Εχουν περάσει σχεδόν πέντε χρόνια από την 20ή Οκτωβρίου του 2011,όταν Λίβυοι αντάρτες αιχμαλώτισαν και σκότωσαν τον τότε ηγέτη Μ.Qaddafi. Δυστυχώς, η Λιβύη παραμένει μια βαθιά διχασμένη χώρα τόσο πολιτικά όσο και θεσμικά, ενώ δεν διαθέτει μια λειτουργική αντιπροσωπευτική Κυβέρνηση. Η διαδικασία δημοκρατικής μετάβασης της Λιβύης απέτυχε παταγωδώς να δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για εδραίωση της δημοκρατίας και της έννομης τάξης. Αντίθετα, η Λιβύη έγινε μία χώρα όπου οι παραστρατιωτικοί κυβερνούν, οι εξτρεμιστικές οργανώσεις κυριαρχούν και οι συνθήκες διαβίωσης επιδεινώνονται σημαντικά. Η χώρα πλήττεται, επίσης, από τη μεγάλη πολιτική κρίση με διάφορες ανταγωνιστικές Κυβερνήσεις, κάθε μία εκ των οποίων αποκτά νομιμότητα και έλεγχο επί σημαντικών θεσμών όπως η Κεντρική Τράπεζα, η «NATIONAL OIL CORPORATION» και η «LIBYAN INVESTMENT AUTHORITY».
Σήμερα, οι Λίβυοι αναγκάζονται να επιλέξουν μεταξύ δύο ακραίων επιλογών. Είτε το χάος με τις παραστρατιωτικές οργανώσεις και τους ισλαμιστές εξτρεμιστές ως κυρίαρχες Δυνάμεις, είτε το στρατιωτικό καθεστώς. Καμία άλλη λύση δεν φαίνεται να υπάρχει. Η επιλογή είναι ξεκάθαρη στην ανατολική περιοχή της Κυρηναϊκής (Barqa στα Αραβικά), όπου ο Στρατός είναι η κυρίαρχη ένοπλη και πολιτική δύναμη, η οποία επεκτείνει τον έλεγχό της στους δημοκρατικά εκλεγμένους θεσμούς, χωρίς καμία λαϊκή αντίσταση, και με σαφή λαϊκή στήριξη στις πράξεις του. Στις 19 Ιουνίου, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου της Λιβύης στο Tobruk, στο πλαίσιο της φερόμενης ιδιότητάς του ως ανώτατου διοικητή των ΕΔ, κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και διόρισε τον ABDULRAZAQ NADORI του «LIBYAN NATIONAL ARMY» στρατιωτικό Κυβερνήτη της ανατολικής περιοχής. O NADORI έχει τώρα την εξουσία να διορίζει πολιτικές και στρατιωτικές επιτροπές, να καθιστά τοπικά δημοτικά συμβούλια με στρατιωτικούς καθώς και να απαγορεύει τη διεξαγωγή των διαδηλώσεων που δεν έχουν γραπτή άδεια από το γραφείο του.
Στην ανατολική περιοχή της Λιβύης ο NADORI ξεκίνησε μια εκστρατεία για να αντικαταστήσει τα σε μεγάλο βαθμό δυσλειτουργικά αλλά δημοκρατικά εκλεγμένα δημοτικά συμβούλια, με διορισμένους στρατιωτικούς Κυβερνήτες. Η ενέργεια αυτή σηματοδοτεί ένα ακόμα εμπόδιο για την εδραίωση της Δημοκρατίας στη -μετά τον QADDAFI- εποχή στη Λιβύη. Μέχρι στιγμής, οι στρατιωτικοί Κυβερνήτες έχουν αντικαταστήσει 8 δημοτικά συμβούλια, περιλαμβανομένων αυτών στις πόλεις Βεγγάζη, Shahaat, Ejdabyia στα βορειοανατολικά και στην Kufrah στα νοτιοανατολικά. O OTMAN GAJIJI, επικεφαλής της Κεντρικής Επιτροπής των Δημοτικών Εκλογών της Λιβύης, εξέφρασε την ανησυχία του για τη «στρατιωτική κατάληψη», όπως την αποκάλεσε, των δημοκρατικών εκλεγμένων Αρχών.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κάποια νομοθεσία που να δικαιολογεί τις ενέργειες του NADORI. Είναι επίσης σαφές ότι δεν υπάρχει και κάποιος μηχανισμός επίβλεψης από το Κοινοβούλιο στο Tobruk.
Ωστόσο, τέτοιου είδους ανησυχίες δεν φαίνεται να απασχολούν τον επικεφαλής του Κοινοβουλίου της Λιβύης, που ενέκρινε τις ενέργειες του NADORI. Παράλληλα, ο Δήμαρχος του Tobruk στην ανατολική Λιβύη απαίτησε ο Στρατός να διορίσει έναν Κυβερνήτη για την πόλη, επικαλούμενος αδυναμία των δημοτικών υπαλλήλων να παρέχουν υπηρεσίες και να πολεμούν το έγκλημα. Ομοίως, οι ηγέτες της τοπικής κοινότητας στο Soloug, νότια της Βεγγάζης, απαίτησαν ο Στρατός να διορίσει Κυβερνήτη. Οι τοπικές κοινότητες στις νότιες και δυτικές περιοχές της Λιβύης εξετάζουν το ενδεχόμενο τοποθέτησης στρατιωτικού Κυβερνήτη, γεγονός που καταδεικνύει την τάση στρατιωτικοποίησης της χώρας.
Για να γίνει κατανοητή αυτή η τάση στη Λιβύη, πρέπει κάποιος να εξετάσει τους λόγους από τους οποίους, αυτή πηγάζει. Ακτιβιστές στην πόλη Βεγγάζη, που είναι η πρώτη που το δημοτικό της συμβούλιο αντικαταστάθηκε από έναν στρατιωτικό Κυβερνήτη, δήλωσαν ότι πολλοί φιλοδημοκρατικοί ακτιβιστές είναι ένθερμοι υποστηρικτές του αγώνα που ο Στρατός διεξάγει κατά των Ισλαμιστών παραστρατιωτικών στη Βεγγάζη. Οι ακτιβιστές δικαιολογούν τη στήριξή τους αυτή τονίζοντας ότι από το 2012 η Βεγγάζη αντιμετωπίζει μια εκστρατεία τρομοκρατίας από εξτρεμιστές, που στοίχισε τη ζωή σε περισσότερα από 500 άτομα, μεταξύ των οποίων πολίτες, ακτιβιστές, πολιτικοί,δημοσιογράφοι και στρατιωτικοί, ενώ οι Αρχές δεν μπορούσαν να οδηγήσουν τους υπεύθυνους ενόπιον της δικαιοσύνης. Επιπλέον, η κατάσταση ασφαλείας και οι συνθήκες διαβίωσης έχουν επιδεινωθεί σε σημαντικό βαθμό. Ο «LIBYAN NATIONAL ARMY» και ο επικεφαλής του, Στρατάρχης ΚΗAFTAR, εκμεταλλεύθηκαν την κατάσταση.
Κάτοικοι της Βεγγάζης και άλλων μεγάλων πόλεων στην ανατολική Λιβύη πανηγυρίζουν τις επιτυχίες του «LIBYAN NATIONAL ARMY». Η λαϊκή αποδοχή του «LIBΥΑΝ NATIONAL ARMY» οφείλεται στο γεγονός ότι είναι ο μοναδικός θεσμός που κατάφερε να καθησυχάσει τους πολίτες σχετικά με την άνοδο των εξτρεμιστικών οργανώσεων και την επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας.
Πράγματι, υπό τη διοίκηση του «LIBYAN NATIONAL ARMY», η κατάσταση ασφαλείας και οι παροχές υπηρεσιών βελτιώθηκαν. Όλες αυτές οι αλλαγές, που ήταν απαραίτητες, έγιναν γρήγορα. Αναμφίβολα οι επιτυχίες αυτές δίνουν στο Στρατό μεγαλύτερη νομιμότητα από ό,τι στους δημοκρατικά εκλεγμένους, αλλά δυσλειτουργικούς θεσμούς.
Η μέθοδος ανόδου της δημοτικότητας και αποδοχής του Λίβυου Στρατηγού μοιάζουν βγαλμένες από κινηματογραφική ταινία του Hollywood. Ο ίδιος προ μηνός είχε απελευθερώσει την πλούσια σε πετρέλαια βορειοανατολική επικράτεια από τον έλεγχο των εξτρεμιστών, χωρίς καν να δοθεί μάχη, και μόλις κατηγορήθηκε από την νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση για την ενέργειά του αυτή, απέδωσε την περιοχή στο κράτος, ως απελευθερωτής. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι μετά την διαφυγή του στις ΗΠΑ το 1987, ορκισμένος ο ίδιος για να εκδικηθεί των πάλαι ποτέ φίλο του Qaddafi, χρησιμοποιήθηκε ως το κρυφό χαρτί της Ουάσιγκτον για την επόμενη ημέρα. Ο Khaftar, επίσης δεν είναι τυχαίο ότι διέμεινε στη Β. Virginia, επί είκοσι χρόνια, πλησίον των εγκαταστάσεων της CIA στο Langley και πλησίον του Λευκού Οίκου. Τώρα με τις ενέργειες του NADORI, ο οποίος είναι ο μόνος που μπορεί να κατηγορηθεί για πραξικόπημα και στρατιωτικοποίηση του πολιτικού σκηνικού στη χώρα, ο Khaftar, ως αρχηγός του Στρατού, έρχεται ως ο «Μεσσίας» της σταθερότητας για τη Λιβύη…
Για να κατανοήσουμε το δόγμα των ΗΠΑ και τον modus operandi της Ουάσιγκτον θα παραθέσουμε ένα παράλληλο παράδειγμα που διαδραμτίζεται ταυτόχρονα με τις εξελίξεις στη Λιβύη και έχει άμεση σχέση με αυτές. Η Αφρική παρά το γεγονός πως η Washington δαπανά εκατομμύρια δολάρια σε αμερικανική στρατιωτική υποδομή και προμήθειες όπλων στις ταραχώδεις χώρες της, δεν καθίσταται ασφαλέστερη. Ποιοι είναι λοιπόν οι πραγματικοί αντικειμενικοί στόχοι της «Αμερικανικής Στρατιωτικής Διοίκησης Αφρικής» (AFRICOM);
Η παράδοξη κατάσταση μπορεί να αποτυπωθεί ως εξής: αν και η αμερικανική κυβέρνηση έχει δαπανήσει από το 2002 εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια σε στρατιωτική βοήθεια στις χώρες του Sahel της Αφρικής, η περιοχή έχει καταστεί λιγότερο ασφαλής. H περιοχή, ήταν σχετικά ελεύθερη από υπερεθνικές τρομοκρατικές απειλές το 2001, αλλά πλέον ταλανίζεται από τακτικές επιθέσεις της “BOKO HARAM” μίας κάποτε πολύ μικρής, μη βίαιης ισλαμικής σέχτας από τη Νιγηρία, η οποία έχει έκτοτε εκφράσει δέσμευση πίστης στην «IS» και απειλεί τη σταθερότητα, όχι μόνο της πατρίδας της, αλλά επίσης του Καμερούν, του Τσαντ και του Νίγηρα. Επιπλέον, η “BOKO HARAM” αποτελεί μόνο μία από τις 17 ένοπλες οργανώσεις που μαστίζουν την περιοχή.
Μόνο για το διάστημα 2009-2013 οι ΗΠΑ διέθεσαν $288.000.000 για τη χρηματοδότηση της οργάνωσης-«Trans-Sahara Counterterrorism Partnership» (TSCTP), προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις ΕΔ του Τσαντ, του Μάλι, της Μαυριτανίας και του Νίγηρα. Οι Δυνάμεις Ειδικών Επιχειρήσεων των ΗΠΑ παρέχουν τακτική εκπαίδευση στο Στρατό του Νίγηρα. Η Washington έχει δαπανήσει εκατομμύρια δολάρια σε αεροπλάνα, φορτηγά και άλλο εξοπλισμό στις αφρικανικές χώρες. Αυτό είναι μόνον η κορυφή του παγόβουνου, δεδομένης της σημαντικής στρατιωτικής παρουσίας του Πενταγώνου στη συγκεκριμένη ήπειρο. Υπάρχουν δεκάδες αμερικανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις στην Αφρική, πέραν του στρατοπέδου «Camp Lemonnier» στο Τζιμπουτί.
Αυτές οι πολυάριθμες τοποθεσίες συνεργασίας ασφάλειας (cooperative security locations CSLs), τοποθεσίες προωθημένων επιχειρήσεων (forward operating locations – FOLs) και άλλα φυλάκια έχουν κατασκευαστεί από τις αμερικανικές δυνάμεις στη Μπουρκίνα Φάσο, το Καμερούν, την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, το Τσαντ, το Τζιμπουτί, την Αιθιοπία, την Γκαμπόν, την Γκάνα, την Κένυα, το Μάλι, τον Νίγηρα, τη Σενεγάλη, τις Σεϋχέλλες, τη Σομαλία, το Σουδάν και την Ουγκάντα. Ο αμερικανικός Στρατός έχει επίσης πρόσβαση σε τοποθεσίες στην Αλγερία, τη Μποτσουάνα, τη Ναμίμπια, το Σάο Τόμε και Πρίνσιπε, τη Σιέρα Λεόνε, την Τυνησία, τη Ζάμπια και άλλες χώρες.
Σύμφωνα με τον RICHARD REEVE, Διευθυντή του Προγράμματος Αειφόρου Ασφάλειας (Sustainable Security Programme) στο Ινστιτούτο μελετών και αναλύσεων «Oxford Research Group», το οποίο έχει την έδρα του στο Λονδίνο, το Πεντάγωνο έχει τον συγκεκαλυμμένο έλεγχο σχεδόν κάθε χώρας στη δυτική και κεντρική Αφρική. Ωστόσο, ο ακριβής αριθμός των αμερικανικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων στην ήπειρο περιβάλλεται από μυστικότητα.
Ομοίως, οι αποστολές και οι αντικειμενικοί στόχοι του Πενταγώνου στην Αφρική παραμένουν ασαφείς. Εντούτοις, υφίσταται μία παράξενη συσχέτιση μεταξύ του αυξανόμενου αριθμού αμερικανικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων στην περιοχή, της αυξημένης δραστηριότητας των τοπικών ισλαμικών οργανώσεων και των εγκαταστάσεων παραγωγής πετρελαίου της Αφρικής.
Το 2005, το Ινστιτούτο Αφρικανικών Θεμάτων του «GIGA» εξέδωσε ένα βιβλίο με τίτλο «Resource Politics in Sub-Sabaran Africa». “Ενας εκ των συγγραφέων του βιβλίου, ο Γερμανός ακαδημαϊκός LUTZ NEUMANN, παρουσίασε έναν κατάλογο των κορυφαίων παραγωγών ακατέργαστου πετρελαίου στην Αφρική και τόνισε το αυξανόμενο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για αφρικανικό ακατέργαστο πετρέλαιο. Ο Γερμανός ακαδημαϊκός κατέγραψε τους κορυφαίους παραγωγούς πετρελαίου της αφρικανικής ηπείρου με φθίνουσα σειρά παραγωγής: Νιγηρία, Αλγερία, Λιβύη, Αγκόλα και Αίγυπτος. Άλλες χώρες παραγωγής πετρελαίου που αναφέρθηκαν από τον συγγραφέα ήταν το Σουδάν, η Ισημερινή Γουινέα, το Κονγκό η Γκαμπόν, το Τσαντ, το Καμερούν, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και η Ακτή Ελεφαντοστού.
Ο NEUMANN υπογράμμισε επίσης τη σημασία του Κόλπου της Γουινέας. Η πλούσια, σε υδρογονάνθρακες, Γουινέα αποτελεί την κύρια τοποθεσία των πετρελαϊκών κοιτασμάτων στην υποσαχάρια Αφρική, και ως εκ τούτου έχει τις μεγαλύτερες προοπτικές. Λαμβάνοντας υπόψη τις διμερείς σχέσεις εμπορίας πετρελαίου, θα πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι οι ΗΠΑ λαμβάνουν το 16% των συνολικών τους εισαγωγών πετρελαίου από την Αφρική, με το μερίδιο του πετρελαίου της δυτικής Αφρικής να ισούται με το μερίδιο της Σαουδικής Αραβίας. Το Εθνικό Συμβούλιο Πληροφοριών των ΗΠΑ (National Intelligence Council) προβλέπει ότι η δυτική Αφρική θα διαδραματίσει μεγαλύτερο ρόλο στις διεθνείς αγορές ενέργειας, παρέχοντας το 2015 (σ.σ. η έκθεση του συμβουλίου είναι του 2014) το 25% των εισαγωγών πετρελαίου της Β. Αμερικής. Αυτό αποκαλύπτει τη στρατηγική σημασία του πετρελαϊκού τομέα της υποσαχάριας Αφρικής για τις ΗΠΑ.
Όντως, οι ανωτέρω χώρες της δυτικής και της κεντρικής Αφρικής, έχουν καταστεί επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Πενταγώνου από το 2002, πόσω μάλλον η Λιβύη, ή οποία δέχθηκε την επίθεσή του ΝΑΤΟ το 2011. Το γεγονός αυτό δύσκολα αποτελεί σύμπτωση. Το πετρέλαιο της δυτικής Αφρικής παραμένει στρατηγικά σημαντικό για τους χαράσσοντες την αμερικανική πολιτική, ειδικά επειδή φέρεται ως εναλλακτική πρόταση απέναντι στο πετρέλαιο του Περσικού Κόλπου. Το 2007 θεσπίστηκε η «AFRICOM». Πολλοί από αυτούς που ασκούν κτιτική στην «AFRICOM» πιστεύουν ότι υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ της ύπαρξης της «AFRICOM» και των αμερικανικών συμφερόντων στο πετρέλαιο της Αφρικής. Υπάρχει παραλληλισμός μεταξύ της αυξημένης στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στην Αφρική και της στρατιωτικής τους επέκτασης στον Περσικό Κόλπο μετά τη θέσπιση του «Δόγματος CARTER». Σύμφωνα με το υπόψη δόγμα, η Washington έπρεπε να εγγυηθεί την ασφάλεια των πετρελαϊκών προμηθειών των ΗΠΑ. Υπάρχει επίσης το «Δόγμα WOLFOWITZ», το οποίο ορίζει ότι η Washington πρέπει να ελέγχει τις περιοχές που είναι πλούσιες σε πόρους για να αποτρέψει την άνοδο ενός γεωπολιτικού αντιπάλου και αυτοί πλέον είναι πολλοί.
Το 2010 ότι οι ΗΠΑ «δαπάνησαν» σχεδόν 8 τρις δολ. το διάστημα 1967 έως 2007 στην προστασία των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων του Κόλπου. Ομοίως, η Washington προβαίνει από το 2002 σε δαπάνες για τη στρατιωτική υποδομή στην Αφρική. Από την άλλη πλευρά, εφίσταται η προσοχή στην αυξημένη δραστηριότητα ισλαμικών τρομοκρατικών οργανώσεων στην Αφρική. Όλως περιέργως, οι τρομοκρατικές επιθέσεις των οργανώσεων σημειώνονται στις πλούσιες σε πετρέλαιο περιοχές του Βορρά, της δύσης και των κεντρικών
τμημάτων της ηπείρου, ενώ όλες είναι ουσιαστικά ελεγχόμενες από τα σουνιτικά κέντρα της Σ. Αραβίας. Κυρίως, οι 3 ισλαμικές τρομοκρατικές οργανώσεις «BOKO HARAM», «AL QAEDA IN MAGHREB» και «AL SHABAAB» αποτελούν σημαντική απειλή για τις αφρικανικές χώρες. Παρ’ όλα αυτά, η στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ δεν έχει οδηγήσει σε μείωση της ισλαμικής απειλής.
Αντιθέτως, ισλαμικές εξτρεμιστικές ομάδες έχουν εντείνει προσφάτως τη δραστηριότητά τους στην ήπειρο. Η «ΒΟΚΟ HARAM» απέκτησε νέα δυναμική μετά την επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Λιβύη, καθώς περιήλθαν στην κατοχή της μεγάλες ποσότητες όπλων και πυρομαχικών από τα αποθέματα της χώρας.Η δυτική εισβολή είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση της τρομοκρατικής δράσης στην περιοχή του Sahel και πέραν αυτής. Το ερώτημα που εγείρεται λοιπόν είναι αν η τρομοκρατική απειλή λειτουργεί ως δικαιολόγηση της περαιτέρω στρατιωτικής επέκτασης των ΗΠΑ στην περιοχή, αλλά και της επιβολής των δικών της προσώπων στα πολιτικά δρώμενα, οι οποίοι εμφανίζονται ως απελευθερωτές και εγγυητές της ασφάλειας και της τάξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.