Μ’ έχει απογοητεύσει ο κόσμος. Δεν βλέπεις, κανένας δεν κουνιέται. Τόσα γίνονται κι ο κόσμος δεν βγαίνει στους δρόμους. Ούτε καν διαμαρτύρεται. Μα τι γίνεται; Μας ψεκάζουν; Κι άλλα πολλά, πού σίγουρα τα έχετε ακούσει. Ίσως και να τα έχετε σκεφτεί.
Ας προσπαθήσουμε να δούμε πέρα από την επιφάνεια. Είναι αλήθεια ότι ο κόσμος στέκει αδιάφορος στα τεκταινόμενα και έχει παραδοθεί; Ορισμένοι σίγουρα. Και κυρίως αυτοί που χρησιμοποιούν ως άλλοθι τη φαινομενική απραξία του κόσμου για να κάτσουν στ’ αυγά τους – σαν καλές κοκόνες, όπως λένε στο χωριό μου – ώστε να μην στρατευθούν στο καθήκον της υπεράσπισης και της διεκδίκησης της πατρίδας.
Άλλοι πάλι θέλουν να πιστεύουν ότι ο κόσμος θα έπρεπε να είναι διαρκώς στους δρόμους και να συγκρούεται με τις δυνάμεις καταστολής. Με την φαντασία τους νομίζουν ότι η αντιπαράθεση του κόσμου με την εξουσία και τις δυνάμεις της, θα γίνει με μια σειρά κατά μέτωπο αναμετρήσεις όπου από τη μια θα στέκουν σε πυκνή παράταξη μάχης οι λαϊκές δυνάμεις και από την άλλη το καθεστώς. Μια εκ παρατάξεως μάχη, νίκη σ’ όλη τη γραμμή κι ο λαός στην εξουσία!
Μπούρδες! Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανοησία από αυτή την πολλές φορές υστερική και εξαιρετικά επικίνδυνη για την κοινωνία φαντασίωση. Η ιστορία έχει αποδείξει ότι μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις συμβαίνει κάτι τέτοιο. Κι όταν συμβεί, δεν είναι παρά η τελευταία πράξη μιας βαθύτερης διαδικασίας που αναγκαστικά περνά μέσα από ποικίλες φάσεις και καταστάσεις κάθε άλλο παρά ιδανικές, ή ευθύγραμμες. Μέχρις ότου δηλαδή οι λαϊκές δυνάμεις αποκτήσουν τη συνοχή, τους στόχους, την ενότητα, την οργάνωση και την κατάλληλη πολιτική ηγεσία για να θέσουν στην πράξη ζήτημα εξουσίας και να κερδίσουν. Αν την κατακτήσουν.
Το αναπόδραστο της επανάστασης.
Η κοινωνική και πολιτική εξέγερση ενός λαού γίνεται αναπόφευκτη, όχι γιατί το θέλουν οι λαϊκές δυνάμεις, κάποιοι επαγγελματίες επαναστάτες, ή κάποιες μειοψηφικές αυτοδιορισμένες πρωτοπορίες.
Η ανάγκη της εξέγερσης επιβάλλεται αναγκαστικά στο λαό από το ίδιο το σύστημα εξουσίας και την αντικειμενική κατάσταση. Είχε δίκιο ο Χαρίλαος Τρικούπης όταν έγραφε στα 1874 ότι «την ευθύνην των επαναστάσεων φέρουσιν ουχί οι εκτελούντες, αλλ’ οι καθιστώντες αυτάς αναποδράστους.»(1)
Και σήμερα η επανάσταση του λαού είναι όσο ποτέ άλλοτε αναπόδραστη. Την καθιστά αναπόδραστη το ίδιο το καθεστώς εξουσίας που έχει βαλθεί να εξοντώσει μαζικά τις λαϊκές τάξεις, να ισοπεδώσει τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών. Όσο κι αν φοβάται ο λαός, όσο κι αν νιώθει ανέτοιμος, η ίδια η ανάγκη της επιβίωσης τον σπρώχνει – παρά κι ενάντια πολλές φορές στη θέλησή του – να αναμετρηθεί τελεσίδικα με το καθεστώς.
Πώς δημιουργείται εκείνη η κατάσταση που εγκυμονεί την κοινωνική εξέγερση; Όταν οι «από πάνω» δεν μπορούν να κυβερνήσουν όπως πριν και οι «από κάτω» δεν θέλουν πια να κυβερνώνται από τους «από πάνω». Και πότε επέρχεται αυτή η ρήξη; Όταν οι «από πάνω» επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν ανοιχτά την εξουσία εναντίον του λαού, καταλύοντας ακόμη και τα προσχήματα των ελάχιστων κοινωνικών εγγυήσεων, που σε άλλες περιόδους είναι υποχρεωμένοι να εξασφαλίζουν στους «από κάτω».
Ένας από τους γνωστότερους Έλληνες νομοδιδάσκαλους, ο Χ. Γ. Σγουρίτσας, ήδη από το 1925 έγραφε: «Ούται αι απειλαί του ποινικού νόμου, ούτε μυστικοπαθείς θεωρίαι είναι ικαναί να διατηρήσουν εν δίκαιον, το οποίον πεισμόνως ανθίσταται εις τα ηθικάς απαιτήσεις της κοινωνίας. Και όσω μεγάλη κι αν φαίνεται η αρχή του απαραβιάστου του δικαίου, υπάρχει τι μεγαλύτερον αυτής: η σωτηρία της πατρίδος.»(2)
Όταν λοιπόν το ίδιο το καθεστώς εξουσίας απειλεί άμεσα και πρακτικά την ίδια την επιβίωση του λαού και της πατρίδας, κάνει αναπόδραστη την κοινωνική και πολιτική εξέγερση. Κανένα σύστημα καταστολής, κανένα σύστημα βίας, φυσικής και πνευματικής, δεν μπορεί να αποτρέψει την – αργά ή γρήγορα – μετωπική αναμέτρηση ανάμεσα στο λαό και το καθεστώς εξουσίας. Μπορεί να την καθυστερήσει, να την αναβάλει, να την παρακάμψει πρόσκαιρα, αλλά να την αποφύγει δεν μπορεί με κανένα τρόπο.
Πότε οδηγείται ο λαός σε εξέγερση;
Πώς φαίνεται ότι έχει επέλθει αυτή η ασυμφιλίωτη διάσταση ανάμεσα στο λαό και το καθεστώς εξουσίας, ανάμεσα στους «από κάτω» και τους «από πάνω», η οποία κάνει «αναποδράστους τας επαναστάσεις», όπως έγραφε κι ο Τρικούπης; Μήπως με την έκφραση της δυσαρέσκειας, της διαμαρτυρίας και της οργής του κόσμου, δηλαδή των «από κάτω»; Όχι. Ποτέ η διαμαρτυρία και η οργή των «από κάτω» δεν ήταν αρκετή για να δημιουργήσει αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στους ίδιους και την εξουσία των «από πάνω». Ούτε για να κινητοποιήσει το λαό σε διεκδίκηση της εξουσίας.
Μήπως ο κόσμος περιμένει κάποιους να σφυρίξουν την έναρξη της επίθεσης στα χειμερινά ανάκτορα, ή στο κοινοβούλιο; Όχι βέβαια. Όποιος νομίζει ότι ο κόσμος περιμένει το «γιούρια», τότε είναι βαθιά νυχτωμένος και εξαιρετικά επικίνδυνος γιατί αντιλαμβάνεται το λαό, τους πολίτες, ως γομάρια που ξέρουν μόνο να αφηνιάζουν από οργή, ή φόβο. Όπως το κοπάδι.
Η επανάσταση ενός λαού δεν συνδέεται ούτε με αίμα, ούτε με καταστροφές, ούτε με καθεστώς ανωμαλίας. Έτσι την αντιλαμβάνονται μόνο οι δειλοί, οι δυνάστες και οι δαιμονισμένοι που εκλαμβάνουν την διαστροφή τους ως συνώνυμο της επανάστασης. Δεν είναι παρά η αποκατάσταση της έννομης τάξης υπέρ των πολλών, του ίδιου του λαού, ανατρέποντας το ζυγό πάνω στους πολίτες.
Ο Ρήγας Φεραίος στα Δίκαια του Ανθρώπου ανέφερε στο άρθρο 35: «Οταν η Διοίκησις βιάζη, αθετή, καταφρονή τα δίκαια του λαού και δεν εισακούη τα παράπονά του, το να κάμη τότε ο λαός ή κάθε μέρος του λαού επανάστασιν, να αρπάζη τα άρματα και να τιμωρήση τους τυράννους του, είναι το πλέον ιερόν από όλα τα δίκαιά του και το πλέον απαραίτητον από όλα τα χρέη του.»
Αυτό ακριβώς το νόημα έχει και η ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος (120.4), η οποία δεν είναι παρά μια επιτακτική εντολή στον κάθε πολίτη ξεχωριστά και στη μεγάλη πλειοψηφία συνολικά. Όταν κανένας συντεταγμένος θεσμός δεν λειτουργεί υπέρ του πολίτη, η υπεράσπιση των δικαιωμάτων του, που αναγνωρίζει το Σύνταγμα «επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία.»
Αναρωτηθείτε κάτι απλό. Υπήρξε άλλη εποχή όπου ο πολίτης και γενικά ο λαός να ήταν τόσο ανυπεράσπιστος απέναντι στην αυθαιρεσία της εξουσίας; Υπήρξε άλλη περίοδος που να έθετε σε κίνδυνο τόσο άμεσα και επιτακτικά την ίδια την επιβίωση των εργαζόμενων στρωμάτων, αλλά και την ίδια την ύπαρξη του έθνους στην Ελλάδα; Μόνο στην εποχή της παλιάς ναζιστικής κατοχής, όπου βασίλευε το δίκαιο του κατακτητή. Το ίδιο ισχύει και σήμερα.
Η ανάγκη της οργάνωσης.
Πώς λοιπόν γίνεται πράξη μια τέτοια επιταγή; Η απάντηση είναι μία και μόνη. Με την οργάνωση. Και οργάνωση δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συλλογική δράση με ενιαίους κανόνες, ενιαίο τρόπο και ενιαίους στόχους υπό ενιαία πολιτική ηγεσία μέσα στην κοινωνία.
Η οργάνωση είναι αυτή που λείπει από έναν λαό που καλείται να δώσει μάχη για τη ζωή του. Όχι μια οργάνωση επαγγελματιών της επανάστασης, των αγώνων διαμαρτυρίας, ή – πολύ χειρότερα – της ιδεοληψίας. Αλλά μια οργάνωση ικανή να λειτουργήσει ως καταλύτης της ενότητας του λαού. Και ενότητα του λαού δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο στη βάση του πατριωτικού καθήκοντος. Σε καμιά άλλη βάση.
Χρειάζεται μια οργάνωση ανοιχτή σε όλους. Όχι μόνο σ’ εκείνους που έχουν το σθένος, τη συνειδητή πειθαρχία, τη σκέψη και την αφοσίωση για να γίνουν μέλη της, αλλά ανοιχτή σ’ όλους όσοι μπορούν να συνδράμουν στο μέτρο του δυνατού από κάθε μετερίζι της κοινωνικής και πολιτικής ζωής στην αφύπνιση και την κινητοποίηση της μεγάλης πλειοψηφίας στους κοινούς στόχους. Αυτό σημαίνει κίνημα.
Φυσικά το να χτίζει κανείς είναι πάντα απείρως πιο δύσκολο από το να γκρεμίζει. Ιδίως όταν πρόκειται για μια πλατιά, ανοιχτή οργάνωση μέσα στην κοινωνία κυριολεκτικά από το μηδέν με στόχο να πετύχει εκείνο που έγραφε στην εποχή του ο Δημήτρης Γληνός:
«Δεν υπάρχει στιγμή ιερώτερη από τη σημερινή για να βάλουμε κάτω όλοι τις προσωπικές μας φιλοδοξίες, τις προσωπικές μας φιλοτιμίες, τα παρελθόντα μας, τα πάθη μας, τα μίση μας, τα συμφέροντά μας, τις σοφίες μας και τις γνώσεις μας, και να τα υποτάξουμε όλα, μα όλα, στον ένα και μόνο ιερό σκοπό, τη σωτηρία του λαού μας και την απολύτρωσή του από τη σκλαβιά. Όποιος, κρατώντας οποιουσδήποτε προσωπικούς υπολογισμούς, συμφέροντα, μίση, αντιπάθειες, συμπάθειες και φιλοδοξίες και «ιδεολογίες», καταπολεμάει ή υπονομεύει ή ματαιώνει μ’ οποιοδήποτε τρόπο την ενότητα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, την ενότητα στους σκοπούς, στην οργάνωση και στην καθοδήγησή του, αυτός οπουδήποτε και να βρίσκεται, οπωσδήποτε και να λέγεται, είναι συνεργάτης των ξένων καταχτητών, θεληματικά ή άθελα, προδότης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.»(3)
«Δεν υπάρχει στιγμή ιερώτερη από τη σημερινή για να βάλουμε κάτω όλοι τις προσωπικές μας φιλοδοξίες, τις προσωπικές μας φιλοτιμίες, τα παρελθόντα μας, τα πάθη μας, τα μίση μας, τα συμφέροντά μας, τις σοφίες μας και τις γνώσεις μας, και να τα υποτάξουμε όλα, μα όλα, στον ένα και μόνο ιερό σκοπό, τη σωτηρία του λαού μας και την απολύτρωσή του από τη σκλαβιά. Όποιος, κρατώντας οποιουσδήποτε προσωπικούς υπολογισμούς, συμφέροντα, μίση, αντιπάθειες, συμπάθειες και φιλοδοξίες και «ιδεολογίες», καταπολεμάει ή υπονομεύει ή ματαιώνει μ’ οποιοδήποτε τρόπο την ενότητα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, την ενότητα στους σκοπούς, στην οργάνωση και στην καθοδήγησή του, αυτός οπουδήποτε και να βρίσκεται, οπωσδήποτε και να λέγεται, είναι συνεργάτης των ξένων καταχτητών, θεληματικά ή άθελα, προδότης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.»(3)
Είναι πολύ πιο εύκολο να καταστρώνει κανείς σχέδια για το πώς θα κόψει κεφάλια και θα στήσει κρεμάλες, από το να αγωνισθεί με συνέπεια και αφοσίωση για να βάλει τα κεφάλια να σκεφτούν. Είναι απείρως πιο εύκολο να εκτονώνεται κανείς με διαμαρτυρίες, με απεργίες χωρίς αντίκρισμα, με τυφλές καταγγελίες, με συνθήματα και κατηχήσεις μόνο για μυημένους, παρά να οικοδομήσει ένα αληθινό πατριωτικό κίνημα μέσα στην ίδια την κοινωνία, μέσα στον ίδιο τον λαό εμπνέοντας τον απλό κόσμο με τη δράση και το λόγο του.
Είναι απείρως πιο εύκολο να φαντασιώνεται κανείς εκ παρατάξεως πολέμους με κουμπούρια και μπόμπες, παρά να βρει τον τρόπο να οδηγήσει τον ίδιο τον λαό στην εξουσία. Μόνο που, όπως έγραφε ο Ντοστογιέφσκι, «ο λαός δε θα πάει να πολεμήσει χωρίς να ξέρει το γιατί. Οι μόνοι που θα πάνε να πολεμήσουν, να βάλουν φωτιά και να ληστέψουν, θα ναι μια χούφτα εγκληματίες.»(4) Κι από τέτοιους εγκληματίες που βάφτιζαν και βαφτίζουν τους εαυτούς τους επαναστάτες για την υπεράσπιση του λαού, είναι γεμάτα τα βιβλία ιστορίας, αλλά και η ζωή γύρω μας.
Η αλήθεια είναι ότι κάθε πραγματικό βήμα της οργάνωσης μέσα στην κοινωνία ισοδυναμεί με εκατοντάδες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, απεργίες, συλλαλητήρια και ακτιβισμούς. Κάθε πραγματικό βήμα της οργάνωσης, οσοδήποτε μικρό κι αν είναι, κάθε άπλωμα της επιρροής της μέσα στον απλό κόσμο, σημαίνει πολύ περισσότερα, βαραίνει πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ενέργεια. Κι αυτό αποτελεί θέσφατο για όλα τα κοινωνικά κινήματα από την εποχή της αρχαιότητας έως σήμερα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι αρνούμαστε, ή αποκλείουμε τις κινητοποιήσεις. Όμως πάνω και πέρα απ’ όλα γνωρίζουμε πολύ καλά ότι για να μπορέσει ο λαός μας να στραφεί τελειωτικά εναντίον του καθεστώτος και να νικήσει, χρειάζεται μια γερή, πλατιά, ανοιχτή και ενιαία οργάνωση δικτυωμένη μέσα σ’ ολόκληρη την κοινωνία, ικανή να δίνει μάχες σε όλα τα πεδία της τρέχουσας πολιτικής.
Χωρίς αυτήν οι όποιες κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες, όσο δικαιολογημένες κι αν είναι, δεν συνιστούν παρά εκδηλώσεις εκτόνωσης και ήττας. Στην καλύτερη των περιπτώσεων.
Πώς γεννιέται μια επαναστατική κατάσταση;
Η ιστορία έχει αποδείξει επανειλημμένα ότι οι μαζικές διαμαρτυρίες και οι κινητοποιήσεις κάθε λογής δεν ήταν ποτέ επαρκής δείκτης της ετοιμότητας και της ωριμότητας ενός λαού. Αυτό που έχει επιβεβαιώσει η ιστορία των κοινωνικών εξεγέρσεων είναι ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός. Η διαδικασία με την οποία οι λαϊκές τάξεις φτάνουν στο αναπόδραστο της επανάστασης δεν είναι με κλιμακούμενες κινητοποιήσεις μέχρι την τελική αναμέτρηση, αλλά μέσα από ένα σκληρό και συχνά ανελέητο για τις ίδιες καθαρτήριο των παλιών εξαρτήσεων και αυταπατών τους.
Ένας από τους πιο σημαίνοντες επαγγελματίες της επανάστασης όλων των εποχών, ο Φρίντριχ Ένγκελς, έγραφε στο σύντροφό του Μπέμπελ: «Από τη μια μεριά όλα τα επίσημα κόμματα σε κοινό μέτωπο και από την άλλη εμείς οι σοσιαλιστές σε παράταξη. Μια μεγάλη αποφασιστική μάχη, νίκη σε όλη τη γραμμή με ένα χτύπημα. Στην πραγματικότητα τα πράγματα δεν είναι έτσι εύκολα. Στην πραγματικότητα, όπως σημειώνεις κι εσύ, η επανάσταση ξεκινά με τον ακριβώς αντίστροφο τρόπο, με τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού, όπως επίσης και των επίσημων κομμάτων, σε κοινό μέτωπο ενάντια στην κυβέρνηση που έτσι την απομονώνουν και την ανατρέπουν. Μόνο τότε, αφού όσα από τα επίσημα κόμματα υπάρχουν ακόμη έχουν επιφέρει αμοιβαία και με επιτυχία την αλληλοκαταστροφή τους, επέρχεται η μεγάλη διαίρεση… και μαζί της η ευκαιρία για τη δική μας εξουσία. Αν… θέλαμε να αρχίσουμε απευθείας με την τελική πράξη, θα βρισκόμασταν σε μια πάρα πολύ άσχημη θέση.»(5)
Αυτό δεν έγινε και στην Ελλάδα; Τι είχαμε σαν αποτέλεσμα της κορύφωσης των κινητοποιήσεων διαμαρτυρίας του λαού και των εργαζομένων έως τις αρχές του 2012; Την απομόνωση της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ και τη συντριβή της. Από κει και πέρα ξεκίνησε το ξεσκαρτάρισμα. Το ένα κόμμα μετά το άλλο, η μια πολιτική παράταξη μετά την άλλη επιφέρουν αμοιβαία και με επιτυχία την αλληλοκαταστροφή τους. Κι αφού ολόκληρο το επίσημο κομματικό σύστημα αλληλοκαταστραφεί και βρεθεί με τα έργα και τις πράξεις του απέναντι στο άμεσο και ζωτικό αίτημα της επιβίωσης του λαού, μόνο τότε επέρχεται η αναγκαία μεγάλη διαίρεση.
Πού βρισκόμαστε σήμερα; Η δεξιά και η αριστερά έχουν αλληλοεξοντωθεί. Κανένα παραδοσιακό κόμμα δεν μπορεί να σταθεί μόνο του στην εξουσία, ή να εξασφαλίσει κοινωνική νομιμοποίηση. Ο φερετζές έπεσε. Οι κομματικές διαφορές αποδείχτηκαν επίπλαστες, ενώ οι κομματικές ιδεολογίες αδιάφορες για την ίδια την επιβίωση του λαού και της πατρίδας. Το μόνο που μένει είναι να τους δούμε όλους να συγκυβερνούν με σκοπό την άγρια καταστολή του λαού.
Η άτυπη συγκυβέρνηση
Στην πράξη αυτό έχει γίνει ήδη με την τωρινή Βουλή. Πόσοι έχουν μείνει σήμερα στην ελληνική κοινωνία – με εξαίρεση φυσικά τους κομματικούς στρατούς – που δεν αντιλαμβάνονται ότι το σύνολο των κομμάτων της Βουλής παίζει το παιχνίδι του καθεστώτος κατοχής. Από τη μια τα κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, Λεβέντης, κοκ) που όχι μόνο ψήφισαν όλα μαζί και στηρίζουν την εφαρμογή του τρίτου και χειρότερου μνημονίου, αλλά διαγκωνίζονται για το ποιός θα είναι ο αυριανός Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλος, ή Ράλλης.
Από την άλλη η δήθεν αντιπολίτευση των φασιστών της ΧΑ, που το παίζουν πατριώτες, αλλά δεν τολμούν ούτε καν να θέσουν θέμα άμεσης εξόδου από ευρώ και ΕΕ. Πατριωτισμός γι’ αυτούς είναι η παλιά ξενόδουλη εθνικοφροσύνη του εμφυλίου και της χούντας. Πολιτικό τους πρόγραμμα είναι τα κρεματόρια, οι τόποι εξορίας και εκτελέσεων, ο αδελφοκτόνος σπαραγμός. Αποστολή τους είναι να στρέψουν τον ένα εναντίον του άλλου, τον ντόπιο εναντίον του αλλοδαπού, ώστε να επιταχύνουν τη διαδικασία εγκατάστασης ξένων στρατιωτικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στην πατρίδα μας ώστε να μας «φυλάνε» από τον εσωτερικό αλληλοσπαραγμό.
Φυσικά υπάρχει και το ΚΚΕ εκ Περισσού που αγωνίζεται να πείσει το λαό ότι δεν υπάρχει καθεστώς κατοχής, ότι δεν κινδυνεύει η πατρίδα του κι ότι όλα αυτά είναι φυσιολογικά γιατί έτσι είναι ο καπιταλισμός. Ιδεολογία του Περισσού είναι μια πολιτική παραλλαγή του Ισλάμ, δηλαδή της τυφλής πίστης. Σύμφωνα μ’ αυτό το δόγμα κάπου, κάπως, κάποτε θα επέλθει εν είδη ευλογίας του Προφήτη ο σοσιαλισμός, ή όπως αλλιώς ονομάζουν την άλλη ζωή, για να κάνει ευτυχισμένους τους ανθρώπους και να λύσει ως δια μαγείας, με απλά σουλτανικά φετβά των καθοδηγητών του Κόμματος όλα τα προβλήματα της ανθρωπότητας. Έως τότε ο λαός δεν έχει παρά να διαμαρτύρεται κατά παραγγελία των εκ Περισσού και να τους ψηφίζει.
Όσο για την πείνα, τη δυστυχία, την εξαθλίωση, τη διάλυση και τον εξανδραποδισμό της πατρίδας που κλιμακώνεται, δεν πειράζει διόλου. Είναι τα αναγκαία δεινά, που θα κάνουν τους αμαρτωλούς να προσκυνήσουν τον Περισσό και να αναζητήσουν τη σωτηρία τους από δαύτον. Για να οδηγηθούν πού;
Μα στην ίδια κόλαση που υπόσχεται και η ΧΑ. Ότι οι Μιχαλολιάκοι της ΧΑ ονομάζουν «εθνικιστικό καθεστώς», οι εκ Περισσού ονομάζουν κομμουνισμό, ή πιο σωστά κομμουνισμό του στρατώνα.
Πρόκειται για την υπόσχεση του ίδιου ολοκληρωτικού, φασιστικού καθεστώτος.
Υπήρξε άλλη περίοδος στη νεώτερη ιστορία της Ελλάδας που ο λαός, στη μεγάλη πλειοψηφία του, να έχει αποστασιοποιηθεί τόσο πολύ από τα επίσημα κόμματα και τις ιδεολογίες τους; Υπήρξε άλλη περίοδος που οι πολίτες στην πλειοψηφία τους να κατανοούν όσο σήμερα τον προδοτικό ρόλο συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης; Ποτέ άλλοτε.
Η μεγάλη διαίρεση.
Φυσικά η κάθαρση της μεγάλης μερίδας των πολιτών από την αλλοτινή τους συνείδηση, δεν ήλθε ανώδυνα. Χρειάστηκε η σκληρή εμπειρία των τελευταίων χρόνων για να διδάξουν τον απλό πολίτη ότι δεν μπορεί να περιμένει τη σωτηρία του από κανέναν του επίσημου κομματικού σκηνικού, από καμιά πολιτική παράταξη. Χρειάστηκε να πληρώσει βαρύ τίμημα για να μάθει ο πολίτης ότι η διαχωριστική γραμμή, η μεγάλη διαίρεση, δεν είναι ανάμεσα σε δεξιά ή αριστερά, ούτε ανάμεσα σε μνημόνιο ή αντιμνημόνιο.
Εν μέσω μιας πρωτοφανούς κατάρρευσης της χώρας, όχι μόνο οικονομικής και κοινωνικής, αλλά – ιδίως μετά το τρίτο μνημόνιο – και γεωστρατηγικής, ο μέσος Έλληνας αντιλαμβάνεται πια ότι ο αγώνας είναι βαθύτατα εθνικοαπελευθερωτικός. Μαθαίνει ότι πρέπει να διεκδικήσει και να υπερασπιστεί την πατρίδα του, αλλιώς θα την δει να χάνεται ολοκληρωτικά. Ξέρει πια που είναι η μεγάλη διαίρεση: από την μια οι δυνάμεις που διεξάγουν εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και από την άλλη όλοι μαζί οι άλλοι που δηλώνουν ή είναι φύση και θέση απάτριδες.
Και καθώς πια ξεκαθαρίζει η μεγάλη διαίρεση, καθώς ξεκαθαρίζει η ήρα από το στάρι, καθώς ο απλός κόσμος μαθαίνει να βλέπει πέρα από δεξιά και αριστερά, πέρα από τα όποια αντιμνημονιακά συνθήματα, πέρα από τα προσχηματικά Grexit, πέρα από τις τυφλές καταγγελίες του ευρώ και της ΕΕ πίσω από τις οποίες κρύβονται οι οπαδοί των ανοιχτών συνόρων και του Σόρος, αντιλαμβάνεται ότι τα πάντα θα κριθούν στο έδαφος της πατρίδας και του έθνους του. Αντιλαμβάνεται ότι τα πάντα θα κριθούν από τον πατριωτισμό του.
Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Τζορτζ Μπέρναρ Σο έγραφε: «Ένα υγιές έθνος δεν έχει συνείδηση της εθνικότητάς του, όπως ο υγιής άνθρωπος των οστών του. Αλλά αν σπάσει κανείς την εθνικότητα ενός έθνους, αυτό δεν θα σκεφτεί τίποτα άλλο, εκτός από το να την αποκαταστήσει και πάλι. Δεν θα ακούσει κανένα μεταρρυθμιστή, κανένα φιλόσοφο, κανένα ιεροκήρυκα, έως ότου πραγματοποιηθεί το αίτημα του Εθνικιστή. Δεν θα ασχοληθεί με κανενός είδους επιχείρηση, όσο ζωτικής σημασίας κι αν είναι, εκτός από την επιχείρηση της ενοποίησης και της απελευθέρωσης.»(6)
Για τον Μπέρναρ Σο, ο οποίος συμμεριζόταν την αυτοκρατορική ιδεολογία της γηραιάς Αλβιόνος, το πατριωτικό αίτημα της εθνικής απελευθέρωσης ήταν συνώνυμο με τον εθνικισμό. Έτσι πάντα σκέφτονταν οι ιμπεριαλιστές, αλλά επί της ουσίας ο Σο έχει απόλυτο δίκιο. Αυτό έχει συμβεί με το ελληνικό έθνος σήμερα. Κι ο μέσος Έλληνας έχει αρχίσει πια να αντιλαμβάνεται ότι αν δεν επιδιορθώσει ο ίδιος το συντριπτικό κάταγμα που έχει υποστεί ο ίδιος ως κυρίαρχο έθνος στην πατρίδα του, δεν τον γλυτώνει τίποτε.
Κι έχει φτάσει πια στο σημείο να μην μπορεί πλέον κανείς να τον κοροϊδέψει. Κανένας μεταρρυθμιστής, κανένας φιλόσοφος, κανένας ιεροκήρυκας, κανένας απατεώνας της πολιτικής και της ιδεολογίας. Υπάρχει λοιπόν καλύτερη περίοδος για μια πατριωτική δύναμη, για έναν αληθινό πατριώτη που αγωνίζεται για την εθνική απελευθέρωση και τη δημοκρατία; Ούτε κατά διάνοια.
Λίγο πριν το μεγάλο τσουνάμι.
Όπως είναι φυσικό η συναίσθηση αυτής της μεγάλης διαίρεσης που προβάλει ολοκάθαρα στα μάτια, το νου και την καρδιά του απλού κόσμου δεν έρχεται ως επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος. Συνοδεύεται όχι μόνο από αγανάκτηση, αλλά και από πόνο, απογοήτευση και συχνά απελπισία. Πολύ δύσκολα τώρα πια εμπιστεύεται κάποιον. Και πολύ καλά κάνει. Αυτό δεν του λέγαμε και μείς από την αρχή της κρίσης;
Άλλοι πάλι αναμετρώνται με την πραγματικότητα και τα καθήκοντά της για να νιώσουν λειψοί, πολύ λίγοι. Νιώθουν πώς έχουν χάσει τη γη κάτω από τα πόδια τους. Κι έχουν δίκιο. Είναι το αντίτιμο της αλήθειας, που η εμπειρία των τελευταίων ετών τους ανάγκασε να δουν κατάματα. Και την αλήθεια κανείς δεν μπορεί να την αγνοήσει. Όποιος το κάνει τον περιμένει ο ζουρλομανδύας είτε του ψυχιατρείου, είτε των κάθε λογής γκρουπούσκουλων του περιθωρίου και του υποκόσμου.
Βρισκόμαστε στην καλύτερη συγκυρία για τον απλό κόσμο. Σε μια συγκυρία όπου έχει αντιληφθεί μέχρι και ο πιο αφελής ότι με τη διαμαρτυρία δεν μπορεί να καταφέρει τίποτε. Να γιατί ο κόσμος δεν βγαίνει στους δρόμους. Να κάνει τι; Για να διαμαρτυρηθεί χωρίς κανένα αποτέλεσμα; Άλλωστε γνωρίζει πολύ καλά ότι αυτοί που δήθεν τον εκπροσωπούν σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο δεν τους καίγεται καρφί και θα τον προδώσουν στην πρώτη ευκαιρία.
Οι πλατείες και οι τεράστιες κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας της πρώτης περιόδου πέρασαν ανεπιστρεπτί.
Ο απλός κόσμος σήμερα είναι πολύ πιο ώριμος από τότε. Αρχίζει να ωριμάζει μέσα του όσο ποτέ άλλοτε το αίτημα για ριζική ανατροπή του καθεστώτος κατοχής. Κι έτσι ψάχνει να βρει ποιόν μπορεί να εμπιστευθεί, ποιά οργάνωση είναι αρκετά δυνατή ώστε να τον οδηγήσει σε διέξοδο.
Ζούμε σε μια συγκυρία άμπωτης, η οποία προηγείται πάντα πριν έλθει το μεγάλο τσουνάμι που θα τα σαρώσει όλα. Κι όσο περισσότερο διαρκεί αυτή η άμπωτη τόσο μεγαλύτερο θα είναι το τσουνάμι. Όποιος αδυνατεί να αντιληφθεί τα σημεία των καιρών απογοητεύεται από αυτή την άμπωτη. Νομίζει ότι χάθηκε η θάλασσα καθώς έχει υποχωρήσει τόσο πολύ. Θαρρεί πώς η λαοθάλασσα απλά αποστρατεύθηκε.
Ζούμε σε μια συγκυρία άμπωτης, η οποία προηγείται πάντα πριν έλθει το μεγάλο τσουνάμι που θα τα σαρώσει όλα. Κι όσο περισσότερο διαρκεί αυτή η άμπωτη τόσο μεγαλύτερο θα είναι το τσουνάμι. Όποιος αδυνατεί να αντιληφθεί τα σημεία των καιρών απογοητεύεται από αυτή την άμπωτη. Νομίζει ότι χάθηκε η θάλασσα καθώς έχει υποχωρήσει τόσο πολύ. Θαρρεί πώς η λαοθάλασσα απλά αποστρατεύθηκε.
Τι διδάσκει η ιστορία;
Δεν μπορεί να κατανοήσει ότι ακριβώς πριν επέλθουν οι μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές μεταβολές, προηγείται μια συγκυρία κοινωνικής άπνοιας που μοιάζει σαν να έχει παραδοθεί ο λαός, σαν να έχει δεχθεί τη μοίρα του. Όταν ο Λουδοβίκος 16ος και το επιτελείο του σκέφτηκε να συγκαλέσει τη συνέλευση των τάξεων το 1789 για να επιβάλει καινούργιους φόρους, το έκανε νιώθοντας ότι δεν κινδυνεύει από κανένα κομμάτι του λαού. Συνελεύσεις των τάξεων οι Γάλλοι μονάρχες είχαν σταματήσει να συγκαλούν από το 1600, ακριβώς γιατί δεν ήθελαν να δίνουν αφορμή για κοινωνικές εξεγέρσεις.
Ο Λουδοβίκος προχώρησε σε σύγκληση της συνέλευσης των τάξεων, γιατί η κοινωνική άπνοια στην Γαλλία της εποχής ήταν τέτοια που τον έκανε να νιώθει σίγουρος για την εξουσία του. Η λαιμητόμος της 21ης Ιανουαρίου 1793 τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι αυτό που νόμιζε ως άπνοια και υποχώρηση της κοινωνίας, δεν ήταν παρά μια συγκυριακή άμπωτις που αναγκαστικά θα γεννούσε το τεράστιο τσουνάμι.
Το ίδιο συνέβη και νωρίτερα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου στην Αγγλία που ανέδειξε τον Όλιβερ Κρόμγουελ σε ιδρυτή της Κοινοπολιτείας το 1649. Στην αρχή οι στρατολόγοι του Κρόμγουελ, οι οποίοι γύριζαν από χωριό σε χωριό για να συγκεντρώσουν δυνάμεις για το στρατό του κοινοβουλίου, παραπονιόντουσαν για την αδιαφορία των χωρικών: «Ο λαός δεν ενδιαφέρεται κάτω από ποιά κυβέρνηση ζει, αρκεί να του επιτρέπεται να οργώνει και να πηγαίνει στην αγορά.»(7)
Κι ήταν απολύτως φυσιολογικό. Η αδιαφορία που παρατηρούσαν οι στρατολόγοι του Κρόμγουελ δεν ήταν παραίτηση, αλλά απαξίωση της εξουσίας τόσο του βασιλιά, όσο και του κοινοβουλίου. Όταν όμως στα λάβαρα του Κρόμγουελ διατυπώθηκαν τα πιο ζωτικά αιτήματα των χωρικών, η αδιαφορία μετατράπηκε σε τέτοια στράτευση που έδωσε τη νίκη στο στρατό των πολιτών εναντίον του στρατού της αριστοκρατίας, που υποστήριζε το βασιλιά. Η φαινομενική αδιαφορία δεν ήταν παρά μια άμπωτη που γέννησε ένα τρομακτικό τσουνάμι.
Το ίδιο συνέβη και στις παραμονές της Ρωσικής επανάστασης το 1917. Ένα μήνα πριν τον Φεβρουάριο του 1917 όλα τα επαναστατικά κόμματα πίστευαν ότι οι μουζίκοι και οι εργάτες της Ρωσίας είχαν παρασυρθεί ολοκληρωτικά από τον τσαρικό σωβινισμό. Κι εκτός από τα περιοδικά ξεσπάσματα στο μέτωπο τίποτε δεν προμήνυε την επανάσταση που μέσα σε λίγες μέρες σάρωσε το τσαρικό καθεστώς.
Κανείς δεν μπόρεσε να την προβλέψει, γιατί η ησυχία και η φαινομενική αδιαφορία κυριαρχούσε στα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας. Παρά τα ξεσπάσματα από την πείνα και τις κακουχίες του πολέμου.
Κάτι ανάλογο συνέβη και με τον παλλαϊκό ξεσηκωμό της 28ης Οκτωβρίου 1940 στην Ελλάδα. Κανείς δεν περίμενε αυτό που συνέβη. Το φασιστικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου του Μεταξά, αλλά και οι εχθροί του, είχαν πιστέψει ότι ο λαός είχε υποταχθεί. Το κίνημα της 28ης Ιουλίου 1938 στα Χανιά ήταν το τελευταίο ουσιαστικά λαϊκό σκίρτημα ενάντια στη δικτατορία του Μεταξά. Μετά την αιματηρή καταστολή του κινήματος και τον αφοπλισμό των Κρητών από τον μετέπειτα δοσίλογο στρατηγό Τσολάκογλου, που τον έστειλε ο δικτάτορας για να δαμάσει το αδάμαστο νησί, κανείς δεν τολμούσε να φανταστεί ότι το καθεστώς κινδύνευε από τον λαό.
Ο Μεταξάς ήταν τόσο σίγουρος για την υποταγή του λαού, που με σχετική ευκολία αρνήθηκε το τελεσίγραφο του Γκράτσι προκειμένου να διασώσει το καθεστώς του από τις αντιδράσεις που φοβόταν, όχι τόσο του λαού, όσο των Βρετανών. Μόνο που ο Μεταξάς «δεν μπόρεσε να καταλάβει», όπως σημείωνε στο ημερολόγιό του εκείνη την εποχή ο Γ. Σεφέρης, ο οποίος τότε υπηρετούσε ως δημόσιος υπάλληλος στην κυβέρνηση, «ότι η μέρα εκείνη δεν επικύρωνε, αλλά καταργούσε την 4η Αυγούστου.»(8)
Ήρθε η ώρα να επιλέξουμε όλοι μας στρατόπεδο.
Η ιστορία λοιπόν διδάσκει. Όποιον θέλει να διδαχθεί από αυτήν. Και διδάσκει κάτι πολύ απλό. Όταν ένας λαός σε τέτοιες συνθήκες κατάρρευσης οδηγείται από τη μαζική διαμαρτυρία στην μαζική απραξία, τότε κάτι πολύ μεγάλο εγκυμονείται. Δεν σηματοδοτεί αδιαφορία, ή παραίτηση, αλλά μια τέτοια συνολική και σε βάθος απαξίωση του πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος, που δεν έχει νόημα πια ούτε καν η διαμαρτυρία. Είναι η άμπωτις που προηγείται λίγο πριν από το μεγάλο τσουνάμι. Κι αυτό θα έρθει είτε το θέλουμε, είτε όχι. Εξ ανάγκης.
Να γιατί έχουν βαλθεί να θολώσουν το νου και την καρδιά του κόσμου με θεωρίες περί πολιτικής αποχής. Να γιατί ολόκληρο το καθεστώς, από τους καλλιτέχνες της αρπακτής και της μάσας, έως τους διανοούμενους της πλάκας, τα γκρουπούσκουλα της αριστεράς και τους επαναστάτες του διαδικτύου, επιχειρούν να μας πείσουν ότι τίποτε δεν γίνεται, ότι όλοι ίδιοι είναι, ότι δεν υπάρχει εναλλακτική εκτός από την αναπαραγωγή των ίδιων και των ίδιων.
Να γιατί σήμερα, σ’ αυτή τη συγκυρία γεννιούνται οι πιο αφοσιωμένοι, ώριμοι και έτοιμοι αγωνιστές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Να γιατί πολλοί απ’ όσους εκτονώθηκαν την εποχή της διαμαρτυρίας με πλατείες, ακτιβισμούς και «άμεσες δημοκρατίες», σήμερα κοιτούν τη δουλίτσα τους, ή αναζητούν καταφύγιο στο πληκτρολόγιο και στο γνωστό από παλιά ιδεολογικό και πολιτικό περιθώριο. Ο αυνανισμός είναι πάντα η πιο προσφιλής διέξοδος για όλους όσοι διατηρούν ανοργασμική σχέση με την κοινωνία και την πολιτική.
Ας τους αφήσουμε να κλαίγονται. Το κάνουν εκ του πονηρού. Θέλουν να μετατρέψουν τη δική τους ήττα και συνθηκολόγηση, σε ήττα και συνθηκολόγηση του απλού κόσμου. Τι ξέρουν αυτοί από απλό κόσμο;
Πότε ζυμώθηκαν μαζί του; Πότε εκτίμησαν τη δύναμή του; Πότε επένδυσαν στο μεγαλείο του; Ιδίως όταν το έκρυβαν τόνοι σκουπιδιών και ελαττωμάτων. Πότε φρόντισαν να τον καταλάβουν ως τέτοιο, όπως είναι στην αληθινή ζωή του κι όχι όπως τον θέλουν τα διάφορα εγχειρίδια της αριστεροδεξιάς ιδεολογίας, οι προσωπικές μωροφιλοδοξίες τους και οι ιδεοληψίες που τους στοιχειώνουν σαν δαίμονες.
Ο απλός κόσμος βρίσκεται στην καλύτερη κατάσταση για να κατανοήσει και να αγωνιστεί σήμερα για την εθνική απελευθέρωση. Το στοίχημα πια είναι αποκλειστικά δικό μας. Μπορούμε να τον εμπνεύσουμε; Μπορούμε να τον βοηθήσουμε να λυτρωθεί από τα δεινά; Μπορούμε να υπερασπιστούμε την πατρίδα και να την κερδίσουμε για εμάς και τα παιδιά μας; Ή θα επιτρέψουμε στο καθεστώς κατοχής και την αριστεροδεξιά Πέμπτη Φάλαγγα να οδηγήσει το λαό μας σε ολοκληρωτική σφαγή; Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.