝ». Το πλοίο αποπλέει με τον καταπέλτη μισάνοιχτο!
Το «ΠΗΓΑΣΟΣ» αποπλέει μαζί με... ομάδα λιμενικών! Ο Γιάννης Μανουσογιαννάκης, πρόεδρος του Στέφενσων, καταγγέλλει από ντουντούκας: «Αυτή τη στιγμή ταξιδεύουν πλοία επικίνδυνα. Η απεργία δεν έσπασε. Τα πλοία έχουν φύγει κάτω από τη βία και με τη συνοδεία λιμενικών. Ο αγώνας μας κλιμακώνεται».
Στις 11 οι απεργοί με πορεία πάνε στο Κεντρικό Λιμεναρχείο, όπου ζητούν να αφεθούν ελεύθεροι οι συλληφθέντες. Λίγο πριν τις 12 οι 5 συλληφθέντες αφήνονται ελεύθεροι, αφού πρώτα ορίστηκε σε βάρος τους τακτική δικάσιμος. Η πορεία κατευθύνεται στο ΥΕΝ και στη συνέχεια κατεβαίνει στο λιμάνι για την περιφρούρηση της απεργίας.
Δεκάδες εργαζόμενοι ξυλοκοπήθηκαν άγρια από το Λιμενικό και πολλοί κατέληξαν στα Νοσοκομεία. Οι ναυτεργάτες πήραν εκ νέου απόφαση για απεργία τον Ιούνιο, η οποία έληξε μετά από παρέμβαση της κυβέρνησης Σημίτη, που προχώρησε σε πολιτική επιστράτευση των απεργών.
Ο 9μηνος αγώνας των Χαλυβουργών
Η πρώτη μεγάλη απεργία σε επιχείρηση, στα χρόνια του μνημονίου. Ο βιομήχανος Μάνεσης, με τελεσίγραφο του, το Οκτώβριο του 2011 θέτει το εκβιαστικό δίλημμα «εκ περιτροπής εργασία και μείωση του μισθού στο μισό ή απολύσεις».
Πριν καν εκπνεύσει η διορία που τους έχει δώσει για να αποφασίσουν ως τις 1 Νοεμβρίου αν θα συμφωνήσουν ή όχι με τη μείωση ωρών και μισθών, απολύει τους πρώτους 18 εργαζόμενους. Με την εκπνοή της διορίας, άλλους 16. Με σχεδόν ομόφωνη απόφασή τους, οι εργαζόμενοι της Χαλυβουργίας, προχωρούν σε απεργία. Οι απολύσεις φτάνουν τις 50 τον Δεκέμβρη και τις 65 στις 9 Ιανουαρίου του 2012.
Ο βιομήχανος μεταφέρει μέρος της παραγωγής στο εργοστάσιο του Βόλου, οι εργαζόμενοι του οποίου παρά τις συνεχείς εκκλήσεις των συναδέλφων τους από τον Ασπρόπυργο, αρνούνται να συμπαρασταθούν στον αγώνα τους. Το ίδιο συμβαίνει και με την Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στο Μέταλλο που, ο πρόεδρος της οποίας μιλά για «τυφλή σύγκρουση» και το Εργατικό Κέντρο του Ασπροπύργου, εκπρόσωποι του οποίου εμφανίζονται σπάνια στο κατειλημμένο εργοστάσιο κατά τη διάρκεια του πολύμηνου αγώνα.
Αντίθετα, η απεργία στη Χαλυβουργία, ξεσηκώνει τεράστιο κύμα αλληλεγγύης από εργαζόμενους άλλων κλάδων. Χιλιάδες ευρώ φτάνουν στο απεργιακό ταμείο, από το οποίο οι απεργοί συντηρούνται κατά τους μήνες του αγώνα τους, αλλά και τρόφιμα, ρούχα και είδη πρώτης ανάγκης.
Οι τριμερείς στο υπουργείο Εργασίας φτάνουν αρκετές φορές κοντά σε συμβιβασμό. Σε μια από αυτές, ο ιδιοκτήτης της Χαλυβουργίας, συμφωνεί να πάρει πίσω το μέτρο της 5ωρης εργασίας, αρνείται όμως να ανακαλέσει περισσότερες από 15 απολύσεις. Αρνείται ακόμα και όταν το υπουργείο Εργασίας Γιώργος Κουτρουμάνης, του υπόσχεται... επιδότηση για να πάρει πίσω τους απολυμένους.
Τους μήνες που ακολουθούν η εργοδοσία παραμένει αμετακίνητη στην αρχική της θέση. Τον Ιούνη του 2012, σχηματίζεται η κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, με πρωθυπουργό τον Αντώνη Σαμαρά και λίγες μέρες αργότερα, με τα δικαστήρια να κρίνουν την απεργία τους παράνομη, τα ΜΑΤ κάνουν την εμφάνισή τους στην πύλη του εργοστασίου.
Τα 6 μέλη της απεργιακής φρουράς συλλαμβάνονται. Λίγες ώρες αργότερα οι απεργοί συγκρούονται με τα ΜΑΤ που προσπαθούν να βάλουν στο εργοστάσιο τους απεργοσπάστες. «Ο νόμος θα εφαρμοστεί. Το δικαίωμα στην εργασία είναι ιερό» δηλώνει ο πρωθυπουργός.
Κάτω από το βάρος του 9μηνου αγώνα τους και της καταστολής, στην 21η τους συνέλευση από την κήρυξη της απεργίας και έπειτα, οι Χαλυβουργοί παίρνουν απόφαση αναστολής της απεργίας τους και επιστρέφουν στο εργοστάσιο στις 30 Ιουλίου του 2012.
Από τους 450 εργαζόμενους του εργοστασίου, το 2014 όταν και ο ιδιοκτήτης αποφάσισε να κλείσει τη μονάδα του Ασπροπύργου, είχαν μείνει μόλις 74 εργαζόμενοι.
ΠΗΓΕΣ: Ριζοσπάστης, Καθημερινή
Όποιος και αν ήταν κατά καιρούς ο νόμος για τις απεργίες, περισσότερο ή λιγότερο αυστηρός, αυτές δεν έπαψαν και πιθανότατα δεν πρόκειται και να πάψουν. Όταν άλλωστε απεργίες -και μάλιστα από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη- υπήρξαν ακόμα και την περίοδο της Κατοχής, πως να σταματήσουν τώρα; Με αφορμή το πολυνομοσχέδιο που περνά στη Βουλή και περιλαμβάνει το νόμο για τον περιορισμό των απεργιών των πρωτοβάθμιων σωματείων, το reader.gr, θυμάται τις μεταπολεμικές απεργίες που συγκλόνισαν την Ελλάδα.
Όταν οι οικοδόμοι ξήλωναν πεζοδρόμια
Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, επικαλείται «νοικοκύρεμα των ασφαλιστικών ταμείων» και με το νόμο 4104/60, αυξάνει τα ένσημα για την κατώτερη σύνταξη από 2.050 σε 4.050, κάτι που σήμαινε πως –για παράδειγμα- οι οικοδόμοι θα έβγαιναν στη σύνταξη στα 65 τους χρόνια.
Τα γιαπιά «βράζουν» την ώρα που η ηγεσία της Ομοσπονδίας των Οικοδόμων, προσπαθεί να τους καθησυχάσει μιλώντας για διάλογο με την κυβέρνηση. Τα σωματεία που διαφωνούν με τη συγκεκριμένη τακτική, προχωρούν σε συντονισμό και ξεκινούν απεργιακό αγώνα.
Την 1η Δεκεμβρίου του 1960, η αστυνομία βρίσκεται σε πρωτοφανή κινητοποίηση. Γύρω από το Εργατικό Κέντρο της πρωτεύουσας υπάρχουν μεγάλες ομάδες αστυφυλάκων. Αστυνομικά αυτοκίνητα σταθμεύουν σε όλη την περιοχή του κέντρου. Πριν ακόμα αρχίσει η συγκέντρωση, οι παρευρισκόμενοι είναι ασφυκτικά πολιορκημένοι από αστυνομικούς.
Στον χώρο τριγυρίζουν και άνθρωποι της «Συνδικαλιστικής Ασφάλειας». Αμέσως μετά τις ομιλίες και αφού ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας έχει αποδοκιμαστεί από τους χιλιάδες συγκεντρωμένους οικοδόμους, αντιπροσωπεία ξεκινά για το υπουργείο Εργασίας, ώστε να καταθέσει τα αιτήματά της. Στον δρόμο, οι αστυνομικοί επιτίθενται χτυπώντας τους απεργούς. Οι απεργοί υποχωρούν προς το Εργατικό Κέντρο, ενώ στην άσφαλτο υπάρχουν τραυματίες.
Ενώ η επίθεση συνεχίζεται εναντίον εργαζομένων που κουβαλούν τραυματίες συναδέλφους τους, οι απεργοί ανασυντάσσονται μπροστά στο ΕΚ, αποκρούουν την επόμενη επίθεση των αστυνομικών σε μάχες σώμα με σώμα, ενώ στην οδό Πειραιώς και στο ύψος της πλατείας Ωδείου, φτάνουν στρατιωτικά οχήματα που αποβιβάζουν στρατιώτες, που προχωρούν με τα όπλα προταγμένα και σε σχηματισμό μάχης.
Πέφτουν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Οι οικοδόμοι, εξοπλίζονται με ξύλα από αποθήκη της οδού Αγησιλάου, ενώ ξηλώνουν ακόμα και πλάκες από τα πεζοδρόμια για να αμυνθούν. Οι οδομαχίες, κρατούν ώρες, ενώ η αστυνομία χρησιμοποιεί για πρώτη φορά και δακρυγόνα. Στο κτήριο του ΕΚΑ φτάνει ο αστυνομικός διευθυντής Αθηνών, Ρακιτζής, που δίνει το «λόγο της τιμής του» πως δεν θα γίνουν συλλήψεις. Καμία από τις δεσμεύσεις δεν ίσχυσε. Η αστυνομία συνέλαβε 173 απεργούς ενώ υπήρχαν και 66 τραυματίες, 3 εκ των οποίων από σφαίρες.
Την αμέσως επόμενη ημέρα, 45.000 οικοδόμοι προχωρούν σε νέα απεργία και διαδήλωση που χτυπιέται και πάλι από στρατό και αστυνομία. Έντεκα χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου και μέχρι την συγκεκριμένη απεργία, υπήρχε στους εργαζόμενους διάχυτος ο φόβος για τις εργατικές κινητοποιήσεις.
Η πρώτη μεγάλη απεργία μετά την πτώση της Χούντας
Η ΛΑΡΚΟ, του βιομήχανου Μποδοσάκη, θεωρείται την εποχή εκείνη μια από τις πρώτες εταιρείες εξόρυξης σιδηρονικελίου στην Ευρώπη. Στις 27 Ιανουαρίου του 1977, 900 εργάτες της ΛΑΡΚΟ στη Λάρυμνα προχωρούν σε απεργία, με αιτήματα την αύξηση των μισθών κατά –περίπου- 20% και η βελτίωση των συνθηκών εργασίας.
Η εργοδοσία, ούτε που θέλει να ακούσει σχετικά. Στα μέσα Φλεβάρη και ενώ η απεργία μετρά 20 μέρες, προσλαμβάνει απεργοσπάστες που έρχονται καθημερινά από την Αθήνα με πούλμαν συνοδεία περιπολικών. Οι αστυνομικές δυνάμεις στην περιοχή γίνονται όλο και περισσότερες, με διπλό στόχο. Την προστασία των απεργοσπαστών και της εύρυθμης λειτουργίας του εργοστασίου και τον εκφοβισμό των απεργών.
Στις αρχές Μάρτη, ο Μποδοσάκης απολύει τρεις εργαζόμενους και με καταχώρηση σε εφημερίδες, στρέφεται κατά της απεργίας. Παράλληλα, στο τέλος του ίδιου μήνα απολύει 10 διοικητικούς υπαλλήλους και κατοίκους των χωριών της περιοχής, με αιτιολογία ότι δεν υπάρχει δουλειά λόγω της απεργίας.
Η αστυνομία έχει ενεργό ρόλο στο «χτύπημα» της απεργίας. Χτυπά τους απεργούς που προσπαθούν να έρθουν σε επαφή με τους απεργοσπάστες, ενώ στα μέσα Μαρτίου, συλλαμβάνει 15 απεργούς στο χωριό Μαρτίνο. Μεταξύ αυτών ο πρόεδρος και ο γραμματέας του σωματείου των εργαζομένων, τους οποίους η ασφάλεια πήρε από τα σπίτια τους, τα ξημερώματα.
Κυβέρνηση και εργοδοσία προσπάθησαν, να αποκλείσουν την περιοχή και τα νέα από εκεί, να μην φτάνουν ούτε στην υπόλοιπη χώρα, ούτε έξω από αυτήν. Έτσι απαγορεύτηκε η είσοδος των ανταποκριτών της σοβιετικής εφημερίδας «Πράβντα» αλλά και Σουηδών δημοσιογράφων, στη Λάρυμνα.
Παρά τα εμπόδια, η απεργία συνεχίζεται. Στις 7 Μαΐου, αρχίζουν νέες διαπραγματεύσεις μεταξύ απεργών και εργοδοσίας. Τα αιτήματα πλέον είναι η επαναπρόσληψη των απολυμένων, η αύξηση αποδοχών, η καταβολή μεροκάματων της απεργίας.
Μια εβδομάδα αργότερα, η εργοδοσία δέχεται να δώσει αυξήσεις 17% αύξηση, 15.000 δραχμές οικονομική ενίσχυση και επαναπρόσληψη των απολυμένων. Η Γενική Συνέλευση των εργαζομένων που ακολουθεί, αποφασίζει τη λύση της απεργίας έπειτα από 110 μέρες.
Απεργία στη Μαδέμ Λάκο του Μποδοσάκη
Ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη η απεργία στη ΛΑΡΚΟ, σε μια άλλη επιχείρηση του Μποδοσάκη, στα μεταλλεία της Μαδέμ Λάκο στη Χαλκιδική, ξεσπά 48ωρη απεργία από 700 μεταλλωρύχους.
Η εργοδοσία απαντά με απόλυση του προέδρου και του γενικού γραμματέα του Σωματείου των εργαζομένων. Τα αιτήμα των εργαζομένων είναι αυξήσεις στους μισθούς, ενώ στην πορεία προστίθεται και η επαναπρόσληψη των απολυμένων.
Λίγες μέρες μετά, η εργοδοσία κάνει ακόμα πέντε απολύσεις συνδικαλιστών. Στις 21 Μαρτίου και ενώ η απεργία συνεχίζεται και η εργοδοσία συνεχίζει να απολύει, η αστυνομία επιτίθεται με αύρες, γκλοπς και δακρυγόνα στους εργάτες. Ακολούθησε η σύλληψη του προέδρου και του γενικού γραμματέα του Σωματεία, αλλά και πέντε ακόμα μελών της απεργιακής επιτροπής. Απεργοί που τραυματίζονται γυρνούν προς τα χωριά τους, ενώ οι κάτοικοι χτυπούν τις καμπάνες των εκκλησιών καλώντας σε συμπαράσταση.
Επίθεση γίνεται και στα μεταλλεία της Ολυμπιάδας, που ανήκουν κι αυτά στο Μποδοσάκη. Οι απεργοί κλείνονται στις στοές για να προφυλαχθούν από την αστυνομία. Οι δυνάμεις της χωροφυλακής ξεπερνούσαν πλέον τους 1000 άνδρες και τις 18 αύρες στην περιοχή.
Στις αρχές Ιουνίου, ένας από τους λιγοστούς απεργοσπάστες, εμφανίζεται στην Αστυνομία και δηλώνει ότι κινδυνεύει η ζωή του. Λίγες μέρες αργότερα μπαίνει φωτιά σε ξύλινη αποθήκη που είχε, η οποία κάηκε μαζί με τα ζώα που υπήρχαν μέσα. Στις 5 Ιουνίου, η αστυνομία εξαπολύει νέα επίθεση, αυτή τη φορά στο Νεοχώρι, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό πολλών απεργών και τη σύλληψη 17.
Δεκαέξι απεργοί, οδηγούνται σε δίκη λίγες μέρες αργότερα. Πολιτική αγωγή, οι δικηγόροι της εταιρείας. Οκτώ αθωώνονται και σε έξι επιβάλλεται ποινή φυλάκισης 4-8 μηνών. Άνθρωποι της εταιρείας γυρνούν στα χωριά και απειλούν πότε ότι θα τους απολύσουν και πότε πως θα συλληφθούν γιατί η απεργία είναι παράνομη.
Τελικά, στις αρχές Αυγούστου, ο δικηγόρος της εταιρείας στέλνει εξώδικα σχεδόν στο σύνολο των απεργών που έμεναν σε σπίτια ιδιοκτησίας της εταιρείας, καλώντας τους να τα εγκαταλείψουν εντός τριών ημερών. Η απεργία, διαρκεί μέχρι τον Οκτώβριο συμπληρώνοντας σχεδόν 250 ημέρες, κάτω όμως από το βάρος των πιέσεων, λήγει, χωρίς να έχουν ικανοποιηθεί τα αιτήματα των εργαζομένων.
Η απεργία για το ωράριο στις τράπεζες
Το 1979, η Ελλάδα ετοιμάζεται να μπει στην ΕΟΚ. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, καλείται να πάρει μέτρα ώστε οι ελληνικές τράπεζες να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό με τους τραπεζικούς ομίλους της υπόλοιπης Ένωσης, στην οποία η Ελλάδα εντάχθηκε τον Ιανουάριο του 1981.
Τον Ιούλιο του 1979, η κυβέρνηση εξαγγέλει μέτρα που μεταβάλλουν το ωράριο εργασίας στις τράπεζες και τις ασφαλιστικές. Μέχρι τότε ήταν από τις 7:45 π.μ. ως τις 3:30 μ.μ., Δευτέρα ως Παρασκευή. Το ωράριο που σχεδιάζει η κυβέρνηση ξεκινά στις 9:00 π.μ. και τελειώνει στις 5:30 μ.μ., με μια ώρα μεσημβρινή διακοπή.
Σε ορισμένα υποκαταστήματα, προβλεπόταν η δυνατότητα να αντικατασταθεί η αργία του Σαββάτου με την αργία της Δευτέρας. Κάποιοι τραπεζοϋπάλληλοι δηλαδή να δουλεύουν το Σάββατο και να παίρνουν ρεπό την Δευτέρα. Το ωράριο θα ίσχυε από την 1η Αυγούστου του ίδιου έτους.
Εκτός από την αλλαγή του ωραρίου, η αναστολή των προσλήψεων και η εναλλαγή των αργιών, που σήμαινε πως όπου εφαρμοζόταν το προσωπικό θα ήταν μειωμένο κατά 50% σε μέρες αιχμής σήμαινε εντατικοποίηση της εργασίας.
Η απάντηση της ΟΤΟΕ, ήταν να κηρύξει απεργία διαρκείας στις 4 Ιουλίου του 1979. Η απεργία έχει μεγάλη επιτυχία και συμμετέχει σχεδόν το 95% των 30.000 τραπεοϋπαλλήλων της εποχής. Τη δεύτερη μέρα της απεργίας, μπαίνουν στη μάχη και οι περίπου 2.500 εργαζόμενοι στις ασφαλιστικές εταιρείες.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, υπουργός Συντονισμού τότε, δηλώνει πως θα πάρει μέτρα για την εύρυθμη λειτουργία των τραπεζών και πράγματι, Δικαιοσύνη, κοινωνικός αυτοματισμός και εργοδοσία... βάζουν μπροστά. Ένας μηχανολόγος καταθέτει μήνυση, λέγοντας πως η απεργία είναι παράνομη και η Εισαγγελία της Αθήνας δίνει εντολή για προκαταρκτική εξέταση. Την ίδια ώρα οι διοικήσεις των τραπεζών απειλούν με απολύσεις, κυρίως τους συμβασιούχους.
Οι απεργοί δεν κάνουν πίσω, συνεχίζουν να συμμετέχουν με μεγάλα ποσοστά στην απεργία και η κυβέρνηση περνά στο επόμενο στάδιο. Αντιμετωπίζοντας τις τράπεζες ως επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, ζητά από τις διοικήσεις να δώσουν κατάλογο ενός 20% των υπαλλήλων, ώστε να χρησιμοποιηθεί σαν απεργοσπαστικός μηχανισμός.
Επιτρέπει στις τράπεζες τη δημιουργία παράλληλου μηχανισμού εν μέσω απεργίας, με προσλήψεις συμβασιούχων και συνταξιούχων. Ταυτόχρονα, δίνει τη δυνατότητα διεκπεραίωσης σειράς τραπεζικών εργασιών μέσω αγροτικών συνεταιρισμών και ταχυδρομικών ταμιευτηρίων.
Το μέτωπο των απεργών, δεν σπάει και πάλι και η κυβέρνηση αναγκάζεται στις 11 Ιουλίου να κηρύξει πολιτική επιστράτευση. Παρόλα αυτά, μεταβάλλει τη ρύθμιση του ωραρίου. Τελικά το ωράριο που διαμορφώνεται είναι Δευτέρα έως Πέμπτη 9 π.μ. έως 3.45 μ.μ. και Παρασκευή 8.45 π.μ. έως 4.45 μ.μ.
Οι εργαζόμενοι επανέρχονται με νέα απεργία διαρκείας τον επόμενο χρόνο, όπου εκτός από το ζήτημα της αποκατάστασης του ωραρίου, ζητούν αυξήσεις 30% στους μισθούς, κατάρτιση και εφαρμογή οργανισμών, αποσυσχέτιση των αυξήσεων από την υπηρεσιακή εξέλιξη, συνδικαλιστικές ελευθερίες κ.α.
Ο τότε υπουργός Εργασίας, γνωστός γιατί προσπάθησε να απαγορεύσει την... πάλη των τάξεων, Λάσκαρης, χαρακτηρίζει τους εργαζόμενους στις τράπεζες «προνομιούχους» ενώ ισχυρίζεται ότι οι υπόλοιποι κλάδοι δέχονται την πολιτική λιτότητας που ακολουθεί η κυβέρνησή του, αδιαμαρτύρητα.
Στις 20 Φεβρουρίου η κυβέρνηση επαναφέρει το παλιό ωράριο εργασίας, του καλοκαιριού του 1979. Ωστόσο, ο κλάδος αποφασίζει να συνεχίσει την απεργία και για τα υπόλοιπα αιτήματα. Οι διοικητές των τραπεζών δίνουν εντολή στους διευθυντές να παίρνουν τηλέφωνο τους υπαλλήλους για να τους ρωτήσουν αν θα απεργήσουν, με την απειλή ότι καταρτίζουν καταστάσεις για να κάνουν απολύσεις.
Η Εισαγγελία Αθηνών, ασκεί δίωξη κατά του προεδρείου της ΟΤΟΕ, επειδή η απεργία συνεχίστηκε και μετά την παραπομπή σε διαιτησία. Έπειτα από αυτή την εξέλιξη, η απεργία που είχε ξεκινήσει στις 17 Ιανουαρίου του 1980, λήγει στις 24 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους.
Η απεργία στη ΔΕΗ και η ναυμαχία της Σφηκιάς
Στις 5 Μαΐου του 1988, ξεκινά η απεργία των εργαζομένων της ΔΕΗ, που τότε αριθμούσαν 30.000. Κύριο αίτημα, η υπογραφή ικανοποιητικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
Η ΓΕΝΟΠ κηρύσσει αρχικά τρεις 48ωρες απεργίες, όμως η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και οι υπουργοί Εργασίας Γεννηματάς και Βιομηχανίας – Ενέργειας Πεπονής, δεν δέχονται τα αιτήματά τους. Η απεργία κράτησε 15 μέρες και ενδεικτικό της συμμετοχής, ήταν πως την τελευταία ημέρα της, από τα 5.543 μεγαβάτ που ήταν η συνολική ισχύς του συστήματος, έπεσε στα 1.148.
Η διοίκηση της ΔΕΗ προσφεύγει στα δικαστήρια, ζητώντας να βγει η απεργία παράνομη. Παράλληλα τα ΜΑΤ χτυπούν απεργούς στη Θεσσαλονίκη, τραυματίζοντας ένα συνδικαλιστή και συλλαμβάνοντας άλλον ένα. «Κοινούς τρομοκράτες» χαρακτηρίζει τους απεργούς, ο περιφερειακός διευθυντής της ΔΕΗ στην περιοχή.
Στις 13 Μαΐου και ενώ η απεργία βρίσκεται σε εξέλιξη, η κυβέρνηση στέλνει τρεις διμοιρίες ΜΑΤ στα κεντρικά γραφεία της ΔΕΗ στην Αθήνα. Οι απεργοί σπάνε την «αλυσίδα» των ΜΑΤ και πραγματοποιούν κατάληψη των γραφείων. Στην 12η μέρα της απεργία, τα ποσοστά συμμετοχής παραμένουν ιδιαίτερα υψηλά. Πολλές μονάδες έχουν κλείσει, άλλες υπολειτουργούν και οι απεργοί διαμηνύουν στην κυβέρνηση πως «η συλλογική σύμβαση θα υπογραφεί, έστω και υπό το φως των κεριών».
Στις 18 Μαΐου, κόβεται το ρεύμα στα νοσοκομεία Κοζάνης και Πτολεμαΐδας. Οι απεργοί κατηγορούν την κυβέρνηση ότι προσπαθεί να συκοφαντήσει τον αγώνα τους. Αστυνομικές δυνάμεις, επεμβαίνουν σε Κοζάνη και Άρτα για να βάλουν τους απεργοσπάστες για δουλειά.
Την επόμενη μέρα, οι απεργοί σε Κοζάνη και Πτολεμαΐδα, αποφασίζουν να καταλάβουν το σταθμό της Σφηκιάς. Εκεί φτάνουν στις 3 τα ξημερώματα και προσπαθούν να ακυρώσουν την προσπάθεια της διοίκησης της ΔΕΗ, να βάλει μπροστά το σταθμό με απεργοσπάστες.
Με τα σώματά τους κλείνουν τις εξόδους του νερού από τις τουρμπίνες και τα σημεία των υπερχειλίσεων. Μπαίνουν στην τεχνητή λίμνη με πλαστική βάρκα και σκαρφαλώνουν στο φράμγμα. Έτσι επιβάλλουν τη διακοπή της λειτουργίας του σταθμού, αφού σε περίπτωση λειτουργίας, οι στρόβιλοι και μεγάλες ποσότητες νερού θα έπνιγαν τους εργαζόμενους. Η διεύθυνση του υδροηλεκτρικού σταθμού υποχρεώνεται να μη θέσει σε λειτουργία τη μονάδα.
Μέσα στη λίμνη δίνεται μάχη. Στις 2 το μεσημέρι «βατραχάνθρωποι» μπαίνουν στη βάρκα και... απαγάγουν δυο απεργούς από την έξοδο της υπερχείλισης. Αστυνομικός τραβά περίστροφο και απειλεί να πυροβολήσει απεργό. Οι ειδικές δυνάμεις προσπαθούν για αρκετή ώρα να απομακρύνουν τη βάρκα των εργαζομένων μπροστά από τις τουρμπίνες. Δένουν με σχοινιά τους απεργούς που βρίσκονται ανεβασμένοι στις δεξαμενές των υδροφόρων και τους ανεβάζουν στην επιφάνεια. Ο απολογισμός της αστυνομικής επιχείρησης, 22 συλλήψεις και 5 τραυματίες.
Η απεργία λήγει με την υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, 15 μέρες μετά την έναρξή της.
«Σταμουλοκολλάδες» και... στριπτίζ
Το 1992, η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, προσπαθεί να ιδιωτικοποιήσει τη λειτουργία και την εκμετάλλευση των λεωφορείων, υπό την εποπτεία του κράτους. Η Επιχείρηση Αστικών Συγκοινωνιών διαλύεται και τίθεται υπό εκκαθάριση. Το προσωπικό αποζημιώνεται καλείται κατά προτεραιότητα να αποκτήσει την ιδιοκτησία των λεωφορείων.
Δημιουργήθηκαν οκτώ Συγκοινωνιακές Επιχειρήσεις (ΣΕΠ) που θα λειτουργούσαν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Οργανισμού Αστικών Συγκοινωνιών, με αποκλειστικούς μετόχους τους νέους ιδιοκτήτες των λεωφορείων -κάθε ένας δικαιούχος έπαιρνε μισό λεωφορείο- οι οποίοι ήταν, κατά βάση, τέως εργαζόμενοι της τέως ΕΑΣ, και πολύτεκνοι, οι οποίοι κατέβαλαν 500.000 δρχ. ο καθένας, προκειμένου να εξασφαλίσουν την απαραίτητη άδεια.
Τους παραχωρήθηκε η χρήση των υφισταμένων λεωφορείων με την υποχρέωση να τα αντικαταστήσουν με καινούργια τελευταίας τεχνολογίας σε αριθμό και είδος σύμφωνα με τις προδιαγραφές του ΟΑΣ με δική τους δαπάνη.
Οι εργαζόμενοι της ΕΑΣ, είχαν όμως διαφορετική άποψη. Με επικεφαλής τους συνδικαλιστές, Ανδρέα Κολλά και Χρήστο Σταμούλο, που δάνεισαν το όνομά τους στο «Σταμουλοκολλάδες» που χρησιμοποιούσαν απαξιωτικά τα κυβερνητικά στελέχη, προχώρησαν σε απεργία διαρκείας.
Το κέντρο μετατρέπονταν καθημερινά σε πεδίο μάχης. Αν και επιστρατεύτηκαν, οι οδηγοί συνέχιζαν την απεργία τους, ενώ εμπόδιζαν και την κυκλοφορία των αστικών λεωφορείων. Τα περισσότερα λεωφορεία ήταν καθηλωμένα στα αμαξοστάσια, ενώ όσα επιταγμένα κινούνταν στους δρόμους έπεφταν πάνω στα μπλόκα των απεργών. Μέχρι και ΡΕΟ με οδηγούς στρατιώτες εμφανίστηκαν στους δρόμους της Αθήνας.
Οι απεργοί στέκονταν μαζικά μπροστά στα οχήματα ή ξάπλωναν στην άσφαλτο μπροστά στις ρόδες τους. Τα ΜΑΤ τους έδιωχναν κάνοντας χρήση δακρυγόνων, συλλαμβάνοντάς τους και κυνηγώντας τους. Οι συνδικαλιστές από την πλευρά τους κρύβονταν σε καταστήματα, πολυκατοικίες ακόμη και κάτω από… οχήματα!
Πολλά ήταν μάλιστα τα λεωφορεία που υπέστησαν σοβαρές φθορές, από τους (πρώην) εργαζόμενους της ΕΑΣ. Αρκετές πάντως ήταν οι φορές που αν και οι απεργοί καταγγέλθηκαν για τις φθορές αυτές τις είχαν προκαλέσει… άλλοι. Στις 25 Αυγούστου του 1992, οι απεργοί ακινητοποίησαν ένα άτομο «με ύποπτη συμπεριφορά». Βρήκαν πάνω του υπηρεσιακή ταυτότητα, με την αστυνομία να δικαιολογείται πως ο άνδρας βρισκόταν εκεί «σε διατεταγμένη υπηρεσία λόγω κινδύνου επεισοδίων». Προσποιούμενος τον απεργό της ΕΑΣ, έσπαγε παρμπρίζ λεωφορείων με πέτρες και ένας δασοπυροσβέστης του Δασαρχείου Πεντέλης…
Αποκορύφωμα των αντιδράσεων από την πλευρά των απεργών της ΕΑΣ ήταν το υποχρεωτικό... στριπτίζ 13 υποψηφίων οδηγών στην οδό Σωκράτους στις 9 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου. Οι άτυχοι άνδρες, ένας ένας πέρασαν από τα χέρια των απεργών. Στην αρχή τους ξυλοκόπησαν, στη συνέχεια τους έφτυσαν και στο τέλος τους έγδυσαν, μπροστά από το Εφετείο, το οποίο τότε βρισκόταν στην οδό Σωκράτους. Η κωμικοτραγική εικόνα συμπληρωνόταν από τους αστυνομικούς του τμήματος Ομονοίας, οι οποίοι έδιναν μια προσωρινή λύση στους γυμνούς άνδρες προσφέροντάς τους λευκά σεντόνια.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, έπεσε εξαιτίας του Σκοπιανού το 1993. Το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές του 1993 και η ΕΑΣ επανακρατικοποιήθηκε και επαναλειτούργησε μετά από 18 μήνες.
Η Απεργία των ναυτεργατών το 2002
Στο πλαίσιο πανελλαδικής πανεργατικής απεργίας για το Ασφαλιστικό, τα ναυτεργατικά σωματεία, ΠΕΜΕΝ και Στέφενσων, παίρνουν απόφαση για συμμετοχή.
Οι εφοπλιστικές Ενώσεις, προχωρούν σε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, αξιώνοντας τον χαρακτηρισμό της απεργίας, ως «παράνομη και καταχρηστική». Τη σκυτάλη παίρνει το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας που με ανακοίνωσή του προς το επιβατικό κοινό σημείωνε «Πλοία τα οποία μέχρι τις 6.00 δε θα δηλωθεί από εργαζόμενο προς τον πλοίαρχο συμμετοχή στην απεργία και στα οποία δεν τίθεται θέμα σύνθεσης ασφάλειας θα κινηθούν κανονικά»!
Ομάδες περιφρούρησης των απεργών και αλληλέγγυων, βρίσκονται από τα χαράματα στους καταπέλτες των πλοίων. Με το πρώτο φως της μέρας, το λιμάνι έχει γεμίσει με Λιμενικό και Ειδικές Δυνάμεις.
Η μάχη ξεκινά… Στο «ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΞΠΡΕΣ» οι λιμενικοί προσπαθούν να συλλάβουν τον πρόεδρο της ΠΕΜΕΝ, Γιώργο Τούσσα. Οι απεργοί δημιουργούν φράγμα και συγκρούονται με τις δυνάμεις καταστολής.
Αιφνιδιαστικά, χωρίς επιβάτες και με μισό το πλήρωμά του, λύνει κάβους το πλοίο «Ευτυχία». Ο πρόεδρος της ΠΕΜΕΝ και σήμερα ευρωβουλευτής του ΚΚΕ, Γιώργος Τούσσας κρεμιέται από τον καταπέλτη. Το πλοίο συνεχίζει να απομακρύνεται από την προβλήτα και σταματάει στην αρχή της μπούκας του λιμανιού. Ο συνδικαλιστής παραμένει εκεί κρεμασμένος επί ένα τέταρτο. Το πλοίο πλευρίζει πλωτό του Λιμενικού και βατραχάνθρωποι τον κατεβάζουν βίαια. Τον συλλαμβάνουν και τον οδηγούν στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά.
Οι Ειδικές Δυνάμεις, συνεχίζουν με επίθεση στην απεργιακή φρουρά του «ΧΑΙ ΣΠΙΝΤ 2». Εκεί συλλαμβάνεται και ο β’ γραμματέας της ΠΕΜΕΝ. Το πλοίο φεύγει χωρίς όλους τους επιβάτες και χωρίς να επιβιβάσει κανένα όχημα. Ακολουθούν το «ΕΞΠΡΕΣ ΑΠΟΛΛΩΝ» και το «ΕΞΠΡΕΣ ΠΗΓΑΣΟΣ».
Οι δυνάμεις του Λιμενικού, παρουσία του εφοπλιστή Αγούδημου, απειλούν απεργούς να αποπλεύσουν με τα πλοία. Από βεβιασμένους χειρισμούς προκαλείται βλάβη στα υδραυλικά συστήματα του καταπέλτη του «ΑΠΟΛΛΩΝ». Το πλοίο αποπλέει με τον καταπέλτη μισάνοιχτο!
Το «ΠΗΓΑΣΟΣ» αποπλέει μαζί με... ομάδα λιμενικών! Ο Γιάννης Μανουσογιαννάκης, πρόεδρος του Στέφενσων, καταγγέλλει από ντουντούκας: «Αυτή τη στιγμή ταξιδεύουν πλοία επικίνδυνα. Η απεργία δεν έσπασε. Τα πλοία έχουν φύγει κάτω από τη βία και με τη συνοδεία λιμενικών. Ο αγώνας μας κλιμακώνεται».
Στις 11 οι απεργοί με πορεία πάνε στο Κεντρικό Λιμεναρχείο, όπου ζητούν να αφεθούν ελεύθεροι οι συλληφθέντες. Λίγο πριν τις 12 οι 5 συλληφθέντες αφήνονται ελεύθεροι, αφού πρώτα ορίστηκε σε βάρος τους τακτική δικάσιμος. Η πορεία κατευθύνεται στο ΥΕΝ και στη συνέχεια κατεβαίνει στο λιμάνι για την περιφρούρηση της απεργίας.
Δεκάδες εργαζόμενοι ξυλοκοπήθηκαν άγρια από το Λιμενικό και πολλοί κατέληξαν στα Νοσοκομεία. Οι ναυτεργάτες πήραν εκ νέου απόφαση για απεργία τον Ιούνιο, η οποία έληξε μετά από παρέμβαση της κυβέρνησης Σημίτη, που προχώρησε σε πολιτική επιστράτευση των απεργών.
Ο 9μηνος αγώνας των Χαλυβουργών
Η πρώτη μεγάλη απεργία σε επιχείρηση, στα χρόνια του μνημονίου. Ο βιομήχανος Μάνεσης, με τελεσίγραφο του, το Οκτώβριο του 2011 θέτει το εκβιαστικό δίλημμα «εκ περιτροπής εργασία και μείωση του μισθού στο μισό ή απολύσεις».
Πριν καν εκπνεύσει η διορία που τους έχει δώσει για να αποφασίσουν ως τις 1 Νοεμβρίου αν θα συμφωνήσουν ή όχι με τη μείωση ωρών και μισθών, απολύει τους πρώτους 18 εργαζόμενους. Με την εκπνοή της διορίας, άλλους 16. Με σχεδόν ομόφωνη απόφασή τους, οι εργαζόμενοι της Χαλυβουργίας, προχωρούν σε απεργία. Οι απολύσεις φτάνουν τις 50 τον Δεκέμβρη και τις 65 στις 9 Ιανουαρίου του 2012.
Ο βιομήχανος μεταφέρει μέρος της παραγωγής στο εργοστάσιο του Βόλου, οι εργαζόμενοι του οποίου παρά τις συνεχείς εκκλήσεις των συναδέλφων τους από τον Ασπρόπυργο, αρνούνται να συμπαρασταθούν στον αγώνα τους. Το ίδιο συμβαίνει και με την Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στο Μέταλλο που, ο πρόεδρος της οποίας μιλά για «τυφλή σύγκρουση» και το Εργατικό Κέντρο του Ασπροπύργου, εκπρόσωποι του οποίου εμφανίζονται σπάνια στο κατειλημμένο εργοστάσιο κατά τη διάρκεια του πολύμηνου αγώνα.
Αντίθετα, η απεργία στη Χαλυβουργία, ξεσηκώνει τεράστιο κύμα αλληλεγγύης από εργαζόμενους άλλων κλάδων. Χιλιάδες ευρώ φτάνουν στο απεργιακό ταμείο, από το οποίο οι απεργοί συντηρούνται κατά τους μήνες του αγώνα τους, αλλά και τρόφιμα, ρούχα και είδη πρώτης ανάγκης.
Οι τριμερείς στο υπουργείο Εργασίας φτάνουν αρκετές φορές κοντά σε συμβιβασμό. Σε μια από αυτές, ο ιδιοκτήτης της Χαλυβουργίας, συμφωνεί να πάρει πίσω το μέτρο της 5ωρης εργασίας, αρνείται όμως να ανακαλέσει περισσότερες από 15 απολύσεις. Αρνείται ακόμα και όταν το υπουργείο Εργασίας Γιώργος Κουτρουμάνης, του υπόσχεται... επιδότηση για να πάρει πίσω τους απολυμένους.
Τους μήνες που ακολουθούν η εργοδοσία παραμένει αμετακίνητη στην αρχική της θέση. Τον Ιούνη του 2012, σχηματίζεται η κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, με πρωθυπουργό τον Αντώνη Σαμαρά και λίγες μέρες αργότερα, με τα δικαστήρια να κρίνουν την απεργία τους παράνομη, τα ΜΑΤ κάνουν την εμφάνισή τους στην πύλη του εργοστασίου.
Τα 6 μέλη της απεργιακής φρουράς συλλαμβάνονται. Λίγες ώρες αργότερα οι απεργοί συγκρούονται με τα ΜΑΤ που προσπαθούν να βάλουν στο εργοστάσιο τους απεργοσπάστες. «Ο νόμος θα εφαρμοστεί. Το δικαίωμα στην εργασία είναι ιερό» δηλώνει ο πρωθυπουργός.
Κάτω από το βάρος του 9μηνου αγώνα τους και της καταστολής, στην 21η τους συνέλευση από την κήρυξη της απεργίας και έπειτα, οι Χαλυβουργοί παίρνουν απόφαση αναστολής της απεργίας τους και επιστρέφουν στο εργοστάσιο στις 30 Ιουλίου του 2012.
Από τους 450 εργαζόμενους του εργοστασίου, το 2014 όταν και ο ιδιοκτήτης αποφάσισε να κλείσει τη μονάδα του Ασπροπύργου, είχαν μείνει μόλις 74 εργαζόμενοι.
ΠΗΓΕΣ: Ριζοσπάστης, Καθημερινή
Πρόσφατα,
το υπουργείο Εργασίας, πέρασε νόμο με τον οποίο περιορίζει το δικαίωμα
της απεργίας, αυστηροποιώντας τους όρους κήρυξής της από τα πρωτοβάθμια
σωματεία. Παλιότερα ήταν ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης, της κυβέρνησης της
Νέας Δημοκρατίας που προκάλεσε μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις με τον
περιβόητο αντισυνδικαλιστικό εργατικό νόμο 330 με τον οποίο διατεινόταν
πως θα καταργήσει την... ταξική πάλη. Αργότερα, το 1983, με το άρθρο 4, ο
Γεράσιμος Αρσένης προσπάθησε να επιβάλλει αντίστοιχα σκληρές
προϋποθέσεις για την κήρυξη απεργίας. Ο νόμος του, που προέβλεπε ότι
απόφαση για απεργία σε πρωτοβάθμια σωματεία παίρνεται με την ψήφο του
50%+1 των παρευρισκομένων, ψηφίστηκε μεν, δεν εφαρμόστηκε ποτέ δε.
Όποιος και αν ήταν κατά καιρούς ο νόμος για τις απεργίες, περισσότερο ή λιγότερο αυστηρός, αυτές δεν έπαψαν και πιθανότατα δεν πρόκειται και να πάψουν. Όταν άλλωστε απεργίες -και μάλιστα από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη- υπήρξαν ακόμα και την περίοδο της Κατοχής, πως να σταματήσουν τώρα; Με αφορμή το πολυνομοσχέδιο που περνά στη Βουλή και περιλαμβάνει το νόμο για τον περιορισμό των απεργιών των πρωτοβάθμιων σωματείων, το reader.gr, θυμάται τις μεταπολεμικές απεργίες που συγκλόνισαν την Ελλάδα.
Όταν οι οικοδόμοι ξήλωναν πεζοδρόμια
Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, επικαλείται «νοικοκύρεμα των ασφαλιστικών ταμείων» και με το νόμο 4104/60, αυξάνει τα ένσημα για την κατώτερη σύνταξη από 2.050 σε 4.050, κάτι που σήμαινε πως –για παράδειγμα- οι οικοδόμοι θα έβγαιναν στη σύνταξη στα 65 τους χρόνια.
Τα γιαπιά «βράζουν» την ώρα που η ηγεσία της Ομοσπονδίας των Οικοδόμων, προσπαθεί να τους καθησυχάσει μιλώντας για διάλογο με την κυβέρνηση. Τα σωματεία που διαφωνούν με τη συγκεκριμένη τακτική, προχωρούν σε συντονισμό και ξεκινούν απεργιακό αγώνα.
Την 1η Δεκεμβρίου του 1960, η αστυνομία βρίσκεται σε πρωτοφανή κινητοποίηση. Γύρω από το Εργατικό Κέντρο της πρωτεύουσας υπάρχουν μεγάλες ομάδες αστυφυλάκων. Αστυνομικά αυτοκίνητα σταθμεύουν σε όλη την περιοχή του κέντρου. Πριν ακόμα αρχίσει η συγκέντρωση, οι παρευρισκόμενοι είναι ασφυκτικά πολιορκημένοι από αστυνομικούς.
Στον χώρο τριγυρίζουν και άνθρωποι της «Συνδικαλιστικής Ασφάλειας». Αμέσως μετά τις ομιλίες και αφού ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας έχει αποδοκιμαστεί από τους χιλιάδες συγκεντρωμένους οικοδόμους, αντιπροσωπεία ξεκινά για το υπουργείο Εργασίας, ώστε να καταθέσει τα αιτήματά της. Στον δρόμο, οι αστυνομικοί επιτίθενται χτυπώντας τους απεργούς. Οι απεργοί υποχωρούν προς το Εργατικό Κέντρο, ενώ στην άσφαλτο υπάρχουν τραυματίες.
Ενώ η επίθεση συνεχίζεται εναντίον εργαζομένων που κουβαλούν τραυματίες συναδέλφους τους, οι απεργοί ανασυντάσσονται μπροστά στο ΕΚ, αποκρούουν την επόμενη επίθεση των αστυνομικών σε μάχες σώμα με σώμα, ενώ στην οδό Πειραιώς και στο ύψος της πλατείας Ωδείου, φτάνουν στρατιωτικά οχήματα που αποβιβάζουν στρατιώτες, που προχωρούν με τα όπλα προταγμένα και σε σχηματισμό μάχης.
Πέφτουν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Οι οικοδόμοι, εξοπλίζονται με ξύλα από αποθήκη της οδού Αγησιλάου, ενώ ξηλώνουν ακόμα και πλάκες από τα πεζοδρόμια για να αμυνθούν. Οι οδομαχίες, κρατούν ώρες, ενώ η αστυνομία χρησιμοποιεί για πρώτη φορά και δακρυγόνα. Στο κτήριο του ΕΚΑ φτάνει ο αστυνομικός διευθυντής Αθηνών, Ρακιτζής, που δίνει το «λόγο της τιμής του» πως δεν θα γίνουν συλλήψεις. Καμία από τις δεσμεύσεις δεν ίσχυσε. Η αστυνομία συνέλαβε 173 απεργούς ενώ υπήρχαν και 66 τραυματίες, 3 εκ των οποίων από σφαίρες.
Την αμέσως επόμενη ημέρα, 45.000 οικοδόμοι προχωρούν σε νέα απεργία και διαδήλωση που χτυπιέται και πάλι από στρατό και αστυνομία. Έντεκα χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου και μέχρι την συγκεκριμένη απεργία, υπήρχε στους εργαζόμενους διάχυτος ο φόβος για τις εργατικές κινητοποιήσεις.
Η πρώτη μεγάλη απεργία μετά την πτώση της Χούντας
Η ΛΑΡΚΟ, του βιομήχανου Μποδοσάκη, θεωρείται την εποχή εκείνη μια από τις πρώτες εταιρείες εξόρυξης σιδηρονικελίου στην Ευρώπη. Στις 27 Ιανουαρίου του 1977, 900 εργάτες της ΛΑΡΚΟ στη Λάρυμνα προχωρούν σε απεργία, με αιτήματα την αύξηση των μισθών κατά –περίπου- 20% και η βελτίωση των συνθηκών εργασίας.
Η εργοδοσία, ούτε που θέλει να ακούσει σχετικά. Στα μέσα Φλεβάρη και ενώ η απεργία μετρά 20 μέρες, προσλαμβάνει απεργοσπάστες που έρχονται καθημερινά από την Αθήνα με πούλμαν συνοδεία περιπολικών. Οι αστυνομικές δυνάμεις στην περιοχή γίνονται όλο και περισσότερες, με διπλό στόχο. Την προστασία των απεργοσπαστών και της εύρυθμης λειτουργίας του εργοστασίου και τον εκφοβισμό των απεργών.
Στις αρχές Μάρτη, ο Μποδοσάκης απολύει τρεις εργαζόμενους και με καταχώρηση σε εφημερίδες, στρέφεται κατά της απεργίας. Παράλληλα, στο τέλος του ίδιου μήνα απολύει 10 διοικητικούς υπαλλήλους και κατοίκους των χωριών της περιοχής, με αιτιολογία ότι δεν υπάρχει δουλειά λόγω της απεργίας.
Η αστυνομία έχει ενεργό ρόλο στο «χτύπημα» της απεργίας. Χτυπά τους απεργούς που προσπαθούν να έρθουν σε επαφή με τους απεργοσπάστες, ενώ στα μέσα Μαρτίου, συλλαμβάνει 15 απεργούς στο χωριό Μαρτίνο. Μεταξύ αυτών ο πρόεδρος και ο γραμματέας του σωματείου των εργαζομένων, τους οποίους η ασφάλεια πήρε από τα σπίτια τους, τα ξημερώματα.
Κυβέρνηση και εργοδοσία προσπάθησαν, να αποκλείσουν την περιοχή και τα νέα από εκεί, να μην φτάνουν ούτε στην υπόλοιπη χώρα, ούτε έξω από αυτήν. Έτσι απαγορεύτηκε η είσοδος των ανταποκριτών της σοβιετικής εφημερίδας «Πράβντα» αλλά και Σουηδών δημοσιογράφων, στη Λάρυμνα.
Παρά τα εμπόδια, η απεργία συνεχίζεται. Στις 7 Μαΐου, αρχίζουν νέες διαπραγματεύσεις μεταξύ απεργών και εργοδοσίας. Τα αιτήματα πλέον είναι η επαναπρόσληψη των απολυμένων, η αύξηση αποδοχών, η καταβολή μεροκάματων της απεργίας.
Μια εβδομάδα αργότερα, η εργοδοσία δέχεται να δώσει αυξήσεις 17% αύξηση, 15.000 δραχμές οικονομική ενίσχυση και επαναπρόσληψη των απολυμένων. Η Γενική Συνέλευση των εργαζομένων που ακολουθεί, αποφασίζει τη λύση της απεργίας έπειτα από 110 μέρες.
Απεργία στη Μαδέμ Λάκο του Μποδοσάκη
Ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη η απεργία στη ΛΑΡΚΟ, σε μια άλλη επιχείρηση του Μποδοσάκη, στα μεταλλεία της Μαδέμ Λάκο στη Χαλκιδική, ξεσπά 48ωρη απεργία από 700 μεταλλωρύχους.
Η εργοδοσία απαντά με απόλυση του προέδρου και του γενικού γραμματέα του Σωματείου των εργαζομένων. Τα αιτήμα των εργαζομένων είναι αυξήσεις στους μισθούς, ενώ στην πορεία προστίθεται και η επαναπρόσληψη των απολυμένων.
Λίγες μέρες μετά, η εργοδοσία κάνει ακόμα πέντε απολύσεις συνδικαλιστών. Στις 21 Μαρτίου και ενώ η απεργία συνεχίζεται και η εργοδοσία συνεχίζει να απολύει, η αστυνομία επιτίθεται με αύρες, γκλοπς και δακρυγόνα στους εργάτες. Ακολούθησε η σύλληψη του προέδρου και του γενικού γραμματέα του Σωματεία, αλλά και πέντε ακόμα μελών της απεργιακής επιτροπής. Απεργοί που τραυματίζονται γυρνούν προς τα χωριά τους, ενώ οι κάτοικοι χτυπούν τις καμπάνες των εκκλησιών καλώντας σε συμπαράσταση.
Επίθεση γίνεται και στα μεταλλεία της Ολυμπιάδας, που ανήκουν κι αυτά στο Μποδοσάκη. Οι απεργοί κλείνονται στις στοές για να προφυλαχθούν από την αστυνομία. Οι δυνάμεις της χωροφυλακής ξεπερνούσαν πλέον τους 1000 άνδρες και τις 18 αύρες στην περιοχή.
Στις αρχές Ιουνίου, ένας από τους λιγοστούς απεργοσπάστες, εμφανίζεται στην Αστυνομία και δηλώνει ότι κινδυνεύει η ζωή του. Λίγες μέρες αργότερα μπαίνει φωτιά σε ξύλινη αποθήκη που είχε, η οποία κάηκε μαζί με τα ζώα που υπήρχαν μέσα. Στις 5 Ιουνίου, η αστυνομία εξαπολύει νέα επίθεση, αυτή τη φορά στο Νεοχώρι, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό πολλών απεργών και τη σύλληψη 17.
Δεκαέξι απεργοί, οδηγούνται σε δίκη λίγες μέρες αργότερα. Πολιτική αγωγή, οι δικηγόροι της εταιρείας. Οκτώ αθωώνονται και σε έξι επιβάλλεται ποινή φυλάκισης 4-8 μηνών. Άνθρωποι της εταιρείας γυρνούν στα χωριά και απειλούν πότε ότι θα τους απολύσουν και πότε πως θα συλληφθούν γιατί η απεργία είναι παράνομη.
Τελικά, στις αρχές Αυγούστου, ο δικηγόρος της εταιρείας στέλνει εξώδικα σχεδόν στο σύνολο των απεργών που έμεναν σε σπίτια ιδιοκτησίας της εταιρείας, καλώντας τους να τα εγκαταλείψουν εντός τριών ημερών. Η απεργία, διαρκεί μέχρι τον Οκτώβριο συμπληρώνοντας σχεδόν 250 ημέρες, κάτω όμως από το βάρος των πιέσεων, λήγει, χωρίς να έχουν ικανοποιηθεί τα αιτήματα των εργαζομένων.
Η απεργία για το ωράριο στις τράπεζες
Το 1979, η Ελλάδα ετοιμάζεται να μπει στην ΕΟΚ. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, καλείται να πάρει μέτρα ώστε οι ελληνικές τράπεζες να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό με τους τραπεζικούς ομίλους της υπόλοιπης Ένωσης, στην οποία η Ελλάδα εντάχθηκε τον Ιανουάριο του 1981.
Τον Ιούλιο του 1979, η κυβέρνηση εξαγγέλει μέτρα που μεταβάλλουν το ωράριο εργασίας στις τράπεζες και τις ασφαλιστικές. Μέχρι τότε ήταν από τις 7:45 π.μ. ως τις 3:30 μ.μ., Δευτέρα ως Παρασκευή. Το ωράριο που σχεδιάζει η κυβέρνηση ξεκινά στις 9:00 π.μ. και τελειώνει στις 5:30 μ.μ., με μια ώρα μεσημβρινή διακοπή.
Σε ορισμένα υποκαταστήματα, προβλεπόταν η δυνατότητα να αντικατασταθεί η αργία του Σαββάτου με την αργία της Δευτέρας. Κάποιοι τραπεζοϋπάλληλοι δηλαδή να δουλεύουν το Σάββατο και να παίρνουν ρεπό την Δευτέρα. Το ωράριο θα ίσχυε από την 1η Αυγούστου του ίδιου έτους.
Εκτός από την αλλαγή του ωραρίου, η αναστολή των προσλήψεων και η εναλλαγή των αργιών, που σήμαινε πως όπου εφαρμοζόταν το προσωπικό θα ήταν μειωμένο κατά 50% σε μέρες αιχμής σήμαινε εντατικοποίηση της εργασίας.
Η απάντηση της ΟΤΟΕ, ήταν να κηρύξει απεργία διαρκείας στις 4 Ιουλίου του 1979. Η απεργία έχει μεγάλη επιτυχία και συμμετέχει σχεδόν το 95% των 30.000 τραπεοϋπαλλήλων της εποχής. Τη δεύτερη μέρα της απεργίας, μπαίνουν στη μάχη και οι περίπου 2.500 εργαζόμενοι στις ασφαλιστικές εταιρείες.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, υπουργός Συντονισμού τότε, δηλώνει πως θα πάρει μέτρα για την εύρυθμη λειτουργία των τραπεζών και πράγματι, Δικαιοσύνη, κοινωνικός αυτοματισμός και εργοδοσία... βάζουν μπροστά. Ένας μηχανολόγος καταθέτει μήνυση, λέγοντας πως η απεργία είναι παράνομη και η Εισαγγελία της Αθήνας δίνει εντολή για προκαταρκτική εξέταση. Την ίδια ώρα οι διοικήσεις των τραπεζών απειλούν με απολύσεις, κυρίως τους συμβασιούχους.
Οι απεργοί δεν κάνουν πίσω, συνεχίζουν να συμμετέχουν με μεγάλα ποσοστά στην απεργία και η κυβέρνηση περνά στο επόμενο στάδιο. Αντιμετωπίζοντας τις τράπεζες ως επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, ζητά από τις διοικήσεις να δώσουν κατάλογο ενός 20% των υπαλλήλων, ώστε να χρησιμοποιηθεί σαν απεργοσπαστικός μηχανισμός.
Επιτρέπει στις τράπεζες τη δημιουργία παράλληλου μηχανισμού εν μέσω απεργίας, με προσλήψεις συμβασιούχων και συνταξιούχων. Ταυτόχρονα, δίνει τη δυνατότητα διεκπεραίωσης σειράς τραπεζικών εργασιών μέσω αγροτικών συνεταιρισμών και ταχυδρομικών ταμιευτηρίων.
Το μέτωπο των απεργών, δεν σπάει και πάλι και η κυβέρνηση αναγκάζεται στις 11 Ιουλίου να κηρύξει πολιτική επιστράτευση. Παρόλα αυτά, μεταβάλλει τη ρύθμιση του ωραρίου. Τελικά το ωράριο που διαμορφώνεται είναι Δευτέρα έως Πέμπτη 9 π.μ. έως 3.45 μ.μ. και Παρασκευή 8.45 π.μ. έως 4.45 μ.μ.
Οι εργαζόμενοι επανέρχονται με νέα απεργία διαρκείας τον επόμενο χρόνο, όπου εκτός από το ζήτημα της αποκατάστασης του ωραρίου, ζητούν αυξήσεις 30% στους μισθούς, κατάρτιση και εφαρμογή οργανισμών, αποσυσχέτιση των αυξήσεων από την υπηρεσιακή εξέλιξη, συνδικαλιστικές ελευθερίες κ.α.
Ο τότε υπουργός Εργασίας, γνωστός γιατί προσπάθησε να απαγορεύσει την... πάλη των τάξεων, Λάσκαρης, χαρακτηρίζει τους εργαζόμενους στις τράπεζες «προνομιούχους» ενώ ισχυρίζεται ότι οι υπόλοιποι κλάδοι δέχονται την πολιτική λιτότητας που ακολουθεί η κυβέρνησή του, αδιαμαρτύρητα.
Στις 20 Φεβρουρίου η κυβέρνηση επαναφέρει το παλιό ωράριο εργασίας, του καλοκαιριού του 1979. Ωστόσο, ο κλάδος αποφασίζει να συνεχίσει την απεργία και για τα υπόλοιπα αιτήματα. Οι διοικητές των τραπεζών δίνουν εντολή στους διευθυντές να παίρνουν τηλέφωνο τους υπαλλήλους για να τους ρωτήσουν αν θα απεργήσουν, με την απειλή ότι καταρτίζουν καταστάσεις για να κάνουν απολύσεις.
Η Εισαγγελία Αθηνών, ασκεί δίωξη κατά του προεδρείου της ΟΤΟΕ, επειδή η απεργία συνεχίστηκε και μετά την παραπομπή σε διαιτησία. Έπειτα από αυτή την εξέλιξη, η απεργία που είχε ξεκινήσει στις 17 Ιανουαρίου του 1980, λήγει στις 24 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους.
Η απεργία στη ΔΕΗ και η ναυμαχία της Σφηκιάς
Στις 5 Μαΐου του 1988, ξεκινά η απεργία των εργαζομένων της ΔΕΗ, που τότε αριθμούσαν 30.000. Κύριο αίτημα, η υπογραφή ικανοποιητικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
Η ΓΕΝΟΠ κηρύσσει αρχικά τρεις 48ωρες απεργίες, όμως η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και οι υπουργοί Εργασίας Γεννηματάς και Βιομηχανίας – Ενέργειας Πεπονής, δεν δέχονται τα αιτήματά τους. Η απεργία κράτησε 15 μέρες και ενδεικτικό της συμμετοχής, ήταν πως την τελευταία ημέρα της, από τα 5.543 μεγαβάτ που ήταν η συνολική ισχύς του συστήματος, έπεσε στα 1.148.
Η διοίκηση της ΔΕΗ προσφεύγει στα δικαστήρια, ζητώντας να βγει η απεργία παράνομη. Παράλληλα τα ΜΑΤ χτυπούν απεργούς στη Θεσσαλονίκη, τραυματίζοντας ένα συνδικαλιστή και συλλαμβάνοντας άλλον ένα. «Κοινούς τρομοκράτες» χαρακτηρίζει τους απεργούς, ο περιφερειακός διευθυντής της ΔΕΗ στην περιοχή.
Στις 13 Μαΐου και ενώ η απεργία βρίσκεται σε εξέλιξη, η κυβέρνηση στέλνει τρεις διμοιρίες ΜΑΤ στα κεντρικά γραφεία της ΔΕΗ στην Αθήνα. Οι απεργοί σπάνε την «αλυσίδα» των ΜΑΤ και πραγματοποιούν κατάληψη των γραφείων. Στην 12η μέρα της απεργία, τα ποσοστά συμμετοχής παραμένουν ιδιαίτερα υψηλά. Πολλές μονάδες έχουν κλείσει, άλλες υπολειτουργούν και οι απεργοί διαμηνύουν στην κυβέρνηση πως «η συλλογική σύμβαση θα υπογραφεί, έστω και υπό το φως των κεριών».
Στις 18 Μαΐου, κόβεται το ρεύμα στα νοσοκομεία Κοζάνης και Πτολεμαΐδας. Οι απεργοί κατηγορούν την κυβέρνηση ότι προσπαθεί να συκοφαντήσει τον αγώνα τους. Αστυνομικές δυνάμεις, επεμβαίνουν σε Κοζάνη και Άρτα για να βάλουν τους απεργοσπάστες για δουλειά.
Την επόμενη μέρα, οι απεργοί σε Κοζάνη και Πτολεμαΐδα, αποφασίζουν να καταλάβουν το σταθμό της Σφηκιάς. Εκεί φτάνουν στις 3 τα ξημερώματα και προσπαθούν να ακυρώσουν την προσπάθεια της διοίκησης της ΔΕΗ, να βάλει μπροστά το σταθμό με απεργοσπάστες.
Με τα σώματά τους κλείνουν τις εξόδους του νερού από τις τουρμπίνες και τα σημεία των υπερχειλίσεων. Μπαίνουν στην τεχνητή λίμνη με πλαστική βάρκα και σκαρφαλώνουν στο φράμγμα. Έτσι επιβάλλουν τη διακοπή της λειτουργίας του σταθμού, αφού σε περίπτωση λειτουργίας, οι στρόβιλοι και μεγάλες ποσότητες νερού θα έπνιγαν τους εργαζόμενους. Η διεύθυνση του υδροηλεκτρικού σταθμού υποχρεώνεται να μη θέσει σε λειτουργία τη μονάδα.
Μέσα στη λίμνη δίνεται μάχη. Στις 2 το μεσημέρι «βατραχάνθρωποι» μπαίνουν στη βάρκα και... απαγάγουν δυο απεργούς από την έξοδο της υπερχείλισης. Αστυνομικός τραβά περίστροφο και απειλεί να πυροβολήσει απεργό. Οι ειδικές δυνάμεις προσπαθούν για αρκετή ώρα να απομακρύνουν τη βάρκα των εργαζομένων μπροστά από τις τουρμπίνες. Δένουν με σχοινιά τους απεργούς που βρίσκονται ανεβασμένοι στις δεξαμενές των υδροφόρων και τους ανεβάζουν στην επιφάνεια. Ο απολογισμός της αστυνομικής επιχείρησης, 22 συλλήψεις και 5 τραυματίες.
Η απεργία λήγει με την υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, 15 μέρες μετά την έναρξή της.
«Σταμουλοκολλάδες» και... στριπτίζ
Το 1992, η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, προσπαθεί να ιδιωτικοποιήσει τη λειτουργία και την εκμετάλλευση των λεωφορείων, υπό την εποπτεία του κράτους. Η Επιχείρηση Αστικών Συγκοινωνιών διαλύεται και τίθεται υπό εκκαθάριση. Το προσωπικό αποζημιώνεται καλείται κατά προτεραιότητα να αποκτήσει την ιδιοκτησία των λεωφορείων.
Δημιουργήθηκαν οκτώ Συγκοινωνιακές Επιχειρήσεις (ΣΕΠ) που θα λειτουργούσαν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Οργανισμού Αστικών Συγκοινωνιών, με αποκλειστικούς μετόχους τους νέους ιδιοκτήτες των λεωφορείων -κάθε ένας δικαιούχος έπαιρνε μισό λεωφορείο- οι οποίοι ήταν, κατά βάση, τέως εργαζόμενοι της τέως ΕΑΣ, και πολύτεκνοι, οι οποίοι κατέβαλαν 500.000 δρχ. ο καθένας, προκειμένου να εξασφαλίσουν την απαραίτητη άδεια.
Τους παραχωρήθηκε η χρήση των υφισταμένων λεωφορείων με την υποχρέωση να τα αντικαταστήσουν με καινούργια τελευταίας τεχνολογίας σε αριθμό και είδος σύμφωνα με τις προδιαγραφές του ΟΑΣ με δική τους δαπάνη.
Οι εργαζόμενοι της ΕΑΣ, είχαν όμως διαφορετική άποψη. Με επικεφαλής τους συνδικαλιστές, Ανδρέα Κολλά και Χρήστο Σταμούλο, που δάνεισαν το όνομά τους στο «Σταμουλοκολλάδες» που χρησιμοποιούσαν απαξιωτικά τα κυβερνητικά στελέχη, προχώρησαν σε απεργία διαρκείας.
Το κέντρο μετατρέπονταν καθημερινά σε πεδίο μάχης. Αν και επιστρατεύτηκαν, οι οδηγοί συνέχιζαν την απεργία τους, ενώ εμπόδιζαν και την κυκλοφορία των αστικών λεωφορείων. Τα περισσότερα λεωφορεία ήταν καθηλωμένα στα αμαξοστάσια, ενώ όσα επιταγμένα κινούνταν στους δρόμους έπεφταν πάνω στα μπλόκα των απεργών. Μέχρι και ΡΕΟ με οδηγούς στρατιώτες εμφανίστηκαν στους δρόμους της Αθήνας.
Οι απεργοί στέκονταν μαζικά μπροστά στα οχήματα ή ξάπλωναν στην άσφαλτο μπροστά στις ρόδες τους. Τα ΜΑΤ τους έδιωχναν κάνοντας χρήση δακρυγόνων, συλλαμβάνοντάς τους και κυνηγώντας τους. Οι συνδικαλιστές από την πλευρά τους κρύβονταν σε καταστήματα, πολυκατοικίες ακόμη και κάτω από… οχήματα!
Πολλά ήταν μάλιστα τα λεωφορεία που υπέστησαν σοβαρές φθορές, από τους (πρώην) εργαζόμενους της ΕΑΣ. Αρκετές πάντως ήταν οι φορές που αν και οι απεργοί καταγγέλθηκαν για τις φθορές αυτές τις είχαν προκαλέσει… άλλοι. Στις 25 Αυγούστου του 1992, οι απεργοί ακινητοποίησαν ένα άτομο «με ύποπτη συμπεριφορά». Βρήκαν πάνω του υπηρεσιακή ταυτότητα, με την αστυνομία να δικαιολογείται πως ο άνδρας βρισκόταν εκεί «σε διατεταγμένη υπηρεσία λόγω κινδύνου επεισοδίων». Προσποιούμενος τον απεργό της ΕΑΣ, έσπαγε παρμπρίζ λεωφορείων με πέτρες και ένας δασοπυροσβέστης του Δασαρχείου Πεντέλης…
Αποκορύφωμα των αντιδράσεων από την πλευρά των απεργών της ΕΑΣ ήταν το υποχρεωτικό... στριπτίζ 13 υποψηφίων οδηγών στην οδό Σωκράτους στις 9 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου. Οι άτυχοι άνδρες, ένας ένας πέρασαν από τα χέρια των απεργών. Στην αρχή τους ξυλοκόπησαν, στη συνέχεια τους έφτυσαν και στο τέλος τους έγδυσαν, μπροστά από το Εφετείο, το οποίο τότε βρισκόταν στην οδό Σωκράτους. Η κωμικοτραγική εικόνα συμπληρωνόταν από τους αστυνομικούς του τμήματος Ομονοίας, οι οποίοι έδιναν μια προσωρινή λύση στους γυμνούς άνδρες προσφέροντάς τους λευκά σεντόνια.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, έπεσε εξαιτίας του Σκοπιανού το 1993. Το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές του 1993 και η ΕΑΣ επανακρατικοποιήθηκε και επαναλειτούργησε μετά από 18 μήνες.
Η Απεργία των ναυτεργατών το 2002
Στο πλαίσιο πανελλαδικής πανεργατικής απεργίας για το Ασφαλιστικό, τα ναυτεργατικά σωματεία, ΠΕΜΕΝ και Στέφενσων, παίρνουν απόφαση για συμμετοχή.
Οι εφοπλιστικές Ενώσεις, προχωρούν σε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, αξιώνοντας τον χαρακτηρισμό της απεργίας, ως «παράνομη και καταχρηστική». Τη σκυτάλη παίρνει το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας που με ανακοίνωσή του προς το επιβατικό κοινό σημείωνε «Πλοία τα οποία μέχρι τις 6.00 δε θα δηλωθεί από εργαζόμενο προς τον πλοίαρχο συμμετοχή στην απεργία και στα οποία δεν τίθεται θέμα σύνθεσης ασφάλειας θα κινηθούν κανονικά»!
Ομάδες περιφρούρησης των απεργών και αλληλέγγυων, βρίσκονται από τα χαράματα στους καταπέλτες των πλοίων. Με το πρώτο φως της μέρας, το λιμάνι έχει γεμίσει με Λιμενικό και Ειδικές Δυνάμεις.
Η μάχη ξεκινά… Στο «ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΞΠΡΕΣ» οι λιμενικοί προσπαθούν να συλλάβουν τον πρόεδρο της ΠΕΜΕΝ, Γιώργο Τούσσα. Οι απεργοί δημιουργούν φράγμα και συγκρούονται με τις δυνάμεις καταστολής.
Αιφνιδιαστικά, χωρίς επιβάτες και με μισό το πλήρωμά του, λύνει κάβους το πλοίο «Ευτυχία». Ο πρόεδρος της ΠΕΜΕΝ και σήμερα ευρωβουλευτής του ΚΚΕ, Γιώργος Τούσσας κρεμιέται από τον καταπέλτη. Το πλοίο συνεχίζει να απομακρύνεται από την προβλήτα και σταματάει στην αρχή της μπούκας του λιμανιού. Ο συνδικαλιστής παραμένει εκεί κρεμασμένος επί ένα τέταρτο. Το πλοίο πλευρίζει πλωτό του Λιμενικού και βατραχάνθρωποι τον κατεβάζουν βίαια. Τον συλλαμβάνουν και τον οδηγούν στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά.
Οι Ειδικές Δυνάμεις, συνεχίζουν με επίθεση στην απεργιακή φρουρά του «ΧΑΙ ΣΠΙΝΤ 2». Εκεί συλλαμβάνεται και ο β’ γραμματέας της ΠΕΜΕΝ. Το πλοίο φεύγει χωρίς όλους τους επιβάτες και χωρίς να επιβιβάσει κανένα όχημα. Ακολουθούν το «ΕΞΠΡΕΣ ΑΠΟΛΛΩΝ» και το «ΕΞΠΡΕΣ ΠΗΓΑΣΟΣ».
Οι δυνάμεις του Λιμενικού, παρουσία του εφοπλιστή Αγούδημου, απειλούν απεργούς να αποπλεύσουν με τα πλοία. Από βεβιασμένους χειρισμούς προκαλείται βλάβη στα υδραυλικά συστήματα του καταπέλτη του «ΑΠΟΛΛΩΝ». Το πλοίο αποπλέει με τον καταπέλτη μισάνοιχτο!
Το «ΠΗΓΑΣΟΣ» αποπλέει μαζί με... ομάδα λιμενικών! Ο Γιάννης Μανουσογιαννάκης, πρόεδρος του Στέφενσων, καταγγέλλει από ντουντούκας: «Αυτή τη στιγμή ταξιδεύουν πλοία επικίνδυνα. Η απεργία δεν έσπασε. Τα πλοία έχουν φύγει κάτω από τη βία και με τη συνοδεία λιμενικών. Ο αγώνας μας κλιμακώνεται».
Στις 11 οι απεργοί με πορεία πάνε στο Κεντρικό Λιμεναρχείο, όπου ζητούν να αφεθούν ελεύθεροι οι συλληφθέντες. Λίγο πριν τις 12 οι 5 συλληφθέντες αφήνονται ελεύθεροι, αφού πρώτα ορίστηκε σε βάρος τους τακτική δικάσιμος. Η πορεία κατευθύνεται στο ΥΕΝ και στη συνέχεια κατεβαίνει στο λιμάνι για την περιφρούρηση της απεργίας.
Δεκάδες εργαζόμενοι ξυλοκοπήθηκαν άγρια από το Λιμενικό και πολλοί κατέληξαν στα Νοσοκομεία. Οι ναυτεργάτες πήραν εκ νέου απόφαση για απεργία τον Ιούνιο, η οποία έληξε μετά από παρέμβαση της κυβέρνησης Σημίτη, που προχώρησε σε πολιτική επιστράτευση των απεργών.
Ο 9μηνος αγώνας των Χαλυβουργών
Η πρώτη μεγάλη απεργία σε επιχείρηση, στα χρόνια του μνημονίου. Ο βιομήχανος Μάνεσης, με τελεσίγραφο του, το Οκτώβριο του 2011 θέτει το εκβιαστικό δίλημμα «εκ περιτροπής εργασία και μείωση του μισθού στο μισό ή απολύσεις».
Πριν καν εκπνεύσει η διορία που τους έχει δώσει για να αποφασίσουν ως τις 1 Νοεμβρίου αν θα συμφωνήσουν ή όχι με τη μείωση ωρών και μισθών, απολύει τους πρώτους 18 εργαζόμενους. Με την εκπνοή της διορίας, άλλους 16. Με σχεδόν ομόφωνη απόφασή τους, οι εργαζόμενοι της Χαλυβουργίας, προχωρούν σε απεργία. Οι απολύσεις φτάνουν τις 50 τον Δεκέμβρη και τις 65 στις 9 Ιανουαρίου του 2012.
Ο βιομήχανος μεταφέρει μέρος της παραγωγής στο εργοστάσιο του Βόλου, οι εργαζόμενοι του οποίου παρά τις συνεχείς εκκλήσεις των συναδέλφων τους από τον Ασπρόπυργο, αρνούνται να συμπαρασταθούν στον αγώνα τους. Το ίδιο συμβαίνει και με την Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στο Μέταλλο που, ο πρόεδρος της οποίας μιλά για «τυφλή σύγκρουση» και το Εργατικό Κέντρο του Ασπροπύργου, εκπρόσωποι του οποίου εμφανίζονται σπάνια στο κατειλημμένο εργοστάσιο κατά τη διάρκεια του πολύμηνου αγώνα.
Αντίθετα, η απεργία στη Χαλυβουργία, ξεσηκώνει τεράστιο κύμα αλληλεγγύης από εργαζόμενους άλλων κλάδων. Χιλιάδες ευρώ φτάνουν στο απεργιακό ταμείο, από το οποίο οι απεργοί συντηρούνται κατά τους μήνες του αγώνα τους, αλλά και τρόφιμα, ρούχα και είδη πρώτης ανάγκης.
Οι τριμερείς στο υπουργείο Εργασίας φτάνουν αρκετές φορές κοντά σε συμβιβασμό. Σε μια από αυτές, ο ιδιοκτήτης της Χαλυβουργίας, συμφωνεί να πάρει πίσω το μέτρο της 5ωρης εργασίας, αρνείται όμως να ανακαλέσει περισσότερες από 15 απολύσεις. Αρνείται ακόμα και όταν το υπουργείο Εργασίας Γιώργος Κουτρουμάνης, του υπόσχεται... επιδότηση για να πάρει πίσω τους απολυμένους.
Τους μήνες που ακολουθούν η εργοδοσία παραμένει αμετακίνητη στην αρχική της θέση. Τον Ιούνη του 2012, σχηματίζεται η κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, με πρωθυπουργό τον Αντώνη Σαμαρά και λίγες μέρες αργότερα, με τα δικαστήρια να κρίνουν την απεργία τους παράνομη, τα ΜΑΤ κάνουν την εμφάνισή τους στην πύλη του εργοστασίου.
Τα 6 μέλη της απεργιακής φρουράς συλλαμβάνονται. Λίγες ώρες αργότερα οι απεργοί συγκρούονται με τα ΜΑΤ που προσπαθούν να βάλουν στο εργοστάσιο τους απεργοσπάστες. «Ο νόμος θα εφαρμοστεί. Το δικαίωμα στην εργασία είναι ιερό» δηλώνει ο πρωθυπουργός.
Κάτω από το βάρος του 9μηνου αγώνα τους και της καταστολής, στην 21η τους συνέλευση από την κήρυξη της απεργίας και έπειτα, οι Χαλυβουργοί παίρνουν απόφαση αναστολής της απεργίας τους και επιστρέφουν στο εργοστάσιο στις 30 Ιουλίου του 2012.
Από τους 450 εργαζόμενους του εργοστασίου, το 2014 όταν και ο ιδιοκτήτης αποφάσισε να κλείσει τη μονάδα του Ασπροπύργου, είχαν μείνει μόλις 74 εργαζόμενοι.
ΠΗΓΕΣ: Ριζοσπάστης, Καθημερινή
Όποιος και αν ήταν κατά καιρούς ο νόμος για τις απεργίες, περισσότερο ή λιγότερο αυστηρός, αυτές δεν έπαψαν και πιθανότατα δεν πρόκειται και να πάψουν. Όταν άλλωστε απεργίες -και μάλιστα από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη- υπήρξαν ακόμα και την περίοδο της Κατοχής, πως να σταματήσουν τώρα; Με αφορμή το πολυνομοσχέδιο που περνά στη Βουλή και περιλαμβάνει το νόμο για τον περιορισμό των απεργιών των πρωτοβάθμιων σωματείων, το reader.gr, θυμάται τις μεταπολεμικές απεργίες που συγκλόνισαν την Ελλάδα.
Όταν οι οικοδόμοι ξήλωναν πεζοδρόμια
Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, επικαλείται «νοικοκύρεμα των ασφαλιστικών ταμείων» και με το νόμο 4104/60, αυξάνει τα ένσημα για την κατώτερη σύνταξη από 2.050 σε 4.050, κάτι που σήμαινε πως –για παράδειγμα- οι οικοδόμοι θα έβγαιναν στη σύνταξη στα 65 τους χρόνια.
Τα γιαπιά «βράζουν» την ώρα που η ηγεσία της Ομοσπονδίας των Οικοδόμων, προσπαθεί να τους καθησυχάσει μιλώντας για διάλογο με την κυβέρνηση. Τα σωματεία που διαφωνούν με τη συγκεκριμένη τακτική, προχωρούν σε συντονισμό και ξεκινούν απεργιακό αγώνα.
Την 1η Δεκεμβρίου του 1960, η αστυνομία βρίσκεται σε πρωτοφανή κινητοποίηση. Γύρω από το Εργατικό Κέντρο της πρωτεύουσας υπάρχουν μεγάλες ομάδες αστυφυλάκων. Αστυνομικά αυτοκίνητα σταθμεύουν σε όλη την περιοχή του κέντρου. Πριν ακόμα αρχίσει η συγκέντρωση, οι παρευρισκόμενοι είναι ασφυκτικά πολιορκημένοι από αστυνομικούς.
Στον χώρο τριγυρίζουν και άνθρωποι της «Συνδικαλιστικής Ασφάλειας». Αμέσως μετά τις ομιλίες και αφού ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας έχει αποδοκιμαστεί από τους χιλιάδες συγκεντρωμένους οικοδόμους, αντιπροσωπεία ξεκινά για το υπουργείο Εργασίας, ώστε να καταθέσει τα αιτήματά της. Στον δρόμο, οι αστυνομικοί επιτίθενται χτυπώντας τους απεργούς. Οι απεργοί υποχωρούν προς το Εργατικό Κέντρο, ενώ στην άσφαλτο υπάρχουν τραυματίες.
Ενώ η επίθεση συνεχίζεται εναντίον εργαζομένων που κουβαλούν τραυματίες συναδέλφους τους, οι απεργοί ανασυντάσσονται μπροστά στο ΕΚ, αποκρούουν την επόμενη επίθεση των αστυνομικών σε μάχες σώμα με σώμα, ενώ στην οδό Πειραιώς και στο ύψος της πλατείας Ωδείου, φτάνουν στρατιωτικά οχήματα που αποβιβάζουν στρατιώτες, που προχωρούν με τα όπλα προταγμένα και σε σχηματισμό μάχης.
Πέφτουν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Οι οικοδόμοι, εξοπλίζονται με ξύλα από αποθήκη της οδού Αγησιλάου, ενώ ξηλώνουν ακόμα και πλάκες από τα πεζοδρόμια για να αμυνθούν. Οι οδομαχίες, κρατούν ώρες, ενώ η αστυνομία χρησιμοποιεί για πρώτη φορά και δακρυγόνα. Στο κτήριο του ΕΚΑ φτάνει ο αστυνομικός διευθυντής Αθηνών, Ρακιτζής, που δίνει το «λόγο της τιμής του» πως δεν θα γίνουν συλλήψεις. Καμία από τις δεσμεύσεις δεν ίσχυσε. Η αστυνομία συνέλαβε 173 απεργούς ενώ υπήρχαν και 66 τραυματίες, 3 εκ των οποίων από σφαίρες.
Την αμέσως επόμενη ημέρα, 45.000 οικοδόμοι προχωρούν σε νέα απεργία και διαδήλωση που χτυπιέται και πάλι από στρατό και αστυνομία. Έντεκα χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου και μέχρι την συγκεκριμένη απεργία, υπήρχε στους εργαζόμενους διάχυτος ο φόβος για τις εργατικές κινητοποιήσεις.
Η πρώτη μεγάλη απεργία μετά την πτώση της Χούντας
Η ΛΑΡΚΟ, του βιομήχανου Μποδοσάκη, θεωρείται την εποχή εκείνη μια από τις πρώτες εταιρείες εξόρυξης σιδηρονικελίου στην Ευρώπη. Στις 27 Ιανουαρίου του 1977, 900 εργάτες της ΛΑΡΚΟ στη Λάρυμνα προχωρούν σε απεργία, με αιτήματα την αύξηση των μισθών κατά –περίπου- 20% και η βελτίωση των συνθηκών εργασίας.
Η εργοδοσία, ούτε που θέλει να ακούσει σχετικά. Στα μέσα Φλεβάρη και ενώ η απεργία μετρά 20 μέρες, προσλαμβάνει απεργοσπάστες που έρχονται καθημερινά από την Αθήνα με πούλμαν συνοδεία περιπολικών. Οι αστυνομικές δυνάμεις στην περιοχή γίνονται όλο και περισσότερες, με διπλό στόχο. Την προστασία των απεργοσπαστών και της εύρυθμης λειτουργίας του εργοστασίου και τον εκφοβισμό των απεργών.
Στις αρχές Μάρτη, ο Μποδοσάκης απολύει τρεις εργαζόμενους και με καταχώρηση σε εφημερίδες, στρέφεται κατά της απεργίας. Παράλληλα, στο τέλος του ίδιου μήνα απολύει 10 διοικητικούς υπαλλήλους και κατοίκους των χωριών της περιοχής, με αιτιολογία ότι δεν υπάρχει δουλειά λόγω της απεργίας.
Η αστυνομία έχει ενεργό ρόλο στο «χτύπημα» της απεργίας. Χτυπά τους απεργούς που προσπαθούν να έρθουν σε επαφή με τους απεργοσπάστες, ενώ στα μέσα Μαρτίου, συλλαμβάνει 15 απεργούς στο χωριό Μαρτίνο. Μεταξύ αυτών ο πρόεδρος και ο γραμματέας του σωματείου των εργαζομένων, τους οποίους η ασφάλεια πήρε από τα σπίτια τους, τα ξημερώματα.
Κυβέρνηση και εργοδοσία προσπάθησαν, να αποκλείσουν την περιοχή και τα νέα από εκεί, να μην φτάνουν ούτε στην υπόλοιπη χώρα, ούτε έξω από αυτήν. Έτσι απαγορεύτηκε η είσοδος των ανταποκριτών της σοβιετικής εφημερίδας «Πράβντα» αλλά και Σουηδών δημοσιογράφων, στη Λάρυμνα.
Παρά τα εμπόδια, η απεργία συνεχίζεται. Στις 7 Μαΐου, αρχίζουν νέες διαπραγματεύσεις μεταξύ απεργών και εργοδοσίας. Τα αιτήματα πλέον είναι η επαναπρόσληψη των απολυμένων, η αύξηση αποδοχών, η καταβολή μεροκάματων της απεργίας.
Μια εβδομάδα αργότερα, η εργοδοσία δέχεται να δώσει αυξήσεις 17% αύξηση, 15.000 δραχμές οικονομική ενίσχυση και επαναπρόσληψη των απολυμένων. Η Γενική Συνέλευση των εργαζομένων που ακολουθεί, αποφασίζει τη λύση της απεργίας έπειτα από 110 μέρες.
Απεργία στη Μαδέμ Λάκο του Μποδοσάκη
Ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη η απεργία στη ΛΑΡΚΟ, σε μια άλλη επιχείρηση του Μποδοσάκη, στα μεταλλεία της Μαδέμ Λάκο στη Χαλκιδική, ξεσπά 48ωρη απεργία από 700 μεταλλωρύχους.
Η εργοδοσία απαντά με απόλυση του προέδρου και του γενικού γραμματέα του Σωματείου των εργαζομένων. Τα αιτήμα των εργαζομένων είναι αυξήσεις στους μισθούς, ενώ στην πορεία προστίθεται και η επαναπρόσληψη των απολυμένων.
Λίγες μέρες μετά, η εργοδοσία κάνει ακόμα πέντε απολύσεις συνδικαλιστών. Στις 21 Μαρτίου και ενώ η απεργία συνεχίζεται και η εργοδοσία συνεχίζει να απολύει, η αστυνομία επιτίθεται με αύρες, γκλοπς και δακρυγόνα στους εργάτες. Ακολούθησε η σύλληψη του προέδρου και του γενικού γραμματέα του Σωματεία, αλλά και πέντε ακόμα μελών της απεργιακής επιτροπής. Απεργοί που τραυματίζονται γυρνούν προς τα χωριά τους, ενώ οι κάτοικοι χτυπούν τις καμπάνες των εκκλησιών καλώντας σε συμπαράσταση.
Επίθεση γίνεται και στα μεταλλεία της Ολυμπιάδας, που ανήκουν κι αυτά στο Μποδοσάκη. Οι απεργοί κλείνονται στις στοές για να προφυλαχθούν από την αστυνομία. Οι δυνάμεις της χωροφυλακής ξεπερνούσαν πλέον τους 1000 άνδρες και τις 18 αύρες στην περιοχή.
Στις αρχές Ιουνίου, ένας από τους λιγοστούς απεργοσπάστες, εμφανίζεται στην Αστυνομία και δηλώνει ότι κινδυνεύει η ζωή του. Λίγες μέρες αργότερα μπαίνει φωτιά σε ξύλινη αποθήκη που είχε, η οποία κάηκε μαζί με τα ζώα που υπήρχαν μέσα. Στις 5 Ιουνίου, η αστυνομία εξαπολύει νέα επίθεση, αυτή τη φορά στο Νεοχώρι, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό πολλών απεργών και τη σύλληψη 17.
Δεκαέξι απεργοί, οδηγούνται σε δίκη λίγες μέρες αργότερα. Πολιτική αγωγή, οι δικηγόροι της εταιρείας. Οκτώ αθωώνονται και σε έξι επιβάλλεται ποινή φυλάκισης 4-8 μηνών. Άνθρωποι της εταιρείας γυρνούν στα χωριά και απειλούν πότε ότι θα τους απολύσουν και πότε πως θα συλληφθούν γιατί η απεργία είναι παράνομη.
Τελικά, στις αρχές Αυγούστου, ο δικηγόρος της εταιρείας στέλνει εξώδικα σχεδόν στο σύνολο των απεργών που έμεναν σε σπίτια ιδιοκτησίας της εταιρείας, καλώντας τους να τα εγκαταλείψουν εντός τριών ημερών. Η απεργία, διαρκεί μέχρι τον Οκτώβριο συμπληρώνοντας σχεδόν 250 ημέρες, κάτω όμως από το βάρος των πιέσεων, λήγει, χωρίς να έχουν ικανοποιηθεί τα αιτήματα των εργαζομένων.
Η απεργία για το ωράριο στις τράπεζες
Το 1979, η Ελλάδα ετοιμάζεται να μπει στην ΕΟΚ. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, καλείται να πάρει μέτρα ώστε οι ελληνικές τράπεζες να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό με τους τραπεζικούς ομίλους της υπόλοιπης Ένωσης, στην οποία η Ελλάδα εντάχθηκε τον Ιανουάριο του 1981.
Τον Ιούλιο του 1979, η κυβέρνηση εξαγγέλει μέτρα που μεταβάλλουν το ωράριο εργασίας στις τράπεζες και τις ασφαλιστικές. Μέχρι τότε ήταν από τις 7:45 π.μ. ως τις 3:30 μ.μ., Δευτέρα ως Παρασκευή. Το ωράριο που σχεδιάζει η κυβέρνηση ξεκινά στις 9:00 π.μ. και τελειώνει στις 5:30 μ.μ., με μια ώρα μεσημβρινή διακοπή.
Σε ορισμένα υποκαταστήματα, προβλεπόταν η δυνατότητα να αντικατασταθεί η αργία του Σαββάτου με την αργία της Δευτέρας. Κάποιοι τραπεζοϋπάλληλοι δηλαδή να δουλεύουν το Σάββατο και να παίρνουν ρεπό την Δευτέρα. Το ωράριο θα ίσχυε από την 1η Αυγούστου του ίδιου έτους.
Εκτός από την αλλαγή του ωραρίου, η αναστολή των προσλήψεων και η εναλλαγή των αργιών, που σήμαινε πως όπου εφαρμοζόταν το προσωπικό θα ήταν μειωμένο κατά 50% σε μέρες αιχμής σήμαινε εντατικοποίηση της εργασίας.
Η απάντηση της ΟΤΟΕ, ήταν να κηρύξει απεργία διαρκείας στις 4 Ιουλίου του 1979. Η απεργία έχει μεγάλη επιτυχία και συμμετέχει σχεδόν το 95% των 30.000 τραπεοϋπαλλήλων της εποχής. Τη δεύτερη μέρα της απεργίας, μπαίνουν στη μάχη και οι περίπου 2.500 εργαζόμενοι στις ασφαλιστικές εταιρείες.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, υπουργός Συντονισμού τότε, δηλώνει πως θα πάρει μέτρα για την εύρυθμη λειτουργία των τραπεζών και πράγματι, Δικαιοσύνη, κοινωνικός αυτοματισμός και εργοδοσία... βάζουν μπροστά. Ένας μηχανολόγος καταθέτει μήνυση, λέγοντας πως η απεργία είναι παράνομη και η Εισαγγελία της Αθήνας δίνει εντολή για προκαταρκτική εξέταση. Την ίδια ώρα οι διοικήσεις των τραπεζών απειλούν με απολύσεις, κυρίως τους συμβασιούχους.
Οι απεργοί δεν κάνουν πίσω, συνεχίζουν να συμμετέχουν με μεγάλα ποσοστά στην απεργία και η κυβέρνηση περνά στο επόμενο στάδιο. Αντιμετωπίζοντας τις τράπεζες ως επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, ζητά από τις διοικήσεις να δώσουν κατάλογο ενός 20% των υπαλλήλων, ώστε να χρησιμοποιηθεί σαν απεργοσπαστικός μηχανισμός.
Επιτρέπει στις τράπεζες τη δημιουργία παράλληλου μηχανισμού εν μέσω απεργίας, με προσλήψεις συμβασιούχων και συνταξιούχων. Ταυτόχρονα, δίνει τη δυνατότητα διεκπεραίωσης σειράς τραπεζικών εργασιών μέσω αγροτικών συνεταιρισμών και ταχυδρομικών ταμιευτηρίων.
Το μέτωπο των απεργών, δεν σπάει και πάλι και η κυβέρνηση αναγκάζεται στις 11 Ιουλίου να κηρύξει πολιτική επιστράτευση. Παρόλα αυτά, μεταβάλλει τη ρύθμιση του ωραρίου. Τελικά το ωράριο που διαμορφώνεται είναι Δευτέρα έως Πέμπτη 9 π.μ. έως 3.45 μ.μ. και Παρασκευή 8.45 π.μ. έως 4.45 μ.μ.
Οι εργαζόμενοι επανέρχονται με νέα απεργία διαρκείας τον επόμενο χρόνο, όπου εκτός από το ζήτημα της αποκατάστασης του ωραρίου, ζητούν αυξήσεις 30% στους μισθούς, κατάρτιση και εφαρμογή οργανισμών, αποσυσχέτιση των αυξήσεων από την υπηρεσιακή εξέλιξη, συνδικαλιστικές ελευθερίες κ.α.
Ο τότε υπουργός Εργασίας, γνωστός γιατί προσπάθησε να απαγορεύσει την... πάλη των τάξεων, Λάσκαρης, χαρακτηρίζει τους εργαζόμενους στις τράπεζες «προνομιούχους» ενώ ισχυρίζεται ότι οι υπόλοιποι κλάδοι δέχονται την πολιτική λιτότητας που ακολουθεί η κυβέρνησή του, αδιαμαρτύρητα.
Στις 20 Φεβρουρίου η κυβέρνηση επαναφέρει το παλιό ωράριο εργασίας, του καλοκαιριού του 1979. Ωστόσο, ο κλάδος αποφασίζει να συνεχίσει την απεργία και για τα υπόλοιπα αιτήματα. Οι διοικητές των τραπεζών δίνουν εντολή στους διευθυντές να παίρνουν τηλέφωνο τους υπαλλήλους για να τους ρωτήσουν αν θα απεργήσουν, με την απειλή ότι καταρτίζουν καταστάσεις για να κάνουν απολύσεις.
Η Εισαγγελία Αθηνών, ασκεί δίωξη κατά του προεδρείου της ΟΤΟΕ, επειδή η απεργία συνεχίστηκε και μετά την παραπομπή σε διαιτησία. Έπειτα από αυτή την εξέλιξη, η απεργία που είχε ξεκινήσει στις 17 Ιανουαρίου του 1980, λήγει στις 24 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους.
Η απεργία στη ΔΕΗ και η ναυμαχία της Σφηκιάς
Στις 5 Μαΐου του 1988, ξεκινά η απεργία των εργαζομένων της ΔΕΗ, που τότε αριθμούσαν 30.000. Κύριο αίτημα, η υπογραφή ικανοποιητικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
Η ΓΕΝΟΠ κηρύσσει αρχικά τρεις 48ωρες απεργίες, όμως η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και οι υπουργοί Εργασίας Γεννηματάς και Βιομηχανίας – Ενέργειας Πεπονής, δεν δέχονται τα αιτήματά τους. Η απεργία κράτησε 15 μέρες και ενδεικτικό της συμμετοχής, ήταν πως την τελευταία ημέρα της, από τα 5.543 μεγαβάτ που ήταν η συνολική ισχύς του συστήματος, έπεσε στα 1.148.
Η διοίκηση της ΔΕΗ προσφεύγει στα δικαστήρια, ζητώντας να βγει η απεργία παράνομη. Παράλληλα τα ΜΑΤ χτυπούν απεργούς στη Θεσσαλονίκη, τραυματίζοντας ένα συνδικαλιστή και συλλαμβάνοντας άλλον ένα. «Κοινούς τρομοκράτες» χαρακτηρίζει τους απεργούς, ο περιφερειακός διευθυντής της ΔΕΗ στην περιοχή.
Στις 13 Μαΐου και ενώ η απεργία βρίσκεται σε εξέλιξη, η κυβέρνηση στέλνει τρεις διμοιρίες ΜΑΤ στα κεντρικά γραφεία της ΔΕΗ στην Αθήνα. Οι απεργοί σπάνε την «αλυσίδα» των ΜΑΤ και πραγματοποιούν κατάληψη των γραφείων. Στην 12η μέρα της απεργία, τα ποσοστά συμμετοχής παραμένουν ιδιαίτερα υψηλά. Πολλές μονάδες έχουν κλείσει, άλλες υπολειτουργούν και οι απεργοί διαμηνύουν στην κυβέρνηση πως «η συλλογική σύμβαση θα υπογραφεί, έστω και υπό το φως των κεριών».
Στις 18 Μαΐου, κόβεται το ρεύμα στα νοσοκομεία Κοζάνης και Πτολεμαΐδας. Οι απεργοί κατηγορούν την κυβέρνηση ότι προσπαθεί να συκοφαντήσει τον αγώνα τους. Αστυνομικές δυνάμεις, επεμβαίνουν σε Κοζάνη και Άρτα για να βάλουν τους απεργοσπάστες για δουλειά.
Την επόμενη μέρα, οι απεργοί σε Κοζάνη και Πτολεμαΐδα, αποφασίζουν να καταλάβουν το σταθμό της Σφηκιάς. Εκεί φτάνουν στις 3 τα ξημερώματα και προσπαθούν να ακυρώσουν την προσπάθεια της διοίκησης της ΔΕΗ, να βάλει μπροστά το σταθμό με απεργοσπάστες.
Με τα σώματά τους κλείνουν τις εξόδους του νερού από τις τουρμπίνες και τα σημεία των υπερχειλίσεων. Μπαίνουν στην τεχνητή λίμνη με πλαστική βάρκα και σκαρφαλώνουν στο φράμγμα. Έτσι επιβάλλουν τη διακοπή της λειτουργίας του σταθμού, αφού σε περίπτωση λειτουργίας, οι στρόβιλοι και μεγάλες ποσότητες νερού θα έπνιγαν τους εργαζόμενους. Η διεύθυνση του υδροηλεκτρικού σταθμού υποχρεώνεται να μη θέσει σε λειτουργία τη μονάδα.
Μέσα στη λίμνη δίνεται μάχη. Στις 2 το μεσημέρι «βατραχάνθρωποι» μπαίνουν στη βάρκα και... απαγάγουν δυο απεργούς από την έξοδο της υπερχείλισης. Αστυνομικός τραβά περίστροφο και απειλεί να πυροβολήσει απεργό. Οι ειδικές δυνάμεις προσπαθούν για αρκετή ώρα να απομακρύνουν τη βάρκα των εργαζομένων μπροστά από τις τουρμπίνες. Δένουν με σχοινιά τους απεργούς που βρίσκονται ανεβασμένοι στις δεξαμενές των υδροφόρων και τους ανεβάζουν στην επιφάνεια. Ο απολογισμός της αστυνομικής επιχείρησης, 22 συλλήψεις και 5 τραυματίες.
Η απεργία λήγει με την υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, 15 μέρες μετά την έναρξή της.
«Σταμουλοκολλάδες» και... στριπτίζ
Το 1992, η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, προσπαθεί να ιδιωτικοποιήσει τη λειτουργία και την εκμετάλλευση των λεωφορείων, υπό την εποπτεία του κράτους. Η Επιχείρηση Αστικών Συγκοινωνιών διαλύεται και τίθεται υπό εκκαθάριση. Το προσωπικό αποζημιώνεται καλείται κατά προτεραιότητα να αποκτήσει την ιδιοκτησία των λεωφορείων.
Δημιουργήθηκαν οκτώ Συγκοινωνιακές Επιχειρήσεις (ΣΕΠ) που θα λειτουργούσαν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Οργανισμού Αστικών Συγκοινωνιών, με αποκλειστικούς μετόχους τους νέους ιδιοκτήτες των λεωφορείων -κάθε ένας δικαιούχος έπαιρνε μισό λεωφορείο- οι οποίοι ήταν, κατά βάση, τέως εργαζόμενοι της τέως ΕΑΣ, και πολύτεκνοι, οι οποίοι κατέβαλαν 500.000 δρχ. ο καθένας, προκειμένου να εξασφαλίσουν την απαραίτητη άδεια.
Τους παραχωρήθηκε η χρήση των υφισταμένων λεωφορείων με την υποχρέωση να τα αντικαταστήσουν με καινούργια τελευταίας τεχνολογίας σε αριθμό και είδος σύμφωνα με τις προδιαγραφές του ΟΑΣ με δική τους δαπάνη.
Οι εργαζόμενοι της ΕΑΣ, είχαν όμως διαφορετική άποψη. Με επικεφαλής τους συνδικαλιστές, Ανδρέα Κολλά και Χρήστο Σταμούλο, που δάνεισαν το όνομά τους στο «Σταμουλοκολλάδες» που χρησιμοποιούσαν απαξιωτικά τα κυβερνητικά στελέχη, προχώρησαν σε απεργία διαρκείας.
Το κέντρο μετατρέπονταν καθημερινά σε πεδίο μάχης. Αν και επιστρατεύτηκαν, οι οδηγοί συνέχιζαν την απεργία τους, ενώ εμπόδιζαν και την κυκλοφορία των αστικών λεωφορείων. Τα περισσότερα λεωφορεία ήταν καθηλωμένα στα αμαξοστάσια, ενώ όσα επιταγμένα κινούνταν στους δρόμους έπεφταν πάνω στα μπλόκα των απεργών. Μέχρι και ΡΕΟ με οδηγούς στρατιώτες εμφανίστηκαν στους δρόμους της Αθήνας.
Οι απεργοί στέκονταν μαζικά μπροστά στα οχήματα ή ξάπλωναν στην άσφαλτο μπροστά στις ρόδες τους. Τα ΜΑΤ τους έδιωχναν κάνοντας χρήση δακρυγόνων, συλλαμβάνοντάς τους και κυνηγώντας τους. Οι συνδικαλιστές από την πλευρά τους κρύβονταν σε καταστήματα, πολυκατοικίες ακόμη και κάτω από… οχήματα!
Πολλά ήταν μάλιστα τα λεωφορεία που υπέστησαν σοβαρές φθορές, από τους (πρώην) εργαζόμενους της ΕΑΣ. Αρκετές πάντως ήταν οι φορές που αν και οι απεργοί καταγγέλθηκαν για τις φθορές αυτές τις είχαν προκαλέσει… άλλοι. Στις 25 Αυγούστου του 1992, οι απεργοί ακινητοποίησαν ένα άτομο «με ύποπτη συμπεριφορά». Βρήκαν πάνω του υπηρεσιακή ταυτότητα, με την αστυνομία να δικαιολογείται πως ο άνδρας βρισκόταν εκεί «σε διατεταγμένη υπηρεσία λόγω κινδύνου επεισοδίων». Προσποιούμενος τον απεργό της ΕΑΣ, έσπαγε παρμπρίζ λεωφορείων με πέτρες και ένας δασοπυροσβέστης του Δασαρχείου Πεντέλης…
Αποκορύφωμα των αντιδράσεων από την πλευρά των απεργών της ΕΑΣ ήταν το υποχρεωτικό... στριπτίζ 13 υποψηφίων οδηγών στην οδό Σωκράτους στις 9 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου. Οι άτυχοι άνδρες, ένας ένας πέρασαν από τα χέρια των απεργών. Στην αρχή τους ξυλοκόπησαν, στη συνέχεια τους έφτυσαν και στο τέλος τους έγδυσαν, μπροστά από το Εφετείο, το οποίο τότε βρισκόταν στην οδό Σωκράτους. Η κωμικοτραγική εικόνα συμπληρωνόταν από τους αστυνομικούς του τμήματος Ομονοίας, οι οποίοι έδιναν μια προσωρινή λύση στους γυμνούς άνδρες προσφέροντάς τους λευκά σεντόνια.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, έπεσε εξαιτίας του Σκοπιανού το 1993. Το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές του 1993 και η ΕΑΣ επανακρατικοποιήθηκε και επαναλειτούργησε μετά από 18 μήνες.
Η Απεργία των ναυτεργατών το 2002
Στο πλαίσιο πανελλαδικής πανεργατικής απεργίας για το Ασφαλιστικό, τα ναυτεργατικά σωματεία, ΠΕΜΕΝ και Στέφενσων, παίρνουν απόφαση για συμμετοχή.
Οι εφοπλιστικές Ενώσεις, προχωρούν σε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, αξιώνοντας τον χαρακτηρισμό της απεργίας, ως «παράνομη και καταχρηστική». Τη σκυτάλη παίρνει το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας που με ανακοίνωσή του προς το επιβατικό κοινό σημείωνε «Πλοία τα οποία μέχρι τις 6.00 δε θα δηλωθεί από εργαζόμενο προς τον πλοίαρχο συμμετοχή στην απεργία και στα οποία δεν τίθεται θέμα σύνθεσης ασφάλειας θα κινηθούν κανονικά»!
Ομάδες περιφρούρησης των απεργών και αλληλέγγυων, βρίσκονται από τα χαράματα στους καταπέλτες των πλοίων. Με το πρώτο φως της μέρας, το λιμάνι έχει γεμίσει με Λιμενικό και Ειδικές Δυνάμεις.
Η μάχη ξεκινά… Στο «ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΞΠΡΕΣ» οι λιμενικοί προσπαθούν να συλλάβουν τον πρόεδρο της ΠΕΜΕΝ, Γιώργο Τούσσα. Οι απεργοί δημιουργούν φράγμα και συγκρούονται με τις δυνάμεις καταστολής.
Αιφνιδιαστικά, χωρίς επιβάτες και με μισό το πλήρωμά του, λύνει κάβους το πλοίο «Ευτυχία». Ο πρόεδρος της ΠΕΜΕΝ και σήμερα ευρωβουλευτής του ΚΚΕ, Γιώργος Τούσσας κρεμιέται από τον καταπέλτη. Το πλοίο συνεχίζει να απομακρύνεται από την προβλήτα και σταματάει στην αρχή της μπούκας του λιμανιού. Ο συνδικαλιστής παραμένει εκεί κρεμασμένος επί ένα τέταρτο. Το πλοίο πλευρίζει πλωτό του Λιμενικού και βατραχάνθρωποι τον κατεβάζουν βίαια. Τον συλλαμβάνουν και τον οδηγούν στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά.
Οι Ειδικές Δυνάμεις, συνεχίζουν με επίθεση στην απεργιακή φρουρά του «ΧΑΙ ΣΠΙΝΤ 2». Εκεί συλλαμβάνεται και ο β’ γραμματέας της ΠΕΜΕΝ. Το πλοίο φεύγει χωρίς όλους τους επιβάτες και χωρίς να επιβιβάσει κανένα όχημα. Ακολουθούν το «ΕΞΠΡΕΣ ΑΠΟΛΛΩΝ» και το «ΕΞΠΡΕΣ ΠΗΓΑΣΟΣ».
Οι δυνάμεις του Λιμενικού, παρουσία του εφοπλιστή Αγούδημου, απειλούν απεργούς να αποπλεύσουν με τα πλοία. Από βεβιασμένους χειρισμούς προκαλείται βλάβη στα υδραυλικά συστήματα του καταπέλτη του «ΑΠΟΛΛΩΝ». Το πλοίο αποπλέει με τον καταπέλτη μισάνοιχτο!
Το «ΠΗΓΑΣΟΣ» αποπλέει μαζί με... ομάδα λιμενικών! Ο Γιάννης Μανουσογιαννάκης, πρόεδρος του Στέφενσων, καταγγέλλει από ντουντούκας: «Αυτή τη στιγμή ταξιδεύουν πλοία επικίνδυνα. Η απεργία δεν έσπασε. Τα πλοία έχουν φύγει κάτω από τη βία και με τη συνοδεία λιμενικών. Ο αγώνας μας κλιμακώνεται».
Στις 11 οι απεργοί με πορεία πάνε στο Κεντρικό Λιμεναρχείο, όπου ζητούν να αφεθούν ελεύθεροι οι συλληφθέντες. Λίγο πριν τις 12 οι 5 συλληφθέντες αφήνονται ελεύθεροι, αφού πρώτα ορίστηκε σε βάρος τους τακτική δικάσιμος. Η πορεία κατευθύνεται στο ΥΕΝ και στη συνέχεια κατεβαίνει στο λιμάνι για την περιφρούρηση της απεργίας.
Δεκάδες εργαζόμενοι ξυλοκοπήθηκαν άγρια από το Λιμενικό και πολλοί κατέληξαν στα Νοσοκομεία. Οι ναυτεργάτες πήραν εκ νέου απόφαση για απεργία τον Ιούνιο, η οποία έληξε μετά από παρέμβαση της κυβέρνησης Σημίτη, που προχώρησε σε πολιτική επιστράτευση των απεργών.
Ο 9μηνος αγώνας των Χαλυβουργών
Η πρώτη μεγάλη απεργία σε επιχείρηση, στα χρόνια του μνημονίου. Ο βιομήχανος Μάνεσης, με τελεσίγραφο του, το Οκτώβριο του 2011 θέτει το εκβιαστικό δίλημμα «εκ περιτροπής εργασία και μείωση του μισθού στο μισό ή απολύσεις».
Πριν καν εκπνεύσει η διορία που τους έχει δώσει για να αποφασίσουν ως τις 1 Νοεμβρίου αν θα συμφωνήσουν ή όχι με τη μείωση ωρών και μισθών, απολύει τους πρώτους 18 εργαζόμενους. Με την εκπνοή της διορίας, άλλους 16. Με σχεδόν ομόφωνη απόφασή τους, οι εργαζόμενοι της Χαλυβουργίας, προχωρούν σε απεργία. Οι απολύσεις φτάνουν τις 50 τον Δεκέμβρη και τις 65 στις 9 Ιανουαρίου του 2012.
Ο βιομήχανος μεταφέρει μέρος της παραγωγής στο εργοστάσιο του Βόλου, οι εργαζόμενοι του οποίου παρά τις συνεχείς εκκλήσεις των συναδέλφων τους από τον Ασπρόπυργο, αρνούνται να συμπαρασταθούν στον αγώνα τους. Το ίδιο συμβαίνει και με την Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στο Μέταλλο που, ο πρόεδρος της οποίας μιλά για «τυφλή σύγκρουση» και το Εργατικό Κέντρο του Ασπροπύργου, εκπρόσωποι του οποίου εμφανίζονται σπάνια στο κατειλημμένο εργοστάσιο κατά τη διάρκεια του πολύμηνου αγώνα.
Αντίθετα, η απεργία στη Χαλυβουργία, ξεσηκώνει τεράστιο κύμα αλληλεγγύης από εργαζόμενους άλλων κλάδων. Χιλιάδες ευρώ φτάνουν στο απεργιακό ταμείο, από το οποίο οι απεργοί συντηρούνται κατά τους μήνες του αγώνα τους, αλλά και τρόφιμα, ρούχα και είδη πρώτης ανάγκης.
Οι τριμερείς στο υπουργείο Εργασίας φτάνουν αρκετές φορές κοντά σε συμβιβασμό. Σε μια από αυτές, ο ιδιοκτήτης της Χαλυβουργίας, συμφωνεί να πάρει πίσω το μέτρο της 5ωρης εργασίας, αρνείται όμως να ανακαλέσει περισσότερες από 15 απολύσεις. Αρνείται ακόμα και όταν το υπουργείο Εργασίας Γιώργος Κουτρουμάνης, του υπόσχεται... επιδότηση για να πάρει πίσω τους απολυμένους.
Τους μήνες που ακολουθούν η εργοδοσία παραμένει αμετακίνητη στην αρχική της θέση. Τον Ιούνη του 2012, σχηματίζεται η κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, με πρωθυπουργό τον Αντώνη Σαμαρά και λίγες μέρες αργότερα, με τα δικαστήρια να κρίνουν την απεργία τους παράνομη, τα ΜΑΤ κάνουν την εμφάνισή τους στην πύλη του εργοστασίου.
Τα 6 μέλη της απεργιακής φρουράς συλλαμβάνονται. Λίγες ώρες αργότερα οι απεργοί συγκρούονται με τα ΜΑΤ που προσπαθούν να βάλουν στο εργοστάσιο τους απεργοσπάστες. «Ο νόμος θα εφαρμοστεί. Το δικαίωμα στην εργασία είναι ιερό» δηλώνει ο πρωθυπουργός.
Κάτω από το βάρος του 9μηνου αγώνα τους και της καταστολής, στην 21η τους συνέλευση από την κήρυξη της απεργίας και έπειτα, οι Χαλυβουργοί παίρνουν απόφαση αναστολής της απεργίας τους και επιστρέφουν στο εργοστάσιο στις 30 Ιουλίου του 2012.
Από τους 450 εργαζόμενους του εργοστασίου, το 2014 όταν και ο ιδιοκτήτης αποφάσισε να κλείσει τη μονάδα του Ασπροπύργου, είχαν μείνει μόλις 74 εργαζόμενοι.
ΠΗΓΕΣ: Ριζοσπάστης, Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.