Σχεδόν τριάντα χρόνια πριν, το 1985, οι Φατμέ τραγουδούσαν «Χούντα δε θυμάμαι μα ούτε ελευθερία / της μεταπολίτευσης καημένη γενιά» περιγράφοντας με - ομολογουμένως - έξυπνο τρόπο το κλίμα της μεταπολιτευτικής «εποποιίας». Ένας στίχος που αρχικά μοιάζει απόλυτα λογικός, αν αναλογιστεί κανείς τα πρόσωπα ή τις καταστάσεις και τις λογικές που διαδέχτηκαν την δικτατορία. Ωστόσο, εύλογα κάποιος θα αντιτείνει ότι τα τελευταία 40 χρόνια ζούμε μια κανονικότατη δημοκρατία, ή πιο σωστά μια κανονικότατη αστική δημοκρατία.
Τα όσα άλλωστε εκτυλίσσονται τις τελευταίες δεκαετίες, δεν «ξεφεύγουν» από την κανονικότητα ενός αστικού δημοκρατικού πολιτεύματος, τα όρια του οποίου «ξεχειλώνουν» ανάλογα με την πολιτική μερίδα που κρατά στα χέρια της την εξουσία. Με τον ίδιο τρόπο που η αστική δημοκρατία προβλέπει την ισονομία και την ισοπολιτεία όλων των πολιτών, με την ίδια ευκολία παρέχει προνόμια στους πλουσίους και τα ισχυρά συμφέροντα.
Το «παιχνίδι» λοιπόν τα τελευταία χρόνια διοργανώθηκε στο επίπεδο της ιδεολογίας. Αν η Ελλάδα ακολουθούσε στρεβλά και με καθυστέρηση στη δεκαετία του 1980 τις επιταγές της οικοδόμησης του «κοινωνικού κράτους», η δεκαετία του 1990 ήταν πρόσφορη για τη νέα ιδεολογική μόδα, αυτή του ατομισμού. Καθετί συλλογικό...
Τα όσα άλλωστε εκτυλίσσονται τις τελευταίες δεκαετίες, δεν «ξεφεύγουν» από την κανονικότητα ενός αστικού δημοκρατικού πολιτεύματος, τα όρια του οποίου «ξεχειλώνουν» ανάλογα με την πολιτική μερίδα που κρατά στα χέρια της την εξουσία. Με τον ίδιο τρόπο που η αστική δημοκρατία προβλέπει την ισονομία και την ισοπολιτεία όλων των πολιτών, με την ίδια ευκολία παρέχει προνόμια στους πλουσίους και τα ισχυρά συμφέροντα.
Το «παιχνίδι» λοιπόν τα τελευταία χρόνια διοργανώθηκε στο επίπεδο της ιδεολογίας. Αν η Ελλάδα ακολουθούσε στρεβλά και με καθυστέρηση στη δεκαετία του 1980 τις επιταγές της οικοδόμησης του «κοινωνικού κράτους», η δεκαετία του 1990 ήταν πρόσφορη για τη νέα ιδεολογική μόδα, αυτή του ατομισμού. Καθετί συλλογικό...
θεωρείτο παρωχημένο, μέσα στο πλαίσιο της αναγόρευσης της ατομικότητας ως υπέρτατο «καλό». Ατομικές διαπραγματεύσεις για δουλειά, ατομική ανέλιξη στην πυραμίδα της εξουσίας, ατομική πτώση και περιθωριοποίηση. Και όλα αυτά επενδεδυμένα με τον μανδύα της «μεταρρύθμισης».
Τέκνο αυτής της ατομικιστικής ιδεολογίας είναι ο Σταύρος Θεοδωράκης. Μετά την άνοδό του στα υψηλά κλιμάκια της δημόσιας ζωής και του δημόσιου λόγου, έφτασε η στιγμή να μετατραπεί σε ένα ιδιαίτερο όχημα για την επιβίωση του πολιτικού σκηνικού που ανύψωσε την έννοια της ατομικότητας στη δεκαετία του 1990, έστω και με προσωπείο «σοσιαλιστικό».
Τις τελευταίες ημέρες, με το απολύτως μελετημένο, αλλά επιφανειακά ατημέλητο, ταμπεραμέντο του ξεστόμισε μερικές ακόμα «σοφίες»: «Η εξέγερση των φοιτητών το ’73 ήταν μια ηρωική πράξη, κόντρα στους κομματικούς μηχανισμούς της εποχής» είπε στη Βέροια. Για να συνεχίσει την επόμενη μέρα στον Άγιο Δημήτριο λέγοντας ότι «αν το ΄73 ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ στο Πολυτεχνείο, το Πολυτεχνείο δε θα γινόταν».
Από πού πηγάζει αυτή η αμετροέπεια, πασπαλισμένη με μπόλικη προκλητικότητα; Είναι μια επικοινωνιακή «φούσκα» με την οποία θα ασχολούμαστε όλοι εμείς, κρατώντας τον στον αφρό; Ναι, αλλά όχι μόνο. Αποτελούν τα λόγια του ένα περιστασιακό «παράπτωμα» ενός ημιμαθούς δημοσίου προσώπου; Ίσως, αλλά δεν έχει και τόση σημασία τώρα.
Ο Σταύρος Θεοδωράκης μέσα σε λίγες λέξεις κατάφερε να επαναφέρει στην συζήτηση ολόκληρη τη μυθοπλασία που έστησε το μεταπολιτευτικό κατεστημένο για την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Οι συμμετέχοντες ήταν «ήρωες», άρα πρόσωπα ανώτερα από τους υπόλοιπους ανθρώπους, που η πράξη τους τα ανυψώνει και τα κάνει ακριβοθώρητα. Πράξη η οποία είναι σχεδόν αδύνατον να επαναληφθεί, αφού «δεν έχουμε Χούντα».
Αφετέρου όμως ο επικεφαλής του Ποταμιού επανέφερε με τον τρόπο του τη συζήτηση για τον ρόλο των κομμάτων, και κατ' επέκταση των συλλογικοτήτων, των μαζικών διεργασιών. Μέσα σε μια πυκνή πολιτικά συγκυρία που τα «κοινά» αποκτούν εκ νέου το νόημά τους, που οι έννοιες της αλληλεγγύης και της διεκδίκησης γίνονται ξανά αναγκαίες, τώρα που οι κανόνες της νεοφιλελεύθερης απόλυτης ελευθερίας των αγορών αποδομούνται, ο Σταύρος Θεοδωράκης λέει ότι τα κόμματα, οι μαζικοί φορείς της πολιτικής στην δημοκρατία κάθε είδους, είναι αντικείμενα προς εξοβελισμό.
Ο Σταύρος Θεοδωράκης είναι λοιπόν ο «λαγός» όσων επιθυμούν να πάψουν οι πολίτες, ο λαός, να διεκδικούν, να αγωνίζονται, να ελπίζουν. Το σε ποιους σχηματισμούς βρίσκονται οι όμοιοί του, είναι εύκολο να το αντιληφθεί κανείς. Πάντως, ιστορικά μιλώντας, οι δικτάτορες του απριλιανού πραξικοπήματος θα συμφωνούσαν με τις απόψεις του περί του ρόλου των κομμάτων. Εκεί βρίσκεται άλλωστε το σημείο που το «απολίτικο» συνευρίσκεται με τον φασισμό.
Νίκος Σβέρκος από efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.